Ονομάζουμε «οικονομισμό» την υποταγή της πολιτικής στην οικονομία: Ο πολιτικός προβληματισμός και οι πολιτικές στοχεύσεις δεν αντλούνται από τις ανάγκες της κοινωνίας και δεν αποβλέπουν σε αυτές. Αφορούν και αποβλέπουν κατά απόλυτη προτεραιότητα (ή αποκλειστικά) στις απαιτήσεις εξισορρόπησης λογιστικών μεγεθών, στην κατασφάλιση των Τραπεζών – όχι στη διακονία της συλλογικότητας και των προβλημάτων της.
Σήμερα οι δανειστές της Ελλάδας επιβάλλουν στην καταχρεωμένη χώρα μας, εκβιαστικά, τον οικονομισμό. Και οι ελλαδικές κυβερνήσεις (τόσο του σοσιαλ-δεξιού αχταρμά της ντροπής, που προηγήθηκε, όσο και της αριστερο-παρδαλής ασυνεννοησίας που ακολούθησε) πειθαρχούν στον εκβιαστικό οικονομισμό άτσαλα, σπασμωδικά, αυτοσχεδιάζοντας. Αποτέλεσμα: Πέντε χρόνια τώρα, εφιαλτικά τα μεγέθη της ανεργίας, γκανγκστερική ατίμωση των συμβολαίων που είχε υπογράψει το κράτος με τους λειτουργούς του (εν ενεργεία ή σε σύνταξη), διάλυση των υπηρεσιών υγείας και νοσοκομείων, ανυπαρξία επιστημονικής έρευνας, μηδενισμός των εξοπλιστικών προϋποθέσεων εθνικής άμυνας, και μύρια ανάλογα. Θυσίες εξωφρενικές, μόνο για να επιτευχθούν εκείνοι οι δείκτες οικονομικών μεγεθών, που θα πείθουν τους δανειστές για τη σίγουρη επανάκτηση των χρημάτων τους.
Οταν μια χώρα φτάνει στη χρεοκοπία (από ξέφρενες σπατάλες του πολιτικού της προσωπικού στον βωμό της συντήρησης του πελατειακού κράτους) η υγιής (δηλαδή λογική) στάση είναι να κηρύξει αδυναμία πληρωμών προς τους δανειστές της. Το ρίσκο στην περίπτωση αυτή είναι να χάσει, για κάποιο διάστημα, πηγές δανεισμού. Και η ευκαιρία είναι να ξαναστήσει, από την αρχή, την οικονομία της σε στέρεες, υγιείς βάσεις. Στοιχειώδης προϋπόθεση για την υγιή - λογική στάση είναι να λειτουργήσει νέμεσις: Να τιμωρηθούν με δήμευση περιουσίας οι αυτουργοί του κακουργήματος της εξωφρενικής δανειοληψίας. Και να αναζητήσουν οι πολίτες καινούργιους πολιτικούς ηγέτες, ικανούς να λειτουργήσουν ως κοινωνικοί αναμορφωτές.
Η υγιής λύση δεν προκρίθηκε στην περίπτωση της Ελλάδας. Την κρίσιμη ώρα ο πρωθυπουργός ήταν ολίγιστος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διακοσμητικός, οι κοινωνικοί θεσμοί (Δικαιοσύνη, Τοπική Αυτοδιοίκηση, Ενοπλες Δυνάμεις, Ακαδημία Αθηνών, Επισκοπικό Σώμα) ιδιοτελέστατα παραιτημένοι από την ευαισθησία και τις ευθύνες για τα κοινά. Και ταυτόχρονα οι δανειστές είχαν έγκαιρα προνοήσει να κατασφαλίσουν δικαιώματα δήμευσης των «φιλέτων» από την κοινωνική περιουσία των Ελλήνων.
Να μην ξεχνάμε ότι, σε αντίθεση με τους χαυνωμένους από την καταναλωτική υστερία Ελλαδίτες, οι δανειστές ήξεραν πολύ καλά, όταν δάνειζαν, ότι διακινδύνευαν έναν παρανοϊκό υπερδανεισμό – η δανειολήπτης χώρα ήταν αδύνατο, στον αιώνα τον άπαντα, να αποπληρώσει τέτοιο υπέρογκο χρέος. Οπως ήξεραν και ότι, το μεγαλύτερο μέρος του πακτωλού των χρημάτων που δάνειζαν στην Ελλάδα θα επέστρεφε στις δικές τους Τράπεζες, ως προϊόν της καταλήστευσής τους (ωμής λωποδυσίας) από την «άρχουσα» στην Ελλάδα τάξη. Ηξεραν, ακόμα, ότι θα ήταν ευκολότατο να επιβάλουν στους σπιθαμιαίους κυβερνήτες της ελλαδικής μπανανίας συμφωνίες αποπληρωμής του εξωφρενικού χρέους («μνημόνια») που μόνο κάφροι θα τις αποδέχονταν – καθιστούσαν την Ελλάδα κράτος εθελούσια παραιτημένο από την ανεξαρτησία του, με ταπεινωτική, ακραίου εξευτελισμού επιτόπια επιτρόπευση υπουργείων και δημόσιων υπηρεσιών.
