Γραφείο Πρωθυπουργού —
Συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης με θέμα: “Riding the Storm - Lessons from Leaders” στο πλαίσιο του Εορτασμού της 50ης Επετείου του ΟΟΣΑ
Παρίσι, Γαλλία, 25 Μαΐου 2011
Ο Πρωθυπουργός, Γιώργος Α. Παπανδρέου, συμμετείχε σε συζήτηση με θέμα: «Riding the storm – lessons from the Leaders», η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της Συνόδου του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), στο Παρίσι.
Στη συζήτηση συμμετείχαν, επίσης, ο Πρόεδρος της Χιλής, Sebastián Piñera, ο Καγκελάριος της Αυστρίας, Werner Faymann, ο Πρωθυπουργός του Βελγίου, Yves Leterme και ο Πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Viktor Orbán και συντονιστής ήταν ο Γενικός Γραμματέας του ΟΟΣΑ, Angel Gurria.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συζήτησης:
Angel Gurria: Εξοχότατοι κύριοι Πρωθυπουργοί, κύριοι Υπουργοί, Πρέσβεις, κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι, σας καλωσορίζω με χαρά στο υψηλού επιπέδου πάνελ, το οποίο τιμούν με την παρουσία τους ο Πρόεδρος της Χιλής, κ. Piñera, ο Καγκελάριος της Αυστρίας, κ. Faymann, ο Πρωθυπουργός του Βελγίου, κ. Leterme, ο Πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, κ. Orbán και ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, κ. Παπανδρέου.
Πρόκειται για πάνελ με πολύ υψηλούς συμμετέχοντες και αποτελεί προνόμιο, καθώς μας προσφέρεται η ευκαιρία να μοιραστούμε μερικά από τα διδάγματα που αποκομίσαμε και, μάλιστα, δια στόματος ηγετών, που ασκούν εξουσία εν μέσω της χειρότερης κρίσης που έχουμε δει και οι οποίοι θα αναπτύξουν την προσωπική τους εμπειρία από αυτό που εμείς αποκαλούμε «Riding the Storm», με στόχο μια συζήτηση που αποσκοπεί επίσης στην εξέταση τρόπων για να προχωρήσουμε μπροστά.
Όπως τόνισα και στη διάρκεια της παρουσίασης της πρόσφατης έκδοσης του ΟΟΣΑ «Economic Outlook», που έκανα το πρωί, λέγεται ότι βγήκαμε από το μάτι της οικονομικής θύελλας, αν και υπάρχουν φορές που δεν έχουμε αυτή την αίσθηση.
Η οικονομική ανάκαμψη παγιώνεται ολοένα και πιο πολύ, ούσα περισσότερο αυτοσυντηρούμενη και ευρεία, και η παγκόσμια οικονομία προβλέπεται να παρουσιάσει ρυθμούς ανάπτυξης περί το 4.5% κατά μέσο όρο.
Η ανάκαμψη λαμβάνει χώρα μεν, είναι δύο ταχυτήτων δε, αν όχι τριών. Εξακολουθούν να υφίστανται κίνδυνοι οικονομικής κάμψης και ασφαλώς αυτοί οι καιροί ενέχουν σημαντικούς κινδύνους για τους πολιτικούς ηγέτες, από τους οποίους πολλοί αναμένουν τον τετραγωνισμό του κύκλου.
Οι πολιτικοί ηγέτες πράγματι σήμερα βρίσκονται αντιμέτωποι με αλλεπάλληλες προκλήσεις ταυτοχρόνως, δηλαδή: 1) καλούνται να λάβουν αποφάσεις, ώστε να υπάρξει σταθερή ανάκαμψη και 2) οφείλουν να περικόψουν το χρέος και τα ελλείμματα, να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό, να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις, να δρομολογήσουν διαρθρωτικές αλλαγές, να προετοιμάσουν το μέλλον μέσω της οικοδόμησης μιας πιο ευφυούς μορφής ανάπτυξης, βασισμένης στην καινοτομία, αλλά και να φροντίσουν όσους έπληξε βαρύτατα η κρίση, δηλαδή τους ανέργους και δη τους νέους ανέργους.
Με άλλα λόγια, οι πολιτικοί ηγέτες καλούνται να ασχοληθούν με τη λιτότητα, τις δομές, την τεχνολογία, την κοινωνία – με όλα αυτά μαζί και ταυτοχρόνως.
Αυτό λοιπόν θα είναι και το θέμα που θα απασχολήσει το πάνελ, που συνθέτουν τόσοι διαπρεπείς προσκεκλημένοι και οι οποίοι θα τοποθετηθούν σχετικά με το πώς βλέπουν αυτές τις προκλήσεις.
Θα δώσουμε σε κάθε έναν 3-4 λεπτά, ώστε να ακούσουμε την άποψή τους και να μας μιλήσουν για κάποια ειδικότερα ζητήματα, πάνω στα οποία θα θέλαμε τη γνώμη τους.
Ξεκινούμε λοιπόν με πρώτο τον Πρόεδρο Piñera. Κύριε Πρόεδρε της Χιλής, γιατί οι επιπτώσεις της κρίσης στη Χιλή ήταν ηπιότερες σε σχέση με άλλες χώρες; Ποιες είναι οι βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζετε εσείς, στο πλαίσιο μιας μικρής ανοικτής οικονομίας, όπως αυτή της Χιλής, με δεδομένα και τα δικά σας προβλήματα, όπως το μεγάλο περσινό σεισμό; Πώς είναι να καλείσαι να αντεπεξέλθεις εντός ενός διεθνούς πλαισίου, από την οπτική γωνιά μιας χώρας όπως η Χιλή; Ποια είναι τα επόμενα βήματα; Εσείς έχετε το λόγο.
Sebastián Piñera: Σε ευχαριστώ, Angel. Η κρίση που μας έπληξε δεν ήταν πιο ήπια για εμάς, διότι αναγκαστήκαμε να αντιμετωπίσουμε δύο κρίσεις σε συνδυασμό. Η πρώτη ήταν η ανθρωπογενής, η οικονομική κρίση. Η δεύτερη ήταν φυσική, διότι ζήσαμε τον πέμπτο μεγαλύτερο σεισμό στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Θεωρώ πάντως ότι κατορθώσαμε να αντιμετωπίσουμε τις δύο αυτές κρίσεις επιτυχώς. Το 2009, ο δείκτης ανάπτυξης έφερε αρνητικό πρόσημο αφού ήταν -1.5%, αλλά το 2010 έφτασε στο +5% και, αυτή τη στιγμή, βρισκόμαστε στο + 7%, ποσοστό που οφείλεται σε δύο λόγους κυρίως.
Πρώτον, στην εφαρμογή ορθών οικονομικών πολιτικών, μακροοικονομικών, δημοσιονομικών και νομισματικών και, δεύτερον, στην ευρωστία των θεσμών μας. Επιτρέψτε μου, στο σημείο αυτό, να επισημάνω τρία στοιχεία.
Πρώτον: διαθέταμε πολύ ισχυρούς θεσμούς σταθεροποίησης των αγορών και όχι μόνο της ανεξάρτητης κεντρικής μας τράπεζας. Επίσης, όμως, διαθέτουμε ένα δημοσιονομικό κανόνα, ο οποίος μας αναγκάζει, δια νόμου, να αποταμιεύουμε τις καλές εποχές, ώστε να είμαστε σε θέση να αξιοποιήσουμε τους πόρους αυτούς σε δύσκολους καιρούς, γεγονός που αποδείχτηκε ιδιαιτέρως χρήσιμο κυρίως τα έτη 2009 και 2010.
Δεύτερον: διαθέτουμε πολύ ισχυρούς κανονιστικούς θεσμούς, όπως την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία κατόρθωσε να προστατεύσει την ακεραιότητα και την ισχύ του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης.
Και τρίτον: διαθέτουμε πολύ ισχυρούς νομιμοποιητικούς θεσμούς, δηλαδή κατ’ ουσίαν υφίσταται ένα αναπτυγμένο κοινωνικό δίκτυο, το οποίο μας επέτρεψε να αντιμετωπίσουμε όλοι μαζί, ενωμένοι, την κρίση και να αναλάβουμε τις δράσεις που ήταν απαραίτητες και, μάλιστα, με ρυθμούς πολύ ταχείς.
Αναφορικά τώρα με τα διδάγματα που αποκομίσαμε για το μέλλον, θα έλεγα ότι στόχος μας είναι να ξεπεράσουμε την υπ-ανάπτυξη και να καταπολεμήσουμε τη φτώχεια, πριν το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας. Για το σκοπό αυτό, οφείλουμε να πετύχουμε διπλασιασμό του ρυθμού ανάπτυξης και, από ποσοστό μικρότερο του 3%, το οποίο ήταν και ο μέσος όρος που πέτυχε η προηγούμενη κυβέρνηση, να κατορθώσουμε να υπερβούμε το 6%, ποσοστό το οποίο και επιτυγχάνουμε.
Θα χρειαστεί να δημιουργήσουμε ένα εκατομμύριο νέες θέσεις εργασίας, που αντιστοιχεί περίπου στο 14% του εργατικού μας δυναμικού, ενώ πέρυσι καταφέραμε να δημιουργήσουμε μισό εκατομμύριο νέες θέσεις εργασίας. Για το σκοπό αυτό, εφαρμόζουμε ένα πλήρες πακέτο μέτρων υπέρ της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και φιλικών προς την ανάπτυξη, τα οποία καλύπτουν όλο το φάσμα της οικονομίας μας.
Επίσης, κλείνοντας να προσθέσω ότι, βρισκόμαστε ενώπιον μιας πολύ μεγάλης κρίσης, που συνδέεται με την ενίσχυση της ποιότητας της εκπαίδευσης και κατάρτισης, της προώθησης της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας, όπως και των επενδύσεων. Διπλασιάσαμε μάλιστα τις επενδύσεις μας στο πεδίο της επιστήμης και της τεχνολογίας.
Αυτοί είναι οι τρεις βασικοί τομείς, τους οποίους πρέπει να προσθέσουμε στους παλαιότερους πυλώνες για μια σταθερή οικονομία και για την επίτευξη μακροοικονομικής ισορροπίας.
Εν ολίγοις, ως τώρα, η χιλιανή οικονομία αναπτύσσεται, δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας και οδεύουμε προς τον υπέροχο εκείνο στόχο, να γίνουμε μια αναπτυγμένη χώρα, από την οποία θα απουσιάζει η φτώχεια, πριν από το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας.
Angel Gurria: Συγχαρητήρια. Δεν αξίζει ένα χειροκρότημα; Έχετε τις καλύτερες ευχές μας, ώστε να ευοδωθούν οι στόχοι και οι φιλοδοξίες σας.
Σειρά έχει ο Βέλγος Πρωθυπουργός. Σε αντιδιαστολή με άλλες χώρες, εσείς καταφέρατε να μειώσετε το έλλειμμα και περιορίσατε την ανεργία στο Βέλγιο. Μάλιστα, όπως έλεγα στον κ. Πρωθυπουργό, στους Γερμανούς αποδίδονται τα εύσημα για την πρωτοβουλία «Kurzarbeit», κ. Pfaffenbach. Αποδεικνύεται ωστόσο ότι εκείνοι που την εφάρμοσαν κυρίως ήταν οι Βέλγοι, με δεύτερους τους Αυστριακούς.
Εσείς, πώς εξηγείτε αυτές τις καλές επιδόσεις, κ. Πρωθυπουργέ; Θα εξακολουθήσουν, αν τυχόν επιδεινωθεί η κατάσταση στην Ευρώπη; Υπάρχει τελικώς ένας «ευρωπαϊκός τρόπος» ή μήπως ο δικός σας ήταν ένας εντελώς και αποκλειστικώς βελγικός τρόπος αντιμετώπισης;
Yves Leterme: Αρχικώς, Angel, επίτρεψέ μου να πω δυο λόγια για το Βέλγιο. Ασφαλώς και διαφέρουμε σε σύγκριση με τη Χιλή. Είμαστε μια μεγάλη οικονομία με γηράσκοντα πληθυσμό, που σημαίνει ότι οι ρυθμοί ανάπτυξής μας είναι πιο ήπιοι, αλλά θεωρώ ότι ένα βασικό χαρακτηριστικό μας είναι ότι τα βασικά μας οικονομικά μεγέθη είναι πολύ ικανοποιητικά.
Κάποτε, λεγόταν για το Βέλγιο ότι οι αρχές και το κράτος είναι φτωχά, αλλά οι πολίτες πλούσιοι. Οι Βέλγοι, κατά μέσο όρο, έχουν πολύ υψηλά ποσοστά αποταμίευσης και, ως κράτος, διαθέτουμε πλεονάσματα πολύ μεγάλα, γεγονός που εμπνέει αίσθημα σταθερότητας στους πολίτες, προσφέρει και στην οικονομία σταθερότητα, ενώ εξασφαλίζει και εντόνως αυξημένη αγοραστική δύναμη.
