21 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ: Η επικράτηση της Ειρήνης στον κόσμο είναι υπόθεση όλων μας»

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΖΙΜΠΑΜΠΟΥΕ
Επί τη ευκαιρία της οργανώσεως στις αρχές Σεπτεμβρίου  Συνεδρίου στην Ιερά Μονή Μποσσέ στην Ιταλία με θέμα «Μακάριοι οι Ειρηνοποιοί» και των εκδηλώσεων που οργάνωσε η γνωστή Κοινότητα του Αγίου Αιγιδίου στην Αμβέρσα του Βελγίου με θέμα «Η Ειρήνη είναι το μέλλον μας», ο Αλεξανδρινός Προκαθήμενος κ.κ. Θεόδωρος Β’  στο Πατριαρχικό του μήνυμα τόνισε ότι «Eν στενή συνεργασία μεθ’ όλων των αγαπώντων την ειρήνην  των λοιπών εν τω κόσμω θρησκειών θεωρούμε χρέος μας να εργαζώμαστε διά την ειρήνην επί της γης και την επικράτησιν αδελφικών σχέσεων μεταξύ των λαών. Καλούμαστε να συμβάλουμε εις την διαθρησκευτικήν συνεννόησιν και συνεργασίαν, δι’ αυτής δε εις την απάλειψιν του φανατισμού από πάσης πλευράς και τοιουτοτρόπως εις την συμφιλίωσιν των λαών και επικράτησιν των αγαθών της ελευθερίας και της ειρήνης εις τον κόσμον προς εξυπηρέτησιν του συγχρόνου ανθρώπου, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος. Εννοείται, ότι η συνεργασία αύτη αποκλείει τόσον τον συγκρητισμόν, όσον και την επιδίωξιν επιβολής οποιασδήποτε θρησκείας επί των άλλων».
Επικεφαλής των ομιλητών στο Μποσσέ ήταν ο γνωστός κορυφαίος Ορθόδοξος Θεολόγος Καθηγητής της Οξφόρδης Μητροπολίτης Διοκλείας κ. Κάλλιστος Γουέαρ.
Στις εκδηλώσεις στην Αμβέρσα για  την  επικράτηση  της Ειρήνης στον κόσμο, που ήταν αφιερωμένες στα εκατόν χρόνια από την έναρξη του Α’ καταστροφικού Παγκοσμίου Πολέμου, τον Αλεξανδρινόν Προκαθήμενον κ. Θεόδωρον Β’ εκπροσώπησε ο Σεβ. Μητροπολίτης Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτης.
Θρησκευτικοί Αρχηγοί, Πολιτικοί και Ακαδημαϊκοί, μεταξύ άλλων, σε συζητήσεις στρογγύλης τραπέζης με τη συμμετοχή του κοινού και των εκπροσώπων των ΜΜΕ προσέγγισαν τα ακόλουθα θέματα
1.       Θρησκείες και Βία
2.       Βιώσιμη Ανάπτυξη κι η αντιμετώπιση της Παγκόσμιας Φτώχειας
3.       Η Οικονομία στη διακονία της Παγκόσμιας Ειρήνης
4.       Το κτίσιμο της Παγκόσμιας Ειρήνης
5.       Το πρόβλημα της Μετανάστευσης
6.       Ο ρόλος των ΜΜΕ και της Τέχνης για την ενίσχυση της Ειρηνικής συνυπάρξεως των Λαών
7.       Τα προβλήματα βίας στην Μέση Ανατολή, στο Ιράκ και στην Νιγηρία
8.       Ο αφοπλισμός κι η προτεραιότητα στο διάλογο για την επικράτηση της Παγκόσμιας Ειρήνης
9.       Η σύγχρονη αναγκαιότητα για τη συνεργασία Χριστιανών και Μουσουλμάνων για να προστατευθεί η Παγκόσμια Ειρήνη και Ασφάλεια.

Στη συνέχεια παραθέτουμε το Πατριαρχικό Μήνυμα προς τους Συνέδρους του Αλεξανδρινού Προκαθημένου κ.κ. Θεοδώρου Β’
«Η έννοια της ειρήνης ταυτίζεται προς την αποκατάστασιν των πραγμάτων εις την αρχικήν, προπτωτικήν των ακεραιότητα, όταν ο άνθρωπος έζη και ανέπνεεν υπό την ζωογόνον πνοήν της κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού δημιουργίας του, δηλαδή την αποκατάστασιν των σχέσεων και την ειρήνην μεταξύ Θεού και ανθρώπων.
