Ο ΑIΓYΠTIΩTHΣ Ελληνισμός αποτέλεσε κατ'εξοχήν φυτώριο και κοιτίδα του ευεργετισμού για την Ελλαδα.
Απτή παρουσία των Ελλήνων στη νεότερη Αίγυπτο διαπιστώνεται στο τελος του 18ου αιώνα, επί Μωχάμετ Aλη.
Μετά την εγκατάστασή τους, οι Eλληνες πάροικοι οργανώθηκαν σε κοινότητες και φρόντισαν να καλύψουν τις ανάγκες της παροικίας χτίζοντας εκκλησίες και σχολεία. Στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας και αρωγής ίδρυσαν ορφανοτροφεία, νοσοκομεία, βρεφοκομεία και γηροκομεία, με αποτέλεσμα να ανυψωθεί το επίπεδο ζωής της παροικίας, να αναπτυχθεί η ιδιαιτερότητα του πολιτισμικού της χαρακτήρα και να εδραιωθεί το αίσθημα της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης στον εκτός του περιορισμένου ελληνικού κράτους παροικιακό χώρο.
Οι σχέσεις των Ελλήνων παροίκων με το αιγυπτιακό κράτος υπήρξαν τυπικά αρμονικές, σχέσεις καλού υπηκόου με τη νόμιμη αρχή. Κοινωνικά, θεσμικά και εν μέρει διοικητικά ο Ελληνισμός συγκροτήθηκε γύρω από τρεις πόλους: Το Πατριαρχείο, το Προξενείο και την Κοινότητα.
Στο πλαίσιο του κοινοτικού χώρου, ιδιαίτερο ρόλο έπαιξαν οι αδελφότητες ή πατριές, όπως τις αποκαλούσαν οι Αιγυπτιώτες. Η σύσταση των αδελφοτήτων γινόταν με κριτήρια εθνικοτοπικά, όπου υπερείχε η συνείδηση της κοινής «γενέθλιας γης», ενώ η λειτουργία τους στηρίχθηκε στην εσωτερική αλληλεγγύη, στην αλληλοϋποστήριξη και στην καλλιέργεια σχέσεων «καλής γειτονίας και συμβίωσης» με τον ευρύτερο αιγυπτιακό χώρο.
Από τις ελληνικές κοινότητες και αδελφότητες, τις δύο αυτές μορφές συγκρότησης της συλλογικής ζωής, αναδείχθηκε και η προσωπική πορεία ορισμένων μελών τους, στον βαθμό που αυτά ανέπτυξαν το πρότυπο της ατομικής λειτουργίας. Μεταξύ αυτών ευρίσκονται τυπικά και οι μεγάλοι ευεργέτες.
Η παρουσία των ευεργετών εικονογραφείται παραδειγματικά από τις επιτυχημένες οικονομικές και κοινωνικές διαδρομές που ακολούθησαν, καθώς και από τις ξεχωριστές επιδόσεις που έδειξαν υπηρετώντας την παροικία με αίσθημα υψηλής ευθύνης και κοινοτικής συνείδησης, την ιδιαίτερη πατρίδα τους με πρόδηλο αίσθημα νόστου.
Η ανάδειξη των ευεργετών
Ως πλούσιοι έμποροι, επιτυχημένοι βιομήχανοι ή διαπρεπείς τραπεζίτες, διέθεσαν μεγάλο μέρος της περιουσίας τους προκειμένου να καλύψουν ελλείμματα των κοινοτήτων τους εκεί, στην αιγυπτιακή χώρα που τους υποδέχθηκε και όπου έζησαν μεγάλο μέρος της ζωής τους. Διέθεσαν χρεόγραφα πολλών αιγυπτιακών λιρών ή λιρών Αγγλίας για να δημιουργηθούν τα φερώνυμα ιδρύματα στην αιγυπτιακή χώρα:
Στην Αλεξάνδρεια ιδρύθηκε η Τοσιτσαία Σχολή (1854),το Αβερωφειο Γυμνασιο το Αβερώφειο Παρθεναγωγείο (1897), η Σαλβάγειος Επαγγελματική Σχολή (1907), η Πρατσεικειος Σχολη- Η Δαβαρακειος σχολη το Μπενάκειο Ορφανοτροφείο Θηλέων (1909), η Ζερβουδάκειος Σχολή (1911), το Χωρέμειο Ραδιολογικό Περίπτερο (1924), η Φαμηλιάδειος Σχολή (1925), το Αντωνιάδειο Γηροκομείο (1925), το ΜΑΝΝΑ ,το Κανισκέρειο Ορφανοτροφείο (1926), το Κοτσίκειο Νοσοκομείο (1932). Το Μπενάκειο Οικονομικό Συσσίτιο (1908) εξασφάλιζε καθημερινά τροφή στις άπορες οικογένειες, στους εργάτες και στους φτωχούς μαθητές της αλεξανδρινής παροικίας.