Ένα ακόμη στοιχείο συνδέεται με το γεγονός ότι οι αναπτυξιακοί μας ρυθμοί, αν και πιο κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο για το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, άγγιξαν το 3% σε ετήσια βάση. Και η νέα έκθεση του ΟΟΣΑ, Angel, κάνει λόγο για 2,4%, καθ’ όλη τη διάρκεια του 2011. Είναι επομένως πολύ σημαντικό, το να έχει κανείς υγιείς ρυθμούς ανάπτυξης.
Για να απαντήσω, όμως, συγκεκριμένα στην ερώτησή σου, θα πω ότι θεωρώ πως αυτό είναι από τα βασικά εργαλεία, τα οποία χρησιμοποιήσαμε για να ξεπεράσουμε την κρίση, δηλαδή προσπαθήσαμε να καλλιεργήσουμε και να συντηρήσουμε κλίμα εμπιστοσύνης στην αγορά εργασίας. Στις επιχειρήσεις, προσφέραμε τη δυνατότητα διατήρησης των εργασιακών συμβάσεων με τους εργαζόμενους, αλλά το κόστος ανέλαβε το κράτος και έτσι, μέσω του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, καλύφθηκε σημαντικό κομμάτι του κόστους εργασίας, για δεδομένη και σύντομη χρονική περίοδο, που σημαίνει λήψη μέτρων υπέρ της προσωρινής απασχόλησης.
Ορθώς επισημάνατε την ιδιαιτερότητα του προγράμματος των προσωρινώς ανέργων. Εμείς αυξήσαμε τις πιθανότητες, διευρύναμε τις δυνατότητες. Κάποτε, το εφαρμόζαμε μόνο για βιομηχανικούς εργάτες και χειρώνακτες, τώρα όμως επεκτείναμε το πρόγραμμα, ώστε να συμπεριλάβουμε και υπαλλήλους, οπότε συνολικά αυτό μας προσέφερε τη δυνατότητα να προστατεύσουμε τη σχέση εργαζόμενου-εργοδότη, αλλά και να προστατεύσουμε τον εργαζόμενο, στοιχείο ιδιαιτέρως σημαντικό, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα, νομίζω για πρώτη φορά από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, το Βέλγιο να ξεπεράσει μια πολύ μεγάλη κρίση, χωρίς να αυξηθούν τα ποσοστά ανεργίας στη χώρα.
Ήταν μάλιστα η πρώτη φορά που βρεθήκαμε πολύ πιο κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το ποσοστό ανεργίας αυτή τη στιγμή, αν δεν απατώμαι, βρίσκεται στο 7,9%, όταν στην Ευρωζώνη είναι 10,1%, αν δεν κάνω λάθος. Για πρώτη φορά, επομένως, βρισκόμαστε κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και είναι επίσης η πρώτη φορά που, από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν ακολουθείται η συνήθης πορεία του ποσοστού της ανεργίας, με το ποσοστό να μειώνεται μεν, αλλά να παραμένει σε ποσοστά υψηλότερα σε σχέση με τα αντίστοιχα πριν την κρίση.
Επομένως, πιστεύω ότι γενικά αυτό ήταν που συντήρησε τα επίπεδα εμπιστοσύνης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και, παρότι το Βέλγιο είναι εξόχως προσανατολισμένο στις εξαγωγές και άρα εξαρτημένο, παραδείγματος χάριν, από τη γερμανική οικονομία, παρατηρούμε ότι και στην εγχώρια αγορά, στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, επικρατεί βαθμιαία ο αναπτυξιακός δυναμισμός που φέρνει η ανάκαμψη και, πιο συγκεκριμένα, δυναμισμός που προέρχεται από τη γερμανική αγορά.
Νομίζω, επομένως, ότι μπήκαμε πλέον σε μια φάση, στην οποία νοικοκυριά και επιχειρήσεις υιοθετούν αυτό το δυναμισμό, κάτι πολλά υποσχόμενο για το μέλλον.
Angel Gurria: Σας ευχαριστώ πολύ, κ. Πρωθυπουργέ. Ας συνεχίσουμε. Κύριε Πρωθυπουργέ, κ. Παπανδρέου, η λεγόμενη κρίση των κυβερνητικών χρεών της Ευρώπης, που πλήττει και την Ελλάδα μεταξύ άλλων χωρών, αποτελεί σαφή απόρροια της οικονομικής κρίσης, ή μήπως έχει διαρθρωτικές, βαθύτερες ρίζες; Μήπως υπάρχει ο κίνδυνος και άλλες χώρες, εκτός Ευρώπης, να ζήσουν αυτή την ταχεία απώλεια της ανταγωνιστικότητας, την οποία βιώνουν κάποιες χώρες στην Ευρώπη τώρα; Πού νομίζετε ότι θα καταλήξει; Επίσης, είναι το πρόβλημα του χρέους ο λόγος, για τον οποίο η Ευρώπη προχωρεί σε τόσο μεγάλες αλλαγές; Σας ακούμε.
Γιώργος Α. Παπανδρέου: Ευχαριστώ πολύ, Angel. Πρωτίστως, να δηλώσω ότι η Ελλάδα αναλαμβάνει και φέρει την ευθύνη να διαχειριστεί τη δική της κρίση. Θα προσέθετα, μάλιστα, ότι η Ελλάδα δεν είναι μια χώρα φτωχή. Διαθέτει τεράστιες δυνατότητες μεν, έτυχε κακοδιαχείρισης δε – και αυτό είναι ζήτημα διακυβέρνησης.
Το ζήτημα είναι υψίστως πολιτικό. Αποτελεί ζήτημα δομών και θεσμών. Επικρατούσε ένα πελατειακό σύστημα, έλλειψη διαφάνειας, σπατάλη, ένας υδροκέφαλος δημόσιος τομέας, μία ανεπαρκής συνδρομή σε θέματα ανταγωνιστικότητας και ανάπτυξης και, μάλιστα, σε τομείς στους οποίους διαθέταμε συγκριτικό πλεονέκτημα.
Επίσης, παρατηρούνταν φαινόμενα διαφθοράς. Ακόμα και σχετικά πρόσφατα, προ διετίας δηλαδή, ο ΟΟΣΑ, σε έκθεσή του, επεσήμανε ότι οι νοσοκομειακές μας δαπάνες θα περιορίζονταν κατά 30%, αν καταστέλλονταν τα φαινόμενα διαφθοράς στα νοσοκομεία.
Συνεπώς, συμφωνώ με τα όσα είπε ο κ. Pinera, ο Πρόεδρος της Χιλής. Είναι αλήθεια ότι αναλύουμε τα συμπτώματα κάποιες φορές, δηλαδή το χρέος και το έλλειμμα, αλλά οι αιτίες είναι βαθύτερες και έγκεινται σε δομές και θεσμούς.
Ο λόγος που το αναφέρω αυτό είναι γιατί τυγχάνει, σε έκθεση που συνέταξε το Ινστιτούτο Brookings, να γίνεται σύγκριση μεταξύ Χιλής και Ελλάδας. Η έκθεση καταλήγει σε ένα βασικό συμπέρασμα, αφού επισημαίνει ότι η Χιλή, μετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος, κατάφερε να θεσπίσει ισχυρούς κανονιστικούς θεσμούς, να αναπτύξει την οικονομία και να καθιερώσει την έννοια της διαφάνειας. Στην Ελλάδα, όμως, δυστυχώς, δεν συνέβη αυτό, αλλά το Ινστιτούτο Brookings πιστεύει ότι θα μπορούσαμε, μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και διαφάνειας, να εξοικονομήσουμε περί το 4% -8% του ΑΕΠ ετησίως.
Τα ποσοστά αυτά, καθώς και τα αντίστοιχα ποσά, είναι μεγάλα και θα μπορούσαμε να είχαμε αποσοβήσει την κρίση και να είχαμε λύσει το πρόβλημα του χρέους, αν όντως προβαίναμε σε τέτοιου είδους αλλαγές. Και αν είχαμε το χρόνο, τότε θα ήταν και το πρώτο πράγμα που θα κάναμε – και τώρα, αυτό πράττουμε βεβαίως, παράλληλα με όλα τα άλλα, δηλαδή προχωρούμε σε διαρθρωτικές αλλαγές.
Τα διαρθρωτικά προβλήματα αποκάλυψαν την ύπαρξη κάποιων αδυναμιών και, δεδομένου ότι είμαστε μέλος της Ευρωζώνης, ως ένα σημείο, μας εμπόδισαν να διαγνώσουμε σε πρώιμο στάδιο τις αδυναμίες αυτές.
Παράλληλα, όμως, με τη δημοσιονομική προσαρμογή, σημειώσαμε και εντυπωσιακές επιτυχίες. Παρά τα όσα γράφονται στον Τύπο, διότι γνωρίζω ότι κάποιοι αμφιβάλλουν κατά πόσο πετύχαμε τους στόχους μας, εμείς, μέσα σε ένα χρόνο, κατορθώσαμε να μειώσουμε το έλλειμμά μας κατά 5% και κατά 7.2% το πρωτογενές μας έλλειμμα, ενώ για το 2012 προβλέπεται ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος.
Όλα αυτά βεβαίως επιτυγχάνονται, χάρη στα πολύ αυστηρά μέτρα που λάβαμε. Θεωρώ ότι είναι όντως εντυπωσιακά.
Την ίδια στιγμή, προχωρήσαμε σε μείζονος κλίμακας μεταρρυθμίσεις, ενισχύοντας τη διαφάνεια, προχωρώντας σε μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού συστήματος – και μάλιστα, εξ ολοκλήρου – αλλά και σε μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Ακολουθήσαμε το λεγόμενο «σκανδιναβικό μοντέλο», εισάγοντας ένα σύστημα πιο δίκαιης φορολόγησης, όπου εξασφαλίζει την αίσθηση δικαιοσύνης η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, με την οποία τώρα παλεύουμε.
Ανοίξαμε 150 κλειστά επαγγέλματα και επενδύουμε σε ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Εφαρμόζουμε προγράμματα που ενισχύουν την προστασία των ανέργων και των φτωχότερων πολιτών, με τρόπο περισσότερο αποτελεσματικό.
Επίσης, διαθέτουμε πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσια περιουσίας, προϋπολογισμού 50 δις ευρώ.
Μέσα σε ένα χρόνο, είδαμε τις πρώτες θετικές ενδείξεις των αλλαγών που υλοποιήσαμε, καθώς είχαμε θετικό πρόσημο του ρυθμού ανάπτυξης το πρώτο τρίμηνο του 2011, όπως και 35% αύξηση των εξαγωγών μας κατά τους πρόσφατους 5-6 μήνες και, μάλιστα, σε σταθερά μηνιαία βάση και μεσοσταθμικά, γεγονός που δείχνει την άμεση ανταπόκριση του ιδιωτικού τομέα.
Ενισχύσαμε την ανταγωνιστικότητα και προσβλέπουμε σε μια καλύτερη χρονιά για την τουριστική βιομηχανία, ενώ ταυτόχρονα βαίνει μειούμενος ο πληθωρισμός.
Είναι άραγε η Ελλάδα μοναδική περίπτωση; Θα κάνω δύο επισημάνσεις στο σημείο αυτό, πρώτα ένα γενικότερο σχόλιο και κατόπιν ένα ειδικότερο, αναφορικά με την Ευρώπη.
Μιας και μιλάμε για διακυβέρνηση, θεωρώ ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στο γεγονός ότι, το 2008 είχαμε κατ’ ουσίαν ομόλογα, που κακώς ήταν «ΑΑΑ», ενώ η αγορά λειτουργούσε με ψυχολογία όχλου, οπότε καλλιεργήθηκε ένα αίσθημα ευφορίας με μια φούσκα και, κατόπιν, με κάθε ήσσονα κίνδυνο, άρχισε να κυριαρχεί ο φόβος. Αυτό ακριβώς βλέπουμε και τώρα, στην περίπτωση της Ελλάδας, καθώς ακόμα και ο ελάχιστος κίνδυνος εκτοξεύει τα spreads, γιατί η αγορά αμφισβητεί την ικανότητα δανεισμού της Ελλάδας.
Υπάρχουν όμως και προβλήματα ρύθμισης, καθώς γίνεται λόγος για τα ασφάλιστρα κινδύνου, τα CDS, ενώ ασκούνται τεράστιες κερδοσκοπικές πιέσεις και η Ελλάδα είναι θύμα και όλων αυτών, πέραν των δικών της ευθυνών.
Στα προαναφερθέντα, να προσθέσουμε το γεγονός ότι, σήμερα πια, οι αγορές αντιδρούν πολύ πιο γρήγορα από ό,τι τα πολιτικά συστήματα, στα οποία εμείς ανήκουμε και εργαζόμαστε στο πλαίσιό τους, είτε πρόκειται για τις αντίστοιχες χώρες μας, είτε για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μπορεί και να μην είναι απαραιτήτως κακό αυτό, αλλά αν οι αγορές τελικά επισκιάζουν ή και υπερφαλαγγίζουν την πολιτική διεργασία, τότε το πρόβλημα συνδέεται με τα δημοκρατικά μας πολιτεύματα και υπονομεύει βαθύτατα το αίσθημα εμπιστοσύνης των πολιτών.
