Τέλος το «Βιάγκρα». Τώρα ήρθαν τα κρουστικά κύματα που βάζουν τέλος στη στυτική δυσλειτουργία και μάλιστα με εντυπωσιακά, αλλά και μόνιμα αποτελέσματα.
Πρόκειται για μία νέα, μη επεμβατική μέθοδο, χωρίς παρενέργειες, που αντιμετωπίζει, όχι μόνο το πρόβλημα της στυτικής δυσλειτουργίας, αλλά και την αιτία, επισημαίνει ο υπεύθυνος ενημέρωσης του Κέντρου Σεξουαλικής και Αναπαραγωγικής Υγείας (ΚΕΣΑΥ) της χώρας, δρ Σταμάτης Παπαχαρίτου.
Η μέθοδος αφορά ουσιαστικά την εντελώς ανώδυνη εφαρμογή κυμάτων πάνω στο σώμα του πέους βελτιώνοντας το περιφερειακό δίκτυο παροχής αίματος. Σύμφωνα με τον καθηγητή Ουρολογίας ΑΠΘ Δημήτρη Χατζηχρήστου, ο οποίος ηγείται της ερευνητικής ομάδας που εφαρμόζει τη μέθοδο στην Ελλάδα, οι αλλαγές στα αγγεία γίνονται εύκολα αντιληπτές από τους άνδρες που αντιμετωπίζουν πρόβλημα. «Οσοι χρησιμοποίησαν τη μέθοδο παρατήρησαν βελτίωση στη στύση τους πάνω από 50%, ενώ το 80% των ασθενών που συμμετείχαν στη μελέτη δεν χρειαζόταν μετά την εφαρμογή της μεθόδου να χρησιμοποιούν πια φάρμακα, για να πετύχουν στύση ικανή για να έχουν σεξουαλική επαφή», δηλώνει.
Υπογραμμίζει επίσης ότι «με τη χρήση των κυμάτων (shock wave) γίνεται εφικτή, ουσιαστικά για πρώτη φορά, η θεραπεία μιας πάθησης που αφορά χιλιάδες άνδρες και στη χώρα μας. Πρόκειται για μία μέθοδο που είναι εντελώς ανώδυνη, η οποία δεν απαιτεί αναισθησία ή άλλου είδους ταλαιπωρία του άνδρα και εδώ και δύο χρόνια που εφαρμόζεται δεν έχουν καταγραφεί παρενέργειες από την εφαρμογή της!». Οσον αφορά την αποτελεσματικότητα της μεθόδου, ο Δ. Χατζηχρήστου υπογραμμίζει ότι το θεραπευτικό αποτέλεσμα φαίνεται να διατηρείται σταθερό στον χρόνο, αφού οι πρώτοι ασθενείς που θεραπεύτηκαν διατηρούν τη στυτική επάρκεια ώς σήμερα, δηλαδή 18 μήνες μετά το τέλος της θεραπείας τους.
Η όλη θεραπευτική προσέγγιση βασίζεται σε αντίστοιχη θεραπεία που ήδη από το 2005 χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της ισχαιμίας του μυοκαρδίου της καρδιάς, με σκοπό την πρόκληση αγγειογένεσης, δηλαδή την ανάπτυξη νέων αγγειακών κλάδων και άρα την αύξηση της ροής του αίματος. Η μέθοδος δεν εφαρμόζεται ακόμη στα νοσοκομεία, αλλά μόνο στο ΚΕΣΑΥ, στο πλαίσιο κλινικών ερευνών.