Ανθούλα Δανιήλ
http://diastixo.gr/
ν να μην πέρασε ούτε μια μέρα, ο ποιητής πάντα παρών και η μνήμη του καίει όχι μόνο στα βουνά, σαν άκαυτη βάτος, αλλά και στα βιβλία μας και στα χαρτιά μας και στην καρδιά μας. Έχει μιλήσει Ελληνικά, έχει δημιουργήσει τον νέο ελληνικό μύθο, έχει παίξει με το φως στα χέρια του και με τον άνεμο στα μαλλιά του, έχει μεταμορφώσει τον κόσμο μας και έχει διορθώσει την οπτική μας. Μας έχει δώσει όραμα για τον μέλλοντα χρόνο, αυτόν που θα ζήσουμε, αλλά και αυτόν που θα υπάρχει, όταν εμείς δεν θα υπάρχουμε.
Η συμπλήρωση των είκοσι χρόνων από την εκδημία του Οδυσσέα Ελύτη είναι απλώς η αφορμή και όχι η αιτία γι’ αυτό το κείμενο. Η αιτία θα υπάρχει πάντα, άπαξ και εκείνος υπήρξε. Οι μέλλουσες γενιές θα βρίσκουν στην ποίησή του την ελπίδα και την υπερηφάνεια που απαιτείται να έχει ο άνθρωπος στις δύσκολες ώρες για να ζήσει. Προαπαιτούμενα: Να ακούει τη Φύση και να βλέπει την ωραία Κόρη που έρχεται.
Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά
Η ΚΟΡΗ ΠΟΥ ’ΦΕΡΝΕ Ο ΒΟΡΙΑΣ
Σε μεγάλη απόσταση μέσα στην ευωδιά του δυόσμου
Αναλογίστηκα που πάω κι είπα για να μη μ' έχει
του χεριού της η ερημιά να βρω εκκλησάκι να 'χω να
μιλήσω.
Η βοή απ' το πέλαγος μου 'τρωγε σαν την αίγα μαύρο
σωθικό και μου άφηνε άνοιγμα ολοένα πιο καλεστικό
στις Ευτυχίες Όμως τίποτα κανείς
Μόνο πύρωνε τριγύρω της αγριελιάς η μαντοσύνη
Κι όλη στο μάκρος της αφρόσκονης έως ψηλά πά-
νω από το κεφάλι μου η πλαγιά χρησμολογούσε και
σισύριζε με τρεμίσματα μωβ μυριάδες και χερουβικά
εντομάκια Ναι ναι συμφωνούσα οι θάλασσες αυ-
τές θα εκδικηθούνε Μ ι α μ έ ρ α ο ι θ ά λα σ –
σ ε ς α υ τέ ς θ α ε κ δ ι κ η θ ο ύ ν ε
Όπου απάνου κει από τον ερειπιώνα της αποσπα-
σμένη φάνηκε να κερδίζει σε ύψος κι όμορφη που
δε γίνεται άλλο μ' όλα τα χούγια των πουλιών στο
σείσιμό της η κόρη που 'φερνε ο Βοριάς κι εγώ πε-
ρίμενα
Κάθε οργιά πιο μπρος με το που απίθωνε στηθάκι
να του αντισταθεί ο αέρας κι από μια τρομοκρατη-
μένη μέσα μου χαρά που ανέβαινε ως το βλέφαρο να
πεταρίσει
Άι θυμοί κι άι τρέλες της πατρίδας!
Σπούσαν πίσω της αφάνες φως κι άφηναν μες στον
ουρανό κάτι σαν άπιαστα του Παραδείσου σήματα
Πρόκανα μια στιγμή να δω μεγαλωμένη τη διχάλα
των ποδιών κι όλο το μέσα μέρος με το λίγο
ακόμη σάλιο της θαλάσσης Ύστερα μου 'ρθε η μυ-
ρωδιά της όλο φρέσκο ψωμί κι άγρια βουνίσια για-
μπολη
Έσπρωξα τη μικρή ξύλινη πόρτα και άναψα κερί Που
μια ιδέα μου είχε γίνει αθάνατη.