Οι σπιθαμιαίοι του σοσιαλ-δεξιού αχταρμά δεν μπορούσαν ούτε καν να διανοηθούν ότι η καταστροφή που συντελέστηκε στη χώρα ήταν και ευκαιρία «επανίδρυσης» του κράτους: Με μοχλό τις απάνθρωπες απαιτήσεις των δανειστών θα μπορούσαν να κατορθωθούν καίρια διαρθρωτικά (κοινωνικής ανασυγκρότησης) επιτεύγματα: Να θεμελιωθεί ριζικά καινούργιο ασφαλιστικό σύστημα (υπήρχε, ως μαγιά, η πρόταση Τάσου Γιαννίτση και αγνοήθηκε). Να επανακριθούν οι στρατιές των πρόωρα ή χαριστικά συνταξιοδοτημένων και των διορισμένων με κομματικά σημειώματα στο Δημόσιο. Να σχεδιαστεί εξ υπαρχής η οργάνωση υπουργείων και κρατικών υπηρεσιών. Να απεξαρτηθεί νομοθετικά ο συνδικαλισμός από τα κόμματα. Να επανελεγχθούν οι υπερβάσεις των συμβάσεων εργοληπτών και προμηθευτών του Δημοσίου τα τελευταία σαράντα χρόνια. Να δημευθούν επίσης περιουσίες για τις χαριστικές επιδοτήσεις και τη διαγραφή χρεών των πολιτικών κομμάτων, των ραδιοτηλεοπτικών συγκροτημάτων, των εταιρειών επαγγελματικού αθλητισμού.
Κοντολογίς: να καταλυθεί το πελατειακό κράτος, κάτι που μόνο σε συνθήκες εξόφθαλμης καταστροφής μπορούσε να επιχειρηθεί. Μόνο με μοχλό τη φρίκη της ανεργίας, την κατοχική εικόνα των μαγαζιών με τα κατεβασμένα ρολά, τις ουρές των πεινασμένων στα συσσίτια της Εκκλησίας, μόνο στο κλίμα αυτού του πανικού θα μπορούσαν τα κόμματα να αρνηθούν για την πελατεία τους τον ρόλο του προαγωγού. Αλλά μαζί με την εφιαλτική συγκυρία, ήταν απαραίτητη προϋπόθεση και η ενεργητική βούληση των κομματαρχών να αποδουλωθούν από τη φαυλότητα και τη λαμογιά. Να φιλοδοξήσουν τη σωτηρία από τον επονείδιστο στιγματισμό που θα συνοδεύει το όνομά τους, αιώνες αιώνων, στις σελίδες της Ιστορίας.
Φυσικά και δεν είχαν ούτε την αρετή ούτε την τόλμη για τέτοιο ανδραγάθημα. Κάποια στιγμή, μπροστά σε καινούργια απαίτηση των δανειστών για παραπέρα μείωση μισθών και συντάξεων, η σοσιαλ-δεξιά κυβέρνηση παραιτήθηκε, κατεσπευσμένα, προκηρύσσοντας εκλογές. Κεντρικός άξονας και αυτής της προεκλογικής αντιπαράθεσης δεν ήταν η αντιμετώπιση του δεδομένου εφιάλτη της καταστροφής, αλλά μικρονοϊκές μωρολογίες για «πρωτογενές πλεόνασμα» που «ήδη αλλάζει τη ζωή μας» ή λαϊκίστικες επαγγελίες της «αριστερής» παρδαλής ασυνεννοησίας για επαναπρόσληψη όλων των απολυμένων του Δημοσίου!
Τέσσερις μήνες τώρα η καινούργια κυβέρνηση δείχνει να παραπαίει ανάμεσα στην άσκηση πολιτικής και στο κυνηγητό τού εντυπωσιασμού συγχέοντας την πολιτική με τις επιδόσεις σε πυκνότητα τηλεοπτικών εμφανίσεων. Παράλληλα όμως, έστω και μέσα από πολλές αστοχίες και παιδαριώδεις συγχύσεις, συνέβαλε στο να έρθουν στο φως και να συνειδητοποιηθούν δυο πολύ σημαντικά δεδομένα: Το πρώτο, ότι η στρατηγική των δανειστών είναι άτεγκτα αποφασισμένη να αντιμετωπίσει την Ελλάδα με τους όρους που έχει επιβάλει ο παγκοσμιοποιημένος ολοκληρωτισμός της δικτατορίας των «Αγορών». Και το δεύτερο, ότι η ελλαδική «Αριστερά» δεν θα διανοηθεί ποτέ να καταλύσει το πελατειακό κράτος της σοσιαλ-Δεξιάς.
