Κάποιοι λένε ότι οι ναυτικοί δεν μιλούν πολύ και -απ' ό,τι φάνηκε- έχουν δίκιο. Δύσκολα τους βγάζεις πράγματα. Λίγα τα λόγια τους για τη θάλασσα, τις περιπέτειές τους, τις πίκρες τους, τα ταξίδια τους.
Ισως γιατί πέρασαν πολλά χρόνια μοναξιάς, ίσως γιατί τα ωραιότερα χρόνια της ζωής τους, τα νιάτα τους, τα έζησαν μέσα σ' ένα πλοίο καταμεσής της θάλασσας.
Με κινδύνους, βάσανα και αγώνες πολλούς για να αντέξουν. Με δύσκολους αποχωρισμούς και επώδυνες κάποιες φορές επιστροφές. Ισως γιατί εκείνη τη ζωή θέλουν να την ξεχάσουν...
Συναντήσαμε και μιλήσαμε με τρεις συνταξιούχους ναυτικούς, σε εκδήλωση που έκαναν προς τιμήν τους οι «Μινωικές Γραμμές», όπου τους βράβευσαν για την προσφορά τους.
Και οι τρεις δήλωσαν πικραμένοι από τις μεγάλες μειώσεις των συντάξεών τους, οι δύο υποστήριξαν ότι δεν θα ακολουθούσαν σήμερα το επάγγελμα του ναυτικού κάτω από αυτές τις συνθήκες, τόνισαν ότι η Πολιτεία δεν προσέχει, όπως θα έπρεπε, τους ναυτικούς και κατέθεσαν τους φόβους τους ότι, αν συνεχίσουν οι μειώσεις στις συνθέσεις των πληρωμάτων, στο τέλος οι Ελληνες ναυτικοί θα εξαφανιστούν.
«Στο ημερολόγιο γράψαμε: “Κυκλών και καταιγίς”. Εστείλαμε το SOS μακριά σε άλλα καράβια, κι εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριον Ινδικό πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μια μέρα στην Μπατάβια...» Νίκος Καββαδίας (1933)
Μανώλης Στεφανουδάκης, πλοίαρχος
«Κάθε μέρα κάνω τον σταυρό μου που έσωσα και δεν έπνιξα ανθρώπους»
Συνταξιοδοτήθηκε στα 63 του, με 35 χρόνια πραγματικής θαλάσσιας υπηρεσίας.
Ο πλοίαρχος Μανώλης Στεφανουδάκης, 67 χρόνων σήμερα, ήταν ο πρώτος ναυτικός από το χωριό του, τα Γαλιά Ηρακλείου Κρήτης.
Ο αριθμός του ναυτικού του φυλλαδίου στον νομό Ηρακλείου ήταν μόλις 71. Δύσκολες εποχές εκείνες στο χωριό του, θυμάται. Επρεπε να δει τι θα κάνει για να μπορέσει να ζήσει.
Και έτσι το αποφάσισε. Θα έφευγε για τη θάλασσα. Για πρώτη φορά μπήκε σε πλοίο περίπου στα 18 του χρόνια, όταν τελείωσε το Ναυτικό Λύκειο, για να δοκιμάσει, να δει εάν η επιλογή του ήταν σωστή.
Ανέβηκε στην Αθήνα, έβγαλε όλες τις Σχολές που έπρεπε και ξεκίνησε από ποντοπόρα πλοία.
Επτά χρόνια έμεινε σ' αυτά, έγινε μέχρι και υποπλοίαρχος, αλλά ο νεογέννητος γιος του τον έκανε να πάρει τη μεγάλη απόφαση, να αφήσει τους μακρινούς ωκεανούς, να επιστρέψει στην Ελλάδα και να μπει στην ακτοπλοΐα.
«Γιατί;», τον ρωτάμε. Τα μάτια του υγραίνονται, κοιτάζουν τον γιο του, παλικάρι πια, που παρευρίσκεται στη βράβευση του πατέρα του και θυμάται:
«Είχα πάρει τη γυναίκα μου μαζί σ' ένα ταξίδι στην Κίνα και το μωρό το είχαμε αφήσει στη γιαγιά. Οταν γυρίσαμε και πήγαμε να τον πάρουμε, ο μικρός ούτε καν μας γνώρισε. Η γυναίκα μου αγριεύτηκε, τρελάθηκε. Και έτσι αναγκάστηκα να τα παρατήσω και να γυρίσω πίσω. Αυτός με έφερε στην Ελλάδα», ψιθυρίζει και μας τον δείχνει.
