Η καθημερινή λήψη μικρής δόσης ασπιρίνης επί τουλάχιστον πέντε χρόνια μπορεί να μειώσει σημαντικά την θνησιμότητα από πολλές και διαφορετικές μορφές καρκίνου, αποκαλύπτει μια νέα μελέτη.
Ειδικότερα, επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και άλλα κέντρα διαπίστωσαν πως 75 mg ασπιρίνης την ημέρα μειώνουν τους θανάτους από καρκίνο κατά 10% έως 60%, αναλόγως με τη μορφή της νόσου. Επιπλέον, μειώνουν κατά 10% τον κίνδυνο θανάτου από κάθε αιτία.
Το εύρημά τους πηγάζει από την συνδυασμένη ανάλυση οκτώ προγενέστερων κλινικών μελετών, στις οποίες είχαν συμμετάσχει περισσότεροι από 25.500 εθελοντές και οι οποίες είχαν διεξαχθεί για να διερευνηθεί η επίδραση της ασπιρίνης στα καρδιαγγειακά νοσήματα.
Η ανακοίνωσή τους ακολουθεί αντίστοιχη του περασμένου Οκτωβρίου, στην οποία η ίδια ερευνητική ομάδα είχε διαπιστώσει πως η μακροχρόνια λήψη μικρής δόσης ασπιρίνης μειώνει κατά το ένα τρίτο τον κίνδυνο θανάτου από καρκίνο του παχέος εντέρου.
«Τα ευρήματα αυτά παρέχουν τις πρώτες αποδείξεις ότι η ασπιρίνη μειώνει τους θανάτους από διάφορες μορφές καρκίνου», δήλωσαν οι ερευνητές.
Τα νέα ευρήματα, που δημοσιεύονται στην καταξιωμένη ιατρική επιθεώρηση «The Lancet», αποδεικνύουν - σύμφωνα με τους ερευνητές - ότι τα οφέλη της ασπιρίνης υπερκαλύπτουν τον ενδεχόμενο κίνδυνο αιμορραγίας που συχνά συνοδεύει τη λήψη της.
Είναι ήδη καλά τεκμηριωμένο ότι η ασπιρίνη μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο εμφράγματος και εγκεφαλικού σε όσους διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να τα εκδηλώσουν (όπως λ.χ. τα άτομα που ήδη έχουν περάσει ένα έμφραγμα ή εγκεφαλικό). Ωστόσο, η προστατευτική δράση της έναντι των καρδιαγγειακών νοσημάτων πιστεύεται ότι είναι μικρή για τους υγιείς ανθρώπους, καθώς και ότι υπερκαλύπτεται από τον κίνδυνο αιμορραγίας στο στομάχι και στο έντερο.
Η νέα μελέτη, όμως, υποδηλώνει πως όταν ζυγίζουν τα υπέρ και τα κατά της λήψης ασπιρίνης, οι ειδικοί θα πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψιν και την προστατευτική δράση της έναντι του καρκίνου.
Προστασία διαρκείας
Προστασία διαρκείας
Οι μελέτες που συμπεριελήφθησαν στην νέα ανάλυση, διήρκησαν από 4 έως 8 χρόνια. Οι ερευνητές, όμως, παρακολούθησαν τους εθελοντές τους (άλλοι εκ των οποίων έπαιρναν ασπιρίνη και άλλοι όχι) και μετά το τέλος τους, φτάνοντας έως τα 20 χρόνια.
Οι συγγραφείς της νέας ανάλυσης καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι εν όσω διεξάγονταν οι μελέτες, ο συνολικός κίνδυνος θανάτου από καρκίνου μειώθηκε κατά 21% μεταξύ των εθελοντών που έπαιρναν ασπιρίνη. Εντούτοις, τα μακροπρόθεσμα οφέλη έναντι συγκεκριμένων καρκίνων άρχισαν να γίνονται εμφανή τουλάχιστον πέντε χρόνια έπειτα από το τέλος τους.
Ειδικότερα, ύστερα από 5 χρόνια, οι θάνατοι από καρκίνους του γαστρεντερικού συστήματος είχαν μειωθεί κατά 54%. Ειδικά όμως οι θάνατοι από καρκίνο του παχέος εντέρου και του στομάχου παρουσίασαν μείωση μετά από 10 χρόνια, ενώ οι θάνατοι από καρκίνο του προστάτη έπειτα από 15 χρόνια.
Ειδικότερα, ύστερα από 5 χρόνια, οι θάνατοι από καρκίνους του γαστρεντερικού συστήματος είχαν μειωθεί κατά 54%. Ειδικά όμως οι θάνατοι από καρκίνο του παχέος εντέρου και του στομάχου παρουσίασαν μείωση μετά από 10 χρόνια, ενώ οι θάνατοι από καρκίνο του προστάτη έπειτα από 15 χρόνια.
