Το International Hellenic Association, ένας μη κομματικός, μη κερδοσκοπικός οργανισμός με έδρα το Delaware των Ηνωμένων Πολιτειών και μέλη κυρίως Ακαδημαϊκούς (3.000 περίπου) από ολόκληρο τον κόσμο, συνέταξε ένα εξαιρετικό κείμενο στην Αγγλική γλώσσα για την επιθετικότητα και την ακραία συμπεριφορά της Τουρκίας στις διεθνείς σχέσεις της.
Το κείμενο της επιστολής στην Αγγλική γλώσσα απευθύνεται στον Πρόεδρο και τον Υπουργό των Εξωτερικών των ΗΠΑ, τον Ειδικό Μεσολαβητή του ΟΗΕ μεταξύ Ελλάδος και Σκοπίων, τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, τα κράτη – μέλη του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον Πρόεδρο της Ευρωβουλής, τον Γ.Γ. του ΝΑΤΟ καθώς και τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Στην Ελλάδα η επιστολή απευθύνεται στον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, τον Πρωθυπουργό, τον Υπουργό Εξωτερικών, τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας, τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ και κοινοποιείται στον Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, στους αρχηγούς όλων των πολιτικών κομμάτων καθώς και σε όλα τα μέλη του Ελληνικού Κοινοβουλίου.
Στην Κύπρο η επιστολή απευθύνεται στον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας και κοινοποιείται σε όλα τα μέλη του Κυπριακού Κοινοβουλίου. Το κείμενο της επιστολής στην Ελληνική γλώσσα έχει ως εξής:
Όλος ο κόσμος παρακολουθεί έκπληκτος αφ’ ενός τις “γκαγκστερικές” ενέργειες της Τουρκίας σε ξένα χωρικά ύδατα, αφ’ ετέρου, την υποτονική αντίδραση των κυβερνήσεων διαφόρων κρατών καθώς και Διεθνών Οργανισμών των οποίων η αποστολή είναι η διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης.
Οι Τουρκικές δυνάμεις παραβιάζουν τα Ελληνικά χωρικά ύδατα και τον Ελληνικό εναέριο χώρο σχεδόν σε καθημερινή βάση εδώ και πολλά χρόνια. Αυτή η κατάσταση, που σπάνια προβάλλεται στα διεθνή δελτία ειδήσεων, έχει οδηγήσει τους εκτός Ελλάδος δημοσιογράφους να αναφέρονται συχνά σε ορισμένα Ελληνικά νησιά του Αιγαίου σαν «νησιά αμφισβητούμενα μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας».
Τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχουν καθοριστεί από την διεθνή Συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923), την οποία έχει υπογράψει και η Τουρκία (https://wwi.lib.byu.edu/ index.php/Treaty_of_Lausanne), από τις Ιταλο-Τουρκικές συμφωνίες του 1932 και από την Συνθήκη των Παρισίων του 1947, η οποία αναγνώρισε τα νησιά του Αιγαίου ως Ελληνική επικράτεια. Συνεπώς, δεν υπάρχουν «αμφισβητούμενα νησιά». Τα Ελληνικά νησιά είναι αμφισβητούμενα μόνο στα μάτια της Τουρκικής κυβέρνησης. Η Ελλάδα πάντοτε απαντά στις Τουρκικές προκλήσεις προσπαθώντας να αποκλιμακώσει τις εκάστοτε εντάσεις.
Πρόσφατα, οι Τουρκικές απειλές εναντίον της Ελλάδας έφθασαν σε πολύ επικίνδυνο επίπεδο. Ο Πρόεδρος Ερντογάν δήλωσε ότι η Τουρκία «έδωσε» τα νησιά το οποία «ήταν δικά μας» και τα οποία «βρίσκονται τόσο κοντά μας που ακούμε τις φωνές» (https://www. gatestoneinstitute.org/11954/ turkey-threats-greek-islands).
Ελπίδα για δημοκρατική αλλαγή στην Τουρκική κυβέρνηση και μείωση της επιθετικότητας, δεν υπάρχει, καθώς το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (το Δημοκρατικό Κόμμα του Λαού) υπόσχεται στους Τούρκους περισσότερη επιθετικότητα εναντίον της Ελλάδος και γρήγορη επέκταση των Τουρκικών συνόρων.