Θα προσέθετα ότι ένα ακόμη συστημικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε εμείς, το αντιμετωπίζετε και εσείς, στον ΟΟΣΑ. Πρόκειται για το ζήτημα των ανισοτήτων που παρατηρείται και το οποίο, όπως έχουν ήδη αρκετοί επισημάνει με άρθρα και εκθέσεις, ανάγκασε πολλούς ιδιώτες να προχωρήσουν σε υπέρμετρο δανεισμό, που υπερέβαινε τις οικονομικές τους δυνατότητες, προκειμένου να διατηρήσουν το υπάρχον επίπεδο διαβίωσής τους.
Οι φορολογικοί παράδεισοι και η διαφθορά αποτελούν αναπόσπαστο σκέλος αυτών των ανισοτήτων και συνδέονται με την αδυναμία είσπραξης των φόρων, που τελικά χάνονται χωρίς να καταβληθούν. Και ασφαλώς, εξαιτίας αυτής της ανισότητας, βρίσκεται σε ομηρία ακόμα και το πολιτικό σύστημα.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μερικά σημαντικά συστημικά ερωτήματα, στα οποία επιχειρούμε να απαντήσουμε. Θεωρώ ότι κατορθώσαμε να σημειώσουμε εντυπωσιακή πρόοδο σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, αλλάζοντας κάποιους θεσμούς, αν και από ό,τι φαίνεται οι αγορές δεν ανταποκρίθηκαν και αυτό είναι ένα ζήτημα.
Είδαμε πάντως τι συμβαίνει με το ευρώ, εντός μιας κοινής μεν νομισματικής ένωσης, αλλά εν τη απουσία μιας πραγματικής οικονομικής ένωσης, όπως και ελλείψει ουσιαστικού οικονομικού συντονισμού. Έτσι, παραδείγματος χάριν, βλέπουμε τα spreads σε κάποιες χώρες να εκτινάσσονται στα ύψη, διότι τα προαναφερθέντα αξιολογούνται ως κίνδυνοι, ενώ σε άλλες χώρες δεν παρατηρείται το ίδιο, με αποτέλεσμα το κόστος δανεισμού σε αυτές να είναι χαμηλότερο.
Αυτό, βραχυπρόθεσμα και βεβαίως μακροπρόθεσμα, δυσχεραίνει ιδιαιτέρως την ανταγωνιστικότητα, ενώ ξεκινάει ένα γαϊτανάκι, ένα ντόμινο που επηρεάζει τους πάντες.
Βεβαίως και τίθεται ζήτημα διακυβέρνησης, το οποίο μπορεί να λυθεί. Υπάρχουν εξάλλου και άλλες προκλήσεις, καθώς η Ευρώπη πρέπει να καταστεί περισσότερο ανταγωνιστική και να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στην κατεύθυνση της ανάπτυξης. Έχει ήδη υποβληθεί μια δέσμη προτάσεων, όπως λ.χ. η πρόταση για το φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, ο οποίος μπορεί να αποφέρει πόρους που θα διατεθούν υπέρ της πράσινης ανάπτυξης, της παιδείας και των επενδύσεων σε έργα υποδομών.
Θα προωθήσουμε με τον τρόπο αυτό μια πιο ενισχυμένη, θα έλεγα, μορφή του σκανδιναβικού μοντέλου, το οποίο και θεωρώ ιδιαιτέρως βιώσιμο, γιατί επιτυγχάνει ανταγωνιστικότητα, και δη αυξημένη, σε συνδυασμό με κοινωνική συνοχή και επενδύσεις σε εκπαίδευση και ποιότητα. Θα προσέθετα στο σημείο αυτό ότι ενισχύει επίσης και τον παράγοντα «ευτυχία», τον οποίο και θεωρώ έναν από τους βασικούς παράγοντες που θα πρέπει να αποζητούμε και ο οποίος είναι πιο αυξημένος στις χώρες που συνδυάζουν τα ανωτέρω.
Μια τελευταία επισήμανση, επιτρέψτε μου, ως απόρροια της εμπειρίας μου, καθώς βιώσαμε αυτή την καταιγίδα, την οποία πάντως ακόμα ζούμε και της οποίας είμαστε κομμάτι στην Ελλάδα, δεδομένων των Μέσων Ενημέρωσης και των αγορών, αλλά και των ταχυτήτων με τις οποίες κινούνται. Πολύ εύκολα, σήμερα, οι φήμες εξαπλώνονται και επικρατούν στα Μέσα και στις αγορές και, μάλιστα, αυτός ο κανόνας ξεπερνά τις πολιτικές μας δυνατότητες να αντιδράσουμε, να επεξεργαστούμε και να ρίξουμε μια κριτική ματιά στα όσα λέγονται και γράφονται.
Τις επιπτώσεις, τις βλέπουμε καθημερινά. Το γεγονός ότι, καθημερινά, κάθε αναλυτής ανά την υφήλιο δηλώνει «ειδικός» περί της Ελλάδας και προχωρεί σε προβλέψεις, σχετικά με το αν πτωχεύουμε ή όχι, ή αν χρειάζεται να προχωρήσουμε σε αναδιάρθρωση ή όχι, καθώς και το γεγονός ότι, όλα αυτά απασχολούν καθημερινώς, όπως δείχνουν και οι τίτλοι στον Τύπο, τον ελληνικό και όχι μόνο, αλλά και τα blogs και το Διαδίκτυο εν γένει, δεν βοηθούν ιδιαιτέρως τις τεράστιες προσπάθειες που καταβάλλει ο Ελληνικός λαός, νυχθημερόν, ας μου επιτραπεί να πω, διότι μιλούμε για θυσίες του λαού, οι οποίες αλλάζουν τη χώρα.
Οπότε, έρχονται φορές που λέω, «σας παρακαλούμε, αφήστε μας ήσυχους». Έχουμε επίγνωση του γεγονότος ότι αντιμετωπίζουμε προβλήματα. Αλλάζουμε την Ελλάδα. Η Ελλάδα αλλάζει. Θα τα καταφέρουμε να μείνουμε σε ορθή πορεία. Θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται. Αφήστε μας λοιπόν ήσυχους, ώστε να μπορέσουμε να βγάλουμε την Ελλάδα από την κρίση, πράγμα το οποίο και κάνουμε. Σας ευχαριστώ πολύ.
Angel Gurria: Σας ευχαριστούμε πολύ. Κάποιοι από εσάς δεν ήσασταν εδώ χθες όταν, μαζί με τον Πρόεδρο, Van Rompuy, κηρύξαμε την έναρξη του φόρουμ. Και όταν του έγινε μια ερώτηση που αφορούσε στην Ελλάδα, ο Πρόεδρος απάντησε: «ακούστε, η θητεία μου ως Υπουργού, αρμόδιου για θέματα προϋπολογισμού, θεωρήθηκε πετυχημένη, διότι μέσα σε έξι χρόνια μείωσα το έλλειμμα του προϋπολογισμού συνολικά κατά 6%, δηλαδή 1% ετησίως. Και για να με θεωρούν πετυχημένο γι’ αυτό το λόγο, καταλαβαίνετε…».
Συνεπώς, για να βάλουμε τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση, να σημειώσουμε ότι οι Έλληνες μείωσαν το έλλειμμα του προϋπολογισμού κατά 5%, μόνο μέσα σε ένα χρόνο – και κλείνω με αυτό το σχόλιο.
Κύριε Πρωθυπουργέ, κ. Orban, το να είναι κανείς επαναστάτης και να μεταθέτει διαρκώς τα όρια του εφικτού, μιλώντας για την Ουγγαρία και όχι για εσάς προσωπικά, είναι σύνηθες στην ιστορία και την πολιτική της χώρας σας. Η Ουγγαρία, λοιπόν, προωθεί δύσκολες μεταρρυθμίσεις, πολλές φορές πολύ πιο σκληρές, αλλά και πιο καινοτόμες, σε σχέση με αυτές άλλων χωρών, οπότε να σας ρωτήσω τι χρειάζεται για να πετύχουν οι μεταρρυθμίσεις;
Viktor Orbán: Επιτρέψτε μου καταρχήν να σας ευχαριστήσω για την πρόσκληση και για το χαρακτηρισμό του «επαναστάτη». Ακούγεται πολύ ευχάριστα στα αυτιά μας, καθώς είμαστε περήφανοι για το γεγονός ότι είμαστε μαχητές της ειρήνης. Θα θυμάστε τα γεγονότα του ’56 και είμαστε περήφανοι γι’ αυτά. Νομίζω, μάλιστα, ότι αυτή ακριβώς η στάση βοηθάει τώρα, διότι κατά τη δική μας αντίληψη, δηλαδή όπως βλέπουν οι Ούγγροι την τρέχουσα κατάσταση, δεν περνάμε κρίση. Αυτό είναι μάλλον και το στοιχείο-κλειδί, που μπορεί να βοηθήσει να πείσουμε τους πολίτες ότι πρέπει να γίνουν αλλαγές.
Θεωρούμε λοιπόν ότι, αυτό που ζούμε τώρα δεν είναι κρίση, αλλά μια περίοδος που θα οδηγήσει σε μια νέα εποχή την ευρωπαϊκή ιστορία. Κατά τη θεώρηση των Ούγγρων, η ευρωπαϊκή ιστορία για αρκετές δεκαετίες θύμιζε εμπόλεμη κατάσταση, και οικονομικώς και κοινωνικώς, αφού επικρατούσαν έως και ψυχροπολεμικές συνθήκες.
Κατόπιν, δημιουργήθηκε το κράτος πρόνοιας και η αντίστοιχη οικονομία και, τώρα, οι πολίτες της Ουγγαρίας είναι πεπεισμένοι ότι, αυτό που χρειαζόμαστε είναι κοινωνίες και οικονομίες, που προστατεύουν την εργασία. Οπότε, ένα τέτοιου είδους όραμα αποτελεί προϋπόθεση, προκειμένου να κερδίσεις την εμπιστοσύνη του κόσμου, εφόσον θέλεις να προωθήσεις μεταρρυθμίσεις.
Πάντως, ακούγονταν πολλά περί μεταρρυθμίσεων στη χώρα, οπότε αν χρησιμοποιήσεις στην Ουγγαρία εκφράσεις, όπως «θα ήθελα να μεταρρυθμίσω κάτι», αυτό ισούται με πολιτική αυτοκτονία, διότι πολλές ήταν οι κυβερνήσεις που εισήγαγαν μεταρρυθμίσεις την τελευταία οκταετία και σημείωσαν παταγώδη αποτυχία.
Αυτό λοιπόν που θέλει ο κόσμος είναι άλλες εκφράσεις και σκληρότερη γλώσσα. Δεν θέλει να ακούει για μεταρρυθμίσεις, αλλά για «αναδιοργάνωση της χώρας». Συνεπώς, αυτό που κάνουμε στην Ουγγαρία είναι ότι επιχειρούμε να πείσουμε τους πολίτες, «παρακαλούμε στηρίξτε αυτή τη δράση», χωρίς να μιλούμε για μεταρρυθμίσεις ή αποφάσεις, για μέσα και εργαλεία. Προσπαθούμε να πείσουμε τους πολίτες ότι η όλη προσπάθεια αφορά στην ανασυγκρότηση εκ βάθρων της χώρας.
Έτσι, προχωρήσαμε στη δημιουργία ενός νέου συστήματος φορολογίας και ενός εντελώς ανανεωμένου ασφαλιστικού. Κατόπιν, καθιερώσαμε για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις συντελεστή φορολογίας 10% και για τους ιδιώτες συντελεστή 16%. Και έπειτα, πείσαμε τους πολίτες ότι θα έπρεπε να παραιτηθούν ενός μηνιαίου μισθού το χρόνο και έτσι δέχτηκαν να καταργηθεί και το ποσό που αντιστοιχούσε σε μια μηνιαία σύνταξη.
Και οι μη ενεργοί της αγοράς εργασίας θα πρέπει πάντως να επιστρέψουν σε αυτήν διότι, ξέρετε, η Ουγγαρία πλήττεται κυρίως από το γεγονός ότι τα ποσοστά του ενεργού πληθυσμού είναι πολύ χαμηλά. Αν και μιλούμε για μια κοινωνία-υπέρμαχο της προστασίας της απασχόλησης, το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού της Ουγγαρίας ανέρχεται στο 55%, από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη – και είναι ντροπή. Στόχος της Κυβέρνησης και της χώρας μας, είναι να ανεβάσουμε το ποσοστό στο 75%, γεγονός που συνεπάγεται ότι, όλοι όσοι συνταξιοδοτήθηκαν πρόωρα, θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο επανόδου τους στην αγορά εργασίας, ενώ μέλημα της Κυβέρνησης είναι να τους εξασφαλίσει αυτή την ευκαιρία.
