Πολλοί πίστευαν ότι οι χώρες της Ε.Ε., που έχουν επιλέξει να μείνουν εκτός Ευρωζώνης (Βρετανία, Σουηδία και Δανία), αργά ή γρήγορα θα άλλαζαν γνώμη και θα υιοθετούσαν το ενιαίο νόμισμα.
Το σενάριο αυτό, ωστόσο, φαντάζει λιγότερο πιθανό σήμερα. Και τούτο το γιατί το πιο ελκυστικό χαρακτηριστικό της νομισματικής ένωσης, η σταθερότητα, φαίνεται να απειλείται.
Όταν ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση οι τρεις αυτές χώρες εμφανίστηκαν περισσότερο ευάλωτες από τις μεγάλες τουλάχιστον οικονομίες της Ευρωζώνης. Τα εθνικά τους νομίσματα βρέθηκαν σε κλοιό πιέσεων, την ώρα που το ευρώ παρέμενε πανίσχυρο.
Κάποιες δημοσκοπήσεις, που είχαν διενεργηθεί τότε, αποκάλυπταν μάλιστα ελαφρά μεταστροφή της κοινής γνώμης. Αρκετοί είχαν αρχίσει να βλέπουν περισσότερα οφέλη από πιθανή συμμετοχή στη Ζώνη του ευρώ και χαρακτήριζαν εσφαλμένη την απόφαση των χωρών τους να μείνουν εκτός.
Τους τελευταίους μήνες οι φωνές αυτές έχουν και πάλι σιγήσει. Η στήριξη της ιδέας για υιοθέτηση του ευρώ έχει υποχωρήσει σε προ κρίσης- ίσως και χαμηλότερα- επίπεδα, καθώς οι οικονομίες της Ευρωζώνης είναι αυτές που βρίσκονται τώρα υπό πίεση.
Το βασικό επιχείρημα των ευρωσκεπτικιστών ήταν πάντοτε ότι μία ενιαία νομισματική πολιτική δεν μπορεί να υπηρετήσει τις ανάγκες και τα συμφέροντα οικονομιών, που αναπτύσσονται με πολύ διαφορετικούς ρυθμούς. Και αυτό το επιχείρημα φαίνεται να κερδίζει σήμερα έδαφος.
Οι λεγόμενοι «ασθενείς κρίκοι» της Ευρωζώνης, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, πιθανότατα θα συνεχίσουν να έχουν ανάγκη από πολύ χαμηλά επιτόκια για μεγάλο διάστημα ακόμη. Από την άλλη η γερμανική και άλλες οικονομίες, όσο ανεβάζουν ταχύτητα, θα περιμένουν από την ΕΚΤ να λάβει μέτρα για να αποτρέψει την επιτάχυνση του πληθωρισμού.
Έτσι ενώ η κρίση ενίσχυσε την επιθυμία μικρών ευρωπαϊκών οικονομιών, όπως αυτές της Βαλτικής, να ενταχθούν στην Ευρωζώνη, με την προσδοκία ότι θα εξασφαλίσουν μακροοικονομική σταθερότητα, δεν έπεισε τελικά για την ανάγκη ενός ενιαίου νομίσματος τη Βρετανία, τη Δανία και τη Σουηδία.
Η βρετανική οικονομία, η οποία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο χρηματοπιστωτικό τομέα, έχει δεχθεί ισχυρότατες πιέσεις. Ωστόσο πολλοί επισημαίνουν ότι θα ήταν σε ακόμη πιο δεινή θέση, εάν δεν είχε τη δυνατότητα να επιτρέψει την αποδυνάμωση της στερλίνας , δίνοντας έτσι ώθηση στις εξαγωγές της.