Στις 12 Φεβρουαρίου του 2018, εντός των Ελληνικών χωρικών υδάτων, ανατολικά της Ελληνικής νήσου των Ιμίων, ακταιωρός της Τουρκικής ακτοφυλακής επιχείρησε τον εμβολισμό στάσιμου Ελληνικού σκάφους της ακτοφυλακής στο πλευρό, προφανώς με σκοπό να το διαμελίσει, παραβιάζοντας τους διεθνείς κανόνες αποφυγής συγκρούσεων. Το σκάφος της Ελληνικής ακτοφυλακής απέφυγε την σύγκρουση την τελευταία στιγμή μετά από κατάλληλο ελιγμό, αλλά κτυπήθηκε στην πρύμνη και έπαθε εκτεταμένες ζημίες.
Επρόκειτο αναμφίβολα για εγκληματική ενέργεια και προφανώς ο Τούρκος καπετάνιος δεν έδρασε αυτόβουλα, αλλά ακολουθούσε μάλλον εντολές. Η «απάντηση» από τους οργανισμούς που εκπροσωπούν τη διεθνή κοινότητα ήταν όπως πάντα: «και οι δύο πλευρές πρέπει να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση και να αποκλιμακώσουν την ένταση». Είναι αυτή η δέουσα απάντηση, όταν η ένταση προκαλείται μόνο από τη μία πλευρά;
Είναι δυνατόν να αναμένεται συμμόρφωση της τουρκικής πλευράς προς το Διεθνές Δίκαιο, όταν οι οργανισμοί που υπερασπίζονται την παγκόσμια ειρήνη δεν τολμούν να πουν στην Τουρκία «πρέπει να σταματήσεις, ειδάλλως…»; Η κατάσταση γίνεται ακόμη και ειρωνική, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι και οι δύο χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, είναι μέλη του ΝΑΤΟ, μιας συμμαχίας που αποσκοπεί στην υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας των μελών της.
Ακόμη πιο παράδοξο είναι αυτό που συμβαίνει στην Κύπρο. Στις 9 Φεβρουαρίου 2018, Τουρκικά στρατιωτικά πλοία εισέβαλαν στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) της Κυπριακής Δημοκρατίας και παρεμπόδισαν το Ιταλικό πλωτό γεωτρύπανο Saipem 12000 της Ιταλικής πετρελαϊκής εταιρίας ΕΝΙ (Italian Energy Company – Ente Nazionale Idrocarburi), το οποίο βρισκόταν καθ΄οδόν προς το οικόπεδο 3 της Κυπριακής ΑΟΖ για εξερεύνηση υδρογονανθράκων.
Ως αποτέλεσμα, το Saipem 12000 εγκατέλειψε τα χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τα Ηνωμένα Έθνη και το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν καταδίκασαν αυτή τη νέα Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, πράγμα που θα έπρεπε να είχαν κάνει καθώς είναι το προπύργιο της προστασίας των κυριαρχικών δικαιωμάτων των κρατών μελών τους.
Οι Τουρκικές ενέργειες καταδικάστηκαν από την Ιταλική κυβέρνηση, την Ευρωπαϊκή Ένωση (αν και όχι όσο έπρεπε, απλά καλώντας την Τουρκία να αποφεύγει την δημιουργία κρίσιμων καταστάσεων), και βέβαια από την κυβέρνηση της Κύπρου. Η υποτονική αντίδραση της Διεθνούς Κοινότητας φαίνεται πως ακολούθησε το παράδειγμα του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο είναι από τις λεγόμενες εγγυήτριες δυνάμεις της Κυπριακής Δημοκρατίας και όφειλε να καταδικάσει την Τουρκία με τους πλέον υψηλούς τόνους. Η Ελληνική Κοινότητα του Ηνωμένου Βασιλείου έχει ξεκινήσει ηλεκτρονική εκστρατεία καλώντας την Βρετανική κυβέρνηση να αντιδράσει όπως αρμόζει, και, ήδη, πάνω από 3000 διαμαρτυρίες έχουν φθάσει ηλεκτρονικά στο Βρετανικό Υπ. Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας, από τις 23 Φεβρουαρίου (2018) που ξεκίνησε η εκστρατεία. Η αποτυχία της Διεθνούς Κοινότητας να αντιδράσει αποτελεσματικά, επέτρεψε στην Τουρκία να μπλοκάρει την έρευνα υδρογονανθράκων.