Θεωρώ ότι αυτός είναι ο σωστός τρόπος για να υλοποιήσουμε τις μεταρρυθμίσεις. Συνεπώς, οι μεταρρυθμίσεις δεν εξαρτώνται από τις λέξεις που χρησιμοποιούμε, αλλά από κάτι παραπάνω, που δεν αφορά στα μέσα και τα εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας, αλλά στο ίδιο το γεγονός ότι, τώρα ξεκινά μια νέα εποχή στην ιστορία, τουλάχιστον της Ευρώπης.
Χρειάστηκε επίσης να αποκατασταθεί η αξιοπιστία, που ήταν και το πιο σημαντικό. Η πρώτη απόφαση που έλαβε η Κυβέρνηση της οποίας ηγούμαι, ήταν να μειώσει κατά 50% τις έδρες στο Κοινοβούλιο, κατά 50% τις έδρες σε Τοπική και Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση και Συμβούλια. Κατόπιν, στράφηκα στους τραπεζίτες και τους είπα, «παρακαλώ, να υπάρξει ειδική φορολόγηση, ώστε να επιμερισθούν τα βάρη». Και ύστερα, έπρεπε να υπάρξει συναφής ιδιωτική φορολογία και να εμπλακούν στο κυβερνητικό εγχείρημα και οι μεγάλες επιχειρήσεις. Τους είπαμε ότι, για να αναδιοργανώσουμε τη χώρα, χρειαζόμασταν τη δική τους βοήθεια. Ούτε και εκείνοι χάρηκαν ιδιαίτερα, βεβαίως.
Μπορείτε να αποκαλείτε, αν προτιμάτε, όλο αυτό το εγχείρημα «δοκιμασία ορίων», αλλά δεν παύει να αποτελεί το μόνο τρόπο για να εμπνεύσεις πολιτική αξιοπιστία στο πρόσωπό σου. Είμαι μάλλον ευτυχής και τυχερός διότι, στις πρόσφατες εκλογές, ο λαός υπήρξε τόσο ευγενής, που μας έδωσε πλειοψηφία 2/3 στο Κοινοβούλιο. Όταν διαθέτεις πλειοψηφία 2/3 στη Βουλή, μάλλον διαθέτεις και το πιο σταθερό πολιτικό σύστημα στην Ευρώπη και τότε μπορείς να κάνεις τη δουλειά σου.
Οπότε, τα διδάγματα που αποκόμισα είναι: αναδιοργάνωση του πολιτικού και του οικονομικού συστήματος, επίσης, ότι η πολιτική διαχείριση είναι απαραίτητη και ότι, χωρίς ισχυρή ηγεσία, δεν είναι δυνατόν να ανασυγκροτήσεις τη χώρα. Επομένως, πρώτη προϋπόθεση για να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις, είναι ο συνδυασμός πολιτικής ηγεσίας με σωστή πολιτική διαχείριση.
Angel Gurria: Είναι επομένως απλό: αναφερόμενοι σε βέλτιστες πρακτικές, ο ΟΟΣΑ θα συνιστά στο εξής σε όλους τους πολιτικούς ηγέτες, να εξασφαλίζουν πλειοψηφία 2/3, γιατί μετά όλα γίνονται απλά, σωστά; Ούτε συνασπισμοί, ούτε τίποτα άλλο!
Μιας που μιλάμε για συνασπισμούς, κ. Πρωθυπουργέ, κ. Faymann, ο προκάτοχός σας, μας τηλεφώνησε και είπε: «έχω πρόβλημα με το σύστημα υγείας και έφτιαξα ένα νομοσχέδιο, αλλά τα πράγματα δεν πάνε καλά. Ελάτε σας παρακαλώ και βοηθήστε να πείσουμε τους πολίτες της Αυστρίας ότι αυτός ο νόμος είναι η καλύτερη δυνατή λύση». Μας προσκάλεσε, λοιπόν, να επιχειρηματολογήσουμε.
Και έσπευσε το «βαρύ πυροβολικό», ξέρετε. Ο ΟΟΣΑ κατέφθασε, έγινε ένα μεγάλο Συνέδριο, εκφωνήθηκαν ομιλίες, εξηγήσαμε στους πάντες τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να γίνει η μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας και, κατόπιν, όταν ο Πρωθυπουργός έθεσε το νόμο προς ψήφιση στο λαό, έχασε – εξ ου και ο κ. Faymann είναι εδώ, μαζί μας. Μου χρωστάτε ένα ποτό, τουλάχιστον!
Πάντως, δεν έφταιξε ο ΟΟΣΑ, ο οποίος έκανε καλά τη δουλειά του. Φρονώ ότι η μεταρρύθμιση ήταν δύσκολη, γιατί αφορούσε στην υγεία, ενώ η Αυστρία υπήρξε υποδειγματική και συχνά αναφέρεται ως παράδειγμα προς μίμηση στα συγγράμματα του Οργανισμού μας, ιδίως όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο προασπίζετε τα εργασιακά δικαιώματα, τις συντάξεις, τα δικαιώματα των μετακινούμενων εργαζομένων κ.λπ.
Πώς κατορθώσατε να συνδυάσετε την καταπολέμηση της κρίσης, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας και τη διατήρηση του δικτύου κοινωνικής προστασίας;
Werner Faymann: Σας ευχαριστώ πολύ για τη φιλοφρόνηση, αλλά η ανταγωνιστικότητα είναι ένας από τους βασικούς τομείς για εμάς. Πώς, όμως, μπορεί να βελτιωθεί; Χρειάζονται, νομίζω, κάποιες επενδύσεις σε υποδομές. Οπότε, ακόμα και σε περίοδο κρίσης, εμείς επιμείναμε στις επενδύσεις σε υποδομές.
Ένα ακόμη στοιχείο είναι αυτό της στήριξης των νέων τεχνολογιών, της έρευνας και της εκπαίδευσης. Είναι απαραίτητο να βελτιωθεί η εκπαίδευση, να αυξηθεί η έρευνα, να υπάρξουν διαρθρωμένη βιομηχανία και υψηλά ποσοστά εξαγωγών, αλλά και έντονη παρουσία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και, προκειμένου να γίνουν όλα αυτά σε περίοδο οικονομικής κρίσης, το κόστος είναι αυξημένο για την Αυστρία. Και από την άλλη μεριά, πρέπει να πετύχουμε το στόχο της δημοσιονομικής εξυγίανσης του προϋπολογισμού.
Επομένως, είναι νομίζω σημαντικό να μιλάει κανείς και να συζητάει τα ζητήματα αυτά, όπως ακριβώς προείπε και ο κ. Παπανδρέου. Χρειαζόμαστε επίσης νέα έσοδα και πόρους, διότι αν καταφέρναμε να αντλήσουμε περισσότερα κεφάλαια από τις αγορές, όπως λ.χ. μέσω του φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, αν είχαμε δηλαδή την ευκαιρία να αντλήσουμε νέα έσοδα, τότε θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε σε μεταρρυθμίσεις και θα περιορίζαμε μέρος του κόστους, που γεννά η γραφειοκρατία, αλλά θα είχαμε και αρκετά χρήματα για να ενισχύσουμε τομείς, όπως εκπαίδευση, έρευνα και τα συναφή προς αυτά πεδία.
Πιστεύω ότι είναι σημαντικό να γίνει η συζήτηση αυτή, τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όσο και σε διεθνές. Γιατί ο ισχυρισμός ότι, «όλα μπορεί να γίνουν εύκολα, αρκεί να μειώσουμε τα έξοδα», οπότε όλα θα βελτιωθούν αμέσως, δεν αρκεί, κατά τη γνώμη μου. Χρειάζεται έλεγχος και προστασία των αγορών από την κερδοσκοπία. Πρέπει να στηρίξουμε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, την έρευνα, την τεχνολογία και το βιώσιμο επιχειρείν.
Άρα, χρειάζεσαι χρήματα για να έχεις περιθώριο να γίνουν όλα σωστά. Αν τώρα συζητήσουμε το βάρος που καλείται να επωμιστεί ο εργαζόμενος, το οποίο ήδη είναι πολύ αυξημένο, τότε πιστεύω ότι είναι καλύτερα να μιλήσουμε για την καθιέρωση ενός παγκόσμιου φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Είναι κάτι δίκαιο, κοινωνικώς ισορροπημένο και αποτελεί συμβολή προς την κατεύθυνση της διαχείρισης των εξόδων, που γεννώνται λόγω της κερδοσκοπίας των αγορών και της οικονομικής κρίσης.
Αποτελεί επίσης ζήτημα δικαιοσύνης και αξιοπιστίας. Είναι ζήτημα δικαιοσύνης, και η δικαιοσύνη έχει αξία για τις κοινωνίες μας, διότι οι νέοι που προσπαθούν να βρουν δουλειά αντιμετωπίζουν, όπως ξέρετε, πολύ αυξημένα ποσοστά ανεργίας ανά την Ευρώπη. Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών αυξάνεται – δεν μειώνεται, αντιθέτως, μεγαλώνει. Χρειαζόμαστε, επομένως, ενισχυμένη δικαιοσύνη και περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη, όπως και ισόρροπα μέτρα, για να υπάρξει αξιοπιστία.
Παραδείγματος χάριν, πρέπει να καθορίσουμε μια διευρυμένη φορολογική βάση, με πολύ χαμηλό συντελεστή γι’ αυτά τα εισοδήματα. Αν εφαρμόζαμε το χαμηλότερο συντελεστή του 0.01%, θα συγκεντρώναμε ποσό 200-250 δις ευρώ, απλώς και μόνο εντός της Ε.Ε., ποσό σημαντικό για πράσινη τεχνολογία, καθώς και για άλλες σημαντικές μας επιδιώξεις.
Θεωρώ τη διαχείριση αυτών των κοινωνικών προκλήσεων πολύ σημαντικό ζήτημα, διότι φέρουμε την ευθύνη της διασφάλισης της κοινωνικής ισορροπίας και της κοινωνικής ευημερίας. Πρέπει να μας χαρακτηρίζει το ενδιαφέρον γι’ αυτά και να έχουμε κατά νου την επίτευξη μια τέτοιας ισορροπίας.
Συμπερασματικά, δεν πρέπει μόνο να μιλούμε για την ανάγκη κανόνων και αυστηρότερου κανονιστικού πλαισίου στις κεφαλαιαγορές. Πρέπει επίσης να μιλήσουμε για υπεύθυνη και βιώσιμη ενεργειακή πολιτική, για την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, διότι και εκεί χρειάζεται να εξασφαλίσουμε βιωσιμότητα.
Και μιας που αναφέρθηκα στη βιωσιμότητα, θα θίξω ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο, που έθεσε το IPCC, το Διακυβερνητικό Πάνελ για την Κλιματική Αλλαγή, το οποίο τονίζει ότι οι ΑΠΕ θα μπορούσαν να καλύπτουν το 77% των ενεργειακών αναγκών του πλανήτη, το 2050.
Οι περαιτέρω επενδύσεις σε καθαρές τεχνολογίες δεν ενθαρρύνουν μόνο την ανταγωνιστικότητα, αλλά ταυτοχρόνως θα ενισχύσουν την απασχόληση και την ανάπτυξη. Και η ενίσχυση της απασχόλησης, όπως και τα χαμηλά ποσοστά ανεργίας, θεωρώ ότι αποτελούν μείζον καθήκον όλων μας.
Angel Gurria: Σας ευχαριστούμε πολύ, κ. Πρωθυπουργέ. Οφείλουμε ένα λεπτό της ώρας στον Πρόεδρο Piñera, ίσως και ενάμιση. Έκανε το μεγαλύτερο ταξίδι για να έρθει εδώ και υπήρξε πολύ σύντομος. Οπότε, επιτρέψτε μου, κλείνοντας τη συζήτηση με το πάνελ και πριν ζητήσω από τους ηγέτες μας να καθίσουν στις αντίστοιχες θέσεις, πίσω από τις σημαίες των χωρών τους, να ζητήσω από τον Πρόεδρο Piñera, να μας πει τι τον κρατά ξάγρυπνο τα βράδια, με μια λέξη.
Sebastián Piñera: Ένα όνειρο. Αλλά όχι απλώς το όνειρο, γιατί τη διαφορά μεταξύ ονείρου και στόχου, την κάνει μια ημερομηνία. Εμείς έχουμε μόνο αυτή τη δεκαετία στη διάθεσή μας, ώστε να ξεπεράσουμε την υπ-ανάπτυξη και τη φτώχεια, που χαρακτηρίζουν τα πρώτα 200 χρόνια του βίου του ανεξάρτητου κράτους μας. Αυτό είναι που με κρατά ξάγρυπνο σχεδόν κάθε βράδυ.
Συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης με θέμα: “Riding the Storm - Lessons from Leaders” στο πλαίσιο του Εορτασμού της 50ης Επετείου του ΟΟΣΑ
Παρίσι, Γαλλία, 25 Μαΐου 2011
Ο Πρωθυπουργός, Γιώργος Α. Παπανδρέου, συμμετείχε σε συζήτηση με θέμα: «Riding the storm – lessons from the Leaders», η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της Συνόδου του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), στο Παρίσι.
Στη συζήτηση συμμετείχαν, επίσης, ο Πρόεδρος της Χιλής, Sebastián Piñera, ο Καγκελάριος της Αυστρίας, Werner Faymann, ο Πρωθυπουργός του Βελγίου, Yves Leterme και ο Πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Viktor Orbán και συντονιστής ήταν ο Γενικός Γραμματέας του ΟΟΣΑ, Angel Gurria.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συζήτησης:
Angel Gurria: Εξοχότατοι κύριοι Πρωθυπουργοί, κύριοι Υπουργοί, Πρέσβεις, κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι, σας καλωσορίζω με χαρά στο υψηλού επιπέδου πάνελ, το οποίο τιμούν με την παρουσία τους ο Πρόεδρος της Χιλής, κ. Piñera, ο Καγκελάριος της Αυστρίας, κ. Faymann, ο Πρωθυπουργός του Βελγίου, κ. Leterme, ο Πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, κ. Orbán και ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, κ. Παπανδρέου.
Πρόκειται για πάνελ με πολύ υψηλούς συμμετέχοντες και αποτελεί προνόμιο, καθώς μας προσφέρεται η ευκαιρία να μοιραστούμε μερικά από τα διδάγματα που αποκομίσαμε και, μάλιστα, δια στόματος ηγετών, που ασκούν εξουσία εν μέσω της χειρότερης κρίσης που έχουμε δει και οι οποίοι θα αναπτύξουν την προσωπική τους εμπειρία από αυτό που εμείς αποκαλούμε «Riding the Storm», με στόχο μια συζήτηση που αποσκοπεί επίσης στην εξέταση τρόπων για να προχωρήσουμε μπροστά.
Όπως τόνισα και στη διάρκεια της παρουσίασης της πρόσφατης έκδοσης του ΟΟΣΑ «Economic Outlook», που έκανα το πρωί, λέγεται ότι βγήκαμε από το μάτι της οικονομικής θύελλας, αν και υπάρχουν φορές που δεν έχουμε αυτή την αίσθηση.
Η οικονομική ανάκαμψη παγιώνεται ολοένα και πιο πολύ, ούσα περισσότερο αυτοσυντηρούμενη και ευρεία, και η παγκόσμια οικονομία προβλέπεται να παρουσιάσει ρυθμούς ανάπτυξης περί το 4.5% κατά μέσο όρο.
Η ανάκαμψη λαμβάνει χώρα μεν, είναι δύο ταχυτήτων δε, αν όχι τριών. Εξακολουθούν να υφίστανται κίνδυνοι οικονομικής κάμψης και ασφαλώς αυτοί οι καιροί ενέχουν σημαντικούς κινδύνους για τους πολιτικούς ηγέτες, από τους οποίους πολλοί αναμένουν τον τετραγωνισμό του κύκλου.
Οι πολιτικοί ηγέτες πράγματι σήμερα βρίσκονται αντιμέτωποι με αλλεπάλληλες προκλήσεις ταυτοχρόνως, δηλαδή: 1) καλούνται να λάβουν αποφάσεις, ώστε να υπάρξει σταθερή ανάκαμψη και 2) οφείλουν να περικόψουν το χρέος και τα ελλείμματα, να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό, να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις, να δρομολογήσουν διαρθρωτικές αλλαγές, να προετοιμάσουν το μέλλον μέσω της οικοδόμησης μιας πιο ευφυούς μορφής ανάπτυξης, βασισμένης στην καινοτομία, αλλά και να φροντίσουν όσους έπληξε βαρύτατα η κρίση, δηλαδή τους ανέργους και δη τους νέους ανέργους.
Με άλλα λόγια, οι πολιτικοί ηγέτες καλούνται να ασχοληθούν με τη λιτότητα, τις δομές, την τεχνολογία, την κοινωνία – με όλα αυτά μαζί και ταυτοχρόνως.
Αυτό λοιπόν θα είναι και το θέμα που θα απασχολήσει το πάνελ, που συνθέτουν τόσοι διαπρεπείς προσκεκλημένοι και οι οποίοι θα τοποθετηθούν σχετικά με το πώς βλέπουν αυτές τις προκλήσεις.
Θα δώσουμε σε κάθε έναν 3-4 λεπτά, ώστε να ακούσουμε την άποψή τους και να μας μιλήσουν για κάποια ειδικότερα ζητήματα, πάνω στα οποία θα θέλαμε τη γνώμη τους.
Ξεκινούμε λοιπόν με πρώτο τον Πρόεδρο Piñera. Κύριε Πρόεδρε της Χιλής, γιατί οι επιπτώσεις της κρίσης στη Χιλή ήταν ηπιότερες σε σχέση με άλλες χώρες; Ποιες είναι οι βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζετε εσείς, στο πλαίσιο μιας μικρής ανοικτής οικονομίας, όπως αυτή της Χιλής, με δεδομένα και τα δικά σας προβλήματα, όπως το μεγάλο περσινό σεισμό; Πώς είναι να καλείσαι να αντεπεξέλθεις εντός ενός διεθνούς πλαισίου, από την οπτική γωνιά μιας χώρας όπως η Χιλή; Ποια είναι τα επόμενα βήματα; Εσείς έχετε το λόγο.
Sebastián Piñera: Σε ευχαριστώ, Angel. Η κρίση που μας έπληξε δεν ήταν πιο ήπια για εμάς, διότι αναγκαστήκαμε να αντιμετωπίσουμε δύο κρίσεις σε συνδυασμό. Η πρώτη ήταν η ανθρωπογενής, η οικονομική κρίση. Η δεύτερη ήταν φυσική, διότι ζήσαμε τον πέμπτο μεγαλύτερο σεισμό στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Θεωρώ πάντως ότι κατορθώσαμε να αντιμετωπίσουμε τις δύο αυτές κρίσεις επιτυχώς. Το 2009, ο δείκτης ανάπτυξης έφερε αρνητικό πρόσημο αφού ήταν -1.5%, αλλά το 2010 έφτασε στο +5% και, αυτή τη στιγμή, βρισκόμαστε στο + 7%, ποσοστό που οφείλεται σε δύο λόγους κυρίως.
Πρώτον, στην εφαρμογή ορθών οικονομικών πολιτικών, μακροοικονομικών, δημοσιονομικών και νομισματικών και, δεύτερον, στην ευρωστία των θεσμών μας. Επιτρέψτε μου, στο σημείο αυτό, να επισημάνω τρία στοιχεία.
Πρώτον: διαθέταμε πολύ ισχυρούς θεσμούς σταθεροποίησης των αγορών και όχι μόνο της ανεξάρτητης κεντρικής μας τράπεζας. Επίσης, όμως, διαθέτουμε ένα δημοσιονομικό κανόνα, ο οποίος μας αναγκάζει, δια νόμου, να αποταμιεύουμε τις καλές εποχές, ώστε να είμαστε σε θέση να αξιοποιήσουμε τους πόρους αυτούς σε δύσκολους καιρούς, γεγονός που αποδείχτηκε ιδιαιτέρως χρήσιμο κυρίως τα έτη 2009 και 2010.
Δεύτερον: διαθέτουμε πολύ ισχυρούς κανονιστικούς θεσμούς, όπως την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία κατόρθωσε να προστατεύσει την ακεραιότητα και την ισχύ του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης.
Και τρίτον: διαθέτουμε πολύ ισχυρούς νομιμοποιητικούς θεσμούς, δηλαδή κατ’ ουσίαν υφίσταται ένα αναπτυγμένο κοινωνικό δίκτυο, το οποίο μας επέτρεψε να αντιμετωπίσουμε όλοι μαζί, ενωμένοι, την κρίση και να αναλάβουμε τις δράσεις που ήταν απαραίτητες και, μάλιστα, με ρυθμούς πολύ ταχείς.
Αναφορικά τώρα με τα διδάγματα που αποκομίσαμε για το μέλλον, θα έλεγα ότι στόχος μας είναι να ξεπεράσουμε την υπ-ανάπτυξη και να καταπολεμήσουμε τη φτώχεια, πριν το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας. Για το σκοπό αυτό, οφείλουμε να πετύχουμε διπλασιασμό του ρυθμού ανάπτυξης και, από ποσοστό μικρότερο του 3%, το οποίο ήταν και ο μέσος όρος που πέτυχε η προηγούμενη κυβέρνηση, να κατορθώσουμε να υπερβούμε το 6%, ποσοστό το οποίο και επιτυγχάνουμε.
Θα χρειαστεί να δημιουργήσουμε ένα εκατομμύριο νέες θέσεις εργασίας, που αντιστοιχεί περίπου στο 14% του εργατικού μας δυναμικού, ενώ πέρυσι καταφέραμε να δημιουργήσουμε μισό εκατομμύριο νέες θέσεις εργασίας. Για το σκοπό αυτό, εφαρμόζουμε ένα πλήρες πακέτο μέτρων υπέρ της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και φιλικών προς την ανάπτυξη, τα οποία καλύπτουν όλο το φάσμα της οικονομίας μας.
Επίσης, κλείνοντας να προσθέσω ότι, βρισκόμαστε ενώπιον μιας πολύ μεγάλης κρίσης, που συνδέεται με την ενίσχυση της ποιότητας της εκπαίδευσης και κατάρτισης, της προώθησης της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας, όπως και των επενδύσεων. Διπλασιάσαμε μάλιστα τις επενδύσεις μας στο πεδίο της επιστήμης και της τεχνολογίας.
Αυτοί είναι οι τρεις βασικοί τομείς, τους οποίους πρέπει να προσθέσουμε στους παλαιότερους πυλώνες για μια σταθερή οικονομία και για την επίτευξη μακροοικονομικής ισορροπίας.
Εν ολίγοις, ως τώρα, η χιλιανή οικονομία αναπτύσσεται, δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας και οδεύουμε προς τον υπέροχο εκείνο στόχο, να γίνουμε μια αναπτυγμένη χώρα, από την οποία θα απουσιάζει η φτώχεια, πριν από το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας.
Angel Gurria: Συγχαρητήρια. Δεν αξίζει ένα χειροκρότημα; Έχετε τις καλύτερες ευχές μας, ώστε να ευοδωθούν οι στόχοι και οι φιλοδοξίες σας.
Σειρά έχει ο Βέλγος Πρωθυπουργός. Σε αντιδιαστολή με άλλες χώρες, εσείς καταφέρατε να μειώσετε το έλλειμμα και περιορίσατε την ανεργία στο Βέλγιο. Μάλιστα, όπως έλεγα στον κ. Πρωθυπουργό, στους Γερμανούς αποδίδονται τα εύσημα για την πρωτοβουλία «Kurzarbeit», κ. Pfaffenbach. Αποδεικνύεται ωστόσο ότι εκείνοι που την εφάρμοσαν κυρίως ήταν οι Βέλγοι, με δεύτερους τους Αυστριακούς.
Εσείς, πώς εξηγείτε αυτές τις καλές επιδόσεις, κ. Πρωθυπουργέ; Θα εξακολουθήσουν, αν τυχόν επιδεινωθεί η κατάσταση στην Ευρώπη; Υπάρχει τελικώς ένας «ευρωπαϊκός τρόπος» ή μήπως ο δικός σας ήταν ένας εντελώς και αποκλειστικώς βελγικός τρόπος αντιμετώπισης;
Yves Leterme: Αρχικώς, Angel, επίτρεψέ μου να πω δυο λόγια για το Βέλγιο. Ασφαλώς και διαφέρουμε σε σύγκριση με τη Χιλή. Είμαστε μια μεγάλη οικονομία με γηράσκοντα πληθυσμό, που σημαίνει ότι οι ρυθμοί ανάπτυξής μας είναι πιο ήπιοι, αλλά θεωρώ ότι ένα βασικό χαρακτηριστικό μας είναι ότι τα βασικά μας οικονομικά μεγέθη είναι πολύ ικανοποιητικά.
Κάποτε, λεγόταν για το Βέλγιο ότι οι αρχές και το κράτος είναι φτωχά, αλλά οι πολίτες πλούσιοι. Οι Βέλγοι, κατά μέσο όρο, έχουν πολύ υψηλά ποσοστά αποταμίευσης και, ως κράτος, διαθέτουμε πλεονάσματα πολύ μεγάλα, γεγονός που εμπνέει αίσθημα σταθερότητας στους πολίτες, προσφέρει και στην οικονομία σταθερότητα, ενώ εξασφαλίζει και εντόνως αυξημένη αγοραστική δύναμη.