Και δεν είναι ότι επέστρεψε, είναι ότι ξεκίνησε από την αρχή, γιατί δουλειά βρήκε στην ακτοπλοΐα, αλλά επειδή δεν υπήρχαν θέσεις -αν και είχε το δίπλωμα του υποπλοιάρχου- άρχισε και πάλι από τα χαμηλά.
«Τι θυμάσαι, καπετάν Μανώλη, απ' όλα αυτά τα χρόνια στη θάλασσα;», τον ρωτάμε. «Και δύσκολα και εύκολα χρόνια», μας λέει. «Εχουμε σώσει ανθρώπους. Κάθε μέρα κάνω τον σταυρό μου που έχω σώσει και δεν έχω πνίξει ανθρώπους. Εχω ήσυχη τη συνείδησή μου».
«Υπήρξε κάποια στιγμή που φοβηθήκατε;», η ερώτηση. «Ποτέ δεν φοβήθηκα ότι δεν θα τα βγάλω πέρα, αλλά υπήρχε ένας συνεχής αγώνας και επαγρύπνηση. Κοιμόμασταν με το ένα μάτι κλειστό και το άλλο ανοιχτό και γι' αυτό μέχρι σήμερα που φτάσαμε στο τέλος, φτάσαμε καλά», η απάντησή του.
Γυρίζοντας πολλά χρόνια πίσω, μας μεταφέρει μια άσχημη εμπειρία, αυτή που έχει μπει στον κατάλογο των δυσκολιών του επαγγέλματος:
«Ημουν ανθυποπλοίαρχος σ' ένα ταξίδι Καναδά-Ιαπωνία. Για να γλιτώσουμε μίλια κάναμε τον κύκλο, από τα Αλεούτια νησιά προς Βόρειο Πόλο. Μας έπιασε λοιπόν ένα storm (θύελλα) και επί μια εβδομάδα ταξιδεύαμε στα τυφλά, αφού τότε δεν υπήρχαν τα κατάλληλα όργανα.
»Για μέρες δεν βλέπαμε ούτε αστέρια ούτε ήλιο, τίποτα. Μετά από μια εβδομάδα, όταν βγήκε επιτέλους ο ήλιος, είδαμε ότι είχαμε βρεθεί σε τελείως διαφορετική πορεία και αντί να κάνουμε το ταξίδι σε 13 μέρες το κάναμε σε 20».
«Θα την ξανάκανες αυτή τη δουλειά, καπετάν Μανώλη;», τον ρωτάμε και η απάντηση άμεση:
«Μπορεί το επάγγελμά μου να ήταν δύσκολο, αλλά μου αρέσουν τα δύσκολα. Η ζωή είναι για να αγωνίζεσαι. Είναι ποδόσφαιρο. Σήμερα δυστυχώς τα πράγματα για τους ναυτικούς είναι παραπάνω από δύσκολα.
»Οι κυβερνήσεις δεν συμπαραστέκονται όπως θα έπρεπε στο ναυτικό επάγγελμα. Δεν βοηθούν τους ναυτικούς. Οταν μπήκα στη θάλασσα, υπήρχαν 220.000 ναυτικοί και σήμερα δεν ξέρω εάν φτάνουν τις 20.000. Οι καλύτεροι ναυτικοί στον κόσμο ήταν οι Ελληνες», συμπληρώνει.
Κωνσταντίνος Προκοπίου, ύπαρχος
«22 χρόνια της ζωής μου τα πέρασα μέσα στη θάλασσα. Τι έζησα;»
Είκοσι δύο χρόνια πραγματικής θαλάσσιας υπηρεσίας συμπλήρωσε ο ύπαρχος Κωνσταντίνος Προκοπίου από την Ηγουμενίτσα, που αποφάσισε στα 48 του χρόνια να εγκαταλείψει τη θάλασσα και να συνταξιοδοτηθεί, για να αφοσιωθεί στην οικογένειά του και στο μεγάλωμα του γιου του.
Από μικρός ήθελε να γίνει ναυτικός, καθώς στο σόι υπήρχαν αρκετοί. Για κάποιο διάστημα ο πατέρας του, ο παππούς του και ένας θείος του.
«Οι εποχές εκείνες ήταν δύσκολες, αν και θυμίζουν βέβαια τις σημερινές», λέει και συνεχίζει: «Ωριμάσαμε γρήγορα και είδαμε τη ζωή διαφορετικά».