Μακάρι η διάγνωση να είναι εσφαλμένη.
Σήμερα οι δανειστές της Ελλάδας επιβάλλουν στην καταχρεωμένη χώρα μας, εκβιαστικά, τον οικονομισμό. Και οι ελλαδικές κυβερνήσεις (τόσο του σοσιαλ-δεξιού αχταρμά της ντροπής, που προηγήθηκε, όσο και της αριστερο-παρδαλής ασυνεννοησίας που ακολούθησε) πειθαρχούν στον εκβιαστικό οικονομισμό άτσαλα, σπασμωδικά, αυτοσχεδιάζοντας. Αποτέλεσμα: Πέντε χρόνια τώρα, εφιαλτικά τα μεγέθη της ανεργίας, γκανγκστερική ατίμωση των συμβολαίων που είχε υπογράψει το κράτος με τους λειτουργούς του (εν ενεργεία ή σε σύνταξη), διάλυση των υπηρεσιών υγείας και νοσοκομείων, ανυπαρξία επιστημονικής έρευνας, μηδενισμός των εξοπλιστικών προϋποθέσεων εθνικής άμυνας, και μύρια ανάλογα. Θυσίες εξωφρενικές, μόνο για να επιτευχθούν εκείνοι οι δείκτες οικονομικών μεγεθών, που θα πείθουν τους δανειστές για τη σίγουρη επανάκτηση των χρημάτων τους.
Οταν μια χώρα φτάνει στη χρεοκοπία (από ξέφρενες σπατάλες του πολιτικού της προσωπικού στον βωμό της συντήρησης του πελατειακού κράτους) η υγιής (δηλαδή λογική) στάση είναι να κηρύξει αδυναμία πληρωμών προς τους δανειστές της. Το ρίσκο στην περίπτωση αυτή είναι να χάσει, για κάποιο διάστημα, πηγές δανεισμού. Και η ευκαιρία είναι να ξαναστήσει, από την αρχή, την οικονομία της σε στέρεες, υγιείς βάσεις. Στοιχειώδης προϋπόθεση για την υγιή - λογική στάση είναι να λειτουργήσει νέμεσις: Να τιμωρηθούν με δήμευση περιουσίας οι αυτουργοί του κακουργήματος της εξωφρενικής δανειοληψίας. Και να αναζητήσουν οι πολίτες καινούργιους πολιτικούς ηγέτες, ικανούς να λειτουργήσουν ως κοινωνικοί αναμορφωτές.
Η υγιής λύση δεν προκρίθηκε στην περίπτωση της Ελλάδας. Την κρίσιμη ώρα ο πρωθυπουργός ήταν ολίγιστος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διακοσμητικός, οι κοινωνικοί θεσμοί (Δικαιοσύνη, Τοπική Αυτοδιοίκηση, Ενοπλες Δυνάμεις, Ακαδημία Αθηνών, Επισκοπικό Σώμα) ιδιοτελέστατα παραιτημένοι από την ευαισθησία και τις ευθύνες για τα κοινά. Και ταυτόχρονα οι δανειστές είχαν έγκαιρα προνοήσει να κατασφαλίσουν δικαιώματα δήμευσης των «φιλέτων» από την κοινωνική περιουσία των Ελλήνων.
Να μην ξεχνάμε ότι, σε αντίθεση με τους χαυνωμένους από την καταναλωτική υστερία Ελλαδίτες, οι δανειστές ήξεραν πολύ καλά, όταν δάνειζαν, ότι διακινδύνευαν έναν παρανοϊκό υπερδανεισμό – η δανειολήπτης χώρα ήταν αδύνατο, στον αιώνα τον άπαντα, να αποπληρώσει τέτοιο υπέρογκο χρέος. Οπως ήξεραν και ότι, το μεγαλύτερο μέρος του πακτωλού των χρημάτων που δάνειζαν στην Ελλάδα θα επέστρεφε στις δικές τους Τράπεζες, ως προϊόν της καταλήστευσής τους (ωμής λωποδυσίας) από την «άρχουσα» στην Ελλάδα τάξη. Ηξεραν, ακόμα, ότι θα ήταν ευκολότατο να επιβάλουν στους σπιθαμιαίους κυβερνήτες της ελλαδικής μπανανίας συμφωνίες αποπληρωμής του εξωφρενικού χρέους («μνημόνια») που μόνο κάφροι θα τις αποδέχονταν – καθιστούσαν την Ελλάδα κράτος εθελούσια παραιτημένο από την ανεξαρτησία του, με ταπεινωτική, ακραίου εξευτελισμού επιτόπια επιτρόπευση υπουργείων και δημόσιων υπηρεσιών.