Επ’ αυτής της βάσεως είναι απαραίτητον να αναπτυχθή προς όλας τας κατευθύνσεις η διαχριστιανική συνεργασία διά την προστασίαν της αξίας του ανθρωπίνου προσώπου, αυτονοήτως δε και του αγαθού της ειρήνης, ούτως ώστε αι ειρηνευτικαί προσπάθειαι όλων ανεξαιρέτως των Χριστιανών να αποκτούν μεγαλύτερον βάρος και δύναμιν.
Eν στενή συνεργασία μεθ’ όλων των αγαπώντων την ειρήνην  των λοιπών εν τω κόσμω θρησκειών θεωρούν χρέος των να εργάζωνται διά την ειρήνην επί της γης και την επικράτησιν αδελφικών σχέσεων μεταξύ των λαών. Καλούμαστε να συμβάλουμε εις την διαθρησκευτικήν συνεννόησιν και συνεργασίαν, δι’ αυτής δε εις την απάλειψιν του φανατισμού από πάσης πλευράς και τοιουτοτρόπως εις την συμφιλίωσιν των λαών και επικράτησιν των αγαθών της ελευθερίας και της ειρήνης εις τον κόσμον προς εξυπηρέτησιν του συγχρόνου ανθρώπου, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος. Εννοείται, ότι η συνεργασία αύτη αποκλείει τόσον τον συγκρητισμόν, όσον και την επιδίωξιν επιβολής οποιασδήποτε θρησκείας επί των άλλων.
Έχομεν την πεποίθησιν, ότι, ως συνεργοί Θεού, δυνάμεθα να προχωρήσωμεν εις την διακονίαν ταύτην από κοινού μεθ’ όλων των ανθρώπων καλής θελήσεως, των αγαπώντων την αληθή ειρήνην, επ’ αγαθώ της ανθρωπίνης κοινωνίας επί τοπικού, εθνικού και διεθνούς επιπέδου. Η διακονία αύτη είναι εντολη Θεού[1].
Η ανθρωπότης καταβάλλει προσπαθείας, όπως η έχθρα και η δυσπιστία, αι δηλητηριάζουσαι την διεθνή ατμόσφαιραν, παραχωρήσωσι την θέσιν εις την φιλίαν και την αλληλοκατανόησιν, όπως η άμιλλα εις τον εξοπλισμόν αντικατασταθή υπό ολοκληρωτικού και πλήρους αφοπλισμού, όπως ο πόλεμος, ως μέσον επιλύσεως των διεθνών προβλημάτων, αποβληθή διά παντός από την ζωήν της κοινωνίας.
Κατά τα ανωτέρω η Ορθόδοξος Εκκλησία αγωνίζεται πάντοτε διά την επικράτησιν των χριστιανικών ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της ισότητος, της αδελφοσύνης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών. Αυτή αύτη, η εν Χριστώ Αποκάλυψις χαρακτηρίζεται «ευαγγέλιον της ειρήνης»[2], διότι ο Χριστός, «ειρηνοποιήσας διά του αίματος του Σταυρού» τα πάντα[3], «ευηγγελίσατο ειρήνην τοις μακράν και τοις εγγύς»[4] και κατέστη «η ειρήνη ημών»[5]. Η ειρήνη αύτη, η «πάντα νουν υπερέχουσα»[6], ως είπεν ο ίδιος ο Κύριος εις τους μαθητάς Του κατά την εσπέραν του Μυστικού Δείπνου, είναι ευρυτέρα και ουσιαστικωτέρα από την ειρήνην, την οποίαν επαγγέλλεται ο κόσμος: «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν, ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν»[7]. Και τούτο, διότι η ειρήνη του Χριστού είναι ο ώριμος καρπός της εν αυτώ ανακεφαλαιώσεως των πάντων, της αναδείξεως της ιερότητος και του μεγαλείου του ανθρωπίνου προσώπου ως εικόνος Θεού, της προβολης της οργανικής ενότητος εν αυτώ του ανθρωπίνου γένους και του κόσμου, της εν τω σώματι του Χριστού καθολικότητος των ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της ισότητος και της κοινωνικής δικαιοσύνης, και τέλος, της καρποφορίας της χριστιανικής αγάπης μεταξύ των ανθρώπων και των λαών του κόσμου. Η πραγματική ειρήνη είναι ο καρπός της επικρατήσεως επί της γης όλων αυτών των χριστιανικών ιδεωδών. Είναι η άνωθεν ειρήνη, περί της οποίας πάντοτε εύχεται η Ορθόδοξος Εκκλησία εις τας καθημερινάς της δεήσεις, εξαιτουμένη ταύτην παρά του Θεού, του τα πάντα δυναμένου και εισακούοντος τας προσευχάς των μετά πίστεως Αυτώ προσερχομένων.
