ΣΥΜΠΛΗΡΩΘΗΚΑΝ αυτή τη βδομάδα εκατό χρόνια λειτουργίας της Εμπορικής Σχολής Μιτσή, στη Λεμύθου. Ελάχιστα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης της κυπριακής υπαίθρου και ειδικά σε τόσο ορεινή περιοχή μπορούν να καυχηθούν για ανάλογη και συνεχή ιστορική παρουσία, γεγονός που κάνει την επέτειο αυτή ξεχωριστή.
Ιδρυτής της Σχολής ήταν ο Δημοσθένης Μιτσής (1848-1923) από τη Λεμύθου, που έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Λάρνακα και αφού σπούδασε στο Λίβανο, εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο, όπου έζησε στην Αλεξάνδρεια και στο Κάιρο. Στη χώρα του Νείλου μετέβη την εποχή του ανοίγματος της διώρυγας του Σουέζ (1869) και κατάφερε να δημιουργήσει ανθηρές επιχειρήσεις και να αποκτήσει μεγάλη περιουσία. Αναμείχθηκε στα κοινά της κυπριακής παροικίας, με την πολυετή συμμετοχή του στο συμβούλιο της «Ελληνικής Αδελφότητος των εν Αιγύπτω Κυπρίων» και αναδείχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους ευεργέτες των νεότερων χρόνων, αφού δώρισε τεράστια ποσά για κοινωνικά έργα και ενίσχυση των εκπαιδευτηρίων της Κύπρου. Για την ίδρυση της Εμπορικής Σχολής στη Λεμύθου, δώρισε συνολικά το αστρονομικό ποσό των 20.000 λιρών, γεγονός που προκάλεσε μεγάλες συζητήσεις και σχόλια για την «εκκεντρικότητα» του δωρητή. Ο Μιτσής είχε προνοήσει στους όρους της δωρεάς η Σχολή να διοικείται από πενταμελή επιτροπή, όπου θα πλειοψηφούσαν Βρετανοί, καθορίζοντας ότι σε περίπτωση μεταπολίτευσης το σχολείο θα διατηρούσε «την αγγλικήν αυτού υπηκοότητα», μέχρι την απόδοση του νησιού στην Ελλάδα. Το γεγονός αυτό αποτελούσε πρόκληση για την πολιτική και εκκλησιαστική ηγεσία της εποχής (των ιδίων που είχαν αναλώσει δέκα χρόνια εμφύλιας διαμάχης στο διχαστικό «Αρχιεπισκοπικό ζήτημα») οι οποίοι δεν επιθυμούσαν τη βρετανική ανάμειξη στην ελληνική παιδεία, και θα προτιμούσαν η δωρεά Μιτσή να δινόταν σε άλλες εκπαιδευτικές ανάγκες, σε μια από τις τρεις μεγάλες πόλεις. (Χαρακτηριστικά, ο Νικόλαος Καταλάνος ονόμασε τη Σχολή «μνημείο παραφροσύνης…»).
Παρά την έντονη πολεμική των πολιτευτών και του Τύπου, και τα προβλήματα που δημιουργούσε η απόσταση, το υποτυπώδες οδικό δίκτυο και οι γενικότερες κοινωνικές συνθήκες, τα μαθήματα ξεκίνησαν κανονικά στις 18 Σεπτεμβρίου 1912. Πρώτος διευθυντής, προς γενική ικανοποίηση, διορίστηκε ο μεγάλος ποιητής Δημήτρης Λιπέρτης. Η Εμπορική Σχολή δοκιμάστηκε κατά το πρώτο έτος από έντονα εσωτερικά προβλήματα και φυγή ορισμένων μαθητών που οδήγησαν στην αποχώρηση του Λιπέρτη, αλλά με την πάροδο του χρόνου κατάφερε να επιβληθεί στην περιοχή, αν και αντιμετώπιζε τη «συγκρατημένη αντιπαλότητα» των κατοίκων των μεγάλων γειτονικών χωριών, ενώ από την επόμενη χρονιά ιδρύθηκε η Σχολή Πεδουλά, με τις ευλογίες της Εκκλησίας.
Για τη Σχολή Μιτσή υπάρχει μια εξαιρετική μονογραφία του Κωστή Κοκκινόφτα («Η Εμπορική Σχολή Μιτσή Λεμύθου (1912-2004), Λευκωσία 2005), όπου ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει την αιωνόβια πορεία του εκπαιδευτηρίου της Μαραθάσας, την καταγωγή και τον αριθμό των μαθητών, τα μαθήματα που διδάσκονταν, τους επαγγελματικούς προσανατολισμούς και την αποκατάσταση των αποφοίτων, τους Έλληνες και Βρετανούς καθηγητές, τις αλλαγές μετά την Ανεξαρτησία (όταν έγιναν δεκτές και μαθήτριες).