Νέες έρευνες αναμένονται να ξεκινήσουν εντός των προσεχών ημερών από την Αμερικανική εταιρεία ExonMobil στο οικόπεδο 10 της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η Τουρκία είναι η μόνη χώρα-μέλος των Ηνωμένων Εθνών η οποία δεν αναγνωρίζει την Κύπρο ως ανεξάρτητη χώρα και μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης· επί πλέον, η Τουρκία δεν έχει υπογράψει την Σύμβαση της Θάλασσας των Ηνωμένων Εθνών, την οποία η Κύπρος έχει υπογράψει και επικυρώσει.
Εν μέρει, το bullying που ασκεί η Τουρκία στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει να κάνει με το γεγονός ότι Τουρκικά στρατεύματα ακόμα κρατούν υπό κατοχή το βόρειο μέρος του νησιού, μετά από τις δύο παράνομες εισβολές της Τουρκίας στις 20 Ιουλίου και 14 Αυγούστου 1974, μια κατοχή που υποτίθεται προκάλεσε η δικτατορία που κυβερνούσε την Ελλάδα τότε, υπό παράξενες συνθήκες τις οποίες κάποιοι χαρακτηρίζουν απλοποιημένα με τη φράση «Έλληνες εθνικιστές έκαναν πραξικόπημα, με στόχο να ενώσουν την Κύπρο με την Ελλάδα». Η ιστορική αλήθεια, όμως, έχει αποδεσμευθεί από το Βρετανικό Εθνικό Αρχείο, επιβεβαιώνοντας την συμπαιγνία μεταξύ Τουρκίας και Ηνωμένου Βασιλείου· η Βρετανία άφησε την Τουρκία να εισβάλει με στόχο την διχοτόμηση της Κυπριακής Δημοκρατίας σε «δύο συνιστώντα κράτη», ένα σχέδιο των Βρετανών που ξεκίνησε από το 1956/57, επανασχεδιάστηκε από τις 3 Ιανουαρίου 1964 μεταξύ Βρετανών και Τούρκων και εκτελέστηκε τελικά το 1974.
Στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις του περασμένου Ιουλίου (2017) για επανένωση της νήσου με το βόρειο κατεχόμενο μέρος, ο πρόεδρος της Κύπρου κ. Αναστασιάδης προέβη σε μεγάλες παραχωρήσεις για διαμοιρασμό της εξουσίας μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων της Κύπρου (υπό τη μορφή δύο «συνιστώντων κρατών»). Παρόλα ταύτα η τουρκική κυβέρνηση απέρριψε τα πάντα και επέμενε στο αίτημα της να διατηρήσει τουρκικά στρατεύματα στο «Τουρκικό συνιστών κράτος» και μετά τη «λύση», καθώς επίσης να διατηρήσει τα εγγυητικά της δικαιώματα σύμφωνα με την Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960 την οποία τόσο η Κυπριακή Κυβέρνηση όσο και η Κυβέρνηση της Ελλάδας ζητούν να ακυρωθεί (οι τρείς εγγυήτριες δυνάμεις βάση της Συνθήκης Εγγυήσεως του 1960 ήσαν το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ελλάδα και η Τουρκία).
Αλήθεια, ποίος έχων σώας τας φρένας, και γνωρίζοντας την επιθετικότητα της Τουρκίας σε όλα τα μέτωπα, θα έδιδε σ΄αυτήν την χώρα το δικαίωμα να επεμβαίνει νόμιμα και στρατιωτικώς στην Κύπρο όποτε εκείνη θεωρεί αναγκαίο; Υπογραφή σε μια τέτοια συμφωνία δεν διαφέρει από υπογραφή για το τέλος της ανεξαρτησίας της Κύπρου.
Σ’ αυτό το κλίμα εκφοβισμού και επιθετικότητας εκ μέρους της Τουρκίας, την 1η Μαρτίου (2018) δύο Έλληνες στρατιωτικοί (ανθυπολοχαγός και ΕΠΟΠ λοχίας) συνελήφθησαν από Τουρκική περίπολο κατά τη διάρκεια περιπολίας στις Καστανιές του Έβρου και τώρα κρατούνται φυλακισμένοι στις φυλακές υψίστης ασφαλείας της Αδριανούπολης. Υποτίθεται ότι η Ελληνική περίπολος έχασε τον δρόμο της λόγω κακών καιρικών συνθηκών και βρέθηκε 253 μέτρα μέσα στην Τουρκική επικράτεια· ωστόσο, το ενδεχόμενο της ενέδρας και της προαποφασισμένης σύλληψης ενισχύεται από πολλές ενδείξεις.