Σε μεγάλη απόσταση μέσα στην ευωδιά του δυόσμου
Αναλογίστηκα που πάω κι είπα για να μη μ' έχει
του χεριού της η ερημιά να βρω εκκλησάκι να 'χω να
μιλήσω.
Η βοή απ' το πέλαγος μου 'τρωγε σαν την αίγα μαύρο
σωθικό και μου άφηνε άνοιγμα ολοένα πιο καλεστικό
στις Ευτυχίες Όμως τίποτα κανείς
Μόνο πύρωνε τριγύρω της αγριελιάς η μαντοσύνη
Κι όλη στο μάκρος της αφρόσκονης έως ψηλά πά-
νω από το κεφάλι μου η πλαγιά χρησμολογούσε και
σισύριζε με τρεμίσματα μωβ μυριάδες και χερουβικά
εντομάκια Ναι ναι συμφωνούσα οι θάλασσες αυ-
τές θα εκδικηθούνε Μ ι α μ έ ρ α ο ι θ ά λα σ –
σ ε ς α υ τέ ς θ α ε κ δ ι κ η θ ο ύ ν ε
Όπου απάνου κει από τον ερειπιώνα της αποσπα-
σμένη φάνηκε να κερδίζει σε ύψος κι όμορφη που
δε γίνεται άλλο μ' όλα τα χούγια των πουλιών στο
σείσιμό της η κόρη που 'φερνε ο Βοριάς κι εγώ πε-
ρίμενα
Κάθε οργιά πιο μπρος με το που απίθωνε στηθάκι
να του αντισταθεί ο αέρας κι από μια τρομοκρατη-
μένη μέσα μου χαρά που ανέβαινε ως το βλέφαρο να
πεταρίσει
Άι θυμοί κι άι τρέλες της πατρίδας!
Σπούσαν πίσω της αφάνες φως κι άφηναν μες στον
ουρανό κάτι σαν άπιαστα του Παραδείσου σήματα
Πρόκανα μια στιγμή να δω μεγαλωμένη τη διχάλα
των ποδιών κι όλο το μέσα μέρος με το λίγο
ακόμη σάλιο της θαλάσσης Ύστερα μου 'ρθε η μυ-
ρωδιά της όλο φρέσκο ψωμί κι άγρια βουνίσια για-
μπολη
Έσπρωξα τη μικρή ξύλινη πόρτα και άναψα κερί Που
μια ιδέα μου είχε γίνει αθάνατη.
Και βέβαια η στιγμή της παρουσίας της Κόρης ανήκει σε αυτές που λέμε αποκαλυπτικές στιγμές, στις στιγμές δηλαδή που έχουμε Θεοφάνεια, εμφάνιση Θεού· πάντα μέσα στο φως το ελληνικό, το φως το εκτυφλωτικό, το σαν «αφάνες» διάχυτο. Αρχαία ελληνική η κληρονομιά του Ελύτη, αλλά και βυζαντινή. Μέσα στο φως τελούνται τα μυστήρια και μέσα στο φως γίνεται η Μεταμόρφωση και η Ανάληψη του Χριστού και όχι μόνο.
Σε μια ερημιά, σε μια πλαγιά, πλάι στη θάλασσα, ο ποιητής σαν ερημίτης περιμένει. Αντίδοτο στην ερημιά του είναι ένα εκκλησάκι, σαν να είναι ο Θεός συντροφιά του και για να μην τον «έχει του χεριού της η ερημιά». Η ευωδιά του δυόσμου από μακριά και η πελαγίσια βουή κοντά προετοιμάζουν το τοπίο για το θαύμα, ενώ ο λόγος του ανέμου του «’τρωγε σαν την αίγα μαύρο σωθικό». Λόγος επαναλαμβανόμενος (που σαν την αίγα αναμασά) έρχεται σαν χρησμός, υποδηλώνοντας την έγνοια που τον τρώει. Αυτός που ανοίγει μέσα του το μεγάλο κενό, το «καλεστικό στις Ευτυχίες». Το κενό αυτό πρέπει να γεμίσει. Ωστόσο δεν υπάρχει κανείς, πουθενά. Αισθάνεται όμως ότι «πύρωνε» το τοπίο της «αγριελιάς η μαντοσύνη». Και όσο η θερμοκρασία του ανέβαινε τόσο οι ενδείξεις προετοίμαζαν την εμφάνιση αυτού που επρόκειτο να συμβεί και εκείνος περίμενε.
