Αθόρυβα θα περάσει και αυτή η επέτειος από τον θάνατο ενός μεγάλου Έλληνα. Η ιστορική μνήμη του Ελληνικού Λαού τείνει να λησμονήσει μεγάλες μορφές αυτού του τόπου, πρότυπα προσφοράς και αγάπης προς το κοινωνικό σύνολο, ιδανικά για την προβολή και ανάδειξή τους από την πολιτεία ως παράδειγμα στην νέα γενιά.
Οι παρακάτω γραμμές αποτελούν ένα μικρό μνημόσυνο στην μνήμη ενός θεμελιωτή του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους, γιατί μια ένεση ιστορικής μνήμης την θεωρούμε απαραίτητη σήμερα
συμπληρώνονται 112 χρόνια από τον θάνατο του Γεωργίου Αβέρωφ και η εικόνα εγκατάλειψης του τάφου του στο Α’ Νεκροταφείο, κάθε άλλο παρά μεγαλείο, δόξα και υπερηφάνεια αποπνέουν. Έως σήμερα τα απορρίμματα και η χλωρίδα που έχει εμφανιστεί στο μαρμάρινο μαυσωλείο, εξακολουθούν και μολύνουν όχι μόνο το μνημείο αλλά και τον νεκροθάλαμο.
Η εικόνα παραμένει αποκαρδιωτική
Η πίσω πλευρά του μαυσωλείου με αγκάθια και ξερολούλουδα
Στα σκαλοπάτια του νεκροθάλαμου, αγριολούλουδα ,αγριόχορτα και απορρίματα.H πόρτα παραβιασμένη και τα τζάμια σπασμένα.Μια εικόνα που δεν μας τιμά σαν Έλληνες
«Θ/Κ Γ. ΑΒΕΡΩΦ»: «Στο στερέωμα των μεγάλων ευεργετών του έθνους λάμπει ήλιος ανάμεσα σε άστρα, ο Γεώργιος Αβέρωφ. Είναι παράδειγμα φλογερού πατριώτη, αγνού ιδεολόγου, ανθρωπιστή, στην πιο τέλεια έκφραση και οραματιστή. Προσέφερε στον τόπο που γεννήθηκε, εκεί που εργάστηκε στα ξένα και στην πατρίδα, περισσότερα από κάθε άλλον. Ο τίτλος του «μεγάλου ευεργέτου» που η πατρίς ευγνωμονούσα του απένειμε, είναι ταπεινή προσλαλιά μπροστά στο εκπληκτικό και ανεπανάληπτο έργο του.
Ο Γεώργιος ήταν το στερνοπαίδι ανάμεσα από 7 αδέλφια και γεννήθηκε στο Μέτσοβο της Ηπείρου στις 15 Αυγούστου 1818. Ο πατέρας του Μιχάλης και η μητέρα του Ευδοκία, καταγόντουσαν από παλιές φύτρες, αλλά είχαν οικονομικά ξεπέσει. Όσο έμενε στο χωριό και δεν πήγαινε στο σχολείο, βοσκούσε τα πρόβατα του πατέρα του. Στο δημοτικό σχολείο του Μετσόβου, που διατηρούσε την παράδοση των σχολών του γένους, έμαθε τα στοιχειώδη γράμματα και την ιστορική αυτογνωσία της φυλής μας. Η σπίθα της ιστορικής γνώσης που μεταλαμπαδεύτηκε μέσα του, έγινε φλόγα και πυρσός, που καταύγασε τα πατριωτικά του οράματα, ως το τέλος της ζωής του.