Ακόμη όμως και αν πέρασαν τα σύνορα, παρόμοια περιστατικά έχουν σημειωθεί πολλές φορές στο παρελθόν και από τις δύο πλευρές και επιλύθηκαν ειρηνικά. Τί έχει αλλάξει τώρα; Για ποιόν σκοπό έγινε η σύλληψη; Σύμφωνα με τις ειδήσεις, η Τουρκική κοινή γνώμη ικανοποιήθηκε με την σύλληψη και φυλάκιση των Ελλήνων στρατιωτικών, γιατί η Ελλάδα δεν έχει εκδώσει στην Τουρκία οκτώ Τούρκους αξιωματικούς που ζήτησαν άσυλο στην Ελλάδα μετά το πραξικόπημα του 2015 που είχε στόχο την ανατροπή της σημερινής κυβέρνησης της Τουρκίας.
Ας ελπίσουμε η Τουρκική κοινή γνώμη να αντιληφθεί ότι η Ελλάδα δεν έχει τίποτα να κερδίσει, αν δεν εκδώσει τους Τούρκους αξιωματικούς στην Τουρκία. Ωστόσο, οι Ελληνικές αρχές τούς κρατούν στην Ελλάδα ακολουθώντας τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Πολλοί Έλληνες προτιμούν οι Τούρκοι αξιωματικοί να μην εκδοθούν στις Τουρκικές αρχές για λόγους ανθρώπινης αλληλεγγύης και συμπόνιας, καθώς η επιστροφή στην Τουρκία θα σήμαινε εκτέλεση ή ισόβια κάθειρξη. Αντίθετα, όταν οι Τουρκικές αρχές επιτρέψουν στους Έλληνες στρατιωτικούς να επιστρέψουν στην Ελλάδα, οι στρατιωτικοί δεν θα ριχτούν στη φυλακή αλλά στην αγκαλιά των δικών τους. Είναι κατανοητή αυτή η σημαντική διαφορά από την Τουρκική κοινή γνώμη;
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει ένα επί πλέον σοβαρό πρόβλημα αυτή την περίοδο, το θέμα της ονομασίας του νοτίου τμήματος της πρώην Γιουγκοσλαβίας που αποχωρίστηκε όταν η χώρα αυτή διαιρέθηκε σε μικρότερες χώρες το 1990. Όποιος γνωρίζει την ιστορία του «Μακεδονικού ζητήματος» κατανοεί την ανησυχία της Ελλάδας ότι αν ονομασθεί η FYROM « Μακεδονία» ή με οποιοδήποτε όνομα που περιλαμβάνει τη λέξη «Μακεδονία» —όπως Βόρεια ή Νέα Μακεδονία, που όλοι γνωρίζουμε ότι θα καταλήξει σε σκέτο «Μακεδονία»— αυτό θα είναι απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας και θα προκαλεί σύγχυση σχετικά με την ιστορία της αρχαίας Μακεδονίας.
