8 Ιουνίου 2019

OI ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ Α’ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ- Οι ευθύνες μας για την ορατή ενότητα των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών Του Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη

OI ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ Α’ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ- Οι ευθύνες μας για την ορατή ενότητα των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών
Του  Ζιμπάμπουε  Σεραφείμ Κυκκώτη

Aυτή η Κυριακή είναι αφιερωμένη στην ιερή μνήμη των 318 θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας που συμμετείχαν στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας το 325 μ. Χ. για να επιβεβαιώσουν βασικές διδασκαλίες της Εκκλησίας μας που έχουν σχέση με την εν Χριστώ σωτηρία μας. Οι βασικές αυτές αρχές τονίζονται μέσα από τα πρώτα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως μας, το γνωστό «Πιστεύω», που συνεχίζουμε μέχρι σήμερα όλοι οι Χριστιανοί να επαναλαμβάνουμε με φόβο Θεού για να τονίζουμε την πίστη μας στον Θεό Πατέρα ως το Δημιουργό του κόσμου και στον Ιησού Χριστόν ως τον Μονογενή του Υιόν που ήλθε στον κόσμο για να μας σώσει από την αμαρτία και τον θάνατον και να μας οδηγήσει στον Παράδεισο. Στη πραγματικότητα το Σύμβολο της Πίστεως που συστάθηκε με τις αποφάσεις των Πρώτων δύο Οικουμενικών Συνόδων της Εκκλησίας μας αποτελούν και τη πιο σύντομη μορφή Ομολογία Πίστεως.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας εκπροσωπούν και εκφράζουν τη νέα πνευματική πραγματικότητα, η οποία εμφανίσθηκε με την ενανθρώπιση του θείου Λόγου και συνεκλόνισε και μεταστοιχείωσε πραγματικά σε μεγάλο βαθμό την όλη ανθρωπότητα. Οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι οι μεγάλοι εμπνευστές και δημιουργοί του νέου πνευματικού μέτρου στον κόσμο.
Αυτό όμως που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας αποτελούν τους φορείς της Παραδόσεως και του ήθους της Εκκλησίας που εξ αφορμής κ άποιας μεγάλης θεολογικής κρίσεως φωτίζονται από το Άγιο Πνεύμα και εκφράζουν θεολογικά μια ευρύτερη εμπειρία της αλήθειας, με αποτέλεσμα να συμβάλλουν αποφασιστικά στην αντιμετώπιση της κρίσεως, η οποία αφορά στην αλήθεια και άρα στη σωτηρία του ανθρώπου. Κοινό γνώρισμα όλων των Πατέρων της Εκκλησίας μας υπήρξε ο πόνος και ο παλμός τους για τα κοινά και για το κοινό καλό της κοινωνίας τους. Η ζωή τους κι η όλη ύπαρξη τους αποτελούσαν έκφραση και πραγμάτωση του όλου σώματος της Εκκλησίας, των πόνων και των ονείρων των ανθρώπων της εποχής τους για ένα καλύτερο κόσμο.
Έτσι οι Πατέρες της Εκκλησίας αποτελούν τα ζωντανά στόματα της Εκκλησίας μέσω των οποίων εκφράζεται η Εκκλησιαστική συνείδηση. Μέσω των Πατέρων της Εκκλησίας εκφράζεται η πίστη της Εκκλησίας μας κι εξακολουθεί να αντηχεί σε μας το Αποστολικό κήρυγμα, η θεία Αποκάλυψη που δόθηκε στην Ανθρωπότητα μέσω του Χριστού και των προσώπων εκείνων που εξέλεξε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός για να καταστήσει στους ανθρώπους την σωτηριολογική αλήθεια του Θεού γνωσ τήν και προσιτή.