Ένα ακόμη στοιχείο συνδέεται με το γεγονός ότι οι αναπτυξιακοί μας ρυθμοί, αν και πιο κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο για το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, άγγιξαν το 3% σε ετήσια βάση. Και η νέα έκθεση του ΟΟΣΑ, Angel, κάνει λόγο για 2,4%, καθ’ όλη τη διάρκεια του 2011. Είναι επομένως πολύ σημαντικό, το να έχει κανείς υγιείς ρυθμούς ανάπτυξης.
Για να απαντήσω, όμως, συγκεκριμένα στην ερώτησή σου, θα πω ότι θεωρώ πως αυτό είναι από τα βασικά εργαλεία, τα οποία χρησιμοποιήσαμε για να ξεπεράσουμε την κρίση, δηλαδή προσπαθήσαμε να καλλιεργήσουμε και να συντηρήσουμε κλίμα εμπιστοσύνης στην αγορά εργασίας. Στις επιχειρήσεις, προσφέραμε τη δυνατότητα διατήρησης των εργασιακών συμβάσεων με τους εργαζόμενους, αλλά το κόστος ανέλαβε το κράτος και έτσι, μέσω του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, καλύφθηκε σημαντικό κομμάτι του κόστους εργασίας, για δεδομένη και σύντομη χρονική περίοδο, που σημαίνει λήψη μέτρων υπέρ της προσωρινής απασχόλησης.
Ορθώς επισημάνατε την ιδιαιτερότητα του προγράμματος των προσωρινώς ανέργων. Εμείς αυξήσαμε τις πιθανότητες, διευρύναμε τις δυνατότητες. Κάποτε, το εφαρμόζαμε μόνο για βιομηχανικούς εργάτες και χειρώνακτες, τώρα όμως επεκτείναμε το πρόγραμμα, ώστε να συμπεριλάβουμε και υπαλλήλους, οπότε συνολικά αυτό μας προσέφερε τη δυνατότητα να προστατεύσουμε τη σχέση εργαζόμενου-εργοδότη, αλλά και να προστατεύσουμε τον εργαζόμενο, στοιχείο ιδιαιτέρως σημαντικό, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα, νομίζω για πρώτη φορά από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, το Βέλγιο να ξεπεράσει μια πολύ μεγάλη κρίση, χωρίς να αυξηθούν τα ποσοστά ανεργίας στη χώρα.
Ήταν μάλιστα η πρώτη φορά που βρεθήκαμε πολύ πιο κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το ποσοστό ανεργίας αυτή τη στιγμή, αν δεν απατώμαι, βρίσκεται στο 7,9%, όταν στην Ευρωζώνη είναι 10,1%, αν δεν κάνω λάθος. Για πρώτη φορά, επομένως, βρισκόμαστε κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και είναι επίσης η πρώτη φορά που, από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν ακολουθείται η συνήθης πορεία του ποσοστού της ανεργίας, με το ποσοστό να μειώνεται μεν, αλλά να παραμένει σε ποσοστά υψηλότερα σε σχέση με τα αντίστοιχα πριν την κρίση.
Επομένως, πιστεύω ότι γενικά αυτό ήταν που συντήρησε τα επίπεδα εμπιστοσύνης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και, παρότι το Βέλγιο είναι εξόχως προσανατολισμένο στις εξαγωγές και άρα εξαρτημένο, παραδείγματος χάριν, από τη γερμανική οικονομία, παρατηρούμε ότι και στην εγχώρια αγορά, στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, επικρατεί βαθμιαία ο αναπτυξιακός δυναμισμός που φέρνει η ανάκαμψη και, πιο συγκεκριμένα, δυναμισμός που προέρχεται από τη γερμανική αγορά.
Νομίζω, επομένως, ότι μπήκαμε πλέον σε μια φάση, στην οποία νοικοκυριά και επιχειρήσεις υιοθετούν αυτό το δυναμισμό, κάτι πολλά υποσχόμενο για το μέλλον.
Angel Gurria: Σας ευχαριστώ πολύ, κ. Πρωθυπουργέ. Ας συνεχίσουμε. Κύριε Πρωθυπουργέ, κ. Παπανδρέου, η λεγόμενη κρίση των κυβερνητικών χρεών της Ευρώπης, που πλήττει και την Ελλάδα μεταξύ άλλων χωρών, αποτελεί σαφή απόρροια της οικονομικής κρίσης, ή μήπως έχει διαρθρωτικές, βαθύτερες ρίζες; Μήπως υπάρχει ο κίνδυνος και άλλες χώρες, εκτός Ευρώπης, να ζήσουν αυτή την ταχεία απώλεια της ανταγωνιστικότητας, την οποία βιώνουν κάποιες χώρες στην Ευρώπη τώρα; Πού νομίζετε ότι θα καταλήξει; Επίσης, είναι το πρόβλημα του χρέους ο λόγος, για τον οποίο η Ευρώπη προχωρεί σε τόσο μεγάλες αλλαγές; Σας ακούμε.
Γιώργος Α. Παπανδρέου: Ευχαριστώ πολύ, Angel. Πρωτίστως, να δηλώσω ότι η Ελλάδα αναλαμβάνει και φέρει την ευθύνη να διαχειριστεί τη δική της κρίση. Θα προσέθετα, μάλιστα, ότι η Ελλάδα δεν είναι μια χώρα φτωχή. Διαθέτει τεράστιες δυνατότητες μεν, έτυχε κακοδιαχείρισης δε – και αυτό είναι ζήτημα διακυβέρνησης.
Το ζήτημα είναι υψίστως πολιτικό. Αποτελεί ζήτημα δομών και θεσμών. Επικρατούσε ένα πελατειακό σύστημα, έλλειψη διαφάνειας, σπατάλη, ένας υδροκέφαλος δημόσιος τομέας, μία ανεπαρκής συνδρομή σε θέματα ανταγωνιστικότητας και ανάπτυξης και, μάλιστα, σε τομείς στους οποίους διαθέταμε συγκριτικό πλεονέκτημα.
Επίσης, παρατηρούνταν φαινόμενα διαφθοράς. Ακόμα και σχετικά πρόσφατα, προ διετίας δηλαδή, ο ΟΟΣΑ, σε έκθεσή του, επεσήμανε ότι οι νοσοκομειακές μας δαπάνες θα περιορίζονταν κατά 30%, αν καταστέλλονταν τα φαινόμενα διαφθοράς στα νοσοκομεία.
Συνεπώς, συμφωνώ με τα όσα είπε ο κ. Pinera, ο Πρόεδρος της Χιλής. Είναι αλήθεια ότι αναλύουμε τα συμπτώματα κάποιες φορές, δηλαδή το χρέος και το έλλειμμα, αλλά οι αιτίες είναι βαθύτερες και έγκεινται σε δομές και θεσμούς.
Ο λόγος που το αναφέρω αυτό είναι γιατί τυγχάνει, σε έκθεση που συνέταξε το Ινστιτούτο Brookings, να γίνεται σύγκριση μεταξύ Χιλής και Ελλάδας. Η έκθεση καταλήγει σε ένα βασικό συμπέρασμα, αφού επισημαίνει ότι η Χιλή, μετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος, κατάφερε να θεσπίσει ισχυρούς κανονιστικούς θεσμούς, να αναπτύξει την οικονομία και να καθιερώσει την έννοια της διαφάνειας. Στην Ελλάδα, όμως, δυστυχώς, δεν συνέβη αυτό, αλλά το Ινστιτούτο Brookings πιστεύει ότι θα μπορούσαμε, μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και διαφάνειας, να εξοικονομήσουμε περί το 4% -8% του ΑΕΠ ετησίως.
Τα ποσοστά αυτά, καθώς και τα αντίστοιχα ποσά, είναι μεγάλα και θα μπορούσαμε να είχαμε αποσοβήσει την κρίση και να είχαμε λύσει το πρόβλημα του χρέους, αν όντως προβαίναμε σε τέτοιου είδους αλλαγές. Και αν είχαμε το χρόνο, τότε θα ήταν και το πρώτο πράγμα που θα κάναμε – και τώρα, αυτό πράττουμε βεβαίως, παράλληλα με όλα τα άλλα, δηλαδή προχωρούμε σε διαρθρωτικές αλλαγές.
Τα διαρθρωτικά προβλήματα αποκάλυψαν την ύπαρξη κάποιων αδυναμιών και, δεδομένου ότι είμαστε μέλος της Ευρωζώνης, ως ένα σημείο, μας εμπόδισαν να διαγνώσουμε σε πρώιμο στάδιο τις αδυναμίες αυτές.
Παράλληλα, όμως, με τη δημοσιονομική προσαρμογή, σημειώσαμε και εντυπωσιακές επιτυχίες. Παρά τα όσα γράφονται στον Τύπο, διότι γνωρίζω ότι κάποιοι αμφιβάλλουν κατά πόσο πετύχαμε τους στόχους μας, εμείς, μέσα σε ένα χρόνο, κατορθώσαμε να μειώσουμε το έλλειμμά μας κατά 5% και κατά 7.2% το πρωτογενές μας έλλειμμα, ενώ για το 2012 προβλέπεται ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος.
Όλα αυτά βεβαίως επιτυγχάνονται, χάρη στα πολύ αυστηρά μέτρα που λάβαμε. Θεωρώ ότι είναι όντως εντυπωσιακά.
Την ίδια στιγμή, προχωρήσαμε σε μείζονος κλίμακας μεταρρυθμίσεις, ενισχύοντας τη διαφάνεια, προχωρώντας σε μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού συστήματος – και μάλιστα, εξ ολοκλήρου – αλλά και σε μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Ακολουθήσαμε το λεγόμενο «σκανδιναβικό μοντέλο», εισάγοντας ένα σύστημα πιο δίκαιης φορολόγησης, όπου εξασφαλίζει την αίσθηση δικαιοσύνης η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, με την οποία τώρα παλεύουμε.
Ανοίξαμε 150 κλειστά επαγγέλματα και επενδύουμε σε ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Εφαρμόζουμε προγράμματα που ενισχύουν την προστασία των ανέργων και των φτωχότερων πολιτών, με τρόπο περισσότερο αποτελεσματικό.
Επίσης, διαθέτουμε πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσια περιουσίας, προϋπολογισμού 50 δις ευρώ.
Μέσα σε ένα χρόνο, είδαμε τις πρώτες θετικές ενδείξεις των αλλαγών που υλοποιήσαμε, καθώς είχαμε θετικό πρόσημο του ρυθμού ανάπτυξης το πρώτο τρίμηνο του 2011, όπως και 35% αύξηση των εξαγωγών μας κατά τους πρόσφατους 5-6 μήνες και, μάλιστα, σε σταθερά μηνιαία βάση και μεσοσταθμικά, γεγονός που δείχνει την άμεση ανταπόκριση του ιδιωτικού τομέα.
Ενισχύσαμε την ανταγωνιστικότητα και προσβλέπουμε σε μια καλύτερη χρονιά για την τουριστική βιομηχανία, ενώ ταυτόχρονα βαίνει μειούμενος ο πληθωρισμός.
Είναι άραγε η Ελλάδα μοναδική περίπτωση; Θα κάνω δύο επισημάνσεις στο σημείο αυτό, πρώτα ένα γενικότερο σχόλιο και κατόπιν ένα ειδικότερο, αναφορικά με την Ευρώπη.
Μιας και μιλάμε για διακυβέρνηση, θεωρώ ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στο γεγονός ότι, το 2008 είχαμε κατ’ ουσίαν ομόλογα, που κακώς ήταν «ΑΑΑ», ενώ η αγορά λειτουργούσε με ψυχολογία όχλου, οπότε καλλιεργήθηκε ένα αίσθημα ευφορίας με μια φούσκα και, κατόπιν, με κάθε ήσσονα κίνδυνο, άρχισε να κυριαρχεί ο φόβος. Αυτό ακριβώς βλέπουμε και τώρα, στην περίπτωση της Ελλάδας, καθώς ακόμα και ο ελάχιστος κίνδυνος εκτοξεύει τα spreads, γιατί η αγορά αμφισβητεί την ικανότητα δανεισμού της Ελλάδας.
Υπάρχουν όμως και προβλήματα ρύθμισης, καθώς γίνεται λόγος για τα ασφάλιστρα κινδύνου, τα CDS, ενώ ασκούνται τεράστιες κερδοσκοπικές πιέσεις και η Ελλάδα είναι θύμα και όλων αυτών, πέραν των δικών της ευθυνών.
Στα προαναφερθέντα, να προσθέσουμε το γεγονός ότι, σήμερα πια, οι αγορές αντιδρούν πολύ πιο γρήγορα από ό,τι τα πολιτικά συστήματα, στα οποία εμείς ανήκουμε και εργαζόμαστε στο πλαίσιό τους, είτε πρόκειται για τις αντίστοιχες χώρες μας, είτε για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μπορεί και να μην είναι απαραιτήτως κακό αυτό, αλλά αν οι αγορές τελικά επισκιάζουν ή και υπερφαλαγγίζουν την πολιτική διεργασία, τότε το πρόβλημα συνδέεται με τα δημοκρατικά μας πολιτεύματα και υπονομεύει βαθύτατα το αίσθημα εμπιστοσύνης των πολιτών.
