Ο Νομπελίστας μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, έζησε στην Αίγυπτο - με μικρά διαλείμματα απουσίας - στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου από το 1941 έως το 1944 όπου είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τους Έλληνες πάροικους, αξιωματούχους Έλληνες και Άγγλους, αλλά και να ανακαλύψει την πνευματική πλευρά της ελληνικής κοινότητας.
Τον Ιούλιο του 1950 ο Γ. Σεφέρης με τον ακαδημαϊκό Άγγελο Βλάχο και τις γυναίκες τους. Επισκέπτονται τα βυζαντινά μοναστήρια της Καππαδοκίας
Τον Ιούλιο του 1950 ο Γ. Σεφέρης με τον ακαδημαϊκό Άγγελο Βλάχο και τις γυναίκες τους. Επισκέπτονται τα βυζαντινά μοναστήρια της Καππαδοκίας
Ο Γιώργος Σεφέρης, διπλωματικός τότε υπάλληλος του υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος, έφτασε στη γη του Νείλου το Μάιο του 1941, μαζί με την κυβέρνηση Εμμ. Τσουδερού, παραμένοντας εκεί μέχρι το 1944.
Κατά την άφιξή του στο Πορτ Σάϊντ στις 16 Μαϊου 1941 ο Γιώργος Σεφέρης, όπως ο ίδιος περιέγραψε (Μέρες Α’ Γεννάρης 1941 - 31 Δεκεμβρίου 1944, Αθήνα, Ικαρος, 1977) εντυπωσιάστηκε από την ανυπαρξία βουνών:
«Η πιο χαμηλή χώρα που είδα ποτέ μου. Κανένα βουνό στον ορίζοντα. Τα ψηλότερα που βλέπεις, καθώς πλησιάζεις είναι τα καράβια και τα σπίτια. Συλλογίζομαι τον Καβάφη, τέτοια είναι η ποίησή του. Πεζή σαν τον απέραντο κάμπο μπροστά μας. Δεν ανεβοκατεβαίνει. Περπατά. Τον καταλαβαίνω καλύτερα τώρα και τον εκτιμώ γι’ αυτό που έκανε».
Ο Γιώργος και η Μάρω Σεφέρη εγκαταστάθηκαν στο Κάιρο, αλλά έκαναν συχνά εξορμήσεις στην Αλεξάνδρεια. Για την Αλεξάνδρεια, η οποία του θύμισε τα παιδικά χρόνια στη Σμύρνη ο ίδιος έγραψε: «Μέσα σ΄ αυτή την πόλη δεν μπορείς να πάψεις να συλλογίζεσαι τον Καβάφη μαζεύοντας σιγά-σιγά τις εντυπώσεις του από τα μικροπράγματα. Πρέπει να πάει κανείς στην Αλεξάνδρεια για να καταλάβει πως δούλεψε ο Καβάφης...Είναι ζήτημα αν θα μπορούσε να βρει αλλού μία τέτοια “αίσθηση της λιμνάζουσας διάλυσης, της ματαιότητας, της ανθρώπινης προσπάθειας και του αισθησιακού μηδενισμού”.
Στην Αλεξάνδρεια ο ποιητής, ένιωθε, όπως ανάφερε, σαν να βρισκόταν σε μία γωνιά του μεγάλου ελληνικού κόσμου.
«Η Αίγυπτος μου έδωσε την Αλεξάνδρεια», έγραψε, ενώ για το Κάιρο, το οποίο ήταν ο τόπος που εργαζόταν θα γράψει μόνο πριν την αναχώρησή του.
Στο Κάιρο ήρθε σε επαφή με τους ανθρώπους του πνεύματος, το Νίκο Νικολαϊδη, τον οποίο αποκάλεσε “κληρικό του πνεύματος” και την Ελλη Παπαδημητρίου. Επίσης γνωρίστηκε με τον Φώτη Αγγουλέ, τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και μιλούσε συχνά σε ακροατήριο.
Συχνά απευθυνόταν και σε μαθητές Γυμνασίου. Με αίτημα του Γυμνασιάρχη Φτυαρά, ο οποίος εφάρμοζε καινοτόμα συστήματα, μίλησε σε μαθητές και μαθήτριες του Γυμνασίου της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξάνδρειας για τους ποιητές Αντωνίου και Ελύτη. Στις 14 Μαρτίου 1944 μίλησε πάλι σε μαθητές για το Σικελιανό.
Στις 16 Μαϊου 1943 έδωσε την περίφημη διάλεξη για το Μακρυγιάννη στο “Ριάλτο” της Αλεξάνδρειας και την επανέλαβε στις 19 Μαϊου στο Κάιρο. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου έδωσε διάλεξη σε Κάιρο και Αλεξάνδρεια για τον Παλαμά.
Την περίοδο που έζησε στην Αίγυπτο ασχολήθηκε με την έκδοση των “Ακριτικών” του Σικελιανού. Στο Κάιρο ολοκλήρωσε και την πρώτη έκδοση των “Δοκιμών” (1944). Η έκδοση έγινε από την Ελένη Γεωργαλά και την Ελλη Κυριαζή.