Οι σπιθαμιαίοι του σοσιαλ-δεξιού αχταρμά δεν μπορούσαν ούτε καν να διανοηθούν ότι η καταστροφή που συντελέστηκε στη χώρα ήταν και ευκαιρία «επανίδρυσης» του κράτους: Με μοχλό τις απάνθρωπες απαιτήσεις των δανειστών θα μπορούσαν να κατορθωθούν καίρια διαρθρωτικά (κοινωνικής ανασυγκρότησης) επιτεύγματα: Να θεμελιωθεί ριζικά καινούργιο ασφαλιστικό σύστημα (υπήρχε, ως μαγιά, η πρόταση Τάσου Γιαννίτση και αγνοήθηκε). Να επανακριθούν οι στρατιές των πρόωρα ή χαριστικά συνταξιοδοτημένων και των διορισμένων με κομματικά σημειώματα στο Δημόσιο. Να σχεδιαστεί εξ υπαρχής η οργάνωση υπουργείων και κρατικών υπηρεσιών. Να απεξαρτηθεί νομοθετικά ο συνδικαλισμός από τα κόμματα. Να επανελεγχθούν οι υπερβάσεις των συμβάσεων εργοληπτών και προμηθευτών του Δημοσίου τα τελευταία σαράντα χρόνια. Να δημευθούν επίσης περιουσίες για τις χαριστικές επιδοτήσεις και τη διαγραφή χρεών των πολιτικών κομμάτων, των ραδιοτηλεοπτικών συγκροτημάτων, των εταιρειών επαγγελματικού αθλητισμού.
Κοντολογίς: να καταλυθεί το πελατειακό κράτος, κάτι που μόνο σε συνθήκες εξόφθαλμης καταστροφής μπορούσε να επιχειρηθεί. Μόνο με μοχλό τη φρίκη της ανεργίας, την κατοχική εικόνα των μαγαζιών με τα κατεβασμένα ρολά, τις ουρές των πεινασμένων στα συσσίτια της Εκκλησίας, μόνο στο κλίμα αυτού του πανικού θα μπορούσαν τα κόμματα να αρνηθούν για την πελατεία τους τον ρόλο του προαγωγού. Αλλά μαζί με την εφιαλτική συγκυρία, ήταν απαραίτητη προϋπόθεση και η ενεργητική βούληση των κομματαρχών να αποδουλωθούν από τη φαυλότητα και τη λαμογιά. Να φιλοδοξήσουν τη σωτηρία από τον επονείδιστο στιγματισμό που θα συνοδεύει το όνομά τους, αιώνες αιώνων, στις σελίδες της Ιστορίας.
Φυσικά και δεν είχαν ούτε την αρετή ούτε την τόλμη για τέτοιο ανδραγάθημα. Κάποια στιγμή, μπροστά σε καινούργια απαίτηση των δανειστών για παραπέρα μείωση μισθών και συντάξεων, η σοσιαλ-δεξιά κυβέρνηση παραιτήθηκε, κατεσπευσμένα, προκηρύσσοντας εκλογές. Κεντρικός άξονας και αυτής της προεκλογικής αντιπαράθεσης δεν ήταν η αντιμετώπιση του δεδομένου εφιάλτη της καταστροφής, αλλά μικρονοϊκές μωρολογίες για «πρωτογενές πλεόνασμα» που «ήδη αλλάζει τη ζωή μας» ή λαϊκίστικες επαγγελίες της «αριστερής» παρδαλής ασυνεννοησίας για επαναπρόσληψη όλων των απολυμένων του Δημοσίου!
Τέσσερις μήνες τώρα η καινούργια κυβέρνηση δείχνει να παραπαίει ανάμεσα στην άσκηση πολιτικής και στο κυνηγητό τού εντυπωσιασμού συγχέοντας την πολιτική με τις επιδόσεις σε πυκνότητα τηλεοπτικών εμφανίσεων. Παράλληλα όμως, έστω και μέσα από πολλές αστοχίες και παιδαριώδεις συγχύσεις, συνέβαλε στο να έρθουν στο φως και να συνειδητοποιηθούν δυο πολύ σημαντικά δεδομένα: Το πρώτο, ότι η στρατηγική των δανειστών είναι άτεγκτα αποφασισμένη να αντιμετωπίσει την Ελλάδα με τους όρους που έχει επιβάλει ο παγκοσμιοποιημένος ολοκληρωτισμός της δικτατορίας των «Αγορών». Και το δεύτερο, ότι η ελλαδική «Αριστερά» δεν θα διανοηθεί ποτέ να καταλύσει το πελατειακό κράτος της σοσιαλ-Δεξιάς.
Μακάρι η διάγνωση να είναι εσφαλμένη.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