Αλεξανδρείας Θεόδωρος: «μαχόμεθα εναντίον κάθε φανατισμού και μισαλλοδοξίας μεταξύ των ανθρώπων και των λαών»
Σε Διεθνές Συνέδριο στα Τίρανα που οργάνωσε με επιτυχία η γνωστή Κοινότητα του Αγίου Αιγιδίου με τη συνεργασία της Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας και των Ρωμαιοκαθολικών με θέμα «Η ειρήνη είναι εφικτή», εξετάσθησαν θέματα που συνδέονται με πολεμικές συρράξεις και τρόποι τερματισμού τους με την ενίσχυση της κοινής δράσης της Διεθνούς Κοινότητας για την ειρηνική συνύπαρξη των Λαών. Συμμετείχαν Θρησκευτικοί Αρχηγοί με επικεφαλής τον Μακαριώτατο Προκαθήμενο της Τοπικής Εκκλησίας κ. Αναστάσιο, ως επίσης και Αρχηγοί Κρατών, Υπουργοί, εκπρόσωποι Διεθνών Οργανισμών και Ακαδημαϊκοί. Τον Αλεξανδρινό Προκαθήμενο κ. Θεόδωρο Β’ εκπροσώπησε ο Σεβ. Μητροπολίτης Ζιμπάμπουε Σεραφείμ ο οποίος και ανέγνωσε το ακόλουθο μήνυμα του Αλεξανδρινού Προκαθημένου κ. Θεοδώρου για τις ευθύνες των Χριστιανών για την υπόθεση της ειρήνης.
«Η Ορθοδοξία δύναται και οφείλει να συμβάλη θετικώς εις την αποκατάστασιν της οργανικής σχέσεως του συγχρόνου διεθνούς διαλόγου προς τα κατ’ εξοχήν χριστιανικά ιδεώδη της ειρήνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης, της αγάπης και της κοινωνικής δικαιοσύνης μεταξύ των λαών, διακηρύττουσα την περί ανθρώπου και κόσμου χριστιανικήν πίστιν, ως έπραξε τούτο εις την καθ’ όλου ιστορικήν πορείαν αυτής και ως επέτυχε να αναμορφώση την πνευματικήν και πολιτιστικήν ταυτότητα ως επέτυχε να αναμορφώση την πνευματικήν και πολιτιστικήν ταυτότητα του κόσμου.
Υπό το πνεύμα τούτο η Ορθόδοξος Εκκλησία αγωνίζεται πάντοτε διά την επικράτησιν των χριστιανικών ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της ισότητος, της αδελφοσύνης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αγάπης μεταξύ των ανθρώπων και των λαών. Αυτή αύτη η εν Χριστώ Αποκάλυψις χαρακτηρίζεται «ευαγγέλιον της ειρήνης»[1], διότι ο Χριστός, «ειρηνοποιήσας διά του αίματος του Σταυρού» τα πάντα[2], «ευηγγελίσατο ειρήνην τοις μακράν και τοις εγγύς»[3] και κατέστη «η ειρήνη ημών»[4].
«Ημείς», λέγει Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, είμεθα «το ειρηνικόν γένος»[5] , είμεθα οι «ειρηνικοί στρατιώται» του Χριστού[6]. Η ειρήνη, λέγει αλλαχού ο ίδιος, είναι συνώνυμον της δικαιοσύνης[7].
Οφείλομεν συγχρόνως να υπογραμμίσωμεν ότι το πνευματικόν δώρον της ειρήνης εξαρτάται και από την ανθρωπίνην συνεργίαν. Το Άγιον Πνεύμα χορηγεί πνευματικά δώρα όταν υπάρχη ανάβασις της ανθρώπινης καρδίας προς τον Θεόν, όταν εν μετανοία επιζητή κανείς την δικαιοσύνην του Θεού. Το θείον δώρον της ειρήνης εμφανίζεται εκεί ένθα οι Χριστιανοί καταβάλλουν προσπαθείας εις το έργον της πίστεως, της αγάπης και της ελπίδος εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών[8].