Τοπίο πλάι στη θάλασσα με άνεμο που λυσσομανά, σηκώνει τους αφρούς από τα νερά ψηλά και η «αφρόσκονη» απλώνεται σε όλο το μήκος της παραλίας σαν μια άλλη διάσταση του φωτός. Σε λίγο θα το αποκαλέσει «αφάνες φως» που «χρησμολογούσε» και «σισύριζε». Σ’ αυτή την αναστατωμένη φύση, με αρχιερέα τον άνεμο, τελείται ένα μυστήριο. Στο τελετουργικό συμμετέχουν τα λουλουδάκια της πλαγιάς σαν χερουβικά. Αέρας, μυρωδιές, φως, νερά, ήχοι, όλα σε γόνιμη ανταπόκριση. Κι εδώ βρίσκει την εφαρμογή του ο στίχος του Baudelaire «lesparfumslescouleursetlessonsserespondent». Η φύση όλη περιμένει, με μοναδικό θεατή και μύστη τον ποιητή.
«Ναι ναι οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε». Αυτό, λοιπόν, είναι το μήνυμα. Αυτό χρησμολογούσε ο άνεμος. Η διπλή κατάφαση «Ναι ναι» σημαίνει ότι ο ποιητής κατάλαβε. Οι «θάλασσες… θα εκδικηθούνε». Όμως το ρήμα δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίσει. Η εκδίκηση της θάλασσας είναι νίκη της ζωής.
Το ποίημα μάς προδιαθέτει για ένα σύμπαν έτοιμο να γεννήσει και να γεννηθεί. Μας προετοιμάζει για ένα θαύμα, και να ’το: Εκείνη!
Όπου απάνου κει από τον ερειπιώνα της αποσπα-
σμένη φάνηκε να κερδίζει σε ύψος κι όμορφη που
δε γίνεται άλλο μ' όλα τα χούγια των πουλιών στο
σείσιμό της η κόρη που 'φερνε ο Βοριάς κι εγώ πε-
ρίμενα
σμένη φάνηκε να κερδίζει σε ύψος κι όμορφη που
δε γίνεται άλλο μ' όλα τα χούγια των πουλιών στο
σείσιμό της η κόρη που 'φερνε ο Βοριάς κι εγώ πε-
ρίμενα
Και δεν μας διαφεύγει, βέβαια, η σολωμική καταγωγή της. Εκείνη που αποσπάστηκε σαν από τοιχογραφία από τον «ερειπιώνα» και, όσο πλησιάζει, «κερδίζει σε ύψος» και γίνεται τεράστια και είναι όμορφη, «μ’ όλα τα χούγια των πουλιών στο σείσιμό της». «Η κόρη που ‘φερνε ο βοριάς κι εγώ περίμενα». Αυτή η θεά-Ποίηση. Αυτήν περίμενε. Σε κάθε βήμα της με το «στηθάκι» της προωθημένο στον αέρα εκείνος μέσα του έτρεμε από χαρά και φόβο που έκανε τα βλέφαρα να πεταρίζουν. Δεν πρέπει να μας διαφύγει και η τυπογραφική μορφή του ποιήματος με τα μεγάλα κενά, εκεί που ο ποιητής, μένει άναυδος από συγκίνηση, μπροστά στο θέαμα και υπό την επίδραση της ψυχικής αγωνίας που τον διακατέχει.
