13 Ιανουαρίου 2017

ΚΥΠΡΙΑΚΟ- ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ

Ελληνική Δημοκρατία - Υπουργείο Εξωτερικών

1. To Κυπριακό ζήτημα σήμερα

Το Κυπριακό ζήτημα έχει βαθιές ιστορικές ρίζες και διάφορες επί μέρους, εσωτερικές και εξωτερικές, πτυχές. Ωστόσο,  από την παράνομη τουρκική εισβολή (Ιούλιος-Αύγουστος 1974) και την κατοχή έκτοτε του 37% περίπου του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, πρόκειται, πρωτίστως, για διεθνές ζήτημα εισβολής και κατοχής σε ευθεία παραβίαση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και πληθώρας Αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών.

42 χρόνια τώρα, η Τουρκία  αρνείται να αποσύρει τις παράνομες στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής της από την Κύπρο, οι οποίες έχουν καταστήσει την Κύπρο την πλέον στρατιωτικοποιημένη περιοχή παγκοσμίως. Το Κυπριακό συνιστά, επίσης, χαρακτηριστική περίπτωση συνεχούς, κατάφωρης και μαζικής παραβίασης βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών από την Τουρκία. Συγκεκριμένα, η Τουρκία παραβιάζει τα δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων προσφύγων, των αγνοουμένων και των συγγενών τους, καθώς και των εγκλωβισμένων στο κατεχόμενο τμήμα της νήσου, ενώ συνεχίζει με συστηματικό τρόπο τον παράνομο εποικισμό και την καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου.

Η διεθνής κοινότητα έχει κατ’ επανάληψη εκφρασθεί επί του Κυπριακού, καταδικάζοντας την εισβολή και απαιτώντας την απόσυρση των δυνάμεων κατοχής, μέσω μακράς σειράς Αποφάσεων και Ψηφισμάτων σε διεθνή fora, όπως η Γενική Συνέλευση και το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο της Ευρώπης, η Ομάδα των Αδεσμεύτων και η Ομάδα των κρατών της Κοινοπολιτείας.

Το Νοέμβριο 1983, η τουρκική πλευρά προχώρησε σε μονομερή ανακήρυξη ανεξαρτησίας του ψευδοκράτους στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου. Με τις Αποφάσεις 541/1983 και 550/1984, το Συμβούλιο Ασφαλείας καταδίκασε  την παράνομη αυτή μονομερή ενέργεια, ζητώντας την απόσυρσή της και καλώντας όλα τα κράτη να μην την αναγνωρίσουν ή την βοηθήσουν καθ΄οιονδήποτε τρόπο.

Οι αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών καλούν τις δύο κοινότητες να εξεύρουν συμπεφωνημένη λύση στο εσωτερικό πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου με διαπραγματεύσεις, στο πλαίσιο του σεβασμού της κυριαρχίας, ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας, της ταχείας απόσυρσης των ξένων στρατευμάτων, του τερματισμού κάθε ξένης επέμβασης στις υποθέσεις της και της λήψης μέτρων επειγόντως για την επιστροφή όλων των προσφύγων στις εστίες τους.

Οι αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών, προσδιορίζουν και την βάση μιας συμπεφωνημένης λύσης, η οποία, επί πλέον, δεδομένης της ιδιότητας της Κύπρου ως κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης,  θα πρέπει να είναι απολύτως συμβατή με το θεσμικό και νομικό πλαίσιο της ΕΕ και να διασφαλίζει τη συνέχεια της αποτελεσματικής συμμετοχής της Κύπρου στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Η διαρκής συνεργασία και ο συντονισμός Ελλάδας και Κύπρου, αποτελούν αποφασιστικό παράγοντα εξεύρεσης συνολικής, αμοιβαία αποδεκτής, δίκαιης και βιώσιμης λύσης του κυπριακού προβλήματος.