Ομιλούντες περί της ειρήνης του Χριστού, ως της αληθούς ειρήνης, εννοούμεν την εν τη Εκκλησία επιτυγχανομένην ειρήνην. Η αμαρτία είναι πνευματική ασθένεια, της οποίας τα εξωτερικά συμπτώματα είναι αι ταραχαί, αι έριδες, οι πόλεμοι με τας τραγικάς των συνεπείας. Η Εκκλησία επιδιώκει να εξαλείψη όχι μόνον τα εξωτερικά συμπτώματα αυτής της ασθενείας, αλλά και την αιτίαν αυτών, την αμαρτίαν.
Συγχρόνως η Ορθόδοξος Εκκλησία θεωρεί καθήκον αυτής να επικροτή παν ό,τι εξυπηρετεί πράγματι την ειρήνην[9] και ανοίγει την οδόν προς την αδελφοσύνην, την αληθή ελευθερίαν και την αμοιβαίαν αγάπην μεταξύ όλων των τέκνων του ενός ουρανίου Πατρός ως και μεταξύ όλων των λαών, των αποτελούντων την ενιαίαν ανθρωπίνην οικογένειαν. Η Εκκλησία ευλογεί τας προσπαθείας, τας αποσκοπούσας εις τας δικαίας και φιλανθρώπους σχέσεις.
Η ανθρωπότης καταβάλλει προσπαθείας, όπως η έχθρα και η δυσπιστία, αι δηλητηριάζουσαι την διεθνή ατμόσφαιραν, παραχωρήσωσι την θέσιν εις την φιλίαν και την αλληλοκατανόησιν, όπως η άμιλλα εις τον εξοπλισμόν αντικατασταθή υπό ολοκληρωτικού και πλήρους αφοπλισμού, όπως ο πόλεμος, ως μέσον επιλύσεως των διεθνών προβλημάτων, αποβληθή διά παντός από την ζωήν της κοινωνίας.
Ε. Ορθοδοξία και φυλετικαί διακρίσεις
Ο Κύριος, ως Βασιλεύς της δικαιοσύνης[10], αποδοκιμάζει την βίαν και την αδικίαν[11], καταδικάζει την απάνθρωπον στάσιν προς τον συνάνθρωπον[12]. Εις την βασιλείαν Αυτού, η οποία αρχίζει ήδη εδώ εις την γην, και έχει κατ’ εξοχήν πνευματικόν χαρακτήρα, δεν υπάρχει τόπος ούτε διά τα εθνικά μίση, ούτε διά τας φυλετικάς διακρίσεις, ούτε διά την δουλείαν[13], ούτε δι’ οιανδήποτε έχθραν και μισαλλοδοξίαν[14].
Η Εκκλησία έχει μεγίστη ευθύνη εις την καταπολέμησιν της πείνης και απολύτου ενδείας, η οποία μαστίζει σήμερον κατά απαράδεκτον τρόπον μεγάλο αριθμόν ανθρώπων ή και ολοκλήρων λαών, κυρίως εις τον Τρίτον Κόσμον. Εν τοιούτον φοβερόν φαινόμενον εις την εποχήν μας, κατά την οποίαν οι οικονομικώς προηγμένοι λαοί ζουν υπό καθεστώς αφθονίας και σπατάλης ή και αναλίσκονται εις εξοπλισμούς, υποδηλοί σοβαράν κρίσιν ταυτότητος του χριστιανικού κόσμου, τούτο δε διά δύο κυρίως λόγους:
α) διότι η πείνα όχι μόνον απειλεί το θείον δώρον της ζωής ολοκλήρων λαών του αναπτυσσομένου κόσμου, αλλά και συντρίβει ολοκληρωτικά το μεγαλείον και την ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου, και
β) διότι ο οικονομικώς ανεπτυγμένος χριστιανικός κόσμος, με την άδικον ή και, συχνά, εγκληματικήν κατανομήν και διαχείρισιν των υλικών αγαθών, προσβάλλει όχι μόνον την εικόνα του Θεού εις το κάθε ανθρώπινον πρόσωπον, αλλά και τον ίδιον τον Θεόν, ο οποίος εταυτίσθη προς το πρόσωπον αυτό.