«Άι θυμοί και άι τρέλες της πατρίδας». Τώρα ο ποιητής παίρνει ανάσα. Η ενθουσιαστική του αναφώνηση περιλαμβάνει το τοπίο και τον άνθρωπο σε πλήρη συμφωνία. Είναι μια διαπίστωση που έχει κάνει από παλιά. Τα φαινόμενα της Φύσης αναλογούν στα φαινόμενα του πνεύματος. Εκεί παίζεται το παιχνίδι του θαύματος, της μεταφυσικής παρουσίας της Ανεμόεσσας Κόρης. Τον «θυμό» πρέπει να τον δούμε με την αρχική του σημασία. Διάθεση για δημιουργία, γι’ αυτό και οι «τρέλες». Τρελός και πεισματάρης ο Έλληνας, όπως στο «τρελοβάπορό» του, η Ελλάδα που μες στα όλα ταξιδεύει.
Στην εικαστική σύνθεση που στήνει ο ποιητής μπροστά στα μάτια μας, τον ζωντανό πίνακα, όπου όλα είναι εμψυχωμένα, αναπνέουν και μιλούν, με τις «αφάνες φως» που «σπούσαν πίσω της» σαν «άπιαστα του Παραδείσου σήματα», δημιουργεί εικόνα εκεί που δεν υπήρχε τίποτα παρά μόνο ερημιά. Και είναι εδώ που βρίσκει τη σημασία της η φράση «Το εκ του μη όντος ον λογαριάζει» (Εκ του πλησίον, σ. 24). Η δημιουργία από το τίποτα κι ας λέει ο Σαίξπηρ, nothing comes from nothing. Για τον καλλιτέχνη αυτό το «τίποτα» είναι σαν το «ούτις» του Ομήρου. Υπάρχει πίσω του Θεός Δημιουργός.
Και βέβαια η στιγμή της παρουσίας της Κόρης ανήκει σε αυτές που λέμε αποκαλυπτικές στιγμές, στις στιγμές δηλαδή που έχουμε Θεοφάνεια, εμφάνιση Θεού· πάντα μέσα στο φως το ελληνικό, το φως το εκτυφλωτικό, το σαν «αφάνες» διάχυτο. Αρχαία ελληνική η κληρονομιά του Ελύτη, αλλά και βυζαντινή. Μέσα στο φως τελούνται τα μυστήρια και μέσα στο φως γίνεται η Μεταμόρφωση και η Ανάληψη του Χριστού και όχι μόνο. Τα περιστατικά είναι πολλά και το φως-ο ήλιος πρωταγωνιστεί στο τοπίο, όπως και στο πνεύμα. Παίζει στο πνεύμα τον ίδιο ρόλο που παίζει και στη φύση, λέει ο ποιητής.
Επανερχόμαστε: ο ερημίτης περιμένει στην ερημιά τη Θεά, όπως κάθε παραδοσιακός ερημίτης το Θεό. Η φύση τού μιλάει με το φως, τα λουλούδια, τον αέρα, την αφρόσκονη. («Η γη μιλάει κι ακούγεται απ’ το ρίγος των ματιών», έλεγε στο XVIII, Ήλιος ο Πρώτος). Είναι αυτό το βλεφάρισμα από την έκπληξη με το θεϊκό συναπάντημα.
Η φύση εγκυμονεί το θαύμα και ο ποιητής αγωνιά. Κι εδώ μια μικρή λεπτομέρεια είναι που θα τον κάνει να αρπάξει τη στιγμή. Καθώς η Κόρη έρχεται, ψηλή, μεγαλοπρεπής, ηγεμονική, τον προσπερνάει και περνώντας από πάνω του θα προλάβει να δει τη «διχάλα» υγρή «με το λίγο ακόμη σάλιο της θαλάσσης». Εκεί βρίσκεται η «προέλευση του κόσμου», όπως είχε δείξει ο Γκουστάβ Κουρμπέ και όπως «εικαστικά» το επιχειρεί ο Ελύτης πάλι στην «Σπουδή Γυμνού». Από εκεί γεννιέται ο άνθρωπος, και σαν άνθρωπος γεννιέται και το «μήνυμα», η Ποίηση σαν Ευαγγελισμός: «Μου ήρθε η μυρωδιά της όλο φρέσκο ψωμί κι άγρια βουνίσια γιάμπολη». Ποίηση σαν ψωμί φρέσκο και άρωμα από άγριο βουνό.
