11 Ιανουαρίου 2010

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ' ΜΠΟΥΜΠΟΥΚΙ' !!!

Εφαγε τα λεφτά της πελάτισσας και την ...άρπαξε για να καλυφθεί
Γνωστός Αθηναίος δικηγόρος έχει παραπεμφθεί να δικαστεί σε βαθμό κακουργήματος, καθώς φέρεται να πρωταγωνιστεί σε μια απίστευτη υπόθεση εξαπάτησης υπέργηρης γυναίκας με μεγάλη περιουσία.
Ο δικηγόρος κατηγορείται ότι ως πληρεξούσιος και άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης πλούσιας ηλικιωμένης και της συγκατοίκου της, όχι μόνο κατάφερε, με τη συνδρομή της συζύγου του, να τους υπεξαιρέσει πολλά χρήματα, αλλά όταν έγινε αντιληπτός, προκειμένου να αποφύγει τις ποινικές συνέπειες, οργάνωσε και εκτέλεσε με κινηματογραφική μαεστρία, μαζί με τρεις συνεργούς, την αρπαγή της γυναίκας προκειμένου να την εξαναγκάσει να βεβαιώσει ότι όλα είχαν γίνει με τη συναίνεσή της.

Ο εν λόγω συλλειτουργός της Θέμιδας, που έχει κατά καιρούς απασχολήσει τα Μέσα ως υπερασπιστής αμφιλεγόμενων υποθέσεων, δεν έχει ακόμη λογοδοτήσει για τις συγκεκριμένες δικογραφίες, αν και έχουν ήδη παρέλθει εφτά χρόνια από την πρώτη σε βάρος του καταγγελία, ενώ στο ενδιάμεσο διάστημα απεβίωσε η βασική μάρτυρας -θύμα της υπόθεσης.
Το χρονικό της ιστορίας, που θυμίζει σενάριο αστυνομικού θρίλερ, ξετυλίγεται μέσα από τις σελίδες δύο πολυσέλιδων παραπεμπτικών βουλευμάτων (το ένα μάλιστα έχει καταστεί αμετάκλητο) εις βάρος του δικηγόρου και συγκατηγορουμένων του:


* Σύμφωνα με το πρώτο βούλευμα, ο δικηγόρος και η κατά πολλά χρόνια νεότερη σύζυγός του παραπέμπονται να δικαστούν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθήνας, ο μεν πρώτος για απάτη και υπεξαίρεση, η δε δεύτερη για απλή συνεργεία στην απάτη, καθώς «από το σχέδιο το οποίο εφήρμοσαν με την καλλιέργεια ιδιαίτερα φιλικών σχέσεων με τις εγκαλούσες και τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης», εξαπατήθηκαν οι μηνύτριες με αποτέλεσμα:

- Να του καταβάλουν 36.000 ευρώ για παρασχεθείσες νομικές υπηρεσίες, τις οποίες «ουδέποτε είχε πραγματοποιήσει, ως αναληθώς περί τούτου τις βεβαίωνε».
 - Με χρήση σχετικού πληρεξούσιου που κατείχε ως εντολοδόχος της, «ανέλαβε τμηματικά και ιδιοποιήθηκε παρανόμως 86.895 ευρώ -αφήνοντας σχεδόν μηδενικό υπόλοιπο- από λογαριασμό που διατηρούσε η εγκαλούσα Αντ.Μ.».




Οι δύο ηλικιωμένες φίλες και συγκάτοικοι άρχισαν να συνειδητοποιούν τι συνέβαινε, όταν «δέχτηκαν τηλεφώνημα από υπάλληλο τράπεζας της Γενεύης, ο οποίος τις πληροφόρησε ότι ο δικηγόρος ζητούσε επανειλημμένα να κλείσει κοινό λογαριασμό τους και να σταλεί το υπόλοιπο των χρημάτων στην Ελλάδα, επειδή δήθεν αυτές ήταν ασθενείς και βρίσκονταν στο νοσοκομείο». Ετσι οι δύο γυναίκες «άρχισαν, με τη συνδρομή άλλου δικηγόρου, να ερευνούν τι είχε συμβεί και διαπίστωσαν την απατηλή συμπεριφορά του δικηγόρου και της συζύγου του καθώς και την υπεξαίρεση των χρημάτων. Κατόπιν, η Αντ.Μ. ανακάλεσε κάθε εντολή και πληρεξουσιότητα που του είχε χορηγήσει και με εξώδικο τού ζήτησε να της παραδώσει κάθε σχετικό έγγραφο και αναλυτική κατάσταση της διαχείρισης των χρημάτων της. Την ίδια ημέρα ο δικηγόρος προέβη σε ανάληψη ποσού 3.000 ευρώ από τον λογαριασμό της γυναίκας, κάνοντας χρήση της ανακληθείσας πληρεξουσιότητας».



