Απόρρητα επίσημα έγγραφα, που αποχαρακτηρίσθηκαν πρόσφατα, αποκαλύπτουν ότι το επιτελείο του πρώην προέδρου των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους, επεδίωξε αμέσως μετά την είσοδό του στον Λευκό Οίκο, να βρει τρόπο για την ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσέιν και για τη δικαιολόγηση ενός πολέμου στο Ιράκ.
Λίγες ώρες μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, ο τότε υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Ντόναλντ Ράμσφελντ, αναφέρθηκε σε μία επίθεση εναντίον του Ιράκ παράλληλα με την καταδίωξη του Οσάμα μπιν Λάντεν, σύμφωνα με τα πρακτικά σύσκεψης που πραγματοποιήθηκε τότε.
Ο Ντόναλντ Ράμσφελντ ανέθεσε σε έναν νομικό σύμβουλο του Πενταγώνου να προσπαθήσει μαζί με έναν ανώτατο αξιωματούχο να βρει στοιχεία για υποθετική σχέση του ιρακινού καθεστώτος με τον ηγέτη της Αλ Κάιντα, σύμφωνα με τα έγγραφα που δημοσιεύονται από το ανεξάρτητο ερευνητικό ινστιτούτο National Security Archive.
Η αμερικανική κυβέρνηση έχει παραδεχθεί έκτοτε ότι το καθεστώς του Σαντάμ Χουσέιν δεν είχε καμία σχέση με τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.
Ήδη από τον Ιούνιο και Ιούλιο του 2001, αξιωματούχοι παρουσίαζαν σωλήνες από αλουμίνιο ως απόδειξη ότι η Βαγδάτη διαθέτει πυρηνικά όπλα, πριν ακόμη αυτοί εξετασθούν, σύμφωνα με ενημερωτικό σημείωμα που είχε διαβιβασθεί στον τότε υπουργό Εξωτερικών Κόλιν Πάουελ. Λίγο αργότερα, αποδείχθηκε ότι οι σωλήνες δεν είχαν καμία σχέση με τον πυρηνικό τομέα.
Η σύγκρουση με το Ιράκ αποτέλεσε επίσης το θέμα σημειώματος με ημερομηνία Ιούλιος 2001 το οποίο διαβιβάσθηκε στην Κοντολίζα Ράις, τότε σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας. Στο σημείωμα ο Ντόναλντ Ράμσφελντ απαιτεί τη σύγκληση σύσκεψης υψηλού επιπέδου με θέμα τη στρατηγική απέναντι στη Βαγδάτη.
Εκφράζοντας την ανησυχία του για την αναποτελεσματικότητα των κυρώσεων εναντίον του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσέιν και για την ενίσχυση των ικανοτήτων της ιρακινής αντιαεροπορικής άμυνας, ο Ντόναλντ Ράμσφελντ αναφέρει: «Σε λίγα χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει αναμφίβολα να αντιμετωπίσουν έναν Σαντάμ που θα διαθέτει πυρηνικά όπλα».
Κάνοντας την πρόβλεψη ότι ένας πόλεμος θα είναι επιτυχής, ο αμερικανός υπουργός Άμυνας δήλωνε τότε ότι η πτώση του Σαντάμ Χουσέιν θα αυξήσει το γόητρο της Ουάσινγκτον στην περιοχή και σε ολόκληρο τον κόσμο.
«Εάν το καθεστώς του Σαντάμ πέσει, θα είμαστε σε σαφώς καλύτερη θέση στην περιοχή και αλλού. Μία μεγάλη νίκη στο Ιράκ θα ενίσχυε την αξιοπιστία των ΗΠΑ και την επιρροή τους στην περιοχή».
Άλλο έγγραφο δείχνει ότι ήδη από τον χειμώνα του 2001, δύο μήνες μετά την εισβολή στο Αφγανιστάν, ο Ντόναλντ Ράμσφελντ συζητούσε τα σχέδια την επίθεση εναντίον του Ιράκ, η οποία τελικά θα πραγματοποιηθεί τον Μάρτιο 2003.
Κατά τη διάρκεια σύσκεψης με τον στρατηγό Τόμι Φρανκς, πρώην διοικητή της CENTCOM, επιφορτισμένης με την περιοχή της Μέσης Ανατολής, ο Ντόναλντ Ράμσφελντ τού είχε τότε δώσει εντολή να ετοιμαστούν οι στρατιωτικές δυνάμεις για τον «αποκεφαλισμό» του ιρακινού καθεστώτος.
Σε έκθεσή του, με ημερομηνία 27 Νοεμβρίου 2001, δίνει έναν κατάλογο με τις αιτιολογίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από την κυβέρνηση για την έναρξη ενός πολέμου εναντίον του Ιράκ, όπως επιθέσεις του ιρακινού στρατού εναντίον του κουρδικού θύλακα στο βόρειο Ιράκ, σχέσεις ανάμεσα στο καθεστώς του Σαντάμ και την 11η Σεπτεμβρίου, επιθέσεις με χρήση βάκιλου του άνθρακα, καθώς και διαμάχες γύρω από τις επιθεωρήσεις πολεμικού εξοπλισμού από τον ΟΗΕ.
Ένα σημείωμα υπηρεσίας αναλύσεων του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, που φέρει ημερομηνία 18 Δεκεμβρίου 2001, προειδοποιεί ότι η Γαλλία και η Γερμανία θα αντιταχθούν σε μια εισβολή στο Ιράκ, εάν δεν υπάρχουν συγκεκριμένες αποδείξεις ότι η Βαγδάτη βρίσκεται πίσω από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Στο ίδιο σημείωμα επισημαίνεται ότι η υποστήριξη που θα παράσχει ο βρετανός πρωθυπουργός θα έχει υψηλό πολιτικό κόστος για τον Τόνι Μπλερ και εκφράζονται φόβοι για ενδεχόμενες αντιδράσεις του μουσουλμανικού πληθυσμού της Βρετανίας.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ
Λίγες ώρες μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, ο τότε υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Ντόναλντ Ράμσφελντ, αναφέρθηκε σε μία επίθεση εναντίον του Ιράκ παράλληλα με την καταδίωξη του Οσάμα μπιν Λάντεν, σύμφωνα με τα πρακτικά σύσκεψης που πραγματοποιήθηκε τότε.