Ο ποιητής ξαναείδε παρεμφερώς στα Τρία Ποιήματα με σημαία ευκαιρίας («Ο κήπος βλέπει», 6) την
μόνη
μία
Κόρη
γυαλιστερή σαν όστρακο
να κατεβαίνει φέρνοντας τον άνεμο
σ' ένα πανέρι.
μία
Κόρη
γυαλιστερή σαν όστρακο
να κατεβαίνει φέρνοντας τον άνεμο
σ' ένα πανέρι.
Σ’ αυτούς τους στίχους αντιστοιχεί η συνεικόνα με τον τίτλο, «Κόρη στο γυαλί». Η Κόρη κατεβαίνει από ψηλά, κλεισμένη σε μια γυάλινη κάψουλα, σαν αβγό, πάνω από μια αφρισμένη θάλασσα. Στη συνεικόνα «Το μήνυμα» μια άλλη Κόρη κατεβαίνει σαν άγγελος μέσα σε ένα κοχύλι με φτερά από κοχύλια, ενώ κάτω στη γη γυρίζουν άπειροι ανεμόμυλοι. Η αναλογία είναι προφανής. Αλλά και το «πανέρι» που είναι γεμάτο άνεμο, μας οδηγεί στα κορίτσια που έχουν στα πανέρια τους τα φώτα («Τρελή ροδιά») και αυτή είναι μια ακόμη αναλογία, όπου τα ελυτικά σύμβολα μαίνονται σε μια πανδαισία φωτός και ανέμου που συλλειτουργούν για να φέρουν το μήνυμα. Η Ποίηση είναι το μήνυμα, η Ποίηση που έρχεται σαν θεϊκό δώρο, από τον ουρανό, σαν μάνα, σ’ αυτόν που περιμένει. Στο ποίημα που επεξεργαζόμαστε, στον ποιητικό Ευαγγελισμό που παρακολουθούμε, ο ποιητής δίνει στον άνεμο το ρόλο του αρχαγγέλου και τον κρίνο στο «φρέσκο ψωμί» και την «άγρια βουνίσια γιάμπολη». Υπάρχει και εκείνο το «Χαίρε Κεχαριτωμένε» στον Μικρό ναυτίλο (ΧVII) που βοηθάει τη σκέψη μας να γλιστρήσει.
Ο επίλογος ευχαριστήριος: έσπρωξε την ξύλινη πόρτα, μπήκε στο εκκλησάκι, άναψε κερί, γιατί μια ιδέα του «είχε γίνει αθάνατη». Η ποίηση είναι αθάνατη.
Ο Οδυσσέας Ελύτης είναι πάντα παρών. Είκοσι χρόνια πέρασαν, σαν να μην πέρασαν. Είναι ο ποιητής που έχει γεννήσει τη δική του γενιά και θα εξακολουθεί να γονιμοποιεί τις επερχόμενες. Σαν Αρχάγγελος διασκελίζει την Ελλάδα από ψηλά, στέλνοντας το μήνυμά του από γαλάζιο του φως σε γλώσσα Ελληνική.
Η προσμονή, εκείνο το «στήνω καρτέρι», είναι κάτι στο οποίο ο ποιητής διαρκώς επιστρέφει. Άλλοτε δικαιώνεται, άλλοτε όχι. Αυτή τη φορά δικαιώθηκε. «Η Κόρη που ’φερνε ο Βοριάς» είναι ποίημα «τολμηρό» σαν σύλληψη και αποκαλυπτικό. Θυμίζει την φεγγαροντυμένη του Σολωμού, αλλά και την άλλη, την Πατρίδα: «Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα δεν είδα», την οποία σε ελυτική παραλλαγή έχουμε ξαναδεί και στο Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου(«Τρίτη, 7β»):
ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ ΤΗΝ ΕΙΔΑ να ’ρχεται κατ’ απάνω μου. Φο-
ρούσε παπούτσια πάνινα και προχωρούσε αλαφρή κι
ασπρόμαυρη. Ως κι ο σκύλος πίσω της, βουτούσε ως τα
μισά μέσα στο μαύρο.
ρούσε παπούτσια πάνινα και προχωρούσε αλαφρή κι
ασπρόμαυρη. Ως κι ο σκύλος πίσω της, βουτούσε ως τα
μισά μέσα στο μαύρο.
