4 Ιουνίου 2015

Τοσίτσας Μιχαήλ «Ο Ευεργέτης του Ελληνισμού»

Τοσίτσας Μιχαήλ «Ο Ευεργέτης του Ελληνισμού»

Του Χρήστου Μπουτάτου*

Πρόκειται για ηγεμονική φυσιογνωμία του ελληνισμού της διασποράς που τοποθετείται στην πρώτη σειρά των μεγάλων εθνικών ευεργετών. Ο Μιχαήλ Τοσίτσας ξεκίνησε ως γουναράς από τη Θεσσαλονίκη και κατάφερε να εξελιχθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους επιχειρηματίες, τραπεζίτες, γαιοκτήμονες, εργοστασιάρχες και εφοπλιστές της Μεσογείου. Ηγήθηκε της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξάνδρειας, με αποτέλεσμα ο αιγυπτιώτης ελληνισμός να γνωρίσει πρωτοφανή ακμή. 

Ευφυέστατος, τιμιότατος, διορατικός, δραστήριος και εργατικός, εκσυγχρόνισε κυριολεκτικά την Αίγυπτο. Ο Έλληνας αυτός έμπορος κατακτητής χαρακτηρίστηκε ως κυρίαρχος της Μεσογείου και ηγεμόνας της Αλεξάνδρειας. Το τρίπτυχο των κύριων ευεργεσιών του –σχολείο, νοσοκομείο, εκκλησία– απλώθηκε σε όλο τον ελλαδικό χώρο. Δικαίως τον αποκάλεσαν «Ευεργέτη του Ελληνισμού».

Η πορεία προς την επιτυχία

Ο Μιχαήλ Τοσίτσας (ή Τοσίτζας) γεννήθηκε στο Μέτσοβο της Ηπείρου στις 3 Ιανουαρίου 1787. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Αναστασίου Τοσίτσα, ο οποίος διατηρούσε ένα κατάστημα επεξεργασίας γουναρικών στη Θεσσαλονίκη, και της επίσης Μετσοβίτισσας Κάτσιως, το γένος Βάρβαρου. Τα πρώτα γράμματα τα διδάχτηκε στη γενέτειρά του από τοπικούς ιερείς και δασκάλους.
Το 1797 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη συνεχίζοντας την εγκύκλια εκπαίδευσή του μέχρι και το 1801. 

Τη χρονιά αυτή εργάστηκε -με δική του πρωτοβουλία και παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του- ως μαθητευόμενος κάτω από άθλιες συνθήκες στο εργοστάσιο γουναρικών κάποιου Καραστογιάννη, αποκομίζοντας 40 γρόσια μετά από σκληρή εργασία δύο ετών («…μετά πολλάς φιλονικίας 40 γρόσια ήτοι 20 γρ. κατ’ έτος»), τα οποία χρησιμοποίησε ως πρώτο κεφάλαιο για εμπορικές δραστηριότητες. Από το 1806 ανέλαβε ο ίδιος την οικογενειακή επιχείρηση με τη βοήθεια των τριών νεότερων αδελφών του: του Νικόλαου, του Κωνσταντίνου και, κυρίως, του Θεόδωρου. Η μοναδική αδελφή του Σταμάτω παντρεύτηκε τον Δημήτριο Στουρνάρη και εγκαταστάθηκε στο Μέτσοβο.


Η οικονομική ύφεση στην οποία είχε περιέλθει το εμπόριο λόγω του ηπειρωτικού αποκλεισμού που είχαν επιβάλει οι Βρετανοί και «…ως εκ τούτου οι άνθρωποι μη δυνάμενοι να πωλήσωσι τα προϊόντα των, δεν είχαν χρήματα να αγοράσωσι πράγματα, επομένως ούτε γούνας δια να φορέσωσι…», έπεισε τον δεκαοχτάχρονο Μιχαήλ να επεκταθεί εμπορικά στην Αίγυπτο. Στην Αλεξάνδρεια έστειλε τον αδελφό του Θεόδωρο, ο οποίος επέτυχε να δημιουργήσει μια βιώσιμη επιχείρηση. Το 1812, ο Μιχαήλ έστειλε δίπλα στο Θεόδωρο και τους άλλους δύο αδελφούς του. Ο Κωνσταντίνος εγκαταστάθηκε στο Κάιρο, όπως και ο Νικόλαος, αφού για ένα σύντομο διάστημα εργάστηκε με τον Θεόδωρο στην Αλεξάνδρεια.