Εκ των ανωτέρω καθίσταται δήλον, διατί η Εκκλησία, ως «Σώμα Χριστού»[8], προεβλήθη ως «η όρασις της ειρήνης» του κόσμου[9], ήτοι της πραγματικής και καθολικής ειρήνης, οίαν ευηγγελίσατο ο Χριστός. «Ημείς», λέγει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, είμεθα «το ειρηνικόν γένος»[10] , είμεθα «οι ειρηνικοί στρατιώται» του Χριστού[11]. Η ειρήνη, λέγει αλλαχού ο ίδιος, είναι συνώνυμον της δικαιοσύνης[12]. Ο δε άγιος Βασίλειος προσθέτει: «Ου δύναμαι πείσαι εμαυτόν, ότι άνευ της εις αλλήλους αγάπης και άνευ του, το εις εμέ ήκον, ειρηνεύειν προς πάντας δύναμαι άξιος κληθήναι δούλος Ιησού Χριστού»[13]. Τούτο είναι τόσον αυτονόητον διά τον Χριστιανόν, ώστε «ουδέν ούτως ίδιόν εστι Χριστιανού ως το ειρηνοποιείν»[14]. Η ειρήνη του Χριστού είναι η μυστική δύναμις, η οποία πηγάζει από την καταλλαγήν του ανθρώπου προς τον ουράνιον Πατέρα του: «Κατά πρόνοιαν Ιησού του τα πάντα εν πάσιν ενεργούντος, και ποιούντος ειρήνην άρρητον και εξ αιώνος προωρισμένην και αποκαταλλάσσοντος ημάς εαυτώ και εν εαυτώ τω Πατρί»[15]. Οφείλομεν συγχρόνως να υπογραμμίσωμεν, ότι το πνευματικόν δώρον της ειρήνης εξαρτάται και από την ανθρώπινην συνεργίαν. Το Άγιον Πνεύμα χορηγεί πνευματικά δώρα, όταν υπάρχη ανάβασις της ανθρωπίνης καρδίας προς τον Θεόν, όταν εν μετανοία επιζητή κανείς την δικαιοσύνην του Θεού. Το θείον δώρον της ειρήνης εμφανίζεται εκεί, ένθα οι Χριστιανοί καταβάλλουν προσπαθείας εις το έργον της πίστεως, της αγάπης και της ελπίδος εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών[16].
Η Ορθόδοξη Εκκλησία συμπάσχει  μεθ’ όλων των Χριστιανών, οι οποίοι, εις διάφορα μέρη του κόσμου, στερούνται του αγαθού της ειρήνης και υφίστανται διωγμούς, λόγω της χριστιανικής των πίστεως.
Η Ορθοδοξία καταδικάζει γενικώς τον πόλεμον, τον οποίον θεωρεί ως απόρροιαν του εν τω κόσμω κακού και της αμαρτίας, επιτρέψασα κατά συγκατάβασιν πολέμους προς αποκατάστασιν της καταπατηθείσης δικαιοσύνης και ελευθερίας.
Ο Κύριος, ως βασιλεύς της δικαιοσύνης[17] αποδοκιμάζει την βίαν και την αδικίαν [18], καταδικάζει την απάνθρωπον στάσιν προς τον συνάνθρωπον[19]. Εις την βασιλείαν Αυτού, η οποία αρχίζει ήδη εδώ εις την γην, και έχει κατ’ εξοχήν πνευματικόν χαρακτήρα, δεν υπάρχει τόπος ούτε διά τα εθνικά μίση, ούτε δι’ οιανδήποτε έχθραν και μισαλλοδοξίαν[20].
Η Ορθοδοξία πιστεύει, ότι ο Θεός «εποίησέν τε εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων κατοικείν επί παν το πρόσωπον της Γης»[21] και ότι εν Χριστώ «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες γαρ εις εστε εν Χριστώ Ιησού»[22]. Ούτω κατανοείται και η τεραστία ευθύνη της Εκκλησίας εις την καταπολέμησιν της πείνης και της απολύτου ενδείας, η οποία μαστίζει σήμερον κατά απαράδεκτον τρόπον πολλούς ανθρώπους ή και ολοκλήρους λαούς, κυρίως εις τον Τρίτον Κόσμον και μάλιστα εις τας Αφρικανικάς χώρας και Λαούς, εις την κανονικήν εκκλησιαστική δικαιοδοσία των Ορθοδόξων του Ελληνορθοδόξου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής.
Το να είμεθα Χριστιανοί σημαίνει να μιμώμεθα τον Χριστόν και να είμεθα έτοιμοι να τον υπηρετήσωμεν εις το πρόσωπον του αδυνάτου, του πεινώντος, του καταδυναστευομένου και γενικώς του έχοντος ανάγκην βοηθείας. Η άνωθεν ειρήνη απλώνεται μέσα στο κόσμο όταν καρποφορεί εις τας καρδίας μας».