Η τουρκική κυβέρνηση είναι αναμεμειγμένη και σε αυτό το θέμα, με τον πρόεδρο Ερντογάν να δηλώνει ότι δεν θα συμφωνήσει να γίνει δεκτή η FYROM στο ΝΑΤΟ με άλλο όνομα εκτός από το Μακεδονία. Δεν προκαλεί και δεν προβληματίζει αυτό όσους παίρνουν μέρος στις διαπραγματεύσεις για την ονομασία της FYROM και πιέζουν την Ελλάδα να συμφωνήσει στην αποδοχή του ονόματος Μακεδονία;
Οι στενές και φιλικές σχέσεις της Τουρκίας με τη FYROM είναι γνωστές (μπορείτε να διαβάσετε εδώ για «τους αδελφούς του Ερντογάν»: http://greece.greekreporter. com/2016/11/10/turkish- president-defines-turkeys- borders-of-the-heart-as- larger-than-actual-borders/), καθώς περίπου 4% του πληθυσμού της FYROM είναι Τούρκοι και ένα σημαντικό ποσοστό από τους Αλβανούς (που αποτελούν το 35% του πληθυσμού) είναι επίσης μουσουλμάνοι. Οι Τούρκοι της FYROM, μαζί με τους Σλάβους που είναι η πλειοψηφία της χώρας, και μαζί ακόμη με Τούρκους που ζουν στην Τουρκία και δημιουργούν συνδέσμους για υποστήριξη των συμφερόντων της FYROM, αυτοαποκαλούνται «Μακεδόνες» και ισχυρίζονται ότι ομιλούν την «Μακεδονική γλώσσα». Οι αντιπρόσωποι της Διεθνούς Κοινότητας οφείλουν να αναγνωρίσουν το φιάσκο και να υποστηρίξουν την Ελλάδα στο αγώνα της να προστατέψει τη γη και την ιστορία της.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν μακραίωνη ιστορία. Η πανωλεθρία των “βυζαντινών” στρατευμάτων στο Μαντζικέρτ από τους Σελτζούκους Τούρκους (1071) και, κυρίως, η εσωτερική πολιτική παράλυση που ακολούθησε στην Κωνσταντινούπολη, επέτρεψε τη μόνιμη εγκατάσταση των Σελτζούκων στη Μικρά Ασία. Αυτό έφερε ως αποτέλεσμα την σταδιακή υποταγή της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας («Βυζαντινής Αυτοκρατορίας») στους Τούρκους και τη δημιουργία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Πολλά έθνη βίωσαν ιστορικές συγκρούσεις και παρ’ όλ’ αυτά έχουν καταφέρει να ξεπεράσουν το παρελθόν και να οικοδομήσουν σχέσεις εμπιστοσύνης με στόχο την κοινή ευημερία. Η ιστορική συμβίωση δημιουργεί όχι μόνο τριβές αλλά και δεσμούς. Αυτό αντανακλάται στις πολύ καλές εντυπώσεις Ελλήνων τουριστών που επισκέπτονται την Τουρκία και Τούρκων τουριστών που επισκέπτονται την Ελλάδα, καθώς και σε ατομικές φιλίες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Πολλοί Τούρκοι αγοράζουν ακίνητα στην Ελλάδα για να τα έχουν στη διάθεσή τους όχι μόνο για διακοπές, αλλά και για να βρουν καταφύγιο σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά στην Τουρκία. Επιπλέον, Τούρκοι επιχειρηματίες έχουν επενδύσει πολλά χρήματα στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.
Η τουρκική κυβέρνηση πρέπει να εκμεταλλευτεί αυτές τις φιλικές δοσοληψίες προς όφελος και των δύο χωρών αντί να καλλιεργεί εχθρότητα και μίσος. Εντούτοις, μέχρις ότου συμβεί αυτό, οι διεθνείς οργανισμοί που εκπροσωπούν τα δημοκρατικά έθνη που επιδιώκουν την παγκόσμια ειρήνη και ευημερία (ΕΕ, ΟΗΕ, ΝΑΤΟ), πρέπει να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την επιθετική συμπεριφορά της τουρκικής κυβέρνησης, αντί να εγκαταλείψουν την Ελλάδα να αντιμετωπίσει μόνη της την πάνοπλη Τουρκία. Ποιο το όφελος συμμετοχής της Ελλάδας –ή οποιασδήποτε χώρας– σ’ αυτούς τους οργανισμούς, αν δεν παρέχεται υποστήριξη όταν χρειάζεται; Ποιος ο λόγος ύπαρξης αυτών των οργανισμών εάν δεν ανταποκρίνονται στους στόχους που έχουν θέσει;
Καλούμε την Διεθνή Κοινότητα να βοηθήσει την Ελλάδα στις προσπάθειές της να απελευθερώσει τους δύο στρατιωτικούς που κρατούνται άδικα στις φυλακές υψίστης ασφαλείας της Αδριανούπολης. Επίσης, καλούμε την Διεθνή Κοινότητα να σταματήσει την Τουρκία από την παραβίαση διεθνών συνθηκών και νόμων.
Καλούμε την Ελληνική κυβέρνηση και την στρατιωτική ηγεσία να προβούν σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την γρήγορη απελευθέρωση των δύο στρατιωτικών.