
Ο Καπεταν Παναγιωτης Τσακος-
ΑΝ ΔΕΝ ΞΥΠΝΗΣΟΥΜΕ, ΘΑ ΧΑΣΟΥΜΕ ΝΑΥΤΙΛΙΑ 10.000 ΧΡΟΝΩΝ. ΤΑ ΒΑΠΟΡΙΑ ΘΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ, ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΟΚΤΗΤΑ ΑΛΛΑ Η ΕΛΛΑΔΑ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΞΕΡΕΙ. ΤΟ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑ ΔΕ ΤΟ ΦΕΡΝΩ ΕΓΩ, ΤΟ ΦΕΡΝΟΥΝ ΟΙ ΝΑΥΤΙΚΟΙ ΜΑΣ
Ο καπετάν Παναγιώτης Τσάκος δεν είναι απλά ο εφοπλιστής των 85 και άνω καραβιών. Είναι κυρίως ένας αγωνιστής, ένας οραματιστής, ένας ναυτικός που συνεχίζει μια παράδοση δέκα χιλιάδων χρόνων και μάχεται να διατηρήσει πάση θυσία την ελληνικότητα της ναυτιλίας μας. Ο καπετάνιος του Πειραιά και του Μοντεβίδεο είναι ήδη θεσμός! Ένας σύγχρονος Οδυσσέας. Αν και ο ίδιος δεν το πιστεύει.
. Πάντα μετριόφρων. Είχαμε την εξαιρετική τιμή και την τύχη να ξεκινήσουμε μαζί του μια «συνομιλία», ένα «ταξίδι». Το πρώτο μας μπάρκο με την οικογένεια Τσάκου ήταν στο Μοντεβίδεο την 21η Απριλίου και συνεχίστηκε στην Αθήνα περίπου δύο εβδομάδες αργότερα. Η επόμενη συνάντησή μας δεν ξέρουμε πού θα είναι. Το σίγουρο όμως είναι ότι «το ταξίδι» με έναν άνθρωπο σαν τον καπετάν Παναγιώτη Τσάκο δεν μπορεί να σταματήσει εδώ... «θα ‘ναι μακρύς ο δρόμος»...
(Μοντεβίδεο – 22/4/08)
Πώς βρεθήκατε στο Μοντεβίδεο;
«Κατά τύχη».
Έχετε όμως αφιερώσει μεγάλο κομμάτι της ζωής σας σε αυτόν το λαό και έχετε γίνει ένας μύθος για τους ανθρώπους εδώ.
«Από την πρώτη στιγμή που βρέθηκα στο Μοντεβίδεο, οι άνθρωποι αυτοί με κάνανε να νιώσω την ανάγκη να επιστρέψω κάτι από αυτά που μας έχει χαρίσει ο τόπος μας, η πατρίδα μας, η κληρονομιά μας. Αυτά είναι ο μύθος. Αυτά είναι ο μαγνήτης. Εμείς είμαστε μικρά πυλώρια. «De Grecia, de Olympics, de Onassis!» λένε όταν σε βλέπουν οι άνθρωποι εδώ. Όχι Ελλάδα, ελληνισμός! Άλλωστε η ισπανική γλώσσα έχει πολλές ελληνικές λέξεις, όπως «ελληνολάτρια» και «φιλοξενία».
Σας εκφράσανε κάποιοι άνθρωποι εδώ την επιθυμία να μάθουν Ελληνικά;
«Όχι, ήταν κάτι το οποίο έβλεπες, το ένιωθες. Διψούσανε. Και έπρεπε να τους το δώσω. Και οι άνθρωποι που στηρίζουν και αποτελούν την ψυχή και τους πυλώνες αυτού του Ιδρύματος έχουν κάνει πρώτη προτεραιότητα της ζωής τους την Ελλάδα και όλα αυτά που αντιπροσωπεύει. Πιο πολύ από εμένα».
Η ναυτιλία αποτελεί μέρος των μαθημάτων του Ιδρύματος;
«Όχι, γιατί οι άνθρωποι εδώ ζουν από τη γη. Αλλά η ναυτιλία μπορεί να γίνει μέρος του τόπου αυτού, γιατί έχουν ένα μεγάλο λιμάνι».
Ας πάμε και στα δικά μας. Ποια είναι τα κυριότερα προβλήματα της ναυτιλίας μας σήμερα;
«Ένα και μοναδικό. Οι άνθρωποι που δεν έχει! Οι άνθρωποι που δεν έχει...».