Όπως οι περισσότεροι νέοι της εποχής του, που ανήκαν σε πολυμελείς οικογένειες και δεν είχαν οικονομικές δυνατότητες, πήρε το δρόμο της ξενιτιάς, για «να κάνει την τύχη» του. Ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Αναστάσης είχε προηγηθεί και εργαζόταν υπάλληλος στην εμπορική επιχείρηση του θείου του Ν. Στουρνάρα, στο Κάιρο της Αιγύπτου. Η μάνα του, που λάτρευε το στερνοπαίδι της, τον αποχωρίστηκε με κόπο και τον ευλόγησε «χώμα να πιάνει, μάλαμα να γίνεται». Ο νεαρός Γεώργιος και φιλόστοργος γιός, ορκίστηκε φεύγοντας να κτίσει εκκλησία στον Άγιο Γεώργιο, στο μέρος που στεκόταν και τον αποχαιρέτησε η μάνα του. Η πρώτη υπόσχεση, ο πρώτος κρίκος αλυσίδας από προσφορές που θα τηρήσει και θα κάνει όραμα μακριάς αλυσίδας από φωτεινές ευεργεσίες και ανεπανάληπτες προσφορές. . .
Ύστερα από 20 χρόνια, το 1860, φεύγει από το Κάιρο και τον αδελφό του και εγκαθίσταται στην Αλεξάνδρεια όπου ανοίγει δική του πια επιχείρηση. Πετυχαίνει και εξαγάγει στη Ρωσία μεγάλη ποσότητα χουρμάδες και επειδή η Ρωσική κυβέρνηση είχε θεσπίσει ανταλλαγή προϊόντων αντί πληρωμής, ζήτησε και πήρε χρυσονήματα («μπιρσίμ»). Αυτή ήταν και η πρώτη του εμπορική πράξη, σαν ανεξάρτητου επιχειρηματία. Στέφθηκε από απίστευτη επιτυχία. Έτυχε εκείνο τον καιρό να παντρεύεται ένας Αιγύπτιος πασάς και κατά τα έθιμα έπρεπε οι παριστάμενοι στο γάμο να φορούν χρυσοκέντητες στολές. Τα χρυσονήματά του γίνηκαν κυριολεκτικά ανάρπαστα, σε πολλαπλάσια τιμή. . .
Με άλματα χάρις στο εμπορικό του δαιμόνιο, μεγιστοποίησε την περιουσία του και το 1870 δεν ήταν ένας από τους μεγάλους στον εμπορικό κόσμο της Αιγύπτου, αλλά ο πρώτος! Αμέσως, μόλις στάθηκε οικονομικά στα πόδια του και πριν ακόμα δημιουργήσει τη μεγάλη του περιουσία, άρχισε το αγαθό του έργο. Ήταν ο άνθρωπος που τον διέκρινε αλτρουϊσμός και συμπόνοια για τον άλλον. Η σκέψη του δεν είχε αφήσει ποτέ τον τόπο που γεννήθηκε και στο μικρό τότε χωριό του το Μέτσοβο, ανοίγει απλόχερα τους κρουνούς της αγάπης του. Πάνω από 100.000 χρυσές λίρες έστειλε στο Μέτσοβο και με τη συμβολή του αυτή κυριολεκτικά το μεταμόρφωσε. Έγιναν οι δρόμοι του χωριού, οι πλατείες, οι μαρμάρινες βρύσες. Χτίστηκαν εκκλησίες, σχολεία, το οικοτροφείο και άλλα ιδρύματα. . .
‘Υστερα στράφηκε στον τόπο που ζούσε, την Ελληνκή κοινότητα της Αλεξάνδρειας. Πρώτα απ’ όλα την Ελληνική κοινότητα την στήλωσε στα πόδια της, πληρώνοντας όλα της τα χρέη. Δεν έφτασε μόνο σ’ αυτό, αλλά την προικοδότησε με σεβαστό ποσό, για αποθεματικό, έτσι που να μην έχει να αντιμετωπίσει στο μέλλον παρόμοιες δυσκολίες. Ύστερα έκτισε μεγάλο νοσοκομείο – που στην εποχή του εντυπωσίασε για την πολυτέλεια και την λειτουργικότητα – το εξόπλισε με το πιο σύγχρονο υγιειονομικό υλικό της εποχής και για αρκετά χρόνια μετά, επλήρωνε και όλα τα έξοδα λειτουργίας του. Ξέροντας σαν μετανάστης, την αξία της ελληικής μόρφωσης, για να μην αλλοτριωθεί η εθνική ταυτότητα και μνήμη, άνοιξε το κουτί της Πανδώρας της μέριμνάς του στην εκπαίδευση. Ίδρυσε σχολεία, δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο, παρθεναγωγείο, σύμφωνα με τα πρότυπα τα Ελληνικά, αλλά και υιοθετώντας προωθημένες μεθόδους διδασκαλίας μέσα από τα αντίστοιχα Ευρωπαϊκά. . . Το έργο του στην Αλεξάνδρεια συμπλήρωσε με την ανέγερση του ναού του Ευαγγελισμού που έγινε η μητρόπολη του Ελληνισμού στην Αίγυπτο. . .
