Σας ευχαριστώ, κυρίες και κύριοι. Θα είμαι σύντομος, λόγω του προχωρημένου της ώρας. Εκπροσωπώ μία χώρα, την Ελλάδα, η οποία πρόσφατα αντιμετώπισε μία ιδιαίτερα σοβαρή οικονομική κρίση. Άραγε, σχετίζεται αυτή η οικονομική κρίση με την παρούσα συζήτησή μας, σχετικά με την κλιματική αλλαγή; Η απάντηση είναι καταφατική, σχετίζεται με πολλούς τρόπους.
Κατ’ αρχάς, η Ελλάδα αποτελεί μία χώρα με σημαντικές δυνατότητες ανάπτυξης. Ωστόσο, η ελληνική οικονομία υπέστη εκτεταμένη κακοδιαχείριση.
Τα ίδια επιχειρήματα άκουσα σήμερα από πολλούς Αφρικανούς ηγέτες. Και η Αφρική διαθέτει τεράστιες δυνατότητες: πόρους, πλούτο, νερό, δάση, ανθρώπινο δυναμικό. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση, για πολλούς λόγους, οι συγκεκριμένες δυνατότητες, οι αληθινές δυνατότητες της Αφρικής, δεν αξιοποιούνται, είτε εξαιτίας θεσμικών αδυναμιών, του αποικιοκρατικού της παρελθόντος, είτε λόγω έλλειψης περιφερειακής ολοκλήρωσης, υποδομών, ή και λόγω παντελούς έλλειψης ενός κώδικα συμπεριφοράς για απευθείας ξένες επενδύσεις.
Κατά συνέπεια, μία καλύτερη διακυβέρνηση συνιστά την πολιτική πρόκληση για μία διαρκή και σταθερή ανάπτυξη. Και αυτό είναι το πρώτο ζητούμενο: μία αποτελεσματικότερη, δημοκρατική και διαφανής διακυβέρνηση.
Θα ήταν, όμως, υποκριτικό να κάνουμε λόγο για μία δίκαιη δημοκρατική διακυβέρνηση μόνο σε εθνικό επίπεδο. Και το διαπιστώνουμε αυτό, ιδίως στη συγκυρία της παρούσας οικονομικής κρίσης. Διότι σήμερα, οι αποφάσεις λαμβάνονται εκτός των χωρών μας και, μάλιστα, από άλλους.
Έτσι, η Δημοκρατία πρέπει να λάβει παγκόσμιο χαρακτήρα. Για παράδειγμα, καθώς μιλάμε για την Αφρική, πρέπει να εκπροσωπείται σε παγκόσμιους Οργανισμούς λήψης αποφάσεων, είτε πρόκειται για το Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, είτε για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, είτε για την Παγκόσμια Τράπεζα, ώστε να διασφαλίζεται η ισχυρή παρουσία της σε αυτούς.
Και αυτό είναι ένα σημείο, στο οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Αφρική πρέπει να ενισχύσουν τη συνεργασία τους. Η Αφρική και η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλουν να ισχυροποιήσουν τη συνεργασία τους στον τομέα αυτό, προκειμένου να αναμορφώσουν τον ΟΗΕ και να τον καταστήσουν πραγματικά πρωτεύοντα παράγοντα στη λήψη αποφάσεων ανά τον κόσμο.
Ένας δεύτερος λόγος συσχέτισης της οικονομικής κρίσης με την κλιματική αλλαγή, που προέρχεται από την εμπειρία μου στην Ελλάδα, είναι ότι η οικονομία της χώρας απλώς δεν ήταν ανταγωνιστική στην παγκόσμια αγορά. Γίναμε καταναλωτές, αλλά όχι παραγωγοί.
Η υιοθέτηση της «πράσινης» οικονομίας μπορεί να μας καταστήσει πολύ περισσότερο ανταγωνιστικούς, επειδή συνεπάγεται την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων, του πολιτισμού, της Κοινωνίας των Πολιτών, της καινοτομίας, της γνώσης, της δημιουργικότητας και του θαυμάσιου φυσικού περιβάλλοντος που διαθέτουμε.