Δηλαδή;
«Έχουμε τη μεγαλύτερη ναυτιλία στον κόσμο, η οποία είναι η μεγαλύτερη βιομηχανία του τόπου μας, και δεν έχουμε ανθρώπους να την πάμε και αναγκαζόμαστε να προσλαμβάνουμε ξένους, αρχικά από τα κατώτερα πληρώματα και σιγά – σιγά αξιωματικούς και τώρα έχουμε φτάσει και σε καπετάνιους και μηχανικούς. Που σημαίνει ότι επιτρέπουμε στον εαυτό μας, στην εποχή μας και στη γενιά μας, και υμών ευημερούντων, γιατί ποτέ δεν ήταν τα πράγματα στην ναυτιλία όσο καλά είναι σήμερα, επιτρέπουμε να διακοπεί στις ημέρες μας αυτός ο μακραίωνος κρίκος της ναυτοσύνης που κληρονομήσαμε εδώ και 10.000 χρόνια. Θα διακοπεί επί των ημερών μας. Φυσικά, ύστερα από αυτό για τα εγγόνια μας η ναυτιλία μας θα έχει νομοτελειακά τελείως αφελληνιστεί, γιατί θα την πηγαίνουν ξένοι».
Πιστεύετε ότι είναι πλέον αργά;
«Βέβαια. Το έχουμε χάσει το παιχνίδι. Αν δεν δράσουμε τώρα. Τελείωσε».
Αυτή η φθορά και η αριθμητική έλλειψη αξιωματικών είναι αναστρέψιμη;
«Αν δεν την αναστρέψουμε, να ξεχάσουμε την ελληνικότητα της ναυτιλίας μας. Το είπα και στον υπουργό. Εμείς θέλουμε 3.000 αξιωματικούς το χρόνο, αντ’ αυτού στις ΑΕΝ εισέρχονται 1.300 εκ των οποίων το 30% είναι κοπέλες, και από τους 1.300 αποφοιτούν στο τέλος 300».
Υπάρχει ακόμα περιθώριο;
«Είναι όπως το περιβάλλον. Για το οποίο είπε ο κ. Μπους: δεν με ενδιαφέρει. Και εμείς οι Έλληνες, όλοι, από τον πρώτο ως τον τελευταίο, είμαστε σαν τον Μπους. Και εσείς και εγώ, όλοι. Έχουμε αδρανοποιηθεί τελείως. Οι πολιτικοί κοιτάνε πώς θα ξαναβγούνε, εσείς κοιτάτε την αναγνωσιμότητα, και εμείς πώς θα κάνουμε τη δουλειά μας καλύτερα με τους ξένους. Για την ώρα. Και κανένας δεν νοιάζεται να πει: αυτός είναι ένας, αν όχι ο μοναδικός, από τους δύο πυλώνες που έχει η πατρίδα μας, η ναυτιλία και ο τουρισμός, ας την προσέξουμε. Και τι ζητάει η ναυτιλία; Να βρούμε τον τρόπο να την αγκαλιάσουνε οι Έλληνες. Τίποτε άλλο. Να την κάνουμε να συνδεθεί πληρέστερα με τον εθνικό κορμό, με την εθνική οικονομία. Το συνάλλαγμα δεν το φέρνω εγώ στην Ελλάδα, το φέρνουν κυρίως οι έλληνες ναυτικοί. Μήπως η πατρίδα μας έχει γίνει κανένας παράδεισος επενδυτικός; Κάποτε Έλληνας πρωθυπουργός είπε: «Μη γίνουμε και Ιρλανδία». Άρα να γίνουμε Αλβανία!».
Το πρόβλημα αυτό είναι χρόνιο. Έχει μεν εντοπιστεί, αλλά δεν έχουν βρεθεί λύσεις. Είναι όλα ακόμα στα λόγια.
«Το πρόβλημα υπάρχει, αλλά κανένας δεν το έχει ενστερνιστεί. Δεν θεωρεί κανείς ότι είναι δική του δουλειά να κάνει κάτι».
Η πολιτεία πάντως δεν φαίνεται να βρίσκει τη λύση. Εσείς τι πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει; Από πού να ξεκινήσουμε;
«Αν δεν το κάνει η πολιτεία, ποιος θα το κάνει; Η πολιτεία δεν είναι που έχει 10% - 12% ανέργους; Εγώ τους έχω πει ότι χρειαζόμαστε ναυτικούς. Εγώ θα τους πω και τον τρόπο να κατευθύνουν αυτούς τους ανθρώπους στη θάλασσα; Όπου παίρνουν μισθό 5.000 ευρώ; Στη θάλασσα όπου δίνονται τόσες ευκαιρίες που μπορεί να φτάσεις και στα 12.000 ευρώ».
Το πρόβλημα είναι ότι μιλάμε μεταξύ μας.