Αμέσως μετά το ενδιαφέρον του στρέφεται στην κοιτίδα, στην Ελλάδα. Το 1868 βοηθάει χρηματικά τους επαναστάτες στην Κρήτη. Δαπανά 40.000 χρυσές λίρες για την ανέγερση της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων και άλλες 12.000 χρυσές λίρες για το Εφηβείον που φέρει το όνομά του και τις γυναικείες φυλακές. Η πρώτη του προσφορά στην Αθήνα, είναι προς το Πολυτεχνείο της που άρχισε να κτίζεται με έξοδα των συμπατριωτών του Στουρνάρα και Τοσίτσα πάνω σε σχέδιο του Λυσσάνδρου Καυταντζόγλου. Αλλά το έργο δεν ολοκληρωνόταν γιατί είχε υπερβεί ποσόν των δωρητών. Ο Αβέρωφ προσφέρει 50.000 χρυσά φράγκα για να τελειώσει το ένα μόνο: να ονομαστεί «Μετσόβιο». Δεν έχει τίποτα το προσωπικό το αίτημά του, θέλει να τιμήσει την γενέτειρα. . . Πληρώνει ακόμα για να γίνουν οιμαρμάρινοι αδριάντες του Ρήγα Φεραίου και του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ που βρίσκονται και σήμερα μπροστά από τα Προπύλαια του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Το ενδιαφέρον του στην παιδεία δεν περιορίζεται μόνο στην υποδομή της, χρηματοδοτεί την έκδοση βιβλίων και μεταξύ αυτών τη «Γενική Ιστορία» του Βερναρδάκη.
Για να βοηθήσει το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης που είχε έντονα εκδηλωθεί στην Ελλάδα συνομολογεί με την Κυβέρνηση Τρικούπη δάνειο 70.000 χρυσών λιρών. Αλλά το έργο του δεν σταματάει έως εδώ: το 1895 ο Γάλλος βαρώνος ντε Κουμπερντέν οραματίζεται την ανασύσταση των Ολυμπιακών αγώνων, όχι μόνο αυτό, η πρώτη τους πανηγυρική έναρξη, να γίνει στην κοιτίδα, την Ελλάδα! Διαλέγεται η Αθήνα. Όμως η πρόταση κινδυνεύει να αποτύχει γιατί η Αθήνα δεν διέθετε κατάλληλο χώρο. Αναγκαστικά θα επιλεγόταν άλλη πρωτεύουσα. Τότε κινητοποιήθηκαν όλοι με επικεφαλής το Δήμαρχο Αθηναίων Τίμο Φιλήμωνα, ο οποίος είχε βάλει στόχο το ξαναχτίσιμο και αναμαρμάρωση του αρχαίου σταδίου της Αθήνας, που είχε φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Όμως η δαπάνη που απαιτούσε ήταν κολοσσιαία και ξέφευγε όχι μόνο από κάθε δυνατότητα του δήμου αλλά και του ελληνικού προϋπολογισμού. Είναι τότε που ο δήμαρχος εισηγήθηκε να προσφύγουν στο Γ. Αβέρωφ, τον ακαταπόνητο αρωγό σε κάθε ανάγκη της πατρίδας. Αποφασίστηκε από το δημοτικό συμβούλιο και στέλνεται στην Αλεξάνδρεια ο αρχιτέκτονας Αν. Μεταξάς να μεσιτεύσει στον Αβέρωφ και με τη φλόγα του δημιουργού, να πείσει το μεγάλο Ευεργέτη να αναλάβει το έργο. . . Με συγκίνηση και ενθουσιασμό το αναλαμβάνει. Διαθέτει 1.000.000 χρυσά φράγκα!