Οι επιχειρήσεις της οικογένειας Τοσίτσα επεκτάθηκαν σε ολόκληρο το μεσογειακό χώρο με τη λειτουργία καταστημάτων στη Μάλτα, το Λιβόρνο και τη Δαμασκό, τα οποία διηύθυνε ο Νικόλαος και, μετά τον αιφνίδιο θάνατό του, ο Κωνσταντίνος. Η αδυναμία του τελευταίου, ο οποίος «...δεν ήξευρε καλώς να γράψη ούτε ελληνιστί και έτι μάλλον δεν ήξευρε ποσώς την Ιταλικήν γλώσσαν…», να αντεπεξέλθει στις αυξημένες ανάγκες του υποκαταστήματος στο Λιβόρνο υποχρέωσε τον Μιχαήλ να καλέσει τον αγαπημένο του ανιψιό, γιο της αδερφής του Στάμως Στουρνάρη, Νικόλαο, για να αναλάβει τη διεύθυνση. Το 1820 αποφάσισε και ο ίδιος να μετοικήσει στην Αλεξάνδρεια, κεντρική έδρα πλέον των επιχειρήσεών του.

Από το 1824, ο εμπορικός οίκος «Τοσίτσα» εξελίχτηκε σε μια κολοσσιαία επιχείρηση και ο ιδρυτής του σε ένα από τα πλέον επίλεκτα μέλη της ελληνικής παροικίας της Αλεξάνδρειας ως πρόεδρός της. Εκμεταλλευόμενος τις στενές φιλικές αλλά και οικονομικές σχέσεις που ανέπτυξε με τον διοικητή-χεδίβη Μεχμέτ Αλή, διεύρυνε ακόμη περισσότερο την οικονομική του επιφάνεια αλλά και την κοινωνική του εμβέλεια. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Θεόδωρος Τοσίτσας γνώριζε τον Μεχμέτ Αλή από την Καβάλα, όπου αυτός έκανε εμπόριο καπνού πριν γίνει κυβερνήτης της Αιγύπτου, καθώς παλαιότερα του πουλούσαν γούνες. Οι προηγούμενες μεταξύ τους καλές σχέσεις δικαιολογούν το γεγονός πως κατάφερε και έγινε ευμενέστατα δεκτός αργότερα.

 Ο Μεχμέτ Αλή τον τίμησε για την τιμιότητά του και, έτσι, απέκτησε τεράστιες γαιοκτησίες βαμβακοκαλλιέργειας, ενώ παράλληλα ορίστηκε γενικός επίτροπος, προσωπικός σύμβουλος και διαχειριστής της κτηματικής περιουσίας του Αλβανού πασά, ηγεμόνα της Αιγύπτου. Επιπλέον, διορίστηκε επικεφαλής της πρώτης κρατικής τράπεζας της Αιγύπτου και της ποταμοπλοϊκής εταιρίας του Νείλου.

 Αξίζει να σημειωθεί επίσης πως την καλλιέργεια των απέραντων εκτάσεων ο Μιχαήλ την ανέθεσε στον Νικόλαο Τούλη από το Μέτσοβο.
Ο Έλληνας μεγιστάνας ήταν ίσως ο μοναδικός άνθρωπος στον οποίο ο περιβόητος ηγεμόνας είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το έτος 1836 τα πλοία με ελληνική σημαία ήταν τα πρώτα σε αφίξεις από την Ευρώπη και την Τουρκία στην Αλεξάνδρεια, ενώ οι υπάλληλοι των επιχειρήσεων του Τοσίτσα ήταν περισσότεροι από 5.000!

Το μέγαρο Τοσίτσα στην Αλεξάνδρεια, που αποτελούσε την έδρα των επιχειρήσεών του και το οποίο κατεδαφίστηκε κατά τη δεκαετία του 1930, ήταν ένα μεγαλοπρεπέστατο νεοκλασικό ανάκτορο, το οποίο βρισκόταν στο κεντρικότερο σημείο της πόλης. Ο ίδιος πήγαινε στο γραφείο του ντυμένος άψογα, φορώντας πάντοτε το κοντό του φέσι, κολλαριστό πουκάμισο, με τις μύτες του γιακά του γυριστές προς τα έξω, μαύρη γραβάτα και ολόμαυρο σακάκι. Στον προθάλαμο του γραφείου του, τον φρουρούσαν δύο γιγαντόσωμοι Αλβανοί, ντυμένοι με χρυσοκέντητες στολές, μακριές βράκες και ένα ασημοστολισμένο σπαθί που κρεμόταν στη μέση τους.

Η απόπειρα δολοφονίας του

Η εμπιστοσύνη του Μεχμέτ Αλή προς τον Μιχαήλ Τοσίτσα ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο και λόγω της ουδέτερης στάσης που τήρησε ο τελευταίος απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση. Ο Μιχαήλ, σε αντίθεση με τον αδελφό του Θεόδωρο, ο οποίος «…είχε κατηχηθή παρά τινός εταιριστού και είχεν αναδειχθή εις των ενθέρμων ζηλωτών…» του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των ομογενών του, δεν ήρθε σε επαφή με τη Φιλική Εταιρία, ούτε εκδήλωσε εμπράκτως τη συμπάθειά του στην Επανάσταση. Για τη στάση του αυτή, επικρίθηκε έντονα από τους ιστορικούς της περιόδου Ιωάννη Φιλήμονα και Νικόλαο Σπηλιάδη. 

Αντίθετα, οι Αναστάσιος Γούδας και Κωνσταντίνος Κοντογόνης τον υπερασπίστηκαν, ερμηνεύοντας τη συγκεκριμένη στάση του ως προϊόν «δεινοτάτης αμηχανίας» ανθρώπου που προτίμησε μια νομιμόφρονα πολιτική απέναντι στο Μεχμέτ Αλή, η οποία θα του απέφερε εύνοια και πλούτο, «…ίνα δια του πλούτου του γίνη βραδύτερον ωφελιμώτερος τη πατρίδι». Ανεξάρτητα από τους λόγους ή τις προθέσεις που τον ώθησαν στην πρόκριση της παραπάνω στάσης, αναμφισβήτητο γεγονός είναι ότι ο Μιχαήλ Τοσίτσας αφιέρωσε τεράστια ποσά για την εθνική σωτηρία και ευημερία. Είναι ασφαλώς, λοιπόν, άδικες οι όποιες εναντίον του κατηγορίες.

Με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης το 1821, συνέβη ένα πρωτοφανές περιστατικό που λίγο έλειψε να στοιχίσει τη ζωή του εθνικού ευεργέτη. Τότε έφτασε στην Αλεξάνδρεια ο Αντώνιος Πελοπίδας, απεσταλμένος της Φιλικής Εταιρείας, με τη διαταγή του Αθανάσιου Τσακάλωφ να τον δολοφονήσει. Ο Τσακάλωφ δεν μπορούσε να συγχωρέσει στο συμπατριώτη του ότι σε στιγμές κρίσιμες για τον Αγώνα, αυτός έμενε κοντά στον Μεχμέτ Αλή, για τον οποίον πίστευε ότι θα βοηθήσει τους Τούρκους να συντρίψουν την εξέγερση. Αργότερα, άλλωστε, ο Μεχμέτ Αλή απέστειλε τον υιό του Ιμπραήμ, να βοηθήσει τον Σουλτάνο στην καταστολή της Ελληνικής Επανάστασης ως επικεφαλής των τουρκο-αιγυπτιακών στρατευμάτων. Ζήτησε, λοιπόν, ο Πελοπίδας ακρόαση από τον Τοσίτσα αποφασισμένος να τον δολοφονήσει με ένα μαχαίρι που έκρυβε πάνω του.

Ο Τοσίτσας τον δέχτηκε και τότε ο Πελοπίδας δοκίμασε μια πολύ μεγάλη έκπληξη. Άκουσε τον Τοσίτσα να του μιλά για το σκοπό του ερχομού του στην Αίγυπτο, δηλαδή τη μύηση των Ελλήνων της Αιγύπτου. Του εξήγησε πως είναι σφάλμα να φαντάζονται οι Φιλικοί τον Μεχμέτ Αλή ως εχθρό της επανάστασης. Απεναντίας, αυτός ευχόταν να δει την εξέγερση να επιτυγχάνει, γιατί έτσι θα τον άφηνε η Πύλη ήσυχο, ώστε να επιβληθεί απόλυτα στην Αίγυπτο. Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν πείραξε καθόλου το ελληνικό σχολείο της Αιγύπτου, αλλά, αντιθέτως, έδειξε μια ιδιαίτερη εύνοια για αυτό, δίνοντας του προνόμια που δεν κατείχαν άλλοι άποικοι εκεί.

Ο απεσταλμένος της Φιλικής Εταιρείας τόσο πολύ συγκινήθηκε με όσα άκουσε από τον Τοσίτσα, ώστε για μια στιγμή σηκώθηκε όρθιος, τράβηξε από το κόκκινο ζωνάρι του το μαχαίρι και είπε δακρυσμένος «Αφέντη, αυτό εδώ το μαχαίρι μου το έδωσαν για να σε σκοτώσω». Τα μάτια του Τοσίτσα άστραψαν και με ρίγος συγκίνησης του απάντησε «Αδερφέ μου πράξε ό,τι σου προστάζει η συνείδησή σου». Ο Πελοπίδας πέταξε το μαχαίρι επάνω στο τραπέζι και εκείνος το πήρε σιωπηλός και το τοποθέτησε στο συρτάρι του. Έκτοτε, ο Τοσίτσας ουδέποτε αποχωρίστηκε το μαχαίρι του Φιλικού.


Οι ευεργεσίες

Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, ο Μιχαήλ Τοσίτσας διέθεσε χρήματα για την εξαγορά Ελλήνων αιχμαλώτων στα σκλαβοπάζαρα των Τούρκων, καθώς και για την αποστολή πολλών Ελλήνων για σπουδές στην Ευρώπη, φροντίζοντας επιπλέον για τη μετέπειτα αποκατάστασή τους. 

Ανέλαβε την εκ θεμελίων ανοικοδόμηση ενός Παρθεναγωγείου, ενός Αλληλοδιδακτικού και ενός Ελληνικού Σχολείου (Τοσίτσεια Σχολεία) στην Αλεξάνδρεια, το κόστος των οποίων ξεπέρασε τα 120.000 τάλιρα, προικοδοτώντας τα επιπλέον με τα αναγκαία κεφάλαια συντήρησης και πρόσληψης διδακτικού προσωπικού. 

Η Τοσιτσαία Σχολή έγραψε μια σπουδαία ιστορία και παράλληλα με τη λειτουργία της στέγασε για πολλά χρόνια το Αβερώφειο Γυμνάσιο. Όταν η Τοσιτσαία Σχολή ήταν αδύνατον πλέον να λειτουργήσει, συγχωνεύθηκε με ένα άλλο ιστορικό σχολείο της Αλεξάνδρειας, το «Πρατσίκειον», έργο του Βορειοηπειρώτη ευεργέτη Πέτρου Πράτσικα από τη Δρόβιανη. Σήμερα αποτελεί την έδρα του Ορθόδοξου Πατριαρχείου Αλεξάνδρειας.

Μεταξύ άλλων, ο Τοσίτσας αγόρασε αντί 80.000 ταλίρων οικόπεδο στην Αλεξάνδρεια για την ανέγερση μεγαλοπρεπούς ναού (Ευαγγελίστριας) και συμμετείχε οικονομικά στην κατασκευή του (1847). Ανακαίνισε το Ελληνικό Νοσοκομείο το οποίο είχε οικοδομηθεί προηγουμένως με δωρεά του αδελφού του Θεόδωρου. 