Όταν πλησίασε ο καιρός επιστροφής στην Ελλάδα άρχισε να βλέπει με συμπάθεια το Κάιρο. «Τώρα που λιγοστεύουν οι μέρες εδώ, κοιτάζω για πρώτη φορά με συμπάθεια το Κάιρο. το μεγάλο ποτάμι, καθώς περνώ το γιοφύρι, με συγκινεί, με συγκινούν αυτά τα μεγάλα πανιά που φαίνονται πίσω από τις πρασινάδες στην άκρη των δρόμων του Ζαμαλέκ, σαν φανταστικά δέντρα φυτεμένα σ’ ένα ανυποψίαστο πάρκο».
Κατά την άφιξή του στο Πορτ Σάϊντ στις 16 Μαϊου 1941 ο Γιώργος Σεφέρης, όπως ο ίδιος περιέγραψε (Μέρες Α’ Γεννάρης 1941 - 31 Δεκεμβρίου 1944, Αθήνα, Ικαρος, 1977) εντυπωσιάστηκε από την ανυπαρξία βουνών:
«Η πιο χαμηλή χώρα που είδα ποτέ μου. Κανένα βουνό στον ορίζοντα. Τα ψηλότερα που βλέπεις, καθώς πλησιάζεις είναι τα καράβια και τα σπίτια. Συλλογίζομαι τον Καβάφη, τέτοια είναι η ποίησή του. Πεζή σαν τον απέραντο κάμπο μπροστά μας. Δεν ανεβοκατεβαίνει. Περπατά. Τον καταλαβαίνω καλύτερα τώρα και τον εκτιμώ γι’ αυτό που έκανε».
Ο Γιώργος και η Μάρω Σεφέρη εγκαταστάθηκαν στο Κάιρο, αλλά έκαναν συχνά εξορμήσεις στην Αλεξάνδρεια. Για την Αλεξάνδρεια, η οποία του θύμισε τα παιδικά χρόνια στη Σμύρνη ο ίδιος έγραψε: «Μέσα σ΄ αυτή την πόλη δεν μπορείς να πάψεις να συλλογίζεσαι τον Καβάφη μαζεύοντας σιγά-σιγά τις εντυπώσεις του από τα μικροπράγματα. Πρέπει να πάει κανείς στην Αλεξάνδρεια για να καταλάβει πως δούλεψε ο Καβάφης...Είναι ζήτημα αν θα μπορούσε να βρει αλλού μία τέτοια “αίσθηση της λιμνάζουσας διάλυσης, της ματαιότητας, της ανθρώπινης προσπάθειας και του αισθησιακού μηδενισμού”.
Στην Αλεξάνδρεια ο ποιητής, ένιωθε, όπως ανάφερε, σαν να βρισκόταν σε μία γωνιά του μεγάλου ελληνικού κόσμου.
«Η Αίγυπτος μου έδωσε την Αλεξάνδρεια», έγραψε, ενώ για το Κάιρο, το οποίο ήταν ο τόπος που εργαζόταν θα γράψει μόνο πριν την αναχώρησή του.
Στο Κάιρο ήρθε σε επαφή με τους ανθρώπους του πνεύματος, το Νίκο Νικολαϊδη, τον οποίο αποκάλεσε “κληρικό του πνεύματος” και την Ελλη Παπαδημητρίου. Επίσης γνωρίστηκε με τον Φώτη Αγγουλέ, τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και μιλούσε συχνά σε ακροατήριο.
Συχνά απευθυνόταν και σε μαθητές Γυμνασίου. Με αίτημα του Γυμνασιάρχη Φτυαρά, ο οποίος εφάρμοζε καινοτόμα συστήματα, μίλησε σε μαθητές και μαθήτριες του Γυμνασίου της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξάνδρειας για τους ποιητές Αντωνίου και Ελύτη. Στις 14 Μαρτίου 1944 μίλησε πάλι σε μαθητές για το Σικελιανό.
Στις 16 Μαϊου 1943 έδωσε την περίφημη διάλεξη για το Μακρυγιάννη στο “Ριάλτο” της Αλεξάνδρειας και την επανέλαβε στις 19 Μαϊου στο Κάιρο. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου έδωσε διάλεξη σε Κάιρο και Αλεξάνδρεια για τον Παλαμά.
Την περίοδο που έζησε στην Αίγυπτο ασχολήθηκε με την έκδοση των “Ακριτικών” του Σικελιανού. Στο Κάιρο ολοκλήρωσε και την πρώτη έκδοση των “Δοκιμών” (1944). Η έκδοση έγινε από την Ελένη Γεωργαλά και την Ελλη Κυριαζή.
Όταν πλησίασε ο καιρός επιστροφής στην Ελλάδα άρχισε να βλέπει με συμπάθεια το Κάιρο. «Τώρα που λιγοστεύουν οι μέρες εδώ, κοιτάζω για πρώτη φορά με συμπάθεια το Κάιρο. το μεγάλο ποτάμι, καθώς περνώ το γιοφύρι, με συγκινεί, με συγκινούν αυτά τα μεγάλα πανιά που φαίνονται πίσω από τις πρασινάδες στην άκρη των δρόμων του Ζαμαλέκ, σαν φανταστικά δέντρα φυτεμένα σ’ ένα ανυποψίαστο πάρκο».