Η διαθήκη του είναι το επιστέγασμα του ηθικού του μεγαλείου και της πανεθνικής προσφοράς του. Αφήνει: 1.500.000 χρυσές δραχμές για την Κοινότητα Αλεξανδρείας και τα ιδρύματά της, 900.000 δραχμές στα κοινωφελή έργα του Μετσόβου, 500.000 δραχμές στο Μετσόβειο Πολυτεχνείο, 500.000 στη Γεωργική Σχολή Λάρισας, 500.000 δραχμές στο Ωδείο Αθηνών, και 1.000.000 δραχμές για την συμπλήρωση του Παναθηναϊκού Σταδίου. Ωστόσο η φιλογένειά του δεν σταματάει ως εδώ, στην παράγραφο 13 της διαθήκης υπάρχει συγκλονιστικ αναφορά για το Έθνος: οραματίζεται την απελευθέρωση του υπόδουλου Ελληνισμού και αυτός – ορεσίβια φύτρα – σε υπέρλογο φωτισμό της σκέψης, τοποθετεί στη θάλασσα, κύριο άξονα του αγώνα της! «Αφηνω εις το έθνος μου είκοσι Νο 20 μερίδια, το δε εκκαθαρισθησόμενον ποσόν, οφείλει να κατατεθή εις την Εθν. Τράπεζαν της Ελλάδος επί τόκω, ίνα δια του τόκου και του κεφαλαίου η Ελλ. Κυβέρνησις ναυπηγήση ισχυρόν καταδρομικόν πλοίον, διεσκευασμένον ούτως ώστε να χρησιμεύση και ως ανωτέρα εκπαιδευτική σχολή δοκίμων του Βασιλ. Ναυτικού, προς τε πρακτικήν και θεωρητική τελειοποίησιν αυτών. Το πλοίον αυτό θα φέρη το όνομά μου, το περίσσευμα το οποίον θέλει προκύψει θα μένη κατατεθειμένον εντόκως παρά τη Τραπέζη, ίνα χρησιμεύση δια τον αυτόν σκοπόν, εις κατασκευήν δηλαδή νέου τοιούτου πλοίου, όταν το πρώτον καταστή άχρηστον».
Οι παρακάτω γραμμές αποτελούν ένα μικρό μνημόσυνο στην μνήμη ενός θεμελιωτή του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους, γιατί μια ένεση ιστορικής μνήμης την θεωρούμε απαραίτητη σήμερα
συμπληρώνονται 112 χρόνια από τον θάνατο του Γεωργίου Αβέρωφ και η εικόνα εγκατάλειψης του τάφου του στο Α’ Νεκροταφείο, κάθε άλλο παρά μεγαλείο, δόξα και υπερηφάνεια αποπνέουν. Έως σήμερα τα απορρίμματα και η χλωρίδα που έχει εμφανιστεί στο μαρμάρινο μαυσωλείο, εξακολουθούν και μολύνουν όχι μόνο το μνημείο αλλά και τον νεκροθάλαμο.
Η εικόνα παραμένει αποκαρδιωτική
Η πίσω πλευρά του μαυσωλείου με αγκάθια και ξερολούλουδα
Στα σκαλοπάτια του νεκροθάλαμου, αγριολούλουδα ,αγριόχορτα και απορρίματα.H πόρτα παραβιασμένη και τα τζάμια σπασμένα.Μια εικόνα που δεν μας τιμά σαν Έλληνες
«Θ/Κ Γ. ΑΒΕΡΩΦ»: «Στο στερέωμα των μεγάλων ευεργετών του έθνους λάμπει ήλιος ανάμεσα σε άστρα, ο Γεώργιος Αβέρωφ. Είναι παράδειγμα φλογερού πατριώτη, αγνού ιδεολόγου, ανθρωπιστή, στην πιο τέλεια έκφραση και οραματιστή. Προσέφερε στον τόπο που γεννήθηκε, εκεί που εργάστηκε στα ξένα και στην πατρίδα, περισσότερα από κάθε άλλον. Ο τίτλος του «μεγάλου ευεργέτου» που η πατρίς ευγνωμονούσα του απένειμε, είναι ταπεινή προσλαλιά μπροστά στο εκπληκτικό και ανεπανάληπτο έργο του.