Στο Κάιρο λειτούργησε η Αμπέτειος Σχολή (1860), το Αχιλλοπούλειο Παρθεναγωγείο (1905), το Αχιλλοπούλειο Νοσοκομείο (1912), η Ξενάκειος Σχολή (1922), το Σπετσεροπούλειο Ορφανοτροφείο (1928), ενώ ο Νέστορας Τσανακλής χρηματοδότησε την ανέγερση του Ναού Κωνσταντίνου και Ελένης (1906), ενισχύοντας την ορθοδοξία και τους χώρους λατρείας των εκπατρισμένων Ελλήνων.
Οι ίδιοι ευεργέτες έκαναν αισθητή την παρουσία τους στην ιδιαίτερη πατρίδα τους. Διεκπεραίωσαν εκεί έργα υποδομής (Αχιλλοπούλειος Αστική Σχολή Βόλου, Τσανακλήδειος Σχολή Κομοτηνής, Χωρέμειος Γεωργική Σχολή Χίου). Χορήγησαν υποτροφίες και ανέλαβαν την προικοδότηση άπορων κοριτσιών «αμέμπτου ηθικής και αρίστης διαγωγής» των συντοπιτών τους.
Tο καταδρομικό «Γ. Aβέρωφ» σε επιστολικό δελτιάριο εποχής. Ο Mετσοβίτης Γεώργιος Αβέρωφ διέθεσε 2.500.000 δρχ. για την ναυπήγηση του θωρηκτού (1899). Hταν μία από τις μεγάλες δωρεές του εθνικού ευεργέτη προς το ελληνικό κράτος. Συνέβαλε επίσης στην αποπεράτωση του «Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου», έκτισε τη Σχολή Ευελπίδων και το Αβερώφειο Εφηβείο και χρηματοδότησε την ολική αναμαρμάρωση του Παναθηναϊκού Σταδίου εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896.
Τέλος, ωφέλησαν το Γένος ενισχύοντας το Εθνικό Κέντρο:
Στην Αθήνα, ο Μιχαήλ Τοσίτσας κληροδότησε σημαντικό ποσό για το Πανεπιστήμιο, το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο και το Πολυτεχνείο (1859). Στην ίδια κατεύθυνση, η σύζυγός του Ελένη Τοσίτσα, διευρύνοντας τη δωρεά της, έκανε δυνατή την ίδρυση του Αρχαιολογικού Μουσείου (1866). Για την ανέγερση του Πολυτεχνείου σημαντικό χρηματικό ποσό κληροδότησε ο ανιψιός του Νικόλαος Στουρνάρης. Και ο Γεώργιος Αβέρωφ ολοκλήρωσε τις προηγούμενες δωρεές για το Πολυτεχνείο, που πήρε τελικά τον τίτλο «Εθνικό Μετσόβειο» τιμώντας και τους τρεις Μετσοβίτες ευεργέτες του.
Από χρηματική δωρεά του Γεωργίου Αβέρωφ κτίστηκε επίσης το συγκρότημα της Σχολής Ευελπίδων (1896), το Αβερώφειο Εφηβείο (1896) και ναυπηγήθηκε το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ» (1899). Ο ίδιος ευεργέτης διέθεσε μέρος της περιουσίας του για την τοποθέτηση των αδριάντων των εθνομαρτύρων Ρήγα Φεραίου και Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ στα προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών (1896) και ανέλαβε την ολική αναμαρμάρωση του Παναθηναϊκού Σταδίου εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896.