Το 1976, μόλις 14 χρόνων, κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών του διακοπών, μπήκε για πρώτη φορά σε καράβι ως επίκουρος με διαβατήριο, γιατί εκείνη την εποχή δούλευε και ο πατέρας του.
Το πλοίο έκανε δρομολόγιο Ηγουμενίτσα-Μπρίντιζι Ιταλίας. Ξεκίνησε επαγγελματικά το 1980 από τα χαμηλά και έφτασε μέχρι ύπαρχος. Ολα αυτά τα χρόνια παρέμεινε στη γραμμή Ηγουμενίτσα-Μπρίντιζι.
Τα θετικά είναι αυτά που υπερτερούν μετά απ' όλα αυτά τα χρόνια στη θάλασσα.
«Ρόδινα δεν κύλησαν τα χρόνια, τις θάλασσες τις είχε, κακοκαιρίες, πάντα ήμασταν σε εγρήγορση, αλλά ήμουν τυχερός, γιατί δεν είχα στην καριέρα μου κανένα ατύχημα. Δεν μου έτυχε κάποιο άσχημο περιστατικό», τονίζει και από την άλλη -όπως αναφέρει- επειδή παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια προς το τέλος της υπηρεσίας του (ο γιος τους γεννήθηκε το 2008), δεν αντιμετώπισε το πρόβλημα έλλειψης των δικών του ανθρώπων.
Παρ' όλα αυτά, αν ξεκινούσε τώρα από την αρχή, δεν θα ξαναδιάλεγε το ίδιο επάγγελμα και εξηγεί το γιατί:
«Τελείωσα 19 χρόνων το σχολείο και έναν χρόνο η σχολή, 20, κι άλλα 2-3 για τα διπλώματα και 22 χρόνια θαλάσσια υπηρεσία, πάμε 44, και ένα 1,5 χρόνο φανταρικό, φτάσαμε τα 45. Τι έζησα; Βγήκα στη σύνταξη στα 48. Τα 22 χρόνια της ζωής μου τα πέρασα μέσα στο νερό, μέσα στο πλοίο». Ισως αυτός να είναι ο λόγος που έχει απομακρυνθεί τελείως από τα λιμάνια και τα πλοία.
Από την ημέρα που συνταξιοδοτήθηκε, δεν ασχολείται με τα του επαγγέλματος. Λίγο μόνο ενημερώνεται για τα συνταξιοδοτικά, καθώς -όπως λέει- από το 2010 που βγήκε στη σύνταξη, αυτή έχει μειωθεί 40%.
Στον Πειραιά είχε να έρθει από το 2012 -αν και έρχεται στην Αθήνα, στον Πειραιά δεν κατεβαίνει, σαν να έχει βάλει έναν τοίχο, όπως αναφέρει. Ετσι ήταν όμως και όταν δούλευε. Αν δεν είχε υπηρεσία, δεν πήγαινε στο καράβι.
«Θα θέλατε ο γιος σας να γίνει ναυτικός;» τον ρωτάμε. Το σκέφτεται και μας απαντά: «Δύσκολη ερώτηση. Είναι μικρός ακόμα. Θα του θέσω τα υπέρ -αν υπάρχουν ακόμα μέχρι τότε που θα μεγαλώσει- και τα κατά, και ας αποφασίσει ο ίδιος».
Γιώργος Κιαγιάς, προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλων
«Αν μειώσουν κι άλλο τις συνθέσεις, θα εξαφανιστούν οι Ελληνες ναυτικοί»
Μεγαλόσωμος, με δυνατή φωνή και κρητική προφορά, ο 52χρονος προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλων, Γιώργος Κιαγιάς.
Γεννημένος στα Λιβάδεια Μυλοποτάμου Ρεθύμνου, στους πρόποδες του Ψηλορείτη, έφυγε στα 16 του από το χωριό του και αναζήτησε την τύχη του στη θάλασσα.
Μέχρι τότε δεν είχε δει ποτέ πλοίο στη ζωή του και γι' αυτό, όταν κατέβηκε στο Ηράκλειο και είδε τα καράβια, «έμεινε άγαλμα» και αναρωτήθηκε «τι είναι αυτό;».
Ακολούθησε το επάγγελμα του ναυτικού από ανάγκη, αφού ή θα έπρεπε να ασχοληθεί με την κτηνοτροφία, όπως ο πατέρας του και ο αδελφός του, ή θα έπρεπε να φύγει από το χωριό.