Θα προσέθετα ότι ένα ακόμη συστημικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε εμείς, το αντιμετωπίζετε και εσείς, στον ΟΟΣΑ. Πρόκειται για το ζήτημα των ανισοτήτων που παρατηρείται και το οποίο, όπως έχουν ήδη αρκετοί επισημάνει με άρθρα και εκθέσεις, ανάγκασε πολλούς ιδιώτες να προχωρήσουν σε υπέρμετρο δανεισμό, που υπερέβαινε τις οικονομικές τους δυνατότητες, προκειμένου να διατηρήσουν το υπάρχον επίπεδο διαβίωσής τους.
Οι φορολογικοί παράδεισοι και η διαφθορά αποτελούν αναπόσπαστο σκέλος αυτών των ανισοτήτων και συνδέονται με την αδυναμία είσπραξης των φόρων, που τελικά χάνονται χωρίς να καταβληθούν. Και ασφαλώς, εξαιτίας αυτής της ανισότητας, βρίσκεται σε ομηρία ακόμα και το πολιτικό σύστημα.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μερικά σημαντικά συστημικά ερωτήματα, στα οποία επιχειρούμε να απαντήσουμε. Θεωρώ ότι κατορθώσαμε να σημειώσουμε εντυπωσιακή πρόοδο σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, αλλάζοντας κάποιους θεσμούς, αν και από ό,τι φαίνεται οι αγορές δεν ανταποκρίθηκαν και αυτό είναι ένα ζήτημα.
Είδαμε πάντως τι συμβαίνει με το ευρώ, εντός μιας κοινής μεν νομισματικής ένωσης, αλλά εν τη απουσία μιας πραγματικής οικονομικής ένωσης, όπως και ελλείψει ουσιαστικού οικονομικού συντονισμού. Έτσι, παραδείγματος χάριν, βλέπουμε τα spreads σε κάποιες χώρες να εκτινάσσονται στα ύψη, διότι τα προαναφερθέντα αξιολογούνται ως κίνδυνοι, ενώ σε άλλες χώρες δεν παρατηρείται το ίδιο, με αποτέλεσμα το κόστος δανεισμού σε αυτές να είναι χαμηλότερο.
Αυτό, βραχυπρόθεσμα και βεβαίως μακροπρόθεσμα, δυσχεραίνει ιδιαιτέρως την ανταγωνιστικότητα, ενώ ξεκινάει ένα γαϊτανάκι, ένα ντόμινο που επηρεάζει τους πάντες.
Βεβαίως και τίθεται ζήτημα διακυβέρνησης, το οποίο μπορεί να λυθεί. Υπάρχουν εξάλλου και άλλες προκλήσεις, καθώς η Ευρώπη πρέπει να καταστεί περισσότερο ανταγωνιστική και να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στην κατεύθυνση της ανάπτυξης. Έχει ήδη υποβληθεί μια δέσμη προτάσεων, όπως λ.χ. η πρόταση για το φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, ο οποίος μπορεί να αποφέρει πόρους που θα διατεθούν υπέρ της πράσινης ανάπτυξης, της παιδείας και των επενδύσεων σε έργα υποδομών.
Θα προωθήσουμε με τον τρόπο αυτό μια πιο ενισχυμένη, θα έλεγα, μορφή του σκανδιναβικού μοντέλου, το οποίο και θεωρώ ιδιαιτέρως βιώσιμο, γιατί επιτυγχάνει ανταγωνιστικότητα, και δη αυξημένη, σε συνδυασμό με κοινωνική συνοχή και επενδύσεις σε εκπαίδευση και ποιότητα. Θα προσέθετα στο σημείο αυτό ότι ενισχύει επίσης και τον παράγοντα «ευτυχία», τον οποίο και θεωρώ έναν από τους βασικούς παράγοντες που θα πρέπει να αποζητούμε και ο οποίος είναι πιο αυξημένος στις χώρες που συνδυάζουν τα ανωτέρω.
Μια τελευταία επισήμανση, επιτρέψτε μου, ως απόρροια της εμπειρίας μου, καθώς βιώσαμε αυτή την καταιγίδα, την οποία πάντως ακόμα ζούμε και της οποίας είμαστε κομμάτι στην Ελλάδα, δεδομένων των Μέσων Ενημέρωσης και των αγορών, αλλά και των ταχυτήτων με τις οποίες κινούνται. Πολύ εύκολα, σήμερα, οι φήμες εξαπλώνονται και επικρατούν στα Μέσα και στις αγορές και, μάλιστα, αυτός ο κανόνας ξεπερνά τις πολιτικές μας δυνατότητες να αντιδράσουμε, να επεξεργαστούμε και να ρίξουμε μια κριτική ματιά στα όσα λέγονται και γράφονται.
Τις επιπτώσεις, τις βλέπουμε καθημερινά. Το γεγονός ότι, καθημερινά, κάθε αναλυτής ανά την υφήλιο δηλώνει «ειδικός» περί της Ελλάδας και προχωρεί σε προβλέψεις, σχετικά με το αν πτωχεύουμε ή όχι, ή αν χρειάζεται να προχωρήσουμε σε αναδιάρθρωση ή όχι, καθώς και το γεγονός ότι, όλα αυτά απασχολούν καθημερινώς, όπως δείχνουν και οι τίτλοι στον Τύπο, τον ελληνικό και όχι μόνο, αλλά και τα blogs και το Διαδίκτυο εν γένει, δεν βοηθούν ιδιαιτέρως τις τεράστιες προσπάθειες που καταβάλλει ο Ελληνικός λαός, νυχθημερόν, ας μου επιτραπεί να πω, διότι μιλούμε για θυσίες του λαού, οι οποίες αλλάζουν τη χώρα.
Οπότε, έρχονται φορές που λέω, «σας παρακαλούμε, αφήστε μας ήσυχους». Έχουμε επίγνωση του γεγονότος ότι αντιμετωπίζουμε προβλήματα. Αλλάζουμε την Ελλάδα. Η Ελλάδα αλλάζει. Θα τα καταφέρουμε να μείνουμε σε ορθή πορεία. Θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται. Αφήστε μας λοιπόν ήσυχους, ώστε να μπορέσουμε να βγάλουμε την Ελλάδα από την κρίση, πράγμα το οποίο και κάνουμε. Σας ευχαριστώ πολύ.
Angel Gurria: Σας ευχαριστούμε πολύ. Κάποιοι από εσάς δεν ήσασταν εδώ χθες όταν, μαζί με τον Πρόεδρο, Van Rompuy, κηρύξαμε την έναρξη του φόρουμ. Και όταν του έγινε μια ερώτηση που αφορούσε στην Ελλάδα, ο Πρόεδρος απάντησε: «ακούστε, η θητεία μου ως Υπουργού, αρμόδιου για θέματα προϋπολογισμού, θεωρήθηκε πετυχημένη, διότι μέσα σε έξι χρόνια μείωσα το έλλειμμα του προϋπολογισμού συνολικά κατά 6%, δηλαδή 1% ετησίως. Και για να με θεωρούν πετυχημένο γι’ αυτό το λόγο, καταλαβαίνετε…».
Συνεπώς, για να βάλουμε τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση, να σημειώσουμε ότι οι Έλληνες μείωσαν το έλλειμμα του προϋπολογισμού κατά 5%, μόνο μέσα σε ένα χρόνο – και κλείνω με αυτό το σχόλιο.
Κύριε Πρωθυπουργέ, κ. Orban, το να είναι κανείς επαναστάτης και να μεταθέτει διαρκώς τα όρια του εφικτού, μιλώντας για την Ουγγαρία και όχι για εσάς προσωπικά, είναι σύνηθες στην ιστορία και την πολιτική της χώρας σας. Η Ουγγαρία, λοιπόν, προωθεί δύσκολες μεταρρυθμίσεις, πολλές φορές πολύ πιο σκληρές, αλλά και πιο καινοτόμες, σε σχέση με αυτές άλλων χωρών, οπότε να σας ρωτήσω τι χρειάζεται για να πετύχουν οι μεταρρυθμίσεις;
Viktor Orbán: Επιτρέψτε μου καταρχήν να σας ευχαριστήσω για την πρόσκληση και για το χαρακτηρισμό του «επαναστάτη». Ακούγεται πολύ ευχάριστα στα αυτιά μας, καθώς είμαστε περήφανοι για το γεγονός ότι είμαστε μαχητές της ειρήνης. Θα θυμάστε τα γεγονότα του ’56 και είμαστε περήφανοι γι’ αυτά. Νομίζω, μάλιστα, ότι αυτή ακριβώς η στάση βοηθάει τώρα, διότι κατά τη δική μας αντίληψη, δηλαδή όπως βλέπουν οι Ούγγροι την τρέχουσα κατάσταση, δεν περνάμε κρίση. Αυτό είναι μάλλον και το στοιχείο-κλειδί, που μπορεί να βοηθήσει να πείσουμε τους πολίτες ότι πρέπει να γίνουν αλλαγές.
Θεωρούμε λοιπόν ότι, αυτό που ζούμε τώρα δεν είναι κρίση, αλλά μια περίοδος που θα οδηγήσει σε μια νέα εποχή την ευρωπαϊκή ιστορία. Κατά τη θεώρηση των Ούγγρων, η ευρωπαϊκή ιστορία για αρκετές δεκαετίες θύμιζε εμπόλεμη κατάσταση, και οικονομικώς και κοινωνικώς, αφού επικρατούσαν έως και ψυχροπολεμικές συνθήκες.
Κατόπιν, δημιουργήθηκε το κράτος πρόνοιας και η αντίστοιχη οικονομία και, τώρα, οι πολίτες της Ουγγαρίας είναι πεπεισμένοι ότι, αυτό που χρειαζόμαστε είναι κοινωνίες και οικονομίες, που προστατεύουν την εργασία. Οπότε, ένα τέτοιου είδους όραμα αποτελεί προϋπόθεση, προκειμένου να κερδίσεις την εμπιστοσύνη του κόσμου, εφόσον θέλεις να προωθήσεις μεταρρυθμίσεις.
Πάντως, ακούγονταν πολλά περί μεταρρυθμίσεων στη χώρα, οπότε αν χρησιμοποιήσεις στην Ουγγαρία εκφράσεις, όπως «θα ήθελα να μεταρρυθμίσω κάτι», αυτό ισούται με πολιτική αυτοκτονία, διότι πολλές ήταν οι κυβερνήσεις που εισήγαγαν μεταρρυθμίσεις την τελευταία οκταετία και σημείωσαν παταγώδη αποτυχία.
Αυτό λοιπόν που θέλει ο κόσμος είναι άλλες εκφράσεις και σκληρότερη γλώσσα. Δεν θέλει να ακούει για μεταρρυθμίσεις, αλλά για «αναδιοργάνωση της χώρας». Συνεπώς, αυτό που κάνουμε στην Ουγγαρία είναι ότι επιχειρούμε να πείσουμε τους πολίτες, «παρακαλούμε στηρίξτε αυτή τη δράση», χωρίς να μιλούμε για μεταρρυθμίσεις ή αποφάσεις, για μέσα και εργαλεία. Προσπαθούμε να πείσουμε τους πολίτες ότι η όλη προσπάθεια αφορά στην ανασυγκρότηση εκ βάθρων της χώρας.
Έτσι, προχωρήσαμε στη δημιουργία ενός νέου συστήματος φορολογίας και ενός εντελώς ανανεωμένου ασφαλιστικού. Κατόπιν, καθιερώσαμε για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις συντελεστή φορολογίας 10% και για τους ιδιώτες συντελεστή 16%. Και έπειτα, πείσαμε τους πολίτες ότι θα έπρεπε να παραιτηθούν ενός μηνιαίου μισθού το χρόνο και έτσι δέχτηκαν να καταργηθεί και το ποσό που αντιστοιχούσε σε μια μηνιαία σύνταξη.
Και οι μη ενεργοί της αγοράς εργασίας θα πρέπει πάντως να επιστρέψουν σε αυτήν διότι, ξέρετε, η Ουγγαρία πλήττεται κυρίως από το γεγονός ότι τα ποσοστά του ενεργού πληθυσμού είναι πολύ χαμηλά. Αν και μιλούμε για μια κοινωνία-υπέρμαχο της προστασίας της απασχόλησης, το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού της Ουγγαρίας ανέρχεται στο 55%, από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη – και είναι ντροπή. Στόχος της Κυβέρνησης και της χώρας μας, είναι να ανεβάσουμε το ποσοστό στο 75%, γεγονός που συνεπάγεται ότι, όλοι όσοι συνταξιοδοτήθηκαν πρόωρα, θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο επανόδου τους στην αγορά εργασίας, ενώ μέλημα της Κυβέρνησης είναι να τους εξασφαλίσει αυτή την ευκαιρία.