Από την Τουρκία, αναμένουμε να δούμε συγκεκριμένες ενέργειες που να αποδεικνύουν εμπράκτως τη βούλησή της να τερματίσει την παράνομη κατοχή και να διευκολύνει την εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτής και συνολικής λύσης του Κυπριακού. Αντ’ αυτού, μέχρι σήμερα, παρά τις δηλώσεις της τουρκικής κυβέρνησης ότι υποστηρίζει την εν εξελίξει διαπραγματευτική διαδικασία επίλυσης του προβλήματος στο πλαίσιο του ΟΗΕ, η ΄Αγκυρα εμμένει στην εδραίωση, τη διεθνή  αναβάθμιση και, παράλληλα,   στον πλήρη εσωτερικό εκτουρκισμό της παράνομης αποσχιστικής οντότητας στα κατεχόμενα.  Επί πλέον, παρά τις υποχρεώσεις της έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Συμφωνίας της Άγκυρας, Δήλωση ΕΕ 21ης Σεπτεμβρίου 2005), η Τουρκία, εμμένει στην άρνησή της να εξομαλύνει τις σχέσεις της και να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία.

2. Παρούσα φάση δικοινοτικών συνομιλιών

Οι συνεχιζόμενες σήμερα, με εντατικούς ρυθμούς,. δικοινοτικές συνομιλίες ξεκίνησαν με την Κοινή Διακήρυξη της 11ης Φεβρουαρίου 2014. Μεταξύ άλλων, η Κοινή Διακήρυξη προβλέπει  αλληλένδετη διαπραγμάτευση  εφ’ όλων των διαφόρων πτυχών του κυπριακού προβλήματος, περιλαμβανομένων των ενοτήτων διακυβέρνησης και καταμερισμού αρμοδιοτήτων, του περιουσιακού, θεμάτων Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης και οικονομίας, του εδαφικού και της διεθνούς πτυχής της ασφάλειας.  Η Διακήρυξη, προβλέπει επίσης, ρητά, ότι μόνο μία συμπεφωνημένη λύση μπορεί εν συνεχεία να τεθεί προς έγκριση  σε χωριστά και ταυτόχρονα δημοψηφίσματα των δύο κοινοτήτων και ότι «οποιασδήποτε μορφής επιδιαιτησία αποκλείεται». 

Οι συνομιλίες διεκόπησαν τον Οκτώβριου του 2014, εξαιτίας τουρκικών προκλήσεων και παραβιάσεων της κυπριακής ΑΟΖ που διήρκεσαν συνολικά επτά σχεδόν μήνες. 

Η επανέναρξή τους, υπό τη διεύθυνση του Προέδρου κ. Αναστασιάδη και του Τουρκοκύπριου ηγέτη, κ. Ακιντζί, κατέστη δυνατή στις 15 Μαΐου 2015. Έκτοτε, οι συνομιλίες συνεχίζονται με εντατικούς ρυθμούς. Εν τούτοις, όλα τα διαπραγματευτικά κεφάλαια παραμένουν ανοικτά και, όπως  δήλωσε στις 24 Ιουνίου 2016, ο Πρόεδρος κ. Αναστασιάδης, είναι πρόωρο «να καταλήξει κανείς σε ασφαλή συμπεράσματα από την πρόοδο που παρατηρείται». 

Το Κυπριακό ήταν ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν κατά την επίσκεψη του Γενικού Γραμματέα Η.Ε., κ. Μπαν Κι Μουν, στην Ελλάδα, στις 18 Ιουνίου. Ο Πρωθυπουργός, κ. Τσίπρας επανέλαβε ότι το κυπριακό πρόβλημα είναι κυρίως πρόβλημα εισβολής και παράνομης κατοχής και ότι η Ελλάδα στηρίζει τις δικοινοτικές συνομιλίες στην Κύπρο, «με στόχο μια δίκαιη και βιώσιμη λύση επί τη βάσει των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και της ιδιότητας της Κύπρου ως κράτους-μέλους της ΕΕ. Μια λύση που θα εμπεδώσει το αίσθημα ασφαλείας σε όλο τον κυπριακό λαό, Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους, χωρίς κατοχικά στρατεύματα και έξω από αναχρονιστικούς θεσμούς, όπως οι εγγυήσεις».  Από πλευράς του, ο κ. Μπαν Κι Μουν καλωσόρισε τη «δέσμευση που διατυπώθηκε στην κοινή δήλωση των δύο ηγετών, τον περασμένο μήνα, να επιτύχουν λύση εντός του έτους», ενώ εξέφρασε την εκτίμησή του για «το σημαντικό υψηλό επίπεδο υποστήριξης που προσφέρει η Ελλάδα στις συνομιλίες». 

ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ

• Ο τερματισμός της τουρκικής κατοχής και του εποικισμού και η εξεύρεση συνολικής, αμοιβαία αποδεκτής, δίκαιης και βιώσιμης λύσης του κυπριακού προβλήματος, αποτελεί κορυφαία εθνική προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, με προφανή σημασία για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την ειρήνη και σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής.

• Παρά τις απογοητεύσεις του παρελθόντος και τις συνεχιζόμενες δυσκολίες, οι δικοινοτικές συνομιλίες, με τη συνδρομή των, διευκολυντικού χαρακτήρα, Καλών Υπηρεσιών του ΓΓΗΕ, παραμένουν η μόνη αποδεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη μέθοδος συμπεφωνημένης επίλυσης του Κυπριακού.

• Η Ελλάδα απορρίπτει τετραμερή ή παρεμφερή  σχήματα διαπραγμάτευσης, τα οποία αγνοούν την Κυπριακή Δημοκρατία, επί πλέον δε, στην ουσία, αποσκοπούν  στη  διαιώνιση του αναχρονιστικού συστήματος εγγυήσεων του 1960 και στην απαράδεκτη εξίσωση των ευθυνών της κατοχικής δύναμης που είναι η Τουρκία με τις προσπάθειες της Ελλάδας να υπερασπίσει την Κυπριακή Δημοκρατία, κράτος-μέλος του ΟΗΕ και της ΕΕ και να συνδράμει στη διαπραγματευτική προσπάθεια επίλυσης του κυπριακού προβλήματος.

• Η Ελλάδα στηρίζει τις συνομιλίες που διεξάγονται υπό την διεύθυνση του Προέδρου Αναστασιάδη και του Τουρκοκύπριου ηγέτη, κ. Ακιντζί, για την εξεύρεση συνολικής και συμπεφωνημένης, δίκαιης και βιώσιμης λύσης του κυπριακού προβλήματος.

• Τη βάση επίλυσης του προβλήματος, προσδιορίζουν οι συμφωνίες κορυφής των δύο κοινοτήτων και οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. 

• Η όποια λύση πρέπει επίσης να συνάδει πλήρως με το κοινοτικό κεκτημένο. Μόνιμες αποκλίσεις από το κεκτημένο δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές, όχι μόνον από την Κυπριακή Δημοκρατία αλλά από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της.

• Συνολική και συμπεφωνημένη λύση του κυπριακού προβλήματος, δεν νοείται χωρίς την πλήρη αποχώρηση των κατοχικών τουρκικών στρατευμάτων και την κατάργηση του αναχρονιστικού συστήματος εγγυήσεων του 1960. 

• Η Ελλάδα δεν παρεμβαίνει στη διαπραγμάτευση εσωτερικών πτυχών του κυπριακού προβλήματος, η οποία αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της κυπριακής κυβέρνησης.

• Η υδατική σύνδεση Τουρκίας-κατεχομένων με υποθαλάσσιο αγωγό που εγκαινιάσθηκε τον Οκτώβριο 2015 , αποσκοπεί στην εδραίωση της κατοχής και τη μεγιστοποίηση της τουρκικής επιρροής και ελέγχου επί της Κύπρου.  Πρόκειται για μία ακόμα μονομερή και παράνομη ενέργεια η οποία επιβεβαιώνει την εμμονή της Τουρκίας στη μάταιη προσπάθεια επιβολής τετελεσμένων. Ως εκ τούτου, μόνο αρνητικές συνέπειες μπορεί να έχει στις δικοινοτικές συνομιλίες.

• Η Ελλάδα επιδιώκει να αποτελέσει χώρα διέλευσης κυπριακού, αιγυπτιακού και ισραηλινού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, είτε μέσω πλοίων μεταφοράς LNG από εξαγωγικούς σταθμούς σε Κύπρο, Αίγυπτο ή και Ισραήλ, είτε μέσω του αγωγού “East Med”. Στο πλαίσιο αυτό τίθεται και η ανάπτυξη του πλέγματος των υφιστάμενων τριμερών συνεργασιών καθώς και η διεύρυνσή τους, κατ’ αρχήν προς την Ιορδανία.

• Η Ελλάδα στηρίζει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της, τα οποία δεν συνδέονται με τη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού.