Μετά το 1944 η Αργυροκαστρίτικη κλίκα του Ενβέρ Χότζα σε συνεργασία με τα μειονοτικά αλητόπαιδα του βουνού, δηλητηριασμένα φανατικά απ’ την αρρώστια του αιώνα, τον κομμουνισμό, εξαπέλυσε λυσσαλέα επίθεση κατά του ελληνικού στοιχείου, φυλακίζοντας και εκτελώντας τα καλύτερα παιδιά της Βορείου Ηπείρου. Ο Γρηγόρης Λαμποβιτιάδης ήταν ένας εξ αυτών.
Ο πρώην πολιτικός κρατούμενος Νίκος Ζέρης αφηγείται...
«Στις 28 Δεκεμβρίου 1945 συνελήφθη ο οδοντίατρος Γρηγόρης Λαμποβιτιάδης, ο ηρωικός ιερέας Αλέξανδρος Καλούδης από Πρεμετή, ο Κώστας Θάνος δάσκαλος από Γόριτσα, ο Γιάννης Δήμας και η σύζυγός του Καλλιόπη από Λιουγκάρη, ο Μιχάλης Βράνος δάσκαλος από Βουλιαράτες, ο Κώστας Κυριάκος λειτουργούσε νερόμυλο, ο Ιωάννης Ηγουμενίδης γαμπρός του Κυριάκου και ο Βασίλης Ριστάνης από την ελληνική ψηλότερα Πρεμετής. Η Καλλιόπη Δήμα συνελήφθη στο Ραντάνι, ζαλωμένη με ελληνικές εφημερίδες τις οποίες μετέφερε κρυφά στο Αργυρόκαστρο. Με την ίδια ομάδα συνελήφθη ο Βασίλης Σιούκα από Άγιο Νικόλαο και ο Αθανάσιος Νάνο από Άνω Δρόπολη. Μας έκλεισαν απανωτούς στην τότε καθολική εκκλησία της πόλης και το ίδιο απόγευμα μας άρχισαν τα φρικτά βασανιστήρια. Για να σπάσουν το ηθικό μας, μας έκαναν ομαδικά βασανιστήρια. Θυμάμαι τον μέγα βασανιστή των Δροπολιτών τον “Xhemal”, ο οποίος ζητούσε να πιεί αίμα από μας. Επίσης πολύ αυστηρός και με πέτρινη ψυχή ήταν ο Jashar Kasimati, διευθυντής της ασφάλειας του quark. Ο αδικοκρατούμενος Γρηγόρης Λαμποβιτιάδης τυραννίστηκε με μανία από τον δήμιο του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού τον εισαγγελέα Γιώργο Κώτσια. «Θυμάμαι», μας αφηγείται με τρεμάμενη φωνή ο Νίκος Ζέρης, «μια καταραμένη μέρα αφού τον ξεγύμνωσαν, τον έδεσαν από τα γεννητικά του όργανα και τον τραβούσαν στον δεύτερο όροφο της καθολικής εκκλησίας με σκοπό να του αποσπάσουν μαρτυρία και να ενοχοποίησει τους υπόλοιπους συνεργάτες του. Το παλικάρι όμως δεν λύγισε. Το μόνον που έκανε, φώναζε τη μάνα του τη Γιαννούλα και έλεγε: «Είμαστε αθώοι». Ο Γρηγόρης και όλοι εμείς ήμασταν αθώοι, το μόνο «αμάρτημά μας η ελληνική μας καταγωγή» ».
«Θάνατος στον φασισμό
Δυστυχώς οι βασανιστές μας ήταν Έλληνες.
Ο αρχιβασανιστής Γιώργος Κώτσιας, να μη λιώσει ποτέ κάτω από τη γη. Ο Στρατής Παπάς, δήμιος των δημίων. Ο Βασίλης Νάστος, ο Πέτρος Βοδινός, ο Χαράλαμπος Παπάς, ο Γιάννης Πάνος, ο Κώστα Δράζιος από Χλωμό, ο Λίτσης από Δερβιτσάνη, ο Μιλτιάδης Παπάς και άλλοι.
Πολλές φορές οι βασανιστές μας επισκέπτονταν στις φυλακές με τις γυναίκες τους, οι οποίες μας κατηγορούσαν για σκυλάκια των Ελλήνων μοναρχοφασιστών και μας λοιδορούσαν. Ήταν τότε που ο Γρηγόρης Λαμποβιτιάδης είπε το αμίμητο: «Ου σεις με λοιδορείτε, αλλά ο τόπος και ο χρόνος». Στο προαύλιο της εκκλησίας, όταν μας έβγαζαν όλους μαζί, ο οδοντίατρος ήταν εμψυχωτής όλων μας. Μάλιστα σέρναμε και χορούς. Θυμάμαι τον παπά Καλούδη που τραγουδούσε τον Ντελί παπά... Ενώ το Γρηγόρη, έχε γεια καημένε κόσμε, έχε γεια γλυκιά ζωή.
Ήρθε η ώρα της μεγάλης δίκης. Πρόεδρος του στρατοδικείου ο συνταγματάρχης Bexhet Mema από Μπολένα Κουρβελεσίου. Από τους 13, ο Γρηγόρης καταδικάστηκε εις θάνατο. Η δίκη ήταν φαρσοκωμωδία, ενώ συνελήφθγ στην αίθουσα ο δικηγόρος Βασίλης Τζιας που υπερασπιζόταν τον Λαμποβιτιάδη γιατί ήρθε σε αντιδικία με τον κακόφημο εισαγγελέα Γιώργο Κώτσια, αφού κατήγγειλε τα απάνθρωπα βασανιστήρια που έγιναν στον πελάτη του.
Το μόνον που ζήτησε ο θανατοποινίτης πλέον από τους δημίους ήταν να πάρει αγκαλιά τον μικρό γιο του Γιώργο, τον οποίο έσφιξε στην αγκαλιά του και του άφησε υποθήκη: «Όταν μεγαλώσεις, να πάρεις το αίμα μου πίσω».