Από τις 5 ως τις 7 Μαρτίου 1910 διεξήχθησαν στο στάδιο "Ρον Πουέν" (Rond Point), στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου οι Πανελλήνιοι - Παναιγύπτιοι Αθλητικοί Αγώνες, με διοργανωτή τον ΣΕΓΑΣ και τον Όμιλο Φιλάθλων Αλεξάνδρειας. Οι αγώνες ονομάστηκαν έτσι, διότι ήταν ταυτόχρονα πανελλήνιοι (μετείχαν ελληνικά σωματεία από Ελλάδα, Κύπρο και Οθωμανική Αυτοκρατορία) και πρωτάθλημα μεταξύ των αιγυπτιακών σωματείων: ελληνικών, αγγλικών, ιταλικών κ.ά. Δόθηκαν βραβεία στους τρεις πρώτους κάθε αγωνίσματος: μετάλλιο, δίπλωμα και κότινος, ενώ η Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας είχε αθλοθετήσει 50 βαρύτιμα κύπελλα για τους πρώτους νικητές. Οι Πανελλήνιοι-Παναιγύπτιοι Αγώνες επισκίασαν σε αίγλη και αριθμό συμμετοχών το Θ΄ Πανελλήνιο πρωτάθλημα στίβου ανδρών 1910, που διεξήχθη στις 22-24 Απριλίου στο Παναθηναϊκό Στάδιο και κατέκτησε ο Πανελλήνιος Γ.Σ.
Ήταν η πρώτη φορά που ο ΣΕΓΑΣ διοργάνωσε πανελλήνιους αγώνες εκτός Ελλάδας, έπειτα από την επιθυμία των Ελλήνων της Αιγύπτου να τους φιλοξενήσουν. Επιτόπιος διοργανωτής ήταν ο Όμιλος Φιλάθλων Αλεξάνδρειας με τη συμπαράσταση των τοπικών αρχών, αφού επίτιμοι πρόεδροι της ελλανοδίκου επιτροπής τέθηκαν ο Χεδίβης της Αιγύπτου και ο Άγγλος Αρμοστής της χώρας. Για τη φιλοξενία των αγώνων ο σύλλογος προχώρησε σε επέκταση των κερκίδων του σταδίου "Ρον Πουέν" προσθέτοντας ξύλινη εξέδρα χωρητικότητας 6.000 θεατών. Την ελλανόδικο επιτροπή αποτελούσαν οι: Μιλτιάδης Νεγρεπόντης (πρόεδρος), Ν. Πασπάτης εκπρόσωπος ΣΕΓΑΣ, Ανδρέας Μεταξάς εκπρόσωπος ΕΟΑ, Νικόλαος Σκωτίδης Γεν. Πρόξενος της Ελλάδος, Εμμανουήλ Μπενάκης πρόεδρος της Ελλ. Κοιν. Αλεξανδρείας.
Οι Πανελλήνιοι-Παναιγύπτιοι του 1910 υπήρξαν οι πιο πανηγυρικοί και πολυπληθείς σε συμμετοχές αγώνες από όλους τους προηγούμενους, αφού μετείχαν 30 ελληνικά σωματεία με 230 αθλητές περίπου από την Ελλάδα, την Αίγυπτο και τους υπόλοιπους Έλληνες της διασποράς: Μικρασία, Κωνσταντινούπολη, Κύπρος. Μετείχαν επίσης Ιταλοί και Βρετανοί αθλητές αιγυπτιακών σωματείων. Εκτός από τα λεγόμενα αθλητικά αγωνίσματα (στίβος, ενόργανη γυμναστική, διελκυστίνδα, αναρρίχηση, άρση βαρών και πάλη), οι αγώνες περιλάμβαναν και ναυτικά (κολύμβηση, καταδύσεις, υδατοσφαίριση, κωπηλασία), σκοπευτικά, οπλομαχητικά και ποδηλατικά αγωνίσματα.
Πριν από την έναρξη των αγώνων οι εξ Αθηνών απεσταλμένοι, παρουσία του πατριάρχη Αλεξανδρείας Φωτίου, έστεψαν με κότινο το άγαλμα του Γεωργίου Αβέρωφ στο προαύλιο του Αβερώφειου γυμνάσιου, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη συνδρομή του στην αποπεράτωση του Παναθηναϊκού Σταδίου. Στην τελετή και στους αγώνες παρέστη, ειδικά προσκεκλημένος, ο ολυμπιονίκης Σπύρος Λούης. Μετά την τελετή, με προπορευόμενη τη Φιλαρμονική, οι αθλητές οι επίσημοι και πλήθος κόσμου παρέλασαν στις οδούς της Αλεξάνδρειας κατευθυνόμενοι στην Ελληνική Λέσχη, όπου έγινε η επίσημη υποδοχή και εψάλη ο Εθνικός Ύμνος της Ελλάδος.
Στο μικρό αλλά κομψότατο στάδιο που ήταν υπερπλήρες ήταν παραταγμένοι μαθητές και μαθήτριες των ελληνικών σχολείων για να υποδέχτουν τους αθλητές και τους Έλληνες, Αιγύπτιους και Βρετανούς επισήμους. Αφού η Φιλαρμονική παιάνισε τους εθνικούς ύμνους των δύο χωρών, Ελλάδας και Αιγύπτου, άρχισε η παρέλαση των σχολείων και των αθλητών με επικεφαλής το Σπύρο Λούη. Στη συνέχεια ο Χεδίβης (Σουλτάνος) της Αιγύπτου έδωσε το σύνθημα για την έναρξη. Το στάδιο ήταν γεμάτο και τις τρεις ημέρες, ενώ την τελευταία μέρα υπήρξε αδιαχώρητο με 15.000 κόσμο να στριμώχνεται απ' έξω είτε για να εισέλθει είτε για να διακρίνει τους νικητές του μαραθωνίου και της ποδηλασίας.
Εκτός από τα αθλητικά δρώμενα με την ευκαιρία των αγώνων, που ουσιαστικά αποτέλεσαν μια "ελληνική ολυμπιάδα", δόθηκαν θεατρικές και μουσικές παραστάσεις από τον καλλιτεχνικό σύλλογο "Αρίων", τη Φιλαρμονική, το Ωδείο "Ορφεύς" και τον Ελληνικό Σύλλογο "Αισχύλος".
Πολυνίκης αθλητής αναδείχθηκε ο αλεξανδρινός Εμμανουήλ Τσαλουμάς, ο οποίος ήταν αθλητής του Πανελληνίου αλλά αγωνίστηκε ως αθλητής του Ομίλου Φιλάθλων Αλεξανδρείας. Κατέκτησε τρεις πρώτες νίκες και τέσσερις δεύτερες. Τρεις νίκες είχε και ο Μιχάλης Δώριζας, που έκανε δύο πανελλήνια ρεκόρ στη σφαίρα και στο δίσκο, και από μία 2η και 3η. Δεν είναι γνωστά όλα τα αποτελέσματα αλλά αναφέρεται πως τα 3/4 των πρώτων νικών κατέκτησαν αθλητές των σωματείων μελών του ΣΕΓΑΣ.