Γέρασα να περιμένω αλήθεια..
Κι είναι τώρα πολύ αργά για να καταλάβω πως όσο
εκείνη προχωρούσε, τόσο το κενό μεγάλωνε, κι ότι δεν
επρόκειτο να συναντηθούμε ποτέ.
Παραλλαγή της ιδέας έχουμε και στο ποίημα «Ελυτόνησος» από τα Ετεροθαλή:
Το Θεό τον έπιανες μες στον αέρα
Μύριζε μέλισσα και χθεσινή βροχή βουνού
Μια στιγμή τραγουδώντας από δίπλα σου περνούσε κείνη που είχες δει
Στον κήπο με τις αυταπάτες και όμως ούτε που άγγιζες.
Κι είναι τώρα πολύ αργά για να καταλάβω πως όσο
εκείνη προχωρούσε, τόσο το κενό μεγάλωνε, κι ότι δεν
επρόκειτο να συναντηθούμε ποτέ.
Παραλλαγή της ιδέας έχουμε και στο ποίημα «Ελυτόνησος» από τα Ετεροθαλή:
Το Θεό τον έπιανες μες στον αέρα
Μύριζε μέλισσα και χθεσινή βροχή βουνού
Μια στιγμή τραγουδώντας από δίπλα σου περνούσε κείνη που είχες δει
Στον κήπο με τις αυταπάτες και όμως ούτε που άγγιζες.
Προσπερνώντας τον Άγγελο Σικελιανό που παρεμφερώς οραματίζεται την ίδια Κόρη («Μήτηρ Θεού», ΙV):
«Είπα: «Αδερφή»! και κατ’ αυτή να τηνε σφίξω ορμούσα·
Μα κείνη ήταν ανέγγιχτη κι αζύγωτη ως η Μούσα»
Μα κείνη ήταν ανέγγιχτη κι αζύγωτη ως η Μούσα»
Ανατρέχοντας στον Baudelaire που κάπως ανάλογα εκφράστηκε επίσης:
Ailleurs, bien loin d'ici ! trop tard ! jamais peut-être !
Car j'ignore où tu fuis, tu ne sais où je vais,
Ô toi que j'eusse aimée, ô toi qui le savais !
Car j'ignore où tu fuis, tu ne sais où je vais,
Ô toi que j'eusse aimée, ô toi qui le savais !
επιστρέφουμε στα ελυτικά ποιητικά ύδατα. Ο ποιητής έχει βρει τη θέση του στον κόσμο, έχει επινοήσει τον προσωπικό του μύθο, έχει δώσει τις συντεταγμένες του με σαφήνεια, σ’ ένα κόσμο κατάσπαρτο από νύξεις: «ΈΧΩ ΣΥΛΛΑΒΕΙ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΜΟΥ κάπου, ανάμεσα σε μια θάλασσα που ξεπροβάλλει από το ασβεστοχρισμένο τοιχάκι μιας εκκλησιάς και σ’ ένα κορίτσι ξυπόλυτο που του σηκώνει ο άνεμος το ρούχο, μια στιγμή τύχης που αγωνίζομαι να αιχμαλωτίσω και της στήνω καρτέρι με λόγια ελληνικά. (Ανοιχτά Χαρτιά, «Πρώτα-Πρώτα», σελ. 35-36).
Ο Οδυσσέας Ελύτης είναι πάντα παρών. Είκοσι χρόνια πέρασαν, σαν να μην πέρασαν. Είναι ο ποιητής που έχει γεννήσει τη δική του γενιά και θα εξακολουθεί να γονιμοποιεί τις επερχόμενες. Σαν Αρχάγγελος διασκελίζει την Ελλάδα από ψηλά, στέλνοντας το μήνυμά του από γαλάζιο του φως σε γλώσσα Ελληνική. Πήρε τη σκυτάλη από μια μακρά σειρά ποιητών, συνεχίζοντας τον αγώνα δρόμου που ξεκίνησε κάποτε για το αεί μέλλον στις αμμουδιές του Ομήρου.