Η Εκκλησία μας σήμερα τιμά ειδικώτερα τους 318 Θεοφόρους Πατέρες που συμμετείχαν στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας, όπου με το Σύμβολον της Πίστεως καταδικάστηκε η αιρετική διδασκαλία του Αρείου και των οπαδών του, που απέρριπταν τη φυσική Θεότητα του Υιού και Λόγου του Θεού, λέγοντας ασεβώς ότι υπήρχε εποχή που ο Χριστός δεν ήταν Θεός και κατά συνέπεια ότι ήταν κτίσμα, ένα δηλαδή από τα δημιουργήματα του Θεού. Οι οπαδοί του Αιρεσιάρχη Αρείου πέτυχαν Î μάλιστα να επηρεάσουν την πολιτική εξουσία και να κυριαρχήσουν στην Ανατολή με διάφορες μορφές. Σταδιακά όμως οι Αρειανόφρονες δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους και έτσι διασπάσθησαν σε διάφορες αιρετικές παρατάξεις. Γενικά ο Αρειανισμός προκάλεσε μια από τις σοβαρότερες κρίσεις στην ιστορία της Εκκλησίας γιατί με την άρνηση της φυσικής Θεότητας του Χριστού απέρριπταν την πραγματικότητα του λυτρωτικού χαρακτήρα του Χριστιανισμού. Ο άγιος Αθανάσιος, Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, τους απάντησε θεολογικά, τονίζοντας τους ότι «δ εν υπήρχε εποχή που δεν υπήρχε ο Υιός και Λόγος του Θεού κι ότι δι’ Αυτού εδημιουργήθησαν τα πάντα και κατά συνέπεια ο Υιός είναι ‘ομοούσιος’ με τον Πατέρα».
Ο Άρειος απολυτοποιώντας την ενότητα και την μοναδικότητα του Θεού Πατέρα υποτιμά τα άλλα δύο Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Αυτό είναι άλλωστε και το χαρακτηριστικό γνώρισμα της κάθε αίρεσης. Η απολυτοποίηση ενός μέρους της αλήθειας σε βάρος της όλης αλήθειας της διδασκαλίας της Εκκλησίας μας. Στην πραγματικότητα, σ αυτή την περίπτωση, για την αντίληψη του δόγματος, λειτουργεί ένα στοιχείο ανθρωπομορφικό, ανθρωποκεντρικό και ατομοκεντρικό, δηλαδή εγωϊστικό. Είναι μια απολυτοποίηση της λογικής του ανθρώπου και έτσι το δόγμα κατανοείται όχι όπως το κατανοεί η συνείδηση της Εκκλησίας μας, αλλά όπως το αντιλαμβάνεται μια λογική περιορισμένη που έχει την εγωϊστική απαίτηση να νομίζει ότι μπορεί να τα γνωρίζει όλα.
Ο ανθρώπινος λόγος διακονεί τη Θεολογία χωρίς όμως να γίνεται και αφετηρÎα της Θεολογίας. Ο ανθρώπινος λόγος διακονεί τη σωτηρία του ανθρώπου όταν προϋποθέτει την εκκλησιαστική συνείδηση επειδή ακριβώς η Εκκλησιαστική συνείδηση έχει την έννοια της καθολικής συνείδησης. Γι’ αυτό χαρακτηριστικό γνώρισμα του Χριστιανισμού είναι η συντριβή του εγώ, του εγωϊσμού μας, της ανθρώπινης λογικής. Όταν η ανθρώπινη λογική ταπεινωθεί τότε καρποφορεί μέσα στη ζωή της Εκκλησίας ως διακονία αγάπης που διακονεί τη Θεολογία της Εκκλησίας οδηγώντας τους ανθρώπους στο έργον της εν Χριστώ σωτηρίας.
Στη ταραγμένη σημερινή εποχή μας, εκείνοι που ακολουθούν τα βήματα των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας, είναι εκείνοι που με κάθε τρόπο συμβάλλουν στην συνεργασία όλων των χριστιανών για την ειρηνική συνύπαρξη των Λαών και για την προστασία και την ενίσχυση της ορατής ενότητας των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών