Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Γιώργος Παπανδρέου, απέστειλε χθες (Σάββατο) προς τον Πρωθυπουργό, Λούκα Παπαδήμο, την ακόλουθη επιστολή:
«Ενόψει της αυριανής συνάντησής μας, των τριών Αρχηγών των πολιτικών κομμάτων, τα οποία συμμετέχουν στην Κυβέρνηση συνεργασίας και εθνικής ευθύνης, θεωρώ χρήσιμο να σας υποβάλω τις κατευθύνσεις του ΠΑΣΟΚ, όπως διαμορφώθηκαν κατά την ευρύτατη συζήτηση που διεξήχθη στο πλαίσιο της τελευταίας Κοινοβουλευτικής Ομάδας και τους σχετικούς προβληματισμούς που εκφράσθηκαν για τα θέματα των εργασιακών σχέσεων (μισθολογικό κόστος-επικουρικές συντάξεις) και της επανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος.
Θα ήθελα πρώτα να σας μεταφέρω τη θέση μου, όπως αυτή διαμορφώθηκε από την κυβερνητική εμπειρία και τη συνεργασία που είχα για την επιτυχή ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων και την υπογραφή της νέας Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (Γ.Σ.Σ.Ε) το 2010.
Βασική κυβερνητική θέση από την αρχή της θητείας μου αποτέλεσε ο σεβασμός της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων και των αποτελεσμάτων του κοινωνικού διαλόγου, ως θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την κοινωνική ειρήνη, τα εργασιακά δικαιώματα και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Είναι γνωστό ότι η νέα ΓΣΣΕ περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, τον κατώτατο μισθό, τους 13ο και 14ο μισθούς όπως και τις τριετείς ωριμάνσεις, ως δυναμικά στοιχεία της συμφωνίας.
Γνωρίζω επίσης ότι στις επαφές με τους εκπροσώπους των θεσμικών μας εταίρων αυτά έχουν τεθεί προς αναπροσαρμογή ή και κατάργηση. Ο προβληματισμός τους διαφέρει από εκείνον των κοινωνικών εταίρων όπως και του δικού μας κόμματος αλλά και του αρμόδιου Υπουργείου και Υπουργού Εργασίας ως προς την σημασία του μισθολογικού κόστους για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας μας.
Είναι πεποίθησή μου ότι μεσοπρόθεσμα, πόσο μάλλον και μακροπρόθεσμα, οι διαρθρωτικές αλλαγές θα εγγυηθούν μια ανταγωνιστική και βιώσιμη οικονομία και πολύ λιγότερο το μισθολογικό κόστος. Η αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας, δηλαδή των διοικητικών εμποδίων και χρονοτριβής που πολλές φορές εξελίσσεται σε αδιαφάνεια και φαινόμενα διαφθοράς, οι υποδομές όπως του διαδικτύου και της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, το άνοιγμα των επαγγελμάτων, είναι μία κατηγορία θεμάτων τα οποία ξεκινήσαμε να βελτιώνουμε αλλά απαιτούν ακόμα δραματική αλλαγή.
Μια άλλη κατηγορία αποτελεί η ανάγκη να επενδύσουμε στο ανθρώπινο δυναμικό, στην συνεχή εκπαίδευση, επανακατάρτιση και μετάβαση σε τεχνολογίες σύγχρονες και πράσινες ώστε να εγγυηθούμε προϊόντα ποιότητας, ελληνικά, εξαγώγιμα, που να βασίζονται στα δικά μας συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Τέλος θέματα όπως της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών μπορούν να βοηθήσουν με μία προϋπόθεση: την καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής. Και εδώ η πρόταση του Υπουργείου Εργασίας είναι θεωρώ εφικτή και ρεαλιστική. Να υπάρξουν κίνητρα της μείωσης των εισφορών προς τα ασφαλιστικά ταμεία με ρητές δεσμεύσεις από τους κοινωνικούς εταίρους και ιδιαίτερα οι επιχειρηματίες για πλήρη διαφάνεια στην λειτουργία των εταιριών τους. Η ένταξή τους σε ένα καθεστώς πλήρους ηλεκτρονικού ελέγχου και πληρωμών, δηλαδή από την Κάρτα Εργασίας μέχρι την πληρωμή των μισθών και εισφορών μέσω ηλεκτρονικού συστήματος συνδεδεμένου με το τραπεζικό σύστημα θα είναι προϋπόθεση για να ενταχθούν στο νέο καθεστώς μειωμένης ασφαλιστικής εισφοράς.
Στην δικιά μου πρόσφατη συνάντηση με τους εκπροσώπους των θεσμικών μας εταίρων αυτά ακριβώς ανέπτυξα. Απέναντι στην εμμονή τους για μισθολογικές και οριζόντιες προσαρμογές αντιπρότεινα να δεσμευτούμε, κράτος, κόμματα και κοινωνικοί εταίροι, σε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων σε όλα τα ζητήματα (μη-μισθολογικά) που βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα και προστατεύουν - στο μέτρο του δυνατού - τον μισθό του εργαζομένου. Και αυτό το πρόγραμμα να έχει δεσμευτικό χρονικό όριο και επιμέρους στόχους. Εάν δεν καταφέρουμε να ολοκληρώσουμε το πρόγραμμα αυτό μέσα στους στόχους και το χρονικό περιθώριο - τότε και μόνο τότε να πάμε σε οριζόντιες περικοπές.
Ξέρω ότι και εσείς στις πρόσφατες επαφές σας στις Βρυξέλλες αναπτύξατε παρόμοια προβληματική για την αξία ή μη του μισθολογικού κόστους για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Όπως προανέφερα η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ εξέφρασε παρόμοιο προβληματισμό, ζήτησε από τους θεσμικούς μας εταίρους να σεβαστούν τις αξιολογήσεις αυτές προσθέτοντας ότι η εμβάθυνση της ύφεσης και η επιρροή αυτών των αλλαγών στα ασφαλιστικά ταμεία θα δυσκολέψουν ακόμα την δυνατότητά μας να πετύχουμε γρήγορα τους στόχους προσαρμογής μας.
Πιστεύω ότι είναι προς το συμφέρον της ελληνικής οικονομίας η συλλογική προσπάθεια που αποτυπώνεται και μέσα από τις συλλογικές μας αποφάσεις. Η δύσκολη κατάσταση που βιώνουμε με την παρατεταμένη ύφεση μπορεί, να αποτελέσει ένα ισχυρό πολιτικό και διαπραγματευτικό επιχείρημα στις συνομιλίες μας με τους εταίρους μας.
Κατανοώντας την δύσκολη διαπραγμάτευση είμαστε έτοιμοι να συμβάλλουμε στην εξέταση όλων των εναλλακτικών και εφικτών προτάσεων που θα βοηθήσουν στην αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων, θα βοηθήσουν στην περιφερειακή ανάπτυξη και ιδιαίτερα στις πιο φτωχές περιοχές της χώρας ενώ θα αξιοποιήσουν τις ιδέες των κοινωνικών εταίρων για να καταστήσουν και την Ελλάδα, την ελληνική οικονομία, πραγματικά και μακροπρόθεσμα ανταγωνιστική και βιώσιμη.
Ως προς το επικουρικό ασφαλιστικό σύστημα αναγνωρίζω πλήρως το αδιέξοδο στο οποίο θα περιέλθουν τα επικουρικά ταμεία, εάν δεν προχωρήσουμε σε γενναία μέτρα ανασυγκρότησης και μεταρρύθμισης. Η ανάγκη για τη συγχώνευση των επί μέρους Ταμείων είναι επιτακτική, σύμφωνα και με τις σχετικές αναλογιστικές μελέτες, ενώ πρέπει να εξετασθούν με μεγάλη προσοχή οι όποιες λύσεις που να διασφαλίζουν από την μία πλευρά την βιωσιμότητα αυτών των ταμείων που απειλούνται με κατάρρευση ενώ από την άλλη να προστατευθούν οι χαμηλοσυνταξιούχοι.
Για το τελευταίο αυτό σοβαρό θέμα οφείλουμε, πιστεύω, να είμαστε ιδιαίτερα επιφυλακτικοί στην περαιτέρω μείωση των κατώτατων επικουρικών συντάξεων, θέτοντας ένα ελάχιστο όριο, το οποίο δεν θα επηρρεασθεί από τη μείωση και αναζητώντας, για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης, τη μεταφορά της επιβάρυνσης στις μεγάλες επικουρικές συντάξεις .
Το δεύτερο μεγάλο θέμα που απασχολεί τους πολίτες και συναντά την εύλογη ευαισθησία της Κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ είναι η απόφαση για την επανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος, στο πλαίσιο της συμφωνίας για το PSI. Η συνεχιζόμενη πιστωτική ασφυξία, η έλλειψη ρευστότητας στην αγορά αλλά και η αδυναμία των ίδιων των τραπεζών να κινηθούν αποτελεσματικά στην αναδιοργάνωσή τους, πχ στην συγχώνευσή τους και ενδυνάμωσή τους στο νέο οικονομικό περιβάλλον, έχουν οδηγήσει σε απόγνωση ακόμα και υγιείς επιχειρήσεις. Συμβάλλουν στην εμπεδωμένη από την κρίση δυσπιστία του ελληνικού λαού έναντι του τραπεζικού συστήματος και της πολιτικής που ακολουθούν οι διοικήσεις των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Είναι πολιτικά προφανές και επαναδιατυπώθηκε από το σύνολο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, όπως είχα την ευκαιρία και εγώ να το επισημάνω πρόσφατα με ομιλίες μου στη Βουλή, ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η αντίληψη ότι «οι τράπεζες ιδιωτικοποιούν τα κέρδη και κοινωνικοποιούν τις ζημιές τους». Όταν με τη θετική ολοκλήρωση του PSI θα δοθούν στον τραπεζικό τομέα 40 περίπου δις ευρώ, (έχουν ήδη διατεθεί με την μορφή εγγυήσεων κοντά 140 δις ευρώ για αυτές), τα οποία θα επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος, είναι απολύτως λογικό να διασφαλίσουμε για τον ελληνικό λαό αντίστοιχα περιουσιακά δικαιώματα επί του τραπεζικού τομέα.