Ο Γεώργιος ήταν το στερνοπαίδι ανάμεσα από 7 αδέλφια και γεννήθηκε στο Μέτσοβο της Ηπείρου στις 15 Αυγούστου 1818. Ο πατέρας του Μιχάλης και η μητέρα του Ευδοκία, καταγόντουσαν από παλιές φύτρες, αλλά είχαν οικονομικά ξεπέσει. Όσο έμενε στο χωριό και δεν πήγαινε στο σχολείο, βοσκούσε τα πρόβατα του πατέρα του. Στο δημοτικό σχολείο του Μετσόβου, που διατηρούσε την παράδοση των σχολών του γένους, έμαθε τα στοιχειώδη γράμματα και την ιστορική αυτογνωσία της φυλής μας. Η σπίθα της ιστορικής γνώσης που μεταλαμπαδεύτηκε μέσα του, έγινε φλόγα και πυρσός, που καταύγασε τα πατριωτικά του οράματα, ως το τέλος της ζωής του.
Όπως οι περισσότεροι νέοι της εποχής του, που ανήκαν σε πολυμελείς οικογένειες και δεν είχαν οικονομικές δυνατότητες, πήρε το δρόμο της ξενιτιάς, για «να κάνει την τύχη» του. Ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Αναστάσης είχε προηγηθεί και εργαζόταν υπάλληλος στην εμπορική επιχείρηση του θείου του Ν. Στουρνάρα, στο Κάιρο της Αιγύπτου. Η μάνα του, που λάτρευε το στερνοπαίδι της, τον αποχωρίστηκε με κόπο και τον ευλόγησε «χώμα να πιάνει, μάλαμα να γίνεται». Ο νεαρός Γεώργιος και φιλόστοργος γιός, ορκίστηκε φεύγοντας να κτίσει εκκλησία στον Άγιο Γεώργιο, στο μέρος που στεκόταν και τον αποχαιρέτησε η μάνα του. Η πρώτη υπόσχεση, ο πρώτος κρίκος αλυσίδας από προσφορές που θα τηρήσει και θα κάνει όραμα μακριάς αλυσίδας από φωτεινές ευεργεσίες και ανεπανάληπτες προσφορές. . .
Ύστερα από 20 χρόνια, το 1860, φεύγει από το Κάιρο και τον αδελφό του και εγκαθίσταται στην Αλεξάνδρεια όπου ανοίγει δική του πια επιχείρηση. Πετυχαίνει και εξαγάγει στη Ρωσία μεγάλη ποσότητα χουρμάδες και επειδή η Ρωσική κυβέρνηση είχε θεσπίσει ανταλλαγή προϊόντων αντί πληρωμής, ζήτησε και πήρε χρυσονήματα («μπιρσίμ»). Αυτή ήταν και η πρώτη του εμπορική πράξη, σαν ανεξάρτητου επιχειρηματία. Στέφθηκε από απίστευτη επιτυχία. Έτυχε εκείνο τον καιρό να παντρεύεται ένας Αιγύπτιος πασάς και κατά τα έθιμα έπρεπε οι παριστάμενοι στο γάμο να φορούν χρυσοκέντητες στολές. Τα χρυσονήματά του γίνηκαν κυριολεκτικά ανάρπαστα, σε πολλαπλάσια τιμή. . .
Με άλματα χάρις στο εμπορικό του δαιμόνιο, μεγιστοποίησε την περιουσία του και το 1870 δεν ήταν ένας από τους μεγάλους στον εμπορικό κόσμο της Αιγύπτου, αλλά ο πρώτος! Αμέσως, μόλις στάθηκε οικονομικά στα πόδια του και πριν ακόμα δημιουργήσει τη μεγάλη του περιουσία, άρχισε το αγαθό του έργο. Ήταν ο άνθρωπος που τον διέκρινε αλτρουϊσμός και συμπόνοια για τον άλλον. Η σκέψη του δεν είχε αφήσει ποτέ τον τόπο που γεννήθηκε και στο μικρό τότε χωριό του το Μέτσοβο, ανοίγει απλόχερα τους κρουνούς της αγάπης του. Πάνω από 100.000 χρυσές λίρες έστειλε στο Μέτσοβο και με τη συμβολή του αυτή κυριολεκτικά το μεταμόρφωσε. Έγιναν οι δρόμοι του χωριού, οι πλατείες, οι μαρμάρινες βρύσες. Χτίστηκαν εκκλησίες, σχολεία, το οικοτροφείο και άλλα ιδρύματα. . .
‘Υστερα στράφηκε στον τόπο που ζούσε, την Ελληνκή κοινότητα της Αλεξάνδρειας. Πρώτα απ’ όλα την Ελληνική κοινότητα την στήλωσε στα πόδια της, πληρώνοντας όλα της τα χρέη. Δεν έφτασε μόνο σ’ αυτό, αλλά την προικοδότησε με σεβαστό ποσό, για αποθεματικό, έτσι που να μην έχει να αντιμετωπίσει στο μέλλον παρόμοιες δυσκολίες. Ύστερα έκτισε μεγάλο νοσοκομείο – που στην εποχή του εντυπωσίασε για την πολυτέλεια και την λειτουργικότητα – το εξόπλισε με το πιο σύγχρονο υγιειονομικό υλικό της εποχής και για αρκετά χρόνια μετά, επλήρωνε και όλα τα έξοδα λειτουργίας του. Ξέροντας σαν μετανάστης, την αξία της ελληικής μόρφωσης, για να μην αλλοτριωθεί η εθνική ταυτότητα και μνήμη, άνοιξε το κουτί της Πανδώρας της μέριμνάς του στην εκπαίδευση. Ίδρυσε σχολεία, δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο, παρθεναγωγείο, σύμφωνα με τα πρότυπα τα Ελληνικά, αλλά και υιοθετώντας προωθημένες μεθόδους διδασκαλίας μέσα από τα αντίστοιχα Ευρωπαϊκά. . . Το έργο του στην Αλεξάνδρεια συμπλήρωσε με την ανέγερση του ναού του Ευαγγελισμού που έγινε η μητρόπολη του Ελληνισμού στην Αίγυπτο. . .
Αμέσως μετά το ενδιαφέρον του στρέφεται στην κοιτίδα, στην Ελλάδα. Το 1868 βοηθάει χρηματικά τους επαναστάτες στην Κρήτη. Δαπανά 40.000 χρυσές λίρες για την ανέγερση της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων και άλλες 12.000 χρυσές λίρες για το Εφηβείον που φέρει το όνομά του και τις γυναικείες φυλακές. Η πρώτη του προσφορά στην Αθήνα, είναι προς το Πολυτεχνείο της που άρχισε να κτίζεται με έξοδα των συμπατριωτών του Στουρνάρα και Τοσίτσα πάνω σε σχέδιο του Λυσσάνδρου Καυταντζόγλου. Αλλά το έργο δεν ολοκληρωνόταν γιατί είχε υπερβεί ποσόν των δωρητών. Ο Αβέρωφ προσφέρει 50.000 χρυσά φράγκα για να τελειώσει το ένα μόνο: να ονομαστεί «Μετσόβιο». Δεν έχει τίποτα το προσωπικό το αίτημά του, θέλει να τιμήσει την γενέτειρα. . . Πληρώνει ακόμα για να γίνουν οιμαρμάρινοι αδριάντες του Ρήγα Φεραίου και του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ που βρίσκονται και σήμερα μπροστά από τα Προπύλαια του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Το ενδιαφέρον του στην παιδεία δεν περιορίζεται μόνο στην υποδομή της, χρηματοδοτεί την έκδοση βιβλίων και μεταξύ αυτών τη «Γενική Ιστορία» του Βερναρδάκη.
Για να βοηθήσει το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης που είχε έντονα εκδηλωθεί στην Ελλάδα συνομολογεί με την Κυβέρνηση Τρικούπη δάνειο 70.000 χρυσών λιρών. Αλλά το έργο του δεν σταματάει έως εδώ: το 1895 ο Γάλλος βαρώνος ντε Κουμπερντέν οραματίζεται την ανασύσταση των Ολυμπιακών αγώνων, όχι μόνο αυτό, η πρώτη τους πανηγυρική έναρξη, να γίνει στην κοιτίδα, την Ελλάδα! Διαλέγεται η Αθήνα. Όμως η πρόταση κινδυνεύει να αποτύχει γιατί η Αθήνα δεν διέθετε κατάλληλο χώρο. Αναγκαστικά θα επιλεγόταν άλλη πρωτεύουσα. Τότε κινητοποιήθηκαν όλοι με επικεφαλής το Δήμαρχο Αθηναίων Τίμο Φιλήμωνα, ο οποίος είχε βάλει στόχο το ξαναχτίσιμο και αναμαρμάρωση του αρχαίου σταδίου της Αθήνας, που είχε φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Όμως η δαπάνη που απαιτούσε ήταν κολοσσιαία και ξέφευγε όχι μόνο από κάθε δυνατότητα του δήμου αλλά και του ελληνικού προϋπολογισμού. Είναι τότε που ο δήμαρχος εισηγήθηκε να προσφύγουν στο Γ. Αβέρωφ, τον ακαταπόνητο αρωγό σε κάθε ανάγκη της πατρίδας. Αποφασίστηκε από το δημοτικό συμβούλιο και στέλνεται στην Αλεξάνδρεια ο αρχιτέκτονας Αν. Μεταξάς να μεσιτεύσει στον Αβέρωφ και με τη φλόγα του δημιουργού, να πείσει το μεγάλο Ευεργέτη να αναλάβει το έργο. . . Με συγκίνηση και ενθουσιασμό το αναλαμβάνει. Διαθέτει 1.000.000 χρυσά φράγκα!
Η διαθήκη του είναι το επιστέγασμα του ηθικού του μεγαλείου και της πανεθνικής προσφοράς του. Αφήνει: 1.500.000 χρυσές δραχμές για την Κοινότητα Αλεξανδρείας και τα ιδρύματά της, 900.000 δραχμές στα κοινωφελή έργα του Μετσόβου, 500.000 δραχμές στο Μετσόβειο Πολυτεχνείο, 500.000 στη Γεωργική Σχολή Λάρισας, 500.000 δραχμές στο Ωδείο Αθηνών, και 1.000.000 δραχμές για την συμπλήρωση του Παναθηναϊκού Σταδίου. Ωστόσο η φιλογένειά του δεν σταματάει ως εδώ, στην παράγραφο 13 της διαθήκης υπάρχει συγκλονιστικ αναφορά για το Έθνος: οραματίζεται την απελευθέρωση του υπόδουλου Ελληνισμού και αυτός – ορεσίβια φύτρα – σε υπέρλογο φωτισμό της σκέψης, τοποθετεί στη θάλασσα, κύριο άξονα του αγώνα της! «Αφηνω εις το έθνος μου είκοσι Νο 20 μερίδια, το δε εκκαθαρισθησόμενον ποσόν, οφείλει να κατατεθή εις την Εθν. Τράπεζαν της Ελλάδος επί τόκω, ίνα δια του τόκου και του κεφαλαίου η Ελλ. Κυβέρνησις ναυπηγήση ισχυρόν καταδρομικόν πλοίον, διεσκευασμένον ούτως ώστε να χρησιμεύση και ως ανωτέρα εκπαιδευτική σχολή δοκίμων του Βασιλ. Ναυτικού, προς τε πρακτικήν και θεωρητική τελειοποίησιν αυτών. Το πλοίον αυτό θα φέρη το όνομά μου, το περίσσευμα το οποίον θέλει προκύψει θα μένη κατατεθειμένον εντόκως παρά τη Τραπέζη, ίνα χρησιμεύση δια τον αυτόν σκοπόν, εις κατασκευήν δηλαδή νέου τοιούτου πλοίου, όταν το πρώτον καταστή άχρηστον».