Στα 20 χρόνια έπειτα από την έναρξη της λήψης ασπιρίνης, ο κίνδυνος θανάτου ήταν μειωμένος κατά 10% μεταξύ των εθελοντών που είχαν καρκίνο του προστάτη, κατά 30% μεταξύ όσων είχαν αδενοκαρκίνωμα του πνεύμονα (είναι ο πνευμονικός καρκίνος κυρίως των μη καπνιστών), κατά 40% μεταξύ των ασθενών με καρκίνο του παχέος εντέρου και κατά 60% μεταξύ των πασχόντων από καρκίνο του οισοφάγου.
Δεν χρειάζεται μεγαλύτερη δόση
Η μελέτη έδειξε ακόμη πως οι υψηλότερες δόσεις ασπιρίνης δεν παρείχαν μεγαλύτερη προστασία. Μολονότι, εξάλλου, ούτε το φύλο ούτε οι καπνιστικές συνήθειες φάνηκε να επηρεάζουν την δράση της χαμηλής δόσης ασπιρίνης, η ηλικία σίγουρα την επηρέαζε: ο κίνδυνος θανάτου στην 20ετία ήταν πολύ πιο μειωμένος για τους μεγάλης ηλικίας ανθρώπους.
Οι μειώσεις στους πάσχοντες από καρκίνο του παγκρέατος, του στομάχου ή του εγκεφάλου δεν καταγράφηκαν, επειδή ήταν μικροί οι αριθμοί των ασθενών.
Δεν χρειάζεται μεγαλύτερη δόση
Η μελέτη έδειξε ακόμη πως οι υψηλότερες δόσεις ασπιρίνης δεν παρείχαν μεγαλύτερη προστασία. Μολονότι, εξάλλου, ούτε το φύλο ούτε οι καπνιστικές συνήθειες φάνηκε να επηρεάζουν την δράση της χαμηλής δόσης ασπιρίνης, η ηλικία σίγουρα την επηρέαζε: ο κίνδυνος θανάτου στην 20ετία ήταν πολύ πιο μειωμένος για τους μεγάλης ηλικίας ανθρώπους.
Οι μειώσεις στους πάσχοντες από καρκίνο του παγκρέατος, του στομάχου ή του εγκεφάλου δεν καταγράφηκαν, επειδή ήταν μικροί οι αριθμοί των ασθενών.
Δεν υπήρχαν επίσης επαρκή στοιχεία για την πιθανή δράση της ασπιρίνης σε γυναίκες με καρκίνο του μαστού ή των ωοθηκών, επειδή γενικώς στις μελέτες οι γυναίκες ήταν η μειονότητα. Μεγάλης κλίμακας μελέτες έχουν ήδη αρχίσει για να διερευνηθεί και αυτή η συσχέτιση.
Αρχή στα 45...
Ο επικεφαλής ερευνητής καθηγητής Πήτερ Ρόθγουελ, από το Νοσοκομείο Τζων Ράντκλιφ και το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, επισημαίνει ότι τα ευρήματα αυτά δεν σημαίνουν πως οι υγιείς μεσήλικες θα πρέπει αμέσως να αρχίσουν να παίρνουν 75 mg ασπιρίνης την ημέρα. Εντούτοις, «τα στοιχεία μας δείχνουν πως μάλλον αξίζει τον κόπο» να το δοκιμάσει κανείς, αφού όμως πρώτα συμβουλευθεί τον γιατρό του.
Αρχή στα 45...
Ο επικεφαλής ερευνητής καθηγητής Πήτερ Ρόθγουελ, από το Νοσοκομείο Τζων Ράντκλιφ και το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, επισημαίνει ότι τα ευρήματα αυτά δεν σημαίνουν πως οι υγιείς μεσήλικες θα πρέπει αμέσως να αρχίσουν να παίρνουν 75 mg ασπιρίνης την ημέρα. Εντούτοις, «τα στοιχεία μας δείχνουν πως μάλλον αξίζει τον κόπο» να το δοκιμάσει κανείς, αφού όμως πρώτα συμβουλευθεί τον γιατρό του.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Ρόθγουελ, ο ετήσιος κίνδυνος σημαντικής εσωτερικής αιμορραγίας στους εθελοντές της μελέτης ήταν 1 πιθανότητα στις 1.000 – και η ασπιρίνη τον διπλασίαζε, δηλαδή τον έκανε 2 πιθανότητες στις 1.000. Όμως ο κίνδυνος σοβαρής αιμορραγίας ήταν «πολύ χαμηλός» στους μεσήλικες εθελοντές και πολύ αυξημένος σε όσους είχαν ηλικία πάνω από 75 ετών.
Μια λογική ηλικία στην οποία θα μπορούσε κανείς να παίρνει ασπιρίνη θα ήταν μεταξύ 45 και 50 ετών, πρόσθεσε. Όσον αφορά την διάρκεια της αγωγής, ο καθηγητής Ρόθγουελ εκτιμά ότι για μέγιστο όφελος θα πρέπει να είναι μέχρι την ηλικία των 70 ετών.
Πηγή : Web Only