Κατά τον τρόπο αυτό, η Αφρική, όπως δήλωσε και ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Χοσέ Μανουέλ Μπαρόζο, δύναται να κάνει την επανάσταση στην πράσινη ανάπτυξη, αξιοποιώντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της: την πολλαπλότητα των τόσων όμορφων πολιτισμών, της δημιουργικότητας, καθώς και του φυσικού κάλλους και των πόρων που διαθέτει.
Τρίτον, για να γίνουμε ανταγωνιστικοί, πρωτίστως, απαιτείται η ανάπτυξή μας να είναι πράσινη και απαλλαγμένη από τις επιβαρύνσεις του παρελθόντος. Χρειαζόμαστε μία μετάβαση, μέσα από ισχυρές επενδύσεις, μεταφορά γνώσης, εκπαίδευση, αρωγή, κονδύλια και υποδομές.
Πώς θα καταστεί δυνατή, όμως, η χρηματοδότηση του αναπτυσσόμενου κόσμου, προκειμένου να διενεργηθεί η εν λόγω μετάβαση; Ενίοτε, το ζήτημα αυτό αντιμετωπίζεται ως προοπτική μηδενικού αποτελέσματος, ιδίως σήμερα, όπου αναπτυγμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, δοκιμάζονται από υψηλό δημόσιο χρέος και δημιουργούνται πολλά προσκόμματα στην παροχή βοήθειας προς τον αναπτυσσόμενο κόσμο.
Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα συνεχίζει τα περιβαλλοντικά της σχέδια και τη χρηματοδότηση των περιβαλλοντικών έργων της στην Αφρική, ύψους 12 εκατομμυρίων ευρώ, από το 2008 έως και το 2011, επειδή τα θεωρούμε έργα κοινού συμφέροντος.
Αν, όμως, πραγματικά επιθυμούμε από κοινού να κάνουμε τη διαφορά και να δημιουργήσουμε μία επωφελή κατάσταση για όλους μας, θα επαναλάμβανα την πρόταση που πολλοί προσυπέγραψαν στην Κοπεγχάγη πέρυσι – δυστυχώς, βέβαια, η Σύνοδος της Κοπεγχάγης δεν στέφθηκε με επιτυχία – να θεσπιστεί, δηλαδή, η επιβολή ενός παγκόσμιου φόρου στην εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα, ή ενός παγκόσμιου φόρου στην εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου, ώστε να δημιουργηθεί ένα Ταμείο, το οποίο θα χρηματοδοτήσει έργα καθαρής και πράσινης ανάπτυξης σε αναπτυσσόμενες χώρες.
Το Ταμείο αυτό, θα είναι επίσης σε θέση να προάγει την ανάπτυξη και σε αναπτυγμένες χώρες, όπως δήλωσε πριν από λίγο και ο Αντιπρόεδρος της Νιγηρίας.
Και πάλι, όμως, μία τέτοια πρόταση προϋποθέτει ισχυρότερη παγκόσμια διακυβέρνηση, υποδομές, συντονισμό και πολιτική βούληση. Αυτή την πολιτική βούληση, δεν τη διαπιστώσαμε στην Κοπεγχάγη και, δυστυχώς, ενδέχεται να μην τη δούμε ούτε στο Κανκούν.
Αυτό συνεπάγεται, επίσης, ότι πρέπει να προωθήσουμε τις περιφερειακές μας πρωτοβουλίες, καθώς και τις πρωτοβουλίες μας στο επίπεδο των λαών. Η Ελλάδα έχει αναλάβει μία Μεσογειακή Πρωτοβουλία για την Κλιματική Αλλαγή, σε συνεργασία με την Τουρκία και άλλες 18 χώρες, αλλά και στη Μαύρη Θάλασσα πριν από λίγες ημέρες, με σκοπό την προώθηση της πράσινης απασχόλησης, των συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) και της συνεργασίας με την Κοινωνία των Πολιτών, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή, αλλά και να προωθήσουμε την ανάπτυξη.
Θεωρώ ότι πρόκειται για έναν τομέα, στον οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Αφρική μπορούν και πάλι να συνεργαστούν στενά, ώστε να υλοποιήσουν περιφερειακές πρωτοβουλίες.