Η οιαδήποτε, επομένως, αδράνεια και αδιαφορία του κάθε χριστιανού και της Εκκλησίας γενικώτερον εμπρός εις το τρομακτικόν σύγχρονον σύνδρομον της πείνης ολοκλήρων λαών, θα εταυτίζετο με προδοσίαν του Χριστού και με απουσίαν ενεργού πίστεως. Διότι, αν η μέριμνα διά την ιδικήν μας τροφήν είναι συχνά θέμα υλικόν, η μέριμνα διά την τροφήν του συνανθρώπου μας είναι θέμα καθαρώς πνευματικόν. Αποτελεί, επομένως, ύψιστον καθήκον όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών να οργανώσουν αμέσως και αποτελεσματικώς την βοήθειά των προς τους πεινώντας συνανθρώπους των. Η πίστις εις τον Χριστόν χωρίς διακονικήν αποστολήν χάνει την σημασίαν της. Το να είμεθα Χριστιανοί σημαίνει να μιμώμεθα τον Χριστόν και να είμεθα έτοιμοι να τον υπηρετήσωμεν εις το πρόσωπον του αδυνάτου, του πεινώντος, του καταδυναστευομένου και γενικώς του έχοντος ανάγκην βοηθείας. Πάσα άλλη προσπάθεια να ίδωμεν τον Χριστόν ως πραγματικήν παρουσίαν, χωρίς υπαρξιακήν σχέσιν προς αυτόν, ο οποίος χρειάζεται βοήθειαν, δεν είναι τίποτε άλλο από απλή θεωρία.
Ημείς οι χριστιανοί, επειδή κατανοούμεν το νόημα της σωτηρίας, αισθανόμεθα το χρέος να αγωνιζώμεθα διά την ανακούφισιν της ασθενείας της δυστυχίας και της αγωνίας. Επειδή βιώνομεν την εμπειρίαν της ειρήνης, δεν δυνάμεθα να είμεθα αδιάφοροι διά την απουσίαν της από την σύγχρονον κοινωνίαν. Επειδή ευηργετήθημεν από την θείαν δικαιοσύνην, αγωνιζόμεθα διά μίαν πληρεστέραν δικαιοσύνην εις τον κόσμον και διά την εξουδετέρωσιν πάσης καταπιέσεως. Επειδή ζώμεν κάθε ημέραν την θείαν συγκατάβασιν, μαχόμεθα εναντίον κάθε φανατισμού και μισαλλοδοξίας μεταξύ των ανθρώπων και των λαών. Επειδή διακηρύσσομεν συνεχώς την ενανθρώπησιν του Θεού και την θέωσιν του ανθρώπου, υπερασπιζόμεθα τα ανθρώπινα δικαιώματα δι’ όλους τους ανθρώπους και όλους τους λαούς. Επειδή βιώνομεν την θείαν δωρεάν της ελευθερίας με το απολυτρωτικόν έργον του Χριστού, δυνάμεθα να προβάλωμεν πληρέστερα την καθολικήν αξίαν της διά κάθε άνθρωπον και κάθε λαόν. Επειδή τρεφόμεθα με το σώμα και το αίμα του Κυρίου εν τη Θεία Ευχαριστία, κατανοούμεν πληρέστερον την πείναν και την στέρησιν. Επειδή προσδοκώμεν καινήν γην και καινούς ουρανούς, όπου θα επικρατή η απόλυτος δικαιοσύνη, αγωνιζόμεθα εδώ και τώρα διά την αναγέννησιν και την ανακαίνισιν του ανθρώπου και της κοινωνίας.\\