Το 1979 και μόλις 16 χρόνων έπιασε δουλειά ως επίκουρος σε καράβι. Συνταξιοδοτήθηκε το 2010, έχοντας καθαρή θαλάσσια υπηρεσία 25 χρόνια και δέκα μήνες.
Θα μπορούσε να είχε μείνει κι άλλο, όπως μας εξηγεί, αλλά αποφάσισε να φύγει τότε, γιατί το τοπίο με το ασφαλιστικό ήταν θολό. Φοβήθηκε μην εγκλωβιστεί κι άλλα χρόνια στη θάλασσα και πήρε την απόφαση να συνταξιοδοτηθεί.
Και έτσι σήμερα, πολύ νέος ακόμα, ζει στο αγαπημένο του χωριό και χαίρεται τα 4 παιδιά και τα 8 εγγόνια του.
Εκείνο που δεν θα ξεχάσει ποτέ και τον έχει «στιγματίσει», όπως μας λέει, όταν τον ρωτάμε για τα αρνητικά και τα θετικά του επαγγέλματος, ήταν όταν γεννήθηκε το πρώτο του παιδί ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο και για μερικά λεπτά που έπρεπε να μπει στο πλοίο, το οποίο σήκωνε άγκυρα από το λιμάνι του Ηρακλείου, δεν πρόλαβε να δει τη νεογέννητη κόρη του.
«Αυτά είναι τα αρνητικά. Δεν μπορείς να είσαι παρών στις προσωπικές στιγμές των δικών σου ανθρώπων, χάνεις πολύτιμες μέρες και ώρες από αυτούς», αναφέρει.
Οσο για τα θετικά, το βασικό είναι -όπως σημειώνει- η λύση του οικονομικού προβλήματος, γιατί έχεις μια σταθερή δουλειά, η οποία σου αποδίδει έναν καλό μισθό και προσφέρεις στην οικογένειά σου.
Σήμερα όμως τα πράγματα στο επάγγελμα έχουν αλλάξει πολύ, όπως υποστηρίζει. Η ειδικότητά τους χτυπιέται ανελέητα.
Θυμάται ότι εκείνος δούλευε 11 και 12 μήνες τον χρόνο, δεν μπορούσε ούτε άδεια να πάρει, ενώ τώρα τα παιδιά δουλεύουν 6 μήνες τον χρόνο, με αποτέλεσμα ο μισθός τους να μειώνεται στο μισό και από την άλλη να μην μπορούν να μαζέψουν υπηρεσία για τη συνταξιοδότησή τους.
«Εγώ είχα την τύχη και κατάφερα σε 31 χρόνια που ήμουν στη θάλασσα να μαζέψω 26 χρόνια (25 και 10 μήνες). Για να συγκεντρώσουν σήμερα τα νέα παιδιά αυτή την υπηρεσία, πρέπει να δουλεύουν 50 χρόνια», δηλώνει και φανερά στενοχωρημένος προσθέτει:
«Τώρα γίνεται λόγος για μειώσεις στις συνθέσεις. Αν το κάνουν αυτό, θα εξαφανιστούν οι Ελληνες ναυτικοί. Θα φέρουν αλλοδαπούς και θα μπαίνουμε μέσα στα πλοία και δεν θα ακούμε μια ελληνική λέξη».
Δηλώνει πικραμένος, γιατί -όπως μας λέει- άλλα σχέδια έκανε και άλλα κάνει τώρα.
Οταν το 2010 αποφάσισε να φύγει, ρώτησε πόση σύνταξη βγάζει και υπολόγισε ότι τα χρήματα εκείνα τον κάλυπταν άνετα, για να ζήσει αυτός και η οικογένειά του.
Αλλά μέσα σε μια πενταετία τα χρήματά του έχουν μειωθεί κατά 48%.
«Πικραίνομαι, γιατί αυτά τα έχουμε πληρώσει με μεγάλες στερήσεις και αγώνες και έρχονται αυτοί που έρχονται και δεν εξετάζουν τίποτα. Πιάνουν ένα μαχαίρι και ένα ψαλίδι και κόβουν. Και δυστυχώς δεν ξέρουμε πού θα φτάσουν».
Για όλους αυτούς τους λόγους, αν άρχιζε τώρα, θα το ξανασκεφτόταν να γίνει ναυτικός. Και μας φέρνει το παράδειγμα του γιου του, ο οποίος δουλεύει τρία χρόνια και έχει συγκεντρώσει 11 μήνες θαλάσσιας υπηρεσίας...
Χριστίνα Παπασταθοπούλου - efsyn.gr