«Ναι, αλλά έχω εγώ τα μέσα να μιλήσω σε όλους; Εγώ μιλάω στη Βουλή; Εγώ οργανώνω την Παιδεία; Αυτοί οι άνθρωποι που έχουν εκλεγεί και έχουν χρέος να καταπολεμήσουν την ανεργία και να ανεβάσουν την εθνική οικονομία, δεν πρέπει να βρούνε τον τρόπο;».
Άρα βαδίζουμε πολύ γρήγορα στο να έχουμε τη μοίρα των υπόλοιπων ευρωπαϊκών ναυτικών χωρών.
«Ναι. Εκεί οδεύουμε. Στα ίχνη των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Αλλά οι άλλες χώρες δεν έχουν εγκαταλείψει τη μεγαλύτερή τους βιομηχανία στο έλεος του Θεού. Νομίζετε ότι οι Γερμανοί έχουν εγκαταλείψει την αυτοκινητοβιομηχανία τους; Τα γερμανικά συνδικάτα δέχονται μέχρι και μείωση του μισθού για να μην πάνε τα εργοστάσια στην Πολωνία, τη Ρουμανία και την Κίνα. Άφησε η Φινλανδία τα microchips και την τεχνολογική τους κατάκτηση στις κινητές τηλεφωνίες;
Άφησαν οι Νορβηγοί τα πετρέλαια και την τεχνογνωσία ή οι Άγγλοι άφησαν τις υπηρεσίες, τις ασφάλειες και τις τράπεζες; Ή άφησαν οι Γάλλοι τη βιομηχανία τους και οι Ισπανοί τον τουρισμό τους; Τα κρατάνε σαν κόρη οφθαλμού. Εμείς αφήνουμε το μοναδικό πυλώνα μας. Αυτοί που πιστεύουν ότι πρέπει να το κάνουν, τότε θα είναι και υπόλογοι των πράξεών τους. Εγώ δεν έχω κάνει τίποτε άλλο από το να το φωνάζω εδώ και δεκαετίες όπου βρεθώ και όπου σταθώ. Και ακόμα κα το χέρι στην τσέπη να βάλω για να γίνει αυτό που πρέπει να γίνει. Αλλά δεν θα είμαι αυτός που θα τους πει τι να κάνουν και πώς να το κάνουν».
Αν ήσασταν πολιτικός από πού θα ξεκινούσατε;
«Από τα σχολεία! Μιλάει κανείς εκεί για τη θάλασσα; Για τη μαγεία της, για το μαγνήτη της; Μιλάει κανείς για τη ναυτιλία και τις ευκαιρίες που δίνει, για τον πλούτο της; Δίνει κανείς κανένα παράδειγμα; Μιλάνε για τον Όμηρο και τον Οδυσσέα όπως πρέπει; Εδώ το Υπουργείο Ναυτιλίας δεν συνεννοείται με το Υπουργείο Παιδείας. Στο Υπουργείο Παιδείας υπάγεται ο λεγόμενος Οργανισμός Επαγγελματικής Κατάρτισης. Ε, αυτός ο Οργανισμός δεν περιλαμβάνει στα προγράμματά του τίποτα για τη ναυτιλία. Τη μεγαλύτερη, δηλαδή, βιομηχανία του τόπου δεν την περιλαμβάνουμε στα σχολικά εγχειρίδια. Άρα γιατί απορούμε με την κατάντια μας;».
Οι ελληνικές εταιρείες όμως τι κάνουν; Σας φέρνω ως παράδειγμα την ΝΥΚ Line η οποία έχει έξι εκπαιδευτικά πλοία, ιδρύει ναυτικές σχολές, σπονσοράρει εκατοντάδες μαθητές...
«Ναι, έτσι είναι. Έχουν εκπαιδευτικά πλοία και δίνουν και υποτροφίες. Το ξέρετε όμως ότι αν εγώ σπουδάσω κάποιο παιδί και του κάνω ένα πενταετές συμβόλαιο για να προσφέρει και στην εταιρεία που το σπούδασε είναι παράνομο στην Ελλάδα;».
Πώς λοιπόν αντιμετωπίζετε εσείς την κρίση;
«Με αγωνία».
Έχετε όμως πάρει κάποια ειδικά μέτρα.