Ένα τελευταίο σημείο συσχέτισης της οικονομικής κρίσης και της κλιματικής αλλαγής είναι το εξής: ό, τι και αν κάνουμε στον πλανήτη μας, πρέπει να διέπεται από ένα αίσθημα δικαιοσύνης. Όμως, οι λαοί μας δεν εισπράττουν αυτό το αίσθημα, βλέποντας την παρούσα κατάσταση, στην οποία οι τράπεζες διασώζονται, αλλά τα άτομα επωμίζονται τα χρέη, τα κέρδη ιδιωτικοποιούνται, αλλά οι ζημιές κοινωνικοποιούνται, ενώ οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.
Από πολιτική σκοπιά, μία τέτοια κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί, όταν γνωρίζουμε ότι διαθέτουμε τις δυνατότητες και τους πόρους στον πλανήτη μας. Παρ’ όλο που η ανθρωπότητα έχει τις δυνατότητες για να εξαλείψει τη φτώχεια, δεν το πράττει. Έτσι, με το πνεύμα αυτό, η ανάπτυξη μπορεί να είναι βιώσιμη, μόνο αν είναι δίκαιη ανάπτυξη.
Και πρώτα απ’ όλα, η δικαιοσύνη απευθύνεται στη νεολαία μας, στις μελλοντικές γενιές. Και γι’ αυτό, ο δρόμος που ακολούθησε ο αναπτυγμένος κόσμος έως τώρα, δεν αποτελεί ένα σωστό πρότυπο προς μίμηση. Διότι πολλοί από τον αναπτυγμένο κόσμο, καταστρέψαμε το περιβάλλον μας, σπαταλήσαμε τους φυσικούς μας πόρους, χωρίς να είμαστε σε θέση να εγγυηθούμε τη διαθεσιμότητά τους για τις επερχόμενες γενιές. Η πρακτική αυτή δεν είναι βιώσιμη για τον αναπτυγμένο κόσμο, αλλά ούτε και για τον αναπτυσσόμενο.
Επιπλέον, η υποβάθμιση του περιβάλλοντός μας πλήττει σφοδρότερα τους φτωχότερους, τις γυναίκες και τα παιδιά του πλανήτη. Το γεγονός αυτό αναιρεί το στερεότυπο, ότι το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής αφορούσε αποκλειστικά στους πλούσιους. Στην πραγματικότητα, όμως, η κλιματική αλλαγή αυξάνει τις ανισότητες, την αδικία και τη φτώχεια, καθώς και τη μετανάστευση, συντελώντας στη δημιουργία προσφύγων λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που οι Αφρικανοί πλήττονται από την κλιματική αλλαγή, περισσότερο από τους υπόλοιπους συνανθρώπους μας.
Συνεπώς, το κοινό μας μήνυμα πρέπει να είναι, ότι η βιώσιμη ανάπτυξη συνεπάγεται και πρέπει να συνοδεύεται με:
- Ανάπτυξη, αλλά πράσινη ανάπτυξη.
- Καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για όλους.
- Κοινωνική δικαιοσύνη στην καταπολέμηση της φτώχειας και της ανισότητας.
- Διασφάλιση των φυσικών μας πόρων για τις μελλοντικές γενιές.
Αν θέλετε, εξανθρωπισμό της παγκοσμιοποίησης.
Θεωρώ ότι η Ευρώπη έχει συμβάλει στον εξανθρωπισμό της παγκόσμιας κοινωνίας. Ωστόσο, όπως δήλωσε και ο Πρόεδρος Ζούμα, θα ήταν χρήσιμη η αποτίμηση τής μέχρι τώρα συνεργασίας μας και, μάλιστα, με πρακτικό τρόπο, ώστε να καταστεί η συνεργασία μας ακόμη περισσότερο πρακτική και αποτελεσματική στον τομέα αυτής της νέας ανάπτυξης, της πράσινης ανάπτυξης, η οποία ανήκει στο μέλλον και πρέπει να αποτελέσει το μέλλον της συνεργασίας μας.
Τέλος, επιτρέψτε μου να ευχαριστήσω και να συγχαρώ το λαό της Λιβύης και τον ηγέτη του, Μουαμάρ Καντάφι, για τη θερμή και εξαιρετική φιλοξενία που μας προσφέρουν εδώ, στην Τρίπολη. Σας ευχαριστώ πολύ.