Προθεσμία για να απολογηθεί την Τετάρτη στον ανακριτή Κέρκυρας πήρε ο νεαρός Αφγανός που κατηγορείται ότι τα ξημερώματα της Κυριακής έριξε από ύψος οκτώ μέτρων στην περιοχή Μουράγια 20χρονη φοιτήτρια στην οποία είχε επιτεθεί για να της πάρει την τσάντα.
Ο 17χρονος Αφγανός, ο οποίος είχε έρθει στην Ελλάδα και ζητούσε πολιτικό άσυλο, ήταν ιδιαίτερα κυνικός στην ομολογία του λέγοντας μάλιστα πώς πίστευε ότι η κοπέλα είναι νεκρή.
«Φοβήθηκα, όταν είδα αμάξι να έρχεται και την πέταξα», είπε σαν να μην έχει συνειδητοποιήσει τι έχει κάνει.
Η 20χρονη, η οποία όπως εξήγησε είχε βγει με συμφοιτητές της και επέστρεφε μόνη στο ξενοδοχείο που μένει, είναι ακόμα σοκαρισμένη.
«Έφυγα μόνη νωρίτερα για να ξυπνήσω νωρίς και να διαβάσω. Είχα φτάσει κοντά στο ξενοδοχείο, όταν είδα τον Αφγανό να έρχεται κατά πάνω μου. Προσπάθησα να περάσω απέναντι, αλλά δεν πρόλαβα. Μου επιτέθηκε για να μου αρπάξει την τσάντα. Αρχικά αντιστάθηκα, αλλά μετά την άφησα. Ακούστηκε ένα αυτοκίνητο και τότε με άρπαξε από την μέση και τα πόδια, με σήκωσε στον αέρα και με πέταξε από το κάγκελο», λέει και συμπληρώνει:
«Κατάλαβα ότι είχε σπάσει το χέρι μου, γιατί κρεμόταν. Κατάφερα να σηκωθώ και φώναξα βοήθεια. Δεν με άκουσαν. Άρχισα να περπατάω πάνω στα χαλίκια και στους βράχους. Ήθελα να ζήσω, να επιβιώσω. Βγήκα στον δρόμο και ζήτησα βοήθεια».
Ο 17χρονος Αφγανός, ο οποίος είχε έρθει στην Ελλάδα και ζητούσε πολιτικό άσυλο, ήταν ιδιαίτερα κυνικός στην ομολογία του λέγοντας μάλιστα πώς πίστευε ότι η κοπέλα είναι νεκρή.
«Φοβήθηκα, όταν είδα αμάξι να έρχεται και την πέταξα», είπε σαν να μην έχει συνειδητοποιήσει τι έχει κάνει.
Η 20χρονη, η οποία όπως εξήγησε είχε βγει με συμφοιτητές της και επέστρεφε μόνη στο ξενοδοχείο που μένει, είναι ακόμα σοκαρισμένη.
«Έφυγα μόνη νωρίτερα για να ξυπνήσω νωρίς και να διαβάσω. Είχα φτάσει κοντά στο ξενοδοχείο, όταν είδα τον Αφγανό να έρχεται κατά πάνω μου. Προσπάθησα να περάσω απέναντι, αλλά δεν πρόλαβα. Μου επιτέθηκε για να μου αρπάξει την τσάντα. Αρχικά αντιστάθηκα, αλλά μετά την άφησα. Ακούστηκε ένα αυτοκίνητο και τότε με άρπαξε από την μέση και τα πόδια, με σήκωσε στον αέρα και με πέταξε από το κάγκελο», λέει και συμπληρώνει:
«Κατάλαβα ότι είχε σπάσει το χέρι μου, γιατί κρεμόταν. Κατάφερα να σηκωθώ και φώναξα βοήθεια. Δεν με άκουσαν. Άρχισα να περπατάω πάνω στα χαλίκια και στους βράχους. Ήθελα να ζήσω, να επιβιώσω. Βγήκα στον δρόμο και ζήτησα βοήθεια».