Ίσως η πιο εντυπωσιακή (και πικρή) πτυχή που συνδέεται με την ιστορία της Σχολής Λεμύθου είναι η σύγκριση της διαχείρισης του κληροδοτήματος Μιτσή, στον αιώνα που πέρασε, με την κατάληξη των άλλων γενναίων δωρεών στα ελληνικά εκπαιδευτήρια του τόπου...
Ιδρυτής της Σχολής ήταν ο Δημοσθένης Μιτσής (1848-1923) από τη Λεμύθου, που έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Λάρνακα και αφού σπούδασε στο Λίβανο, εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο, όπου έζησε στην Αλεξάνδρεια και στο Κάιρο. Στη χώρα του Νείλου μετέβη την εποχή του ανοίγματος της διώρυγας του Σουέζ (1869) και κατάφερε να δημιουργήσει ανθηρές επιχειρήσεις και να αποκτήσει μεγάλη περιουσία. Αναμείχθηκε στα κοινά της κυπριακής παροικίας, με την πολυετή συμμετοχή του στο συμβούλιο της «Ελληνικής Αδελφότητος των εν Αιγύπτω Κυπρίων» και αναδείχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους ευεργέτες των νεότερων χρόνων, αφού δώρισε τεράστια ποσά για κοινωνικά έργα και ενίσχυση των εκπαιδευτηρίων της Κύπρου. Για την ίδρυση της Εμπορικής Σχολής στη Λεμύθου, δώρισε συνολικά το αστρονομικό ποσό των 20.000 λιρών, γεγονός που προκάλεσε μεγάλες συζητήσεις και σχόλια για την «εκκεντρικότητα» του δωρητή. Ο Μιτσής είχε προνοήσει στους όρους της δωρεάς η Σχολή να διοικείται από πενταμελή επιτροπή, όπου θα πλειοψηφούσαν Βρετανοί, καθορίζοντας ότι σε περίπτωση μεταπολίτευσης το σχολείο θα διατηρούσε «την αγγλικήν αυτού υπηκοότητα», μέχρι την απόδοση του νησιού στην Ελλάδα. Το γεγονός αυτό αποτελούσε πρόκληση για την πολιτική και εκκλησιαστική ηγεσία της εποχής (των ιδίων που είχαν αναλώσει δέκα χρόνια εμφύλιας διαμάχης στο διχαστικό «Αρχιεπισκοπικό ζήτημα») οι οποίοι δεν επιθυμούσαν τη βρετανική ανάμειξη στην ελληνική παιδεία, και θα προτιμούσαν η δωρεά Μιτσή να δινόταν σε άλλες εκπαιδευτικές ανάγκες, σε μια από τις τρεις μεγάλες πόλεις. (Χαρακτηριστικά, ο Νικόλαος Καταλάνος ονόμασε τη Σχολή «μνημείο παραφροσύνης…»).
Παρά την έντονη πολεμική των πολιτευτών και του Τύπου, και τα προβλήματα που δημιουργούσε η απόσταση, το υποτυπώδες οδικό δίκτυο και οι γενικότερες κοινωνικές συνθήκες, τα μαθήματα ξεκίνησαν κανονικά στις 18 Σεπτεμβρίου 1912. Πρώτος διευθυντής, προς γενική ικανοποίηση, διορίστηκε ο μεγάλος ποιητής Δημήτρης Λιπέρτης. Η Εμπορική Σχολή δοκιμάστηκε κατά το πρώτο έτος από έντονα εσωτερικά προβλήματα και φυγή ορισμένων μαθητών που οδήγησαν στην αποχώρηση του Λιπέρτη, αλλά με την πάροδο του χρόνου κατάφερε να επιβληθεί στην περιοχή, αν και αντιμετώπιζε τη «συγκρατημένη αντιπαλότητα» των κατοίκων των μεγάλων γειτονικών χωριών, ενώ από την επόμενη χρονιά ιδρύθηκε η Σχολή Πεδουλά, με τις ευλογίες της Εκκλησίας.
Για τη Σχολή Μιτσή υπάρχει μια εξαιρετική μονογραφία του Κωστή Κοκκινόφτα («Η Εμπορική Σχολή Μιτσή Λεμύθου (1912-2004), Λευκωσία 2005), όπου ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει την αιωνόβια πορεία του εκπαιδευτηρίου της Μαραθάσας, την καταγωγή και τον αριθμό των μαθητών, τα μαθήματα που διδάσκονταν, τους επαγγελματικούς προσανατολισμούς και την αποκατάσταση των αποφοίτων, τους Έλληνες και Βρετανούς καθηγητές, τις αλλαγές μετά την Ανεξαρτησία (όταν έγιναν δεκτές και μαθήτριες).
Ίσως η πιο εντυπωσιακή (και πικρή) πτυχή που συνδέεται με την ιστορία της Σχολής Λεμύθου είναι η σύγκριση της διαχείρισης του κληροδοτήματος Μιτσή, στον αιώνα που πέρασε, με την κατάληξη των άλλων γενναίων δωρεών στα ελληνικά εκπαιδευτήρια του τόπου...