Σατανικό σχέδιο

Η ιστορία δεν σταματά εκεί, καθώς ο δικηγόρος, σε βάρος του οποίου κατατέθηκε μήνυση και καταγγελία για αντιδεοντολογική συμπεριφορά στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθήνας (σ.σ. κρίθηκε πειθαρχικά ελεγκτέος και του επιβλήθηκε ποινή προσωρινής παύσης έξι μηνών), εμφανίζεται να καταστρώνει σατανικό σχέδιο... αποκατάστασης του ονόματός του.

Ο δικηγόρος κ. Α. , όπως αναφέρει το δεύτερο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών που εκδόθηκε τον Σεπτέμβριο του 2009, «δεν αποδέχτηκε την απομάκρυνσή του από τον χειρισμό και τη διαχείριση της περιουσίας της Αλκ.Μ. και μαζί με τρεις συγκατηγορουμένους του (ανάμεσα στους οποίους ήταν η οικιακή βοηθός της ηλικιωμένης και ο ταξιτζής που την πήγαινε περιπάτους), παρακολουθούσαν το διαμέρισμά της στην οδό Μαυροματαίων, καιροφυλακτώντας και σχεδιάζοντας την εξουδετέρωση της συγκατοίκου της».
Το βράδυ της 12/10/2003 η οικιακή βοηθός έριξε υπνωτικό στον καφέ της Ελισ.Πρ. κι όταν αυτή βυθίστηκε σε λήθαργο, έβγαλαν υποβασταζόμενη από το σπίτι την Αλκ.Μ. Η υπέργηρη γυναίκα μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο, όπου της έκαναν εισαγωγή με το πατρικό της επίθετο, ενώ ως διεύθυνση κατοικίας της δηλώθηκε η διεύθυνση του δικηγορικού γραφείο του... κ. Α. Κι ενώ από τις εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε, προέκυψε ότι δεν είχε τίποτε αξιόλογο, όταν πήρε εξιτήριο, μεταφέρθηκε από τους κατηγορούμενους σε άλλη κλινική, όπου και τελικά την εντόπισε -πέντε ημέρες μετά- η αστυνομία, έπειτα από επίπονες έρευνες που διενεργήθηκαν μετά την καταγγελία της συγκατοίκου της.

Μάλιστα, ο δικηγόρος «προκειμένου να προλάβει την καταγγελία, τηλεφώνησε την επομένη της αρπαγής στο Α.Τ. Εξαρχείων για να δηλώσει ότι η Αλκ.Μ. βρίσκεται μαζί του και έφυγε οικειοθελώς από το διαμέρισμά της, ενώ έστειλε και φαξ στον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθήνας, που ανέφερε ότι η γυναίκα βρισκόταν υπό ιατρική παρακολούθηση χωρίς να προσδιορίζει το μέρος». Τις ημέρες της νοσηλείας, η ηλικιωμένη εμφανίζεται να υπογράφει δήλωση με την οποία εγκρίνει δαπάνες 36.000 ευρώ, στις οποίες έχει προβεί για λογαριασμό της ο δικηγόρος και αναγνωρίζει ότι το ποσό αυτό αποτελεί μέρος του συνολικού ποσού των 90.000 ευρώ, που ήταν κατατεθειμένο σε τραπεζικό της λογαριασμό.

Φέρεται ακόμη να υπογράφει έγγραφο με το οποίο τον ευχαριστεί για όσα έκανε γι' αυτήν και τον παρακαλεί να συνεχίσει να είναι... πληρεξούσιος δικηγόρος της. Κανένα από τα δύο έγγραφα δεν είναι ιδιόγραφο και «από τη διατύπωσή τους συνάγεται ότι έχουν συνταχθεί από τον κατηγορούμενο, η δε Αλκ. Μ. έθεσε απλώς την υπογραφή της, από την οποία προκύπτει ότι η πνευματική της κατάσταση δεν είναι καλή». *