Θεωρώ ότι αυτός είναι ο σωστός τρόπος για να υλοποιήσουμε τις μεταρρυθμίσεις. Συνεπώς, οι μεταρρυθμίσεις δεν εξαρτώνται από τις λέξεις που χρησιμοποιούμε, αλλά από κάτι παραπάνω, που δεν αφορά στα μέσα και τα εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας, αλλά στο ίδιο το γεγονός ότι, τώρα ξεκινά μια νέα εποχή στην ιστορία, τουλάχιστον της Ευρώπης.
Χρειάστηκε επίσης να αποκατασταθεί η αξιοπιστία, που ήταν και το πιο σημαντικό. Η πρώτη απόφαση που έλαβε η Κυβέρνηση της οποίας ηγούμαι, ήταν να μειώσει κατά 50% τις έδρες στο Κοινοβούλιο, κατά 50% τις έδρες σε Τοπική και Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση και Συμβούλια. Κατόπιν, στράφηκα στους τραπεζίτες και τους είπα, «παρακαλώ, να υπάρξει ειδική φορολόγηση, ώστε να επιμερισθούν τα βάρη». Και ύστερα, έπρεπε να υπάρξει συναφής ιδιωτική φορολογία και να εμπλακούν στο κυβερνητικό εγχείρημα και οι μεγάλες επιχειρήσεις. Τους είπαμε ότι, για να αναδιοργανώσουμε τη χώρα, χρειαζόμασταν τη δική τους βοήθεια. Ούτε και εκείνοι χάρηκαν ιδιαίτερα, βεβαίως.
Μπορείτε να αποκαλείτε, αν προτιμάτε, όλο αυτό το εγχείρημα «δοκιμασία ορίων», αλλά δεν παύει να αποτελεί το μόνο τρόπο για να εμπνεύσεις πολιτική αξιοπιστία στο πρόσωπό σου. Είμαι μάλλον ευτυχής και τυχερός διότι, στις πρόσφατες εκλογές, ο λαός υπήρξε τόσο ευγενής, που μας έδωσε πλειοψηφία 2/3 στο Κοινοβούλιο. Όταν διαθέτεις πλειοψηφία 2/3 στη Βουλή, μάλλον διαθέτεις και το πιο σταθερό πολιτικό σύστημα στην Ευρώπη και τότε μπορείς να κάνεις τη δουλειά σου.
Οπότε, τα διδάγματα που αποκόμισα είναι: αναδιοργάνωση του πολιτικού και του οικονομικού συστήματος, επίσης, ότι η πολιτική διαχείριση είναι απαραίτητη και ότι, χωρίς ισχυρή ηγεσία, δεν είναι δυνατόν να ανασυγκροτήσεις τη χώρα. Επομένως, πρώτη προϋπόθεση για να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις, είναι ο συνδυασμός πολιτικής ηγεσίας με σωστή πολιτική διαχείριση.
Angel Gurria: Είναι επομένως απλό: αναφερόμενοι σε βέλτιστες πρακτικές, ο ΟΟΣΑ θα συνιστά στο εξής σε όλους τους πολιτικούς ηγέτες, να εξασφαλίζουν πλειοψηφία 2/3, γιατί μετά όλα γίνονται απλά, σωστά; Ούτε συνασπισμοί, ούτε τίποτα άλλο!
Μιας που μιλάμε για συνασπισμούς, κ. Πρωθυπουργέ, κ. Faymann, ο προκάτοχός σας, μας τηλεφώνησε και είπε: «έχω πρόβλημα με το σύστημα υγείας και έφτιαξα ένα νομοσχέδιο, αλλά τα πράγματα δεν πάνε καλά. Ελάτε σας παρακαλώ και βοηθήστε να πείσουμε τους πολίτες της Αυστρίας ότι αυτός ο νόμος είναι η καλύτερη δυνατή λύση». Μας προσκάλεσε, λοιπόν, να επιχειρηματολογήσουμε.
Και έσπευσε το «βαρύ πυροβολικό», ξέρετε. Ο ΟΟΣΑ κατέφθασε, έγινε ένα μεγάλο Συνέδριο, εκφωνήθηκαν ομιλίες, εξηγήσαμε στους πάντες τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να γίνει η μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας και, κατόπιν, όταν ο Πρωθυπουργός έθεσε το νόμο προς ψήφιση στο λαό, έχασε – εξ ου και ο κ. Faymann είναι εδώ, μαζί μας. Μου χρωστάτε ένα ποτό, τουλάχιστον!
Πάντως, δεν έφταιξε ο ΟΟΣΑ, ο οποίος έκανε καλά τη δουλειά του. Φρονώ ότι η μεταρρύθμιση ήταν δύσκολη, γιατί αφορούσε στην υγεία, ενώ η Αυστρία υπήρξε υποδειγματική και συχνά αναφέρεται ως παράδειγμα προς μίμηση στα συγγράμματα του Οργανισμού μας, ιδίως όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο προασπίζετε τα εργασιακά δικαιώματα, τις συντάξεις, τα δικαιώματα των μετακινούμενων εργαζομένων κ.λπ.
Πώς κατορθώσατε να συνδυάσετε την καταπολέμηση της κρίσης, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας και τη διατήρηση του δικτύου κοινωνικής προστασίας;
Werner Faymann: Σας ευχαριστώ πολύ για τη φιλοφρόνηση, αλλά η ανταγωνιστικότητα είναι ένας από τους βασικούς τομείς για εμάς. Πώς, όμως, μπορεί να βελτιωθεί; Χρειάζονται, νομίζω, κάποιες επενδύσεις σε υποδομές. Οπότε, ακόμα και σε περίοδο κρίσης, εμείς επιμείναμε στις επενδύσεις σε υποδομές.
Ένα ακόμη στοιχείο είναι αυτό της στήριξης των νέων τεχνολογιών, της έρευνας και της εκπαίδευσης. Είναι απαραίτητο να βελτιωθεί η εκπαίδευση, να αυξηθεί η έρευνα, να υπάρξουν διαρθρωμένη βιομηχανία και υψηλά ποσοστά εξαγωγών, αλλά και έντονη παρουσία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και, προκειμένου να γίνουν όλα αυτά σε περίοδο οικονομικής κρίσης, το κόστος είναι αυξημένο για την Αυστρία. Και από την άλλη μεριά, πρέπει να πετύχουμε το στόχο της δημοσιονομικής εξυγίανσης του προϋπολογισμού.
Επομένως, είναι νομίζω σημαντικό να μιλάει κανείς και να συζητάει τα ζητήματα αυτά, όπως ακριβώς προείπε και ο κ. Παπανδρέου. Χρειαζόμαστε επίσης νέα έσοδα και πόρους, διότι αν καταφέρναμε να αντλήσουμε περισσότερα κεφάλαια από τις αγορές, όπως λ.χ. μέσω του φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, αν είχαμε δηλαδή την ευκαιρία να αντλήσουμε νέα έσοδα, τότε θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε σε μεταρρυθμίσεις και θα περιορίζαμε μέρος του κόστους, που γεννά η γραφειοκρατία, αλλά θα είχαμε και αρκετά χρήματα για να ενισχύσουμε τομείς, όπως εκπαίδευση, έρευνα και τα συναφή προς αυτά πεδία.
Πιστεύω ότι είναι σημαντικό να γίνει η συζήτηση αυτή, τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όσο και σε διεθνές. Γιατί ο ισχυρισμός ότι, «όλα μπορεί να γίνουν εύκολα, αρκεί να μειώσουμε τα έξοδα», οπότε όλα θα βελτιωθούν αμέσως, δεν αρκεί, κατά τη γνώμη μου. Χρειάζεται έλεγχος και προστασία των αγορών από την κερδοσκοπία. Πρέπει να στηρίξουμε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, την έρευνα, την τεχνολογία και το βιώσιμο επιχειρείν.
Άρα, χρειάζεσαι χρήματα για να έχεις περιθώριο να γίνουν όλα σωστά. Αν τώρα συζητήσουμε το βάρος που καλείται να επωμιστεί ο εργαζόμενος, το οποίο ήδη είναι πολύ αυξημένο, τότε πιστεύω ότι είναι καλύτερα να μιλήσουμε για την καθιέρωση ενός παγκόσμιου φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Είναι κάτι δίκαιο, κοινωνικώς ισορροπημένο και αποτελεί συμβολή προς την κατεύθυνση της διαχείρισης των εξόδων, που γεννώνται λόγω της κερδοσκοπίας των αγορών και της οικονομικής κρίσης.
Αποτελεί επίσης ζήτημα δικαιοσύνης και αξιοπιστίας. Είναι ζήτημα δικαιοσύνης, και η δικαιοσύνη έχει αξία για τις κοινωνίες μας, διότι οι νέοι που προσπαθούν να βρουν δουλειά αντιμετωπίζουν, όπως ξέρετε, πολύ αυξημένα ποσοστά ανεργίας ανά την Ευρώπη. Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών αυξάνεται – δεν μειώνεται, αντιθέτως, μεγαλώνει. Χρειαζόμαστε, επομένως, ενισχυμένη δικαιοσύνη και περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη, όπως και ισόρροπα μέτρα, για να υπάρξει αξιοπιστία.
Παραδείγματος χάριν, πρέπει να καθορίσουμε μια διευρυμένη φορολογική βάση, με πολύ χαμηλό συντελεστή γι’ αυτά τα εισοδήματα. Αν εφαρμόζαμε το χαμηλότερο συντελεστή του 0.01%, θα συγκεντρώναμε ποσό 200-250 δις ευρώ, απλώς και μόνο εντός της Ε.Ε., ποσό σημαντικό για πράσινη τεχνολογία, καθώς και για άλλες σημαντικές μας επιδιώξεις.
Θεωρώ τη διαχείριση αυτών των κοινωνικών προκλήσεων πολύ σημαντικό ζήτημα, διότι φέρουμε την ευθύνη της διασφάλισης της κοινωνικής ισορροπίας και της κοινωνικής ευημερίας. Πρέπει να μας χαρακτηρίζει το ενδιαφέρον γι’ αυτά και να έχουμε κατά νου την επίτευξη μια τέτοιας ισορροπίας.
Συμπερασματικά, δεν πρέπει μόνο να μιλούμε για την ανάγκη κανόνων και αυστηρότερου κανονιστικού πλαισίου στις κεφαλαιαγορές. Πρέπει επίσης να μιλήσουμε για υπεύθυνη και βιώσιμη ενεργειακή πολιτική, για την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, διότι και εκεί χρειάζεται να εξασφαλίσουμε βιωσιμότητα.
Και μιας που αναφέρθηκα στη βιωσιμότητα, θα θίξω ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο, που έθεσε το IPCC, το Διακυβερνητικό Πάνελ για την Κλιματική Αλλαγή, το οποίο τονίζει ότι οι ΑΠΕ θα μπορούσαν να καλύπτουν το 77% των ενεργειακών αναγκών του πλανήτη, το 2050.
Οι περαιτέρω επενδύσεις σε καθαρές τεχνολογίες δεν ενθαρρύνουν μόνο την ανταγωνιστικότητα, αλλά ταυτοχρόνως θα ενισχύσουν την απασχόληση και την ανάπτυξη. Και η ενίσχυση της απασχόλησης, όπως και τα χαμηλά ποσοστά ανεργίας, θεωρώ ότι αποτελούν μείζον καθήκον όλων μας.
Angel Gurria: Σας ευχαριστούμε πολύ, κ. Πρωθυπουργέ. Οφείλουμε ένα λεπτό της ώρας στον Πρόεδρο Piñera, ίσως και ενάμιση. Έκανε το μεγαλύτερο ταξίδι για να έρθει εδώ και υπήρξε πολύ σύντομος. Οπότε, επιτρέψτε μου, κλείνοντας τη συζήτηση με το πάνελ και πριν ζητήσω από τους ηγέτες μας να καθίσουν στις αντίστοιχες θέσεις, πίσω από τις σημαίες των χωρών τους, να ζητήσω από τον Πρόεδρο Piñera, να μας πει τι τον κρατά ξάγρυπνο τα βράδια, με μια λέξη.
Sebastián Piñera: Ένα όνειρο. Αλλά όχι απλώς το όνειρο, γιατί τη διαφορά μεταξύ ονείρου και στόχου, την κάνει μια ημερομηνία. Εμείς έχουμε μόνο αυτή τη δεκαετία στη διάθεσή μας, ώστε να ξεπεράσουμε την υπ-ανάπτυξη και τη φτώχεια, που χαρακτηρίζουν τα πρώτα 200 χρόνια του βίου του ανεξάρτητου κράτους μας. Αυτό είναι που με κρατά ξάγρυπνο σχεδόν κάθε βράδυ.