«Βεβαίως! Έχουμε πάρει ειδικά μέτρα, αλλά δεν μπορώ να πω ότι έχουμε λύσει το πρόβλημα. Εδώ είναι ανοιχτές οι πόρτες. Ό,τι ώρα θέλει ο καθένας φεύγει. Εμείς το ξέρετε ότι δίνουμε σχεδόν περισσότερα εκατομμύρια δολάρια στην εκπαίδευση και τη μετεκπαίδευση το χρόνο από ό,τι δίνουμε σε μισθούς. Εκεί κοντεύουμε να φτάσουμε. Έχουμε 200 δόκιμους αυτή τη στιγμή στην εταιρεία. Θα τους ετοιμάσουμε και αύριο – μεθαύριο θα έρθει κάποιος άλλος να τους προσλάβει. Το λεγόμενο «poaching». Η πολιτεία δεν μας προστατεύει από αυτό».
Πιστεύετε επίσης ότι φταίει το ότι υπάρχει ακόμα η παλιά γενιά των ναυτικών που δεν έζησε τις συνθήκες στη θάλασσα που επικρατούν σήμερα και εμποδίζουν τα παιδιά τους να ακολουθήσουν μια καριέρα στη θάλασσα;
«Βεβαίως είναι και αυτό μια αιτία και καλά θα κάνουμε να το παραδεχτούμε και να το αντιμετωπίσουμε. Αλλά είναι ανεπίτρεπτο στη σημερινή εποχή να αποθαρρύνει κάποιος το παιδί του να γίνει ναυτικός. Αυτός που το κάνει δεν ξέρει τι σημαίνει ναυτιλία σήμερα.
Δεν ξέρουν ότι στην εταιρεία μας έχουμε πρόγραμμα που αν δουλεύουν 6 μήνες στο βαπόρι, αμειβόμενοι με το μισθό της πιάτσας, ξεκουράζονται 3 μήνες και άλλους 3 δουλεύουν στο γραφείο με το μισό της συλλογικής σύμβασης. Δηλαδή έχουμε ένα πρόγραμμα σε εφαρμογή που προβλέπει ότι τα στελέχη του γραφείου και των πλοίων θα είναι ισότιμα και απλά θα εναλλάσσονται».
Υπάρχει καριέρα για το ναυτικό και στη θάλασσα και στη στεριά.
«Βεβαίως. Και ο μισθός τους είναι ίδιος σαν να δούλευαν 8 μήνες και να κάθονταν τους υπόλοιπους».
Εντάξει ο Όμιλος Τσάκου, αλλά οι άλλες εταιρείες τι κάνουν; Πλέον υπάρχει μια γενιά πλοιοκτητών που δεν προέρχεται από τη θάλασσα και έχουν άλλη νοοτροπία.
«Πράγματι. Υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων στους οποίους τα πράγματα προέκυψαν πιο γρήγορα και πιο εύκολα και νομίζουν ότι θα είναι πάντα έτσι. Και έχουν τόσο πολύ φτιαχτεί οικονομικά, που και να μην παραμείνουν τα πράγματα ως έχουν, δεν τους νοιάζει. Αυτοί οι άνθρωποι όμως δεν μπορούν να καθορίζουν το μέλλον της ναυτιλίας. Το μέλλον θα πρέπει να το πάρουν στα χέρια τους οι άνθρωποι που έχουν αυτή την υποχρέωση από τη θέση που κατέχουν στην πολιτεία και σε άλλα fora και όργανα και οι άνθρωποι που έχουν την τύχη να έχουν κληρονομήσει παράδοση γενεών, οι οποίοι έχουν υποχρέωση να λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους και να παραδώσουν πίσω μια ναυτιλία μεγαλύτερη, με έλληνες ναυτικούς καλύτερους, αν όχι περισσότερους, από ό,τι παρέλαβαν. Όταν εγώ μπαρκάρισα ήμασταν 140.000 έλληνες ναυτικοί με ούτε τα μισά βαπόρια από αυτά που υπάρχουν σήμερα και τώρα δεν είμαστε ούτε... Και εγώ το νιώθω ότι είναι υποχρέωσή μου να το θυμάμαι, γιατί αν έγινε η ναυτιλία αυτή που είναι σήμερα, έγινε κυρίως από τους ναυτικούς. Οι Βέλγοι και οι Ολλανδοί ζουν από τα λιμάνια τους: το Ρότερνταμ, την Αμβέρσα, το Λονδίνο, το Αμβούργο. Στην Άπω Ανατολή, ο πρόεδρος της Σαγκάης μας έλεγε ότι ένα δισ. δολάρια είναι τα έσοδα του λιμανιού το χρόνο. Περισσότερα από τα μισά τα εισπράττει από ελληνικά πλοία!»
Συμφωνείτε λοιπόν με την ιδιωτικοποίηση των λιμένων μας;
«Μα μπορώ να μη συμφωνώ; Το βλέπετε και από το Μοντεβίδεο. Μέχρι και τα χωράφια τα έχουν γεμίσει containers. Εκατομμύρια containers σε μια χώρα με μια σταλιά οικονομία. Υπάρχει καμιά ΔΕΚΟ που να πλούτισε και να μεγαλούργησε; Πώς να μην θέλω την ιδιωτικοποίηση των λιμένων;».
