Φωτογραφίες από το Φωτογραφικό Αρχείο της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας/Ενημέρωσης.
Πώς ήταν τα Χριστούγεννα στην Αθήνα το 1956 ή το 1962; Γιατί η μισή Ελλάδα αναστέναζε πριν από μερικούς χειμώνες από νοσταλγία με μια πληθωρική φωτογραφία της εορταστικής οδού Σταδίου του 1960; Υπάρχει «κάτι» σ’ εκείνες τις γιορτές που αισθανόμαστε ότι λείπει από τα Χριστούγεννα που ζούμε σήμερα; Ή πρόκειται για μία ακόμη συλλογική φαντασίωση, φιλτραρισμένη μέσα από τις ψευδαισθήσεις που δημιουργούν πολύ εύκολα η δύναμη της εικόνας αλλά και ο παραμορφωτικός φακός της παιδικής ηλικίας και των νεανικών χρόνων;
Ναι, τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά του 1960 ελάχιστη σχέση έχουν με τις «γιορτές» όπως τις βιώνουν σήμερα τόσο τα παιδιά όσο και οι ενήλικοι του 2015. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Εχει, ωστόσο, μεγάλο ενδιαφέρον να αφουγκραστεί κανείς τη σχεδόν επαρχιακή ατμόσφαιρα εκείνης της Αθήνας, που σήμερα τόσο ζηλεύουμε. Μιλήσαμε με ανθρώπους που έζησαν από πολύ κοντά τις αλλαγές στην αθηναϊκή κοινωνία της δεκαετίας του ’60, που λίγα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου διψούσε για διασκεδάσεις και ευημερία.
Σίγουρα, υπήρχε περισσότερο στυλ σε σχέση με τον ομογενοποιημένο ενδυματολογικό κώδικα των σημερινών Ελλήνων. Το «στυλ» που αποπνέουν οι εικόνες από τους φημισμένους χορούς των μεγάλων ξενοδοχείων σχετίζεται με την πιο «ταξική» σύνθεση της αθηναϊκής κοινωνίας του ’50 και του ’60. Οι ελάχιστοι τυχεροί που προσκαλούνται στα πιο ονομαστά ρεβεγιόν της εποχής (του Δημήτρη Λεβίδη, μεγάλου αυλάρχη του βασιλιά Παύλου, ή του Σοφοκλή Παπανικολάου, επιμελητή της Βασιλικής Χορηγίας) ανήκουν σε μια μικροσκοπική αθηναϊκή ελίτ στην οποία περιλαμβάνονται υπουργοί, τραπεζίτες και μέλη παλιών αθηναϊκών οικογενειών. Αυτές ήταν οι κορυφές της εγχώριας χριστουγεννιάτικης ματαιοδοξίας, μια πρόσκληση για τα ρεβεγιόν στα δύο αυτά μεγάλα σπίτια (το πρώτο στο Χαρβάτι Αττικής, σημερινή Παιανία, το δεύτερο στο Παλαιό Ψυχικό) αποτελούσε διαβατήριο για την «καλή κοινωνία» της εποχής: τα αυτοκίνητα με τους σοφέρ σχημάτιζαν ουρές στο δρόμο, ενώ δεν χρειάζεται να γράψουμε για το αυστηρότατο dress code των ρεβεγιόν αυτής της κλίμακας (φορέματα για τις κυρίες, σμόκιν για τους κυρίους). Συνήθως πριν από τις 11 δειπνούσε ένας πιο στενός κύκλος προνομιούχων προσκεκλημένων, ενώ λίγο πριν από την αλλαγή του χρόνου κατέφθαναν και οι υπόλοιποι καλεσμένοι «για τον χορό».