Από δωρεά του Πανταζή Βασσάνη κτίστηκε η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων (1904), ενώ από δωρεά του Βασίλη Σιβιτανίδη ιδρύθηκε η Σιβιτανίδειος Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων (1927).
Ο Εμμανουήλ Μπενάκης και οι γαμβροί του Κωνσταντίνος Χωρέμης και Στέφανος Δέλτα (από τις κόρες του Αλεξάνδρα και Πηνελόπη) συμμετείχαν στην ιδρυτική επιτροπή για τη δημιουργία του Κολλεγίου Αθηνών (1925). Στο χώρο της υγείας, ο Εμμανουήλ Μπενάκης ίδρυσε (1926) τη Σχολή Νοσοκόμων του νοσοκομείου «Ερυθρός Σταυρός». Για τα δύο αυτά ιδρύματα «εθνικού προορισμού», ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Παύλος Κουντουριώτης του απένειμε τον τίτλο του Εθνικού Ευεργέτη.
Μεταξύ πολλών άλλων ευεργεσιών σε όλη την Ελλάδα (Θεσσαλονίκη, Αίγινα, Ναύπακτος, Δωδεκάνησα, Μακεδονία), κτίστηκε στην Αθήνα η Μπενάκειος Βιβλιοθήκη (1928) και το Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο (1931). Ακόμη η ίδρυση της Εθνικής Πινακοθήκης οφείλεται σε συνεισφορές του Εμμανουήλ Μπενάκη, ενώ το Μουσείο Μπενάκη (1930) ιδρύθηκε από δωρεά του γιου του Αντώνη Μπενάκη.
Το Σπετσεροπούλειο Ορφανοτροφείο στην Ηλιούπολη του Καΐρου, δωρεά των αδελφών Γεωργίου και Δημητρίου Σπατσερόπουλου από την Aσσέα Aρκαδίας
Η σύμπτυξη και η συμπύκνωση των λειτουργιών των Κοινοτήτων και αδελφοτήτων σε ένα πρόσωπο προσδιόρισαν τα χαρακτηριστικά του ευεργέτη και διαμόρφωσαν το πλαίσιο ανάπτυξης της ιδεολογίας του ευεργετισμού. Μέσω της ιδεολογίας αυτής εκφράστηκε η σχέση της υποκειμενικότητας και του πολιτισμικού περιβάλλοντος που πλαισιώνει την εκάστοτε υποκειμενικότητα.
Η διαλεκτική αυτή σχέση συντάσσει τη συγκεκριμένη ιδεολογία στο σημείο συνάντησης και τομής μεταξύ ορισμένων διπόλων: Προσωπικές φαντασιώσεις και φιλοδοξίες αλληλοεπιδρούν με συλλογικά προτάγματα και κριτήρια αναγνώρισης, ενώ προκύπτει και επαναπροσδιορισμός των ταυτοτήτων με όρους μετάβασης από την παραδοσιακότητα στη νεοτερικότητα.
Η λειτουργία των ευεργετών υπήρξε ιστορικά προοδευτική και καθοριστική για τη συγκρότηση των κρατικών θεσμών και τη διάδοση της ανερχόμενης τότε αστικής κουλτούρας. Aλλωστε, η συμμετοχή πλείστων όσων στην Τεκτονική Στοά, προνομιακό τότε φορέα και τόπο επεξεργασίας και προώθησης του αστικού ιδεολογικού και θεσμικού μετασχηματισμού, δείχνει ότι αντικειμενικά λειτουργούσαν σαν «οργανικοί διανοούμενοι» (με την Γκραμσιανή έννοια), σαν ιστορικοί λειτουργοί με ανεπτυγμένη ταξική συνείδηση και επίγνωση των σκοπών της τάξης τους.
Μέσα στις νέες συνθήκες που επέβαλε ο κοινωνικός μετασχηματισμός, οι ευεργέτες λειτούργησαