Η νεκροφάνεια, από ιατρικής απόψεως, είναι η κατάσταση κατά την οποία όλες οι ζωτικές λειτουργίες του οργανισμού φαίνονται σαν να έχουν καταλυθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε το άτομο να θεωρείται νεκρό.
Της Χριστίνας Ι. Μπουντούρη
Γενικού – Οικογενειακού Ιατρού
Έτσι η κατάσταση αυτή, ενώ δεν καταλήγει σε πραγματικό θάνατο, μπορεί να οδηγήσει σε έλλειψη καρδιακού παλμού, αναπνοής και αντανακλαστικών, σε μια παθητική στάση του σώματος, διαστολή της κόρης του οφθαλμού, ωχρότητα δέρματος και χαμηλή θερμοκρασία των άκρων.
Νεκροφάνεια μπορεί να παρατηρηθεί σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις, δηλητηριάσεις, υπερδοσολογία ναρκωτικών, ηλεκτροπληξία, ασφυξία, επιληψία, κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, υποθερμία, κτλ.
Βέβαια το φαινόμενο αυτό ήταν πολύ συχνό κατά τον 18ο αιώνα, γιατί οι γιατροί δεν είχαν τα κατάλληλα ιατρικά μέσα ώστε να κάνουν σαφή διάκριση μεταξύ της κωματώδους κατάστασης και του θανάτου. Έτσι δεν ήταν ασυνήθιστο να δηλώνουν νεκρούς τους ασθενείς με μη εμφανή ζωτικά σημεία, ενώ στην πραγματικότητα ήταν απλώς σε κώμα.
Ο φόβος της νεκροφάνειας και της πρόωρης ταφής δεν ήταν παράλογος την εποχή εκείνη και για το λόγο αυτό ο George Washington διέταξε τους υπηρέτες του να περιμένουν δύο ημέρες πριν από την ταφή του.
Την εποχή που ζούμε η νεκροφάνεια είναι ασυνήθιστη, καθώς υπάρχουν τα ιατρικά μέσα και γνώσεις, ώστε να γίνεται διάκριση μεταξύ των δύο καταστάσεων.
Παρόλο που υπάρχουν μέθοδοι διαφορικής διάγνωσης της νεκροφάνειας από το βιολογικό θάνατο, η νομοθεσία έχει καθορίσει ασφαλή χρονικά όρια της ταφής, γιατί το φαινομενικά νεκρό άτομο μπορεί ύστερα από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα να επανακτήσει τις αισθήσεις του.