Ενα σκαλοπάτι κάτω, αλλά πάντα πολύ ψηλά στο «χρηματιστήριο» της αθηναϊκής ματαιοδοξίας ήταν τα ρεβεγιόν στα μεγάλα ξενοδοχεία της πόλης. Εδώ συνωστίζονται μέλη της «καλής κοινωνίας» αλλά και της ανώτερης μεσαίας τάξης, εύποροι Αθηναίοι που έχουν να πληρώσουν για ένα τόσο σπουδαίο γεγονός υπό τους ήχους ζωντανής ορχήστρας. «Κάθε παραμονή, στις ωραίες αίθουσες του παλαιότερου αθηναϊκού ξενοδοχείου, εκατοντάδες Αθηναίοι χαιρετούν την είσοδο του καινούργιου χρόνου», γράφει το εορταστικό ρεπορτάζ των «Εικόνων» από τη «Μεγάλη Βρεταννία». Και συνεχίζει: «Αλλοτε, τον παλιό καλό καιρό των μεγάλων σπιτιών, η “παραμονή” έδινε αφορμή σε επίσημες προσκλήσεις, γεύματα, χορούς και, φυσικά, χαρτοπαιξία και μπακαρά.
Τώρα, όμως, μέσα στα στενάχωρα “αππαρτεμάν”, στις χαμηλοτάβανες πολυκατοικίες, δεν χωράνε ούτε χοροί, ούτε γεύματα, ούτε αρχοντικές προσκλήσεις εκατό και διακοσίων ανθρώπων. Τα κέντρα και οι δημόσιοι χώροι ανέλαβαν να αντικαταστήσουν τα ιδιωτικά μέγαρα και τα μεγάλα ξενοδοχεία είναι τα πιο ενδεδειγμένα για να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα κεφιού, σε πλαίσιο ζωντανής και σύγχρονης πολυτέλειας. Αλλωστε, σε όλες τις μεγάλες πρωτεύουσες το ξενοδοχείο χρησιμεύει για τις γιορτές, τις τελετές, τους γάμους, τα φιλανθρωπικά, τους χορούς, τα κοκτέιλ, τα γεύματα, και η Αθήνα είναι φυσικό ν’ ακολουθεί την συνήθεια της εποχής. Εχει, άλλωστε, να διαθέσει, εκτός από τις αίθουσες της “Βρεταννίας” και τα σαλόνια του “Κινγκ Τζορτζ”, του “Αθηναίου”, του “Ακροπόλ”, του “Σεσίλ” και άλλες πολλών ωραίων ξενοδοχείων».
Η κ. Eλένη Xέλμη-Mαρκεζίνη, κόρη του πολιτικού και ιστορικού Σπύρου Mαρκεζίνη, θυμάται τη «χρυσή» δεκαετία του ’60. Μικρό κορίτσι, αλλά και αργότερα ως νέα κοπέλα, συνόδευε τους γονείς της σε επίσημα ρεβεγιόν και χριστουγεννιάτικους χορούς που έγραψαν ιστορία στην κοσμική Αθήνα. «Ηταν μια ζωή που απευθυνόταν σε λίγο κόσμο. Τα Χριστούγεννα ήταν κατά βάση μια οικογενειακή γιορτή και, αν υπάρχει κάτι για να “νοσταλγήσεις” από εκείνη την Αθήνα, ήταν η ανθρωπιά της. Δεν θα ξεχάσω τις μυρωδιές από τις βασιλόπιτες και τα τσουρέκια περνώντας έξω από τον “Φλόκα” και του “Ζόναρς” στην Πανεπιστημίου ή τον “Μπόκολα” στην πλατεία Κολωνακίου».
Οσο για τη νεολαία της εποχής, πριν από το 1965 η σημερινή συνήθεια της εξόδου μετά τα μεσάνυχτα «για ποτό» δεν ήταν διαδεδομένη. Αντίθετα, μεσουρανούσαν τα clubs, με την «Αθηναία» στην οδό Πανεπιστημίου και το «Στορκ» στη Φιλελλήνων να δίνουν τον τόνο της αθηναϊκής νύχτας. «Clubs» με φαγητό, χωρίς ζωντανή μουσική, αλλά με ζωντανή ορχήστρα.
«Πάντως, δεν πρέπει να εξωραΐζουμε τα πράγματα», μου επισημαίνει η κ. Ελένη Χέλμη-Μαρκεζίνη. «Η εικόνα της πόλης ήταν φτωχική. Οταν ταξίδεψα για πρώτη φορά στο Λονδίνο σε ηλικία 11 ετών, είχα πραγματικά χαζέψει με τις βιτρίνες και τη διακόσμηση».