Ήδη χάσαμε τη ναυπηγική μας βιομηχανία και κινδυνεύουμε να χάσουμε και τα υπόλοιπα.
«Τεράστιο έγκλημα. Εμείς τη δεκαετία του ’60 και του ’70 ναπηγούσαμε πλοία όταν τότε στην Κορέα, που είναι σήμερα η πρώτη ναυπηγική βιομηχανία, διαλύανε πλοία. Και πρώτος Έλληνας, ο κύριος Παύλος Λιβανός, έδωσε το πρώτο κοντράτο στη Hyundai και έγινε σήμερα αυτός ο κολοσσός που είναι. Ο πρόεδρός τους μας έλεγε πόσα πολλά οφείλουν σε εμάς που τους κάναμε τη μεγαλύτερη ναυπηγική δύναμη στον κόσμο».
Άρα δεν βλέπετε με αισιοδοξία το μέλλον.
«Πρέπει να ξυπνήσουμε. Η ελληνική ναυτιλία δεν θα χαθεί, απλώς δεν θα είναι ελληνική».
Γυρνώντας όμως στο Μοντεβίδεο και στην ομιλία του καθηγητή Γ. Μπαμπινιώτη, μαζί με τον αφελληνισμό της ναυτιλίας θα χαθεί και η διάδοση του ελληνικού πολιτισμού, της ελληνικής γλώσσας.
«Ακριβώς. Πρέπει να συνέλθουμε. Γιατί δεν έχουμε συνειδητοποιήσει στο ελάχιστο τι θα χάσουμε. Τα βαπόρια θα υπάρχουν. Θα είναι ελληνόκτητα, αλλά η Ελλάδα δεν θα το ξέρει! Αφού τώρα δεν το ξέρει. Και αυτοί που θα τα έχουν θα μένουν κάπου μεταξύ Ελβετίας και Virgin Islands και τα πληρώματα θα επιστρέφουν στην πατρίδα τους, στη Μανίλα, στην Κίνα, κ.α. Και ποιος θα φέρει το συνάλλαγμα; Αυτή είναι η αγωνία. Διότι το συνάλλαγμα δεν το φέρνω εγώ. Τα σπίτια μας τα κάναμε, τα εξοχικά μας τα κάναμε, άντε να κάνουμε και καμιά επένδυση στη γη. Το συνάλλαγμα κάθε μήνα το φέρνουν οι ναυτικοί! Ευτυχώς η μαγιά υπάρχει ακόμα στα βαπόρια. Αλλά αν κοπεί ο κρίκος χαθήκαμε. Θα χάσουμε μια παράδοση 10.000 χρόνων...».
(Αθήνα – 19/5/08)
Η Κομισιόν θέλει να επέμβει στο θεσμικό πλαίσιο της ναυτιλίας μας. Θέλουν, δηλαδή, να καταργήσουν αυτό που προβλέπει η ελληνική νομοθεσία, ότι ένας ελάχιστος αριθμός αξιωματικών πρέπει να είναι υποχρεωτικά Έλληνες στα πλοία υπό ελληνική σημαία και το «Έλληνες» να μεταφραστεί σε «Κοινοτικούς Ευρωπαίους». Ποια είναι η γνώμη σας;
«Αυτό είναι συγκλονιστικό θέμα. Ακούγεται ανήκουστο, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχει καμία σημασία. Υπάρχουν άλλωστε Έλληνες ή Ευρωπαίοι αξιωματικοί άνεργοι; Και αν υπάρχουν Ευρωπαίοι άνεργοι, θα μας βλάψει αν έρθουνε σε εμάς; Πιο ακριβοί από εμάς δεν είναι, οπότε δεν μας προσθέτουν κόστος. Ίσα – ίσα που της Ανατολικής Ευρώπης είναι φτηνότεροι. Ας έρθουν. Περισσεύουν όμως; Έχουν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες πληρώματα να μας στείλουν; Μιλούσα με ένα Γερμανό, ο οποίος μου έλεγε ότι στο Αμβούργο η ναυτική σχολή πέρσι είχε έναν μόνο δόκιμο. Φέτος έχει καμιά δεκαριά».
Στην Αμερική πάντως οι Ναυτικές Ακαδημίες είναι γεμάτες.