Ο Ντόναλντ Ράμσφελντ ανέθεσε σε έναν νομικό σύμβουλο του Πενταγώνου να προσπαθήσει μαζί με έναν ανώτατο αξιωματούχο να βρει στοιχεία για υποθετική σχέση του ιρακινού καθεστώτος με τον ηγέτη της Αλ Κάιντα, σύμφωνα με τα έγγραφα που δημοσιεύονται από το ανεξάρτητο ερευνητικό ινστιτούτο National Security Archive.
Η αμερικανική κυβέρνηση έχει παραδεχθεί έκτοτε ότι το καθεστώς του Σαντάμ Χουσέιν δεν είχε καμία σχέση με τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.
Ήδη από τον Ιούνιο και Ιούλιο του 2001, αξιωματούχοι παρουσίαζαν σωλήνες από αλουμίνιο ως απόδειξη ότι η Βαγδάτη διαθέτει πυρηνικά όπλα, πριν ακόμη αυτοί εξετασθούν, σύμφωνα με ενημερωτικό σημείωμα που είχε διαβιβασθεί στον τότε υπουργό Εξωτερικών Κόλιν Πάουελ. Λίγο αργότερα, αποδείχθηκε ότι οι σωλήνες δεν είχαν καμία σχέση με τον πυρηνικό τομέα.
Η σύγκρουση με το Ιράκ αποτέλεσε επίσης το θέμα σημειώματος με ημερομηνία Ιούλιος 2001 το οποίο διαβιβάσθηκε στην Κοντολίζα Ράις, τότε σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας. Στο σημείωμα ο Ντόναλντ Ράμσφελντ απαιτεί τη σύγκληση σύσκεψης υψηλού επιπέδου με θέμα τη στρατηγική απέναντι στη Βαγδάτη.
Εκφράζοντας την ανησυχία του για την αναποτελεσματικότητα των κυρώσεων εναντίον του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσέιν και για την ενίσχυση των ικανοτήτων της ιρακινής αντιαεροπορικής άμυνας, ο Ντόναλντ Ράμσφελντ αναφέρει: «Σε λίγα χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει αναμφίβολα να αντιμετωπίσουν έναν Σαντάμ που θα διαθέτει πυρηνικά όπλα».
Κάνοντας την πρόβλεψη ότι ένας πόλεμος θα είναι επιτυχής, ο αμερικανός υπουργός Άμυνας δήλωνε τότε ότι η πτώση του Σαντάμ Χουσέιν θα αυξήσει το γόητρο της Ουάσινγκτον στην περιοχή και σε ολόκληρο τον κόσμο.
«Εάν το καθεστώς του Σαντάμ πέσει, θα είμαστε σε σαφώς καλύτερη θέση στην περιοχή και αλλού. Μία μεγάλη νίκη στο Ιράκ θα ενίσχυε την αξιοπιστία των ΗΠΑ και την επιρροή τους στην περιοχή».
Άλλο έγγραφο δείχνει ότι ήδη από τον χειμώνα του 2001, δύο μήνες μετά την εισβολή στο Αφγανιστάν, ο Ντόναλντ Ράμσφελντ συζητούσε τα σχέδια την επίθεση εναντίον του Ιράκ, η οποία τελικά θα πραγματοποιηθεί τον Μάρτιο 2003.
Κατά τη διάρκεια σύσκεψης με τον στρατηγό Τόμι Φρανκς, πρώην διοικητή της CENTCOM, επιφορτισμένης με την περιοχή της Μέσης Ανατολής, ο Ντόναλντ Ράμσφελντ τού είχε τότε δώσει εντολή να ετοιμαστούν οι στρατιωτικές δυνάμεις για τον «αποκεφαλισμό» του ιρακινού καθεστώτος.
Σε έκθεσή του, με ημερομηνία 27 Νοεμβρίου 2001, δίνει έναν κατάλογο με τις αιτιολογίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από την κυβέρνηση για την έναρξη ενός πολέμου εναντίον του Ιράκ, όπως επιθέσεις του ιρακινού στρατού εναντίον του κουρδικού θύλακα στο βόρειο Ιράκ, σχέσεις ανάμεσα στο καθεστώς του Σαντάμ και την 11η Σεπτεμβρίου, επιθέσεις με χρήση βάκιλου του άνθρακα, καθώς και διαμάχες γύρω από τις επιθεωρήσεις πολεμικού εξοπλισμού από τον ΟΗΕ.
Ένα σημείωμα υπηρεσίας αναλύσεων του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, που φέρει ημερομηνία 18 Δεκεμβρίου 2001, προειδοποιεί ότι η Γαλλία και η Γερμανία θα αντιταχθούν σε μια εισβολή στο Ιράκ, εάν δεν υπάρχουν συγκεκριμένες αποδείξεις ότι η Βαγδάτη βρίσκεται πίσω από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Στο ίδιο σημείωμα επισημαίνεται ότι η υποστήριξη που θα παράσχει ο βρετανός πρωθυπουργός θα έχει υψηλό πολιτικό κόστος για τον Τόνι Μπλερ και εκφράζονται φόβοι για ενδεχόμενες αντιδράσεις του μουσουλμανικού πληθυσμού της Βρετανίας.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