Η οικονομική κρίση, η αλλαγή στρατηγικής των πολυεθνικών και των ξένων τραπεζών και το αφιλόξενο επενδυτικό περιβάλλον – πλην ορισμένων κλάδων, όπως η ενέργεια – επιτείνουν το κύμα φυγής μεγάλων εταιρειών από την Ελλάδα.
Στα απόνερα του φαινομένου, που είναι η ανεργία και η ερήμωση βιομηχανικών περιοχών, προστίθεται και η διάβρωση του ανταγωνισμού, αφού ενισχύονται τα ολιγοπώλια. Η αποχώρηση της BP ύστερα από μισόν αιώνα στην Ελλάδα ήταν το τελευταίο κρούσμα, ενώ ακολουθούν η Shell και επενδυτικά funds. Επίσης, τα λουκέτα στη Βιαμύλ και στη Siemens στη Θεσσαλονίκη πλήττουν άμεσα τον παραγωγικό ιστό της χώρας.
Την ίδια στιγμή το ελληνικό χρηματιστήριο «αδειάζει» από πολυεθνικούς κολοσσούς που αποσύρουν τις θυγατρικές τους, με αποτέλεσμα η ΕΧΑΕ να έχει παραιτηθεί από τον φιλόδοξο στόχο να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης. Την «ευθύνη» αυτήν έχουν αναλάβει πλέον οι ελληνικές τράπεζες που ζουν το δικό τους βαλκανικό όνειρο.
Το φαινόμενο της αποχώρησης μεγάλων πολυεθνικών ομίλων από την Ελλάδα- τελευταίο κρούσμα ήταν η πώληση του δικτύου της ΒΡ στα Ελληνικά Πετρέλαια- οφείλεται τόσο σε ενδογενείς όσο και σε εξωγενείς παράγοντες και η προσέγγισή του δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη. Ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών κ. Ι. Παπαθανασίου υποστηρίζει ότι οι πολυεθνικές φεύγουν για δικούς τους λόγους που δεν έχουν σχέση με το επιχειρηματικό περιβάλλον της χώρας μας.
Λέει όμως τη μισή αλήθεια, γιατί τα τελευταία πενήντα χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν έχουν κάνει απολύτως τίποτε για να προσελκύσουν παραγωγικές επενδύσεις αλλά ούτε και για να διατηρήσουν αυτές που για κάποιον λόγο, κάποτε, ξένες εταιρείες πείστηκαν και «έστησαν» στην Ελλάδα. Τα τελευταία πενήντα χρόνια δεν έχει θεσπιστεί κανένα φορολογικό κίνητρο.