«Στην Αμερική είναι πιο πρακτικοί. Στο King’s Point πάνε 1.300 παιδιά για 800 θέσεις. Φαντάζεστε τι επιλογή γίνεται; Από αυτούς, 200 γίνονται customs officers, άλλοι 200 immigration officers, άλλοι 200 port authority officers και 200 πάνε στα πλοία και στα ρυμουλκά. Εμείς δεν τα έχουμε αυτά. Εμείς έχουμε μια μεγάλη ποντοπόρα ναυτιλία. Δεν έχουμε καμία άλλη υποδομή. Δεν έχουμε μεγάλους λιμένες ή τέτοιες ανάγκες. Βέβαια το ποιοι ναυτικοί είναι οι καλύτεροι είναι άλλο θέμα. Εμείς έχουμε συνηθίσει να πιστεύουμε ότι οι Έλληνες είναι οι καλύτεροι και έτσι θα πρέπει να είναι. Και μακάρι να είναι πάντα έτσι. Θέλει όμως πολλή δουλειά η νέα γενιά για να αναδειχθεί αντάξια της παλιάς. Στα νέα παιδιά δεν αρέσει η θάλασσα και γι’ αυτό δεν έρχονται. Όταν όμως αναγκαστούνε να έρθουνε, ψάχνουν να βρουν την πιο ανώδυνη, την πιο εύκολη λύση. Οι ανθυποπλοίαρχοι είναι 2 ή 3 στα πλοία και ο καθένας ασχολείται με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο. Ο ένας είναι για το navigation, ο άλλος για το safety και ο άλλος είναι για το administration, γραφιάς. Το πιστεύετε ότι οι περισσότεροι θέλουν να κάνουν τη δουλειά του γραφιά; Πώς θα γίνουν έτσι καπετάνιοι; Όταν το μυαλό τους είναι στην καλοπέραση».
Έχουν όμως αλλάξει και οι εφοπλιστές. Η νέα γενιά δεν είναι όπως οι παλιοί, οι παραδοσιακοί. Ποια είναι η πιο βασική διαφορά κατά τη γνώμη σας;
«Εμείς, η δική μου γενιά, θεωρούμε τη ναυτιλία ως το επάγγελμά μας, το μεράκι μας και το χόμπι μας. Ως την κληρονομιά μας. Η νέα γενιά βλέπει τη ναυτιλία ως επένδυση. Αυτοί που βλέπουν τη ναυτιλία ως επένδυση δεν νοιάζονται ποιας εθνικότητας θα είναι τα πληρώματα που θα έχουν, ούτε ενδιαφέρονται να τα γνωρίσουν, να συναντηθούν με τις οικογένειές τους. Και φυσικά κάνουν τη δουλειά τους πιο ξεκούραστα και πιο φτηνά. Εμείς αναλώνουμε τη ζωή μας. Όταν φωνάζουμε και αγωνιούμε για την έλλειψη Ελλήνων αξιωματικών δε βλέπουμε το θέμα ως επιχειρηματίες. Γιατί επιχειρηματικά μπορούμε και εμείς να λύσουμε το πρόβλημα μας όπως και ο κάθε άλλος προσλαμβάνοντας περισσότερους ξένους. Και παίρνοντας απόφαση ότι η κατάσταση στην Ελλάδα είναι μη αναστρέψιμη. Αυτή την απόφαση δε θέλω να την πάρουμε. Γιατί αν την πάρουμε, θα είμαστε μια γενιά καταραμένη. Θα κόψουμε μια αλυσίδα, μια κληρονομιά, γενεών. Οι πρόγονοί μας, οι γονείς μου ήταν σ’ αυτό το επάγγελμα. Ο πατέρας μου ήταν θερμαστής σε καρβουνιάρικα βαπόρια. Από τις φωτιές στους φούρνους το στέρνο του ήταν καψαλισμένο, πληγιασμένο».
Αυτό όμως δεν σας απέτρεψε να γίνετε ναυτικός.