Πώς ήταν τα Χριστούγεννα στην Αθήνα το 1956 ή το 1962; Γιατί η μισή Ελλάδα αναστέναζε πριν από μερικούς χειμώνες από νοσταλγία με μια πληθωρική φωτογραφία της εορταστικής οδού Σταδίου του 1960; Υπάρχει «κάτι» σ’ εκείνες τις γιορτές που αισθανόμαστε ότι λείπει από τα Χριστούγεννα που ζούμε σήμερα; Ή πρόκειται για μία ακόμη συλλογική φαντασίωση, φιλτραρισμένη μέσα από τις ψευδαισθήσεις που δημιουργούν πολύ εύκολα η δύναμη της εικόνας αλλά και ο παραμορφωτικός φακός της παιδικής ηλικίας και των νεανικών χρόνων;
Ναι, τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά του 1960 ελάχιστη σχέση έχουν με τις «γιορτές» όπως τις βιώνουν σήμερα τόσο τα παιδιά όσο και οι ενήλικοι του 2015. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Εχει, ωστόσο, μεγάλο ενδιαφέρον να αφουγκραστεί κανείς τη σχεδόν επαρχιακή ατμόσφαιρα εκείνης της Αθήνας, που σήμερα τόσο ζηλεύουμε. Μιλήσαμε με ανθρώπους που έζησαν από πολύ κοντά τις αλλαγές στην αθηναϊκή κοινωνία της δεκαετίας του ’60, που λίγα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου διψούσε για διασκεδάσεις και ευημερία.
Σίγουρα, υπήρχε περισσότερο στυλ σε σχέση με τον ομογενοποιημένο ενδυματολογικό κώδικα των σημερινών Ελλήνων. Το «στυλ» που αποπνέουν οι εικόνες από τους φημισμένους χορούς των μεγάλων ξενοδοχείων σχετίζεται με την πιο «ταξική» σύνθεση της αθηναϊκής κοινωνίας του ’50 και του ’60. Οι ελάχιστοι τυχεροί που προσκαλούνται στα πιο ονομαστά ρεβεγιόν της εποχής (του Δημήτρη Λεβίδη, μεγάλου αυλάρχη του βασιλιά Παύλου, ή του Σοφοκλή Παπανικολάου, επιμελητή της Βασιλικής Χορηγίας) ανήκουν σε μια μικροσκοπική αθηναϊκή ελίτ στην οποία περιλαμβάνονται υπουργοί, τραπεζίτες και μέλη παλιών αθηναϊκών οικογενειών. Αυτές ήταν οι κορυφές της εγχώριας χριστουγεννιάτικης ματαιοδοξίας, μια πρόσκληση για τα ρεβεγιόν στα δύο αυτά μεγάλα σπίτια (το πρώτο στο Χαρβάτι Αττικής, σημερινή Παιανία, το δεύτερο στο Παλαιό Ψυχικό) αποτελούσε διαβατήριο για την «καλή κοινωνία» της εποχής: τα αυτοκίνητα με τους σοφέρ σχημάτιζαν ουρές στο δρόμο, ενώ δεν χρειάζεται να γράψουμε για το αυστηρότατο dress code των ρεβεγιόν αυτής της κλίμακας (φορέματα για τις κυρίες, σμόκιν για τους κυρίους). Συνήθως πριν από τις 11 δειπνούσε ένας πιο στενός κύκλος προνομιούχων προσκεκλημένων, ενώ λίγο πριν από την αλλαγή του χρόνου κατέφθαναν και οι υπόλοιποι καλεσμένοι «για τον χορό».