Ήδη, όπως γνωρίζετε, με το Ν. 4021/ 11 (άρθρο 50 παράγραφο 5) η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είχε αποφασίσει τη συμμετοχή του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου των πιστωτικών ιδρυμάτων με την έκδοση κοινών μετοχών με δικαίωμα ψήφου.
Ακόμα και οι προτάσεις που ακούστηκαν ότι δεν θα έχει λόγο το δημόσιο στα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών παρότι θα έχει επενδύσει σημαντικότατα ποσά από τους φόρους του ελληνικού λαού, βρήκαν ισχυρή αντίθεση στην Κοινοβουλευτική Ομάδα που δεν προτίθεται να συναινέσει σε παρόμοια περίπτωση. Άρα στη θέση αυτή παραμένουμε σταθερά και σήμερα, όχι βέβαια γιατί επιδιώκουμε ως αυτοσκοπό την κρατικοποίηση του τραπεζικού τομέα. Στόχος μας είναι η διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, των συμφερόντων του ελληνικού λαού, και η ορθολογική μετάβαση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στον πλέον αποτελεσματικό, διάφανο, αναπτυξιακό και σύγχρονο τρόπο διοίκησης. Είμαι δε βέβαιος ότι η θέση μας αυτή συναντά και την δική σας υποστήριξη, στο πλαίσιο της σκληρής διαπραγματευτικής προσπάθειας που καταβάλλετε.
Επαναλαμβανόμενο ζήτημα που θέτουν πολλοί βουλευτές εκφράζοντας τις αγωνίες των Ελλήνων πολιτών είναι το ζήτημα της ευνομίας. Παρότι έχουμε κάνει πολλά, πρωτόγνωρα για την σύγχρονη ελληνική ιστορία, στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, της διαφθοράς και της αδιαφάνειας, περιμένει ο πολίτης και συμβολικές και ουσιαστικές ακόμα κινήσεις.
Σταχυολογώ μερικές, όπως της ηλεκτρονικής, διαδικτυακής δημοσίευσης του Πόθεν Έσχες των Δικαστικών Λειτουργών και των δημοσιογράφων, την προώθηση της Συμφωνίας μας με την Ελβετία για να εντοπίσουμε την φοροδιαφυγή και επαναπατρίσουμε σημαντικά ποσά για τα δημόσια ταμεία, καθώς και την δημοσίευση των κινήσεων λογαριασμών προς το εξωτερικό όταν είναι υψηλότερα από ένα συγκεκριμένο όριο. Τα παραπάνω ανταποκρίνονται στο αίσθημα δικαίου, πέραν και του δημοσιονομικού αποτελέσματος, και ξέρω ότι αυτό θέλετε και υπηρετείτε.
Τέλος επαναλαμβάνω την στήριξη στο πρόσωπό σας του συνόλου της Κοινοβουλευτικής μας Ομάδας. Η γενική πεποίθηση είναι ότι η ζωή αυτής της Κυβέρνησης πρέπει να επεκταθεί, ακόμα και μέχρι την λήξη της τετραετίας, δηλαδή το 2013, διότι αυτό εξασφαλίζει πολιτική ηρεμία και σταθερότητα και εγγυάται ότι τα όσα αποφασίσουμε και ψηφίσουμε θα γίνουν και πράξη. Αποτελεί και μια εγγύηση προς τους εταίρους μας που πρόκειται να επενδύσουν ποσά ιστορικού ύψους στο μέλλον της Ελλάδας. Οι βουλευτές της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ θεωρούν ότι η προσφυγή στις κάλπες σε σύντομο χρονικό διάστημα προκαλεί δυσκολίες και στην ψήφιση και στην εφαρμογή των αποφάσεών μας.
Χρειάζεται τις κρίσιμες στιγμές αυτές να ξεπεράσουμε τον δύσκολο αυτό πολιτικό και οικονομικό κάβο δίνοντας σιγουριά, αυτοπεποίθηση στον ελληνικό λαό, και εμπιστοσύνη προς την ελληνική οικονομία από τον ίδιο τον πολίτη. Δίνοντας προοπτική και εγγύηση σε τόσους που θέλουν και περιμένουν να επενδύσουν στην ανάπτυξη και στο μέλλον της πατρίδας μας δημιουργώντας θέσεις εργασίας και νέα ευημερία.»