«Όχι μόνο δεν με απέτρεψε αλλά ήταν το έναυσμα. Γιατί η οικογένεια μου και από τα δύο σόγια ήταν μέσα σ’ αυτή τη δουλειά. Σας υπενθυμίζω ότι ο Γεώργιος Λιβανός, ο πατριάρχης, ο πατέρας του Σταύρου, είχε πάρει κόρη Τσάκου. Την ελληνική ναυτιλία δεν τη φτιάξαμε εμείς. Ούτε εγώ ούτε τα παιδιά τα σημερινά. Τη φτιάξανε οι πρόγονοί μας. Στην οικογένειά μου έχουμε χάσει δύο μέλη της οικογένειας στη θάλασσα. Τον θείο μου τον καπετάν Γραίγο, ο οποίος χάθηκε στον Πόλεμο σε ένα βαπόρι στο οποίο ήταν και ο πατέρας μου, ο οποίος σώθηκε. Και σε άλλο περιστατικό χάσαμε τον πρώτο μου ξάδελφο. Ο θείος και νονός μου ήταν ο άνθρωπος που περιμέναμε ότι θα ξανανέβαζε την οικογένεια στα εφοπλιστικά δρώμενα. Όταν χάθηκε εγώ ήμουν οκτώ. Λόγω καταγωγής, ή ίσως λόγω DNA, χωρίς να μου πει κανένας τίποτα εγώ κατάλαβα ότι αυτό πλέον το περίμεναν όλοι από εμένα. Εγώ έγινα καπετανιος και ο αδελφός μου μηχανικός. Γιατί; Γιατί υπάρχουν αυτοί οι άγραφοι νόμοι που λένε ότι για να ξέρουμε τι μας γίνεται, ο ένας πρέπει να είναι επάνω στη γέφυρα και ο άλλος κάτω στη μηχανή...».
Ήσασταν ποτέ στο ίδιο βαπόρι;
«Όχι. Στην ίδια εταιρεία ναι. Αλλά στο ίδιο βαπόρι δεν είναι κάτι που συνιστάται. Στο πρώτο βαπόρι, που το αγοράσαμε το 1970 βρέθηκε ο πρώτος μου ξάδελφος με μηχανικό τον αδελφό μου».
Το πρώτο σας μπάρκο;
«Το πρώτο μου μπάρκο ήταν στις 11 Νοεμβρίου του 1954, στα 18. Μπαρκάρισα ως ναυτόπαις, υπεράριθμος, δηλαδή άμισθος, σε πλοίο του Λιβανού. Στο ΚΥΜΑ. Θυμάμαι ήταν Νοέμβριος όταν μάζευα ελιές και ήρθε το τηλεγράφημα να παρουσιαστώ στην εταιρεία του Λιβανού. Και με ρώτησε η μητέρα μου: «Εσύ τώρα πας να σπουδάσεις ή πας για μπάρκο; Για να ξέρω τι ρούχα θα σου βάλω και αν θα πάρεις τα βιβλία σου». Τα πήρα όλα μαζί μου και έχοντας τα βιβλία μέσα στο βαπόρι σπούδασα μόνος μου. Και με τα πρώτα λεφτά μου αγόρασα μια γραφομηχανή Underwood».
Το πρώτο καράβι στο οποίο ήσασταν καπετάνιος ποιο ήταν;
«Το πρώτο καράβι το λέγανε ΑΡΙΩΝ. Ήταν φορτηγό λίμπερτι. Πήγα εκεί στις 4 Δεκεμβρίου του 1962. Έκατσα εκεί μερικές μέρες και απολύθηκα στις 28 Δεκεμβρίου. Και μετά με πήγανε σε μεγαλύτερο βαπόρι, σε ένα καναδέζικο λίμπερτι που το λέγανε ATHAMAS. Ξεμπαρκάρισα από το ΑΡΙΩΝ το Δεκέμβριο του 1964. Εν τω μεταξύ βέβαια είχα πάρει διπλώματα, έκανα το στρατιωτικό μου, αρραβωνιάστηκα και παντρεύτηκα. Όταν ξεμπαρκάρισα το ’64 ήμουν ήδη πατέρας. Τον γιο μου το Νίκο είχε φέρει η γυναίκα μου στο Λονδίνο 3,5 μηνών. Και από 1ης Ιανουαρίου του 1965 έπιασα δουλειά στο γραφείο του καπετάν Νικόλα Παπαλιού στο Λονδίνο, ενώ ήθελα να μείνω και άλλο στη θάλασσα, με χρειάζονταν στο γραφείο. Ήθελα να βγω στη στεριά, αλλά ήταν πρόωρο. Στη θάλασσα έπαιρναν καλύτερο μισθό. Αλλά το συζητήσαμε με τη γυναίκα μου και δέχτηκα τη δουλειά στη στεριά. Με ενδιέφερε όμως και το τι θα έκανα στο γραφείο. Δεν ήθελα να είμαι στα πληρώματα, ήθελα να είμαι στο operation, εκεί που ήταν η δράση. Ο καπετάν Νικόλας Παπαλιός –ένας πανέξυπνος άνθρωπος- με ήθελε για βοηθό του, αλλά δεν ήθελε να μου το πει για να μην το πάρω επάνω μου. Και θυμάμαι όταν τον ρώτησα τι θα κάνω, μου απάντησε: «Τι θα πει τι θα κάνεις, Παναγιώτη; Τη δουλειά μας θα κάνεις!». Αυτό ήταν το job description μου!».