Αγόρασε για τις ανάγκες της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξάνδρειας νεκροταφείο. Γενικά, τα ποσά που διέθεσε ο Τοσίτσας για κοινωφελή έργα υπέρ της Ελληνικής Κοινότητας στην Αλεξάνδρεια ξεπέρασαν το 1.000.000 χρυσές δραχμές, ποσό εξαιρετικά σημαντικό για την εποχή.
Όμως οι ευεργεσίες του Μετσοβίτη εμπόρου δεν περιορίσθηκαν αποκλειστικά στην αιγυπτιακή ομογένεια, αλλά επεκτάθηκαν στην ιδιαίτερή του πατρίδα, καθώς και στο νεοσύστατο Ελληνικό Βασίλειο. Συγκεκριμένα κληροδότησε:
  • σημαντικό μέρος της περιουσίας του για την πολιτιστική, εκπαιδευτική και οικονομική ευμάρεια του Μετσόβου
  • μεγάλο ποσό στο Ελληνικό Σχολείο Θεσσαλονίκης
  • 10.000 τάλιρα για τον εξωραϊσμό των δρόμων και των πλατειών του κέντρου των Αθηνών, που ορίζονταν από τις οδούς Σταδίου, Αιόλου και Ερμού
  • 100.000 γαλλικά φράγκα για το «Εθνικόν Μετσόβιον Πολυτεχνείον»
  • σημαντικά ποσά για το Πανεπιστήμιο, το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο, το Οφθαλμιατρείο, τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία (Αρσάκειο), για νοσοκομεία και άλλα εκπαιδευτικά ή φιλανθρωπικά ιδρύματα. Οι ευεργεσίες του ήταν ατέλειωτες.
Όταν, μάλιστα, ο Ιμπραήμ έχασε το στόλο του στη ναυμαχία του Ναυαρίνου και γύρισε στην Αίγυπτο, σέρνοντας πίσω του πολλούς αιχμαλώτους και γυναικόπαιδα για να πουληθούν ως δούλοι, όλοι τους απελευθερώθηκαν. Ήταν προφανώς μια ενέργεια του Μιχαήλ Τοσίτσα, προκειμένου να δείξει ο Μεχμέτ Αλή τόσο μεγάλη ανθρωπιά.


Ανάλογη δραστηριότητα επέδειξε και η σύζυγός του Ελένη (Μέτσοβο 1795 – Αθήνα 1866), η οποία διέθεσε την περιουσία που κληρονόμησε από το σύζυγό της σε αγαθοεργούς σκοπούς. Αν και ήταν εντελώς αγράμματη, αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της στη μόρφωση της Ελληνίδας, γιατί είχε καταλάβει ότι ο τόπος είχε την ανάγκη μορφωμένων γυναικών και αυτό μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την ίδρυση σχολείων για κορίτσια. 

Έτσι, με δωρεές της οικοδομήθηκε το «Τοσίτσειο Παρθεναγωγείο» στην Αθήνα. Η μεγάλη αυτή ευεργέτρια, άτεκνη η ίδια, αγκάλιασε σαν δικά της παιδιά τα ορφανά της Ελλάδας, χτίζοντας με δική της δαπάνη εκκλησία στο Αμαλίειο Ορφανοτροφείο. Διέσωσε το Αρσάκειο, όταν η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία δεν μπορούσε να συνεχίσει τη λειτουργία του, χρηματοδότησε την ολοκλήρωση του Πολυτεχνείου, ενώ αγόρασε και δώρισε στο ελληνικό κράτος οικόπεδο για την ανέγερση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.

Ο Μιχαήλ Τοσίτσας υπήρξε ο πρώτος Πρόξενος του Ελληνικού Βασιλείου στην Αλεξάνδρεια, από το 1833 έως το 1853, έτος κατά το οποίο ανέλαβε καθήκοντα Γενικού Προξένου. Παραιτήθηκε τον επόμενο χρόνο (1854) και εγκατέλειψε την Αλεξάνδρεια, συγκλονισμένος από το θάνατο του ανιψιού του Νικολάου Στουρνάρη. Ο Τοσίτσας τότε κατέρρευσε. Εγκατέλειψε κάθε κοινωνική και επαγγελματική δραστηριότητα, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα στο μέγαρο της οδού Φειδίου, όπου έζησε ως το θάνατό του, στις 4 Νοεμβρίου 1856, βαρύτατα άρρωστος από σοβαρή ψυχική ασθένεια. Υπέστη αποπληξία που τον κατέστησε πνευματικά και σωματικά «φυτό». Κηδεύτηκε πολυτελέστατα στο ναό της Αγίας Ειρήνης και ενταφιάστηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών σε μεγαλοπρεπή τάφο, το μεγαλύτερο ταφικό μνημείο στην Ελλάδα. Στην κηδεία του παρέστησαν ο αρχιεπίσκοπος, ο πρωθυπουργός και ολόκληρη η κυβέρνηση, πρέσβεις και πρόξενοι ξένων κρατών, καθώς και χιλιάδες Αθηναίοι.
Ο βαρόνος Μιχαήλ Τοσίτσας