Ενα σκαλοπάτι κάτω, αλλά πάντα πολύ ψηλά στο «χρηματιστήριο» της αθηναϊκής ματαιοδοξίας ήταν τα ρεβεγιόν στα μεγάλα ξενοδοχεία της πόλης. Εδώ συνωστίζονται μέλη της «καλής κοινωνίας» αλλά και της ανώτερης μεσαίας τάξης, εύποροι Αθηναίοι που έχουν να πληρώσουν για ένα τόσο σπουδαίο γεγονός υπό τους ήχους ζωντανής ορχήστρας. «Κάθε παραμονή, στις ωραίες αίθουσες του παλαιότερου αθηναϊκού ξενοδοχείου, εκατοντάδες Αθηναίοι χαιρετούν την είσοδο του καινούργιου χρόνου», γράφει το εορταστικό ρεπορτάζ των «Εικόνων» από τη «Μεγάλη Βρεταννία». Και συνεχίζει: «Αλλοτε, τον παλιό καλό καιρό των μεγάλων σπιτιών, η “παραμονή” έδινε αφορμή σε επίσημες προσκλήσεις, γεύματα, χορούς και, φυσικά, χαρτοπαιξία και μπακαρά.
Τώρα, όμως, μέσα στα στενάχωρα “αππαρτεμάν”, στις χαμηλοτάβανες πολυκατοικίες, δεν χωράνε ούτε χοροί, ούτε γεύματα, ούτε αρχοντικές προσκλήσεις εκατό και διακοσίων ανθρώπων. Τα κέντρα και οι δημόσιοι χώροι ανέλαβαν να αντικαταστήσουν τα ιδιωτικά μέγαρα και τα μεγάλα ξενοδοχεία είναι τα πιο ενδεδειγμένα για να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα κεφιού, σε πλαίσιο ζωντανής και σύγχρονης πολυτέλειας. Αλλωστε, σε όλες τις μεγάλες πρωτεύουσες το ξενοδοχείο χρησιμεύει για τις γιορτές, τις τελετές, τους γάμους, τα φιλανθρωπικά, τους χορούς, τα κοκτέιλ, τα γεύματα, και η Αθήνα είναι φυσικό ν’ ακολουθεί την συνήθεια της εποχής. Εχει, άλλωστε, να διαθέσει, εκτός από τις αίθουσες της “Βρεταννίας” και τα σαλόνια του “Κινγκ Τζορτζ”, του “Αθηναίου”, του “Ακροπόλ”, του “Σεσίλ” και άλλες πολλών ωραίων ξενοδοχείων».
Η κ. Eλένη Xέλμη-Mαρκεζίνη, κόρη του πολιτικού και ιστορικού Σπύρου Mαρκεζίνη, θυμάται τη «χρυσή» δεκαετία του ’60. Μικρό κορίτσι, αλλά και αργότερα ως νέα κοπέλα, συνόδευε τους γονείς της σε επίσημα ρεβεγιόν και χριστουγεννιάτικους χορούς που έγραψαν ιστορία στην κοσμική Αθήνα. «Ηταν μια ζωή που απευθυνόταν σε λίγο κόσμο. Τα Χριστούγεννα ήταν κατά βάση μια οικογενειακή γιορτή και, αν υπάρχει κάτι για να “νοσταλγήσεις” από εκείνη την Αθήνα, ήταν η ανθρωπιά της. Δεν θα ξεχάσω τις μυρωδιές από τις βασιλόπιτες και τα τσουρέκια περνώντας έξω από τον “Φλόκα” και του “Ζόναρς” στην Πανεπιστημίου ή τον “Μπόκολα” στην πλατεία Κολωνακίου».
Οσο για τη νεολαία της εποχής, πριν από το 1965 η σημερινή συνήθεια της εξόδου μετά τα μεσάνυχτα «για ποτό» δεν ήταν διαδεδομένη. Αντίθετα, μεσουρανούσαν τα clubs, με την «Αθηναία» στην οδό Πανεπιστημίου και το «Στορκ» στη Φιλελλήνων να δίνουν τον τόνο της αθηναϊκής νύχτας. «Clubs» με φαγητό, χωρίς ζωντανή μουσική, αλλά με ζωντανή ορχήστρα.
«Πάντως, δεν πρέπει να εξωραΐζουμε τα πράγματα», μου επισημαίνει η κ. Ελένη Χέλμη-Μαρκεζίνη. «Η εικόνα της πόλης ήταν φτωχική. Οταν ταξίδεψα για πρώτη φορά στο Λονδίνο σε ηλικία 11 ετών, είχα πραγματικά χαζέψει με τις βιτρίνες και τη διακόσμηση».