Πλήθος ερωτηματικών έχει δημιουργήσει η απόφαση του υπουργείου Οικονομικών να προσφύγει στην κατά τα άλλα «κλειστή» για το Δημόσιο χρηματαγορά, για να αναχρηματοδοτήσει λήξεις εντόκων γραμματίων συνολικού ύψους 4,5 δις. ευρώ, καθώς το Δημόσιο κινδυνεύει να δανεισθεί με ζημιά, σε σχέση με το κόστος που θα είχε αν αντλούσε τα ίδια κεφάλαια από το διεθνή μηχανισμό στήριξης, κάνοντας ταυτόχρονα ένα δώρο αξίας πολλών εκατομμυρίων ευρώ στους… άφραγκους Έλληνες τραπεζίτες.
Παρότι πολλοί διεθνείς παρατηρητές, όπως καταγράφεται και σε χθεσινό ρεπορτάζ των “Financial Times”, έσπευσαν να χαρακτηρίζουν εξαιρετικά επικίνδυνη την προσφυγή του Δημοσίου στην αγορά, την ώρα που η απόδοση των δεκαετών ομολόγων έχει αισίως «σκαρφαλώσει» πάνω από το 10%, το υπουργείο Οικονομικών επιμένει ότι πρόκειται για μια κίνηση, που θα δικαιωθεί εκ του αποτελέσματος και θα σταλεί με την επιτυχία των εκδόσεων ένα μήνυμα εμπιστοσύνης της αγοράς στο εφαρμοζόμενο πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας.
Στην πραγματικότητα, όμως, όπως εξηγούν στο “B” τραπεζικά στελέχη, δεν υπάρχει ο παραμικρός κίνδυνος να μείνουν ακάλυπτες οι εκδόσεις τρίμηνων, εξάμηνων και ετήσιων εντόκων γραμματίων, στις οποίες θα προχωρήσει το Δημόσιο μέσα στον Ιούλιο. Οι ελληνικές τράπεζες, που σήμερα κατέχουν στο σύνολό τους σχεδόν τους τίτλους που λήγουν, έχουν ήδη συμφωνήσει με τον ΟΔΔΗΧ να καλύψουν την έκδοση, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στην κυβέρνηση να μιλήσει για «ψήφο εμπιστοσύνης της αγοράς» και άλλα κοινότοπα που λέγονται σε τέτοιες περιπτώσεις.
Όμως, ο πραγματικός κίνδυνος για το υπουργείο Οικονομικών κρύβεται αλλού:
n Αν η κυβέρνηση αντλούσε τα 4,5 δις. ευρώ από το διεθνή μηχανισμό στήριξης, θα μπορούσε να υποκαταστήσει βραχυχρόνιο δανεισμό μέσω έκδοσης εντόκων γραμματίων με δανεισμό μεγαλύτερης διάρκειας από τα κράτη της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ, για τον οποίο οι φορολογούμενοι θα επιβαρύνονταν με επιτόκιο της τάξεως του 5% ετησίως.
n Αντίθετα, με την προσφυγή στις ελληνικές τράπεζες, το Δημόσιο κινδυνεύει να δανεισθεί πανάκριβα, με κόστος πολύ υψηλότερο από αυτό της άντλησης των ίδιων κεφαλαίων από το διεθνή μηχανισμό. Αρκεί να αναφερθεί, ότι σήμερα οι αποδόσεις των εξάμηνων και ετήσιων εντόκων βρίσκονται σε δυσθεώρητα ύψη (κοντά στις 740 μονάδες βάσης) και μόνο των τρίμηνων εντόκων διαμορφώνονται χαμηλότερα από το 5% (372 μονάδες βάσης).
n Με αυτά τα δεδομένα, ορατός είναι ο κίνδυνος να αντληθούν τα 4,5 δις. ευρώ με κόστος αρκετά υψηλότερο από το 5% του μηχανισμού στήριξης και ενδεχομένως η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών και ο ΟΔΔΗΧ να κληθούν να εξηγήσουν αργότερα γιατί επιλέγουν μια διαδικασία δανεισμού, από την οποία ζημιώνεται το Ελληνικό Δημόσιο.
Η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα είναι προφανής, όσο και αν θα ήταν πολύ δύσκολο να δοθεί δημόσια από κάποιο κυβερνητικό στέλεχος: το υπουργείο Οικονομικών χαρίζει συνειδητά από το υστέρημα των φορολογουμένων μια ιδιαίτερα υψηλή και καταβαλλόμενη αμέσως με την έκδοση των εντόκων γραμματίων απόδοση στις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες δυσκολεύονται αυτή την περίοδο να βρουν μια τοποθέτηση των κεφαλαίων τους με αντίστοιχα υψηλές αποδόσεις. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα «δώρο» στο τραπεζικό σύστημα της χώρας, προκειμένου να υποστηριχθεί η κερδοφορία του σε μια κρίσιμη συγκυρία.
Προφανές είναι, όμως, ότι στους πολίτες που υποβάλλονται σε δυσβάστακτες θυσίες αυτή την περίοδο, για να εφαρμοσθεί το πρόγραμμα σταθεροποίησης, θα ήταν πολύ δύσκολο να εξηγηθεί πολιτικά ένα τέτοιο «δώρο» στους τραπεζίτες, που ιδιαίτερα αυτή την περίοδο δεν έχουν την καλύτερη εικόνα στην κοινή γνώμη…