Έχετε μια τέτοια φιλοσοφία ζωής που φαντάζομαι θα θέλατε να αφήσετε κάποιες παρακαταθήκες στα εγγόνια σας. Ποιες θα ήταν αυτές;
«Ξέρετε, τις παρακαταθήκες τις αφήνουν οι γονείς στα παιδιά τους».
Στον εγγονό σας τον Παναγιώτη δεν θα θέλατε να αφήσετε...
«Έχει έναν τόσο σπουδαίο πατέρα, που τι να με κάνει εμένα... Βέβαια του αφήνω το όνομα και το παράδειγμα!».
Υπήρξε κάποια στιγμή που είπατε «τα κατάφερα»;
«Όχι. Αυτό δεν τελειώνει...».
Με τόσο μεγάλη ανοδική πορεία; Δεν βάλατε κάποιο στόχο και είπατε ότι τον πετύχατε;
«Όταν πήρα το πρώτο μου βαπόρι το 1970, ύστερα από πέντε χρόνια στο γραφείο. Με πολλή βοήθεια από το αφεντικό μου».
Πώς σας βοήθησε;
«Με πολλούς τρόπους. Κυρίως με το παράδειγμά του. Και όταν είδα ότι ήρθε η ώρα να ανοίξω τα φτερά μου, δεν δίστασε καθόλου να με απαλλάξει χωρίς να με κάνει να νιώθω κανένα συναίσθημα ενοχής. Σπουδαίος άνθρωπος. «Καλή ώρα να είναι» μου είχε πει τότε».
Πότε θεωρείτε ότι ένας εφοπλιστής είναι πετυχημένος;
«Δεν ξέρω. Όλοι οι άνθρωποι είναι επιτυχημένοι. Αλλιώς βλέπει ο καθένας την επιτυχία. Εγώ τους θαυμάζω όλους. Και τους παλιούς και τους νέους. Εμείς τους Λιβανούς και τους Καρράδες όταν τους συναντούσαμε τους φιλούσαμε το χέρι. Οι άνθρωποι αυτοί μας δίνανε δουλειές. Ήταν τέρατα εργασίας και οικονομίας μέχρι υπερβολής, ήταν ολόκληροι θεσμοί».
Να σας κάνω μια προκλητική ερώτηση; Αυτό που λένε για τους Χιώτες ότι είναι τσιγκούνηδες ισχύει; Και ιδιαίτερα για τους Χιώτες εφοπλιστές;
«Στο βαθμό που το νοικοκυριό θεωρείται τσιγκουνιά, τότε είναι πολύ τσιγκούνηδες. Εκεί όπου ο Χιώτης έχει αρχοντιά, αυτοσαρκάζεται. Αυτό που λένε ότι στα καρβουνάδικα όταν τρώγανε τις ελιές το κουκούτσι το πετάγανε στη φωτιά να καεί με τα καύσιμα, αυτό είναι τσιγκουνιά ή παραξενιά; Αυτό είναι κυρίως σοφία. Γιατί ο άλλος λέει, και το κουκούτσι προσέχει, σκέψου τα υπόλοιπα πράγματα. Οι Χιώτες είναι φρόνιμοι άνθρωποι. Η μάνα μου έλεγε, όταν έχουμε πολλά δεν θα λες έχουμε, θα λες καλούτσικα. Και άμα πάλι στερούμαστε, δε θα λες δεν έχουμε αλλά πάλι θα λες Δόξα Σοι ο Θεός, καλούτσικα».
Έχετε ακόμα οράματα; Ποια είναι αυτά;
«Τα οράματά μας είναι να μεταφέρουμε σωστά τα δικά μας πιστεύω και τα δικά μας βιώματα στη νεότερη γενιά. Αυτό είναι το πιο μεγάλο μου όραμα. Τέτοιο ρόλο παίζει και το Ίδρυμα. Δηλαδή στα περιθώρια που επιτρέπουν οι περιστάσεις ή οι προκλήσεις των καιρών με την παρουσία μας ή όχι να εξακολουθεί να αναγνωρίζεται και να βεβαιώνεται η ταυτότητα της εταιρείας μας. Και να μπαίνεις μέσα σε ένα βαπόρι, να μπαίνεις μέσα στο γραφείο και να λες «Α, Τσάκικο είναι!». Δηλαδή να μείνει ανεξίτηλη στο μέλλον η σφραγίδα της εταιρείας, της φιλοσοφίας, και του οράματος του ιδρυτή. Ένα αποκρυστάλλωμα αγώνων και εμπειριών γενεών και αιώνων!»
Πηγη Εφημεριδα ΑΛΗΘΕΙΑ