Τελευταίος απόγονος της οικογένειας υπήρξε ο βαρόνος Μιχαήλ Τοσίτσας (1885 – 1950), εγγονός του αδελφού του Μιχαήλ, Κωνσταντίνου. Αυτός κληροδότησε την περιουσία (μαζί με το όνομά του) στο μακρινό του συγγενή, τον γνωστό πολιτικό Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα.
Ο παππούς του Κωνσταντίνος, είχε εγκατασταθεί στο Λιβόρνο της Ιταλίας από τις αρχές του 19ου αιώνα όπου απέκτησε μεγάλη περιουσία αλλά και τον κληρονομικό τίτλο του βαρόνου. Μετά το θάνατό του, ο γιος του και πατέρας του βαρόνου Μιχαήλ, Αναστάσιος, ίδρυσε στο Παρίσι την «Τράπεζα Μιχαήλ & Αναστασίου Τοσίτσα», η οποία γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη. Ο βαρόνος Μιχαήλ Τοσίτσας γεννήθηκε το 1885 στο Παρίσι και σπούδασε φιλολογία στη Σορβόννη. Ήταν γεννημένος αριστοκράτης: γόνος πλούσιας οικογένειας, λάτρης της κλασικής μουσικής και βαθύς γνώστης των φιλοσοφικών ρευμάτων της εποχής του. Το έτος 1937 ο Αναστάσιος αποδήμησε και ο Μιχαήλ έμεινε ο μοναδικός κληρονόμος.


Ο βαρόνος Μιχαήλ Τοσίτσας εξελίχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους επενδυτές της Ευρώπης με ακίνητα στην Ελβετία, χρεόγραφα στην Αμερική και τον Καναδά, επενδύσεις στην Αργεντινή, την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Αγκόλα. Δεν είχε, όμως, δεσμούς με την πατρίδα του, δεν μιλούσε ελληνικά, και μέχρι τότε ουδέποτε είχε επισκεφτεί την Ελλάδα. Ήταν άνθρωπος με μεγάλη πνευματική καλλιέργεια, αλλά ήταν μονήρης και εσωστρεφής, άθεος, αγέλαστος, άγαμος, με ελάχιστους φίλους και απεχθανόμενος τους συγγενείς του.

Ο βαρόνος προικοδότησε το «Ίδρυμα Βαρόνου Μιχαήλ Τοσίτσα» με το αστρονομικό για την εποχή ποσό των 1.700.000 δολαρίων. Σκοπός του Ιδρύματος ορίστηκε η εκτέλεση έργων δημόσιας ωφέλειας. Ο πολιτικός Ευάγγελος Αβέρωφ, ήταν αυτός που εμφύσησε την πίστη και ενέπνευσε τον σκοπό στον βαρόνο Μιχαήλ Τοσίτσα να αφήσει την αμύθητη περιουσία του στην πατρώα γη. Μια τυχαία γραπτή επικοινωνία ήταν η αφετηρία της δημιουργίας μιας στενής σχέσης που κράτησε μέχρι το θάνατο του ευεργέτη, στις 18 Οκτωβρίου 1950 στην Ελβετία. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας πήρε έναν άνθρωπο που αρχικώς δήλωνε «ανθέλλην» και τον έκανε να ζητήσει ο ίδιος να γραφτεί στη μαρμάρινη πλάκα του τάφου του στη Λωζάνη «Μιχαήλ Τοσίτσας, Τέκνον της Ελλάδος».


 Επιχειρηματίας, αντιπρόεδρος Δ.Σ. της DMN A.E., κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στο Μάνατζμεντ και στη Στρατηγική Επιχειρήσεων από το LSE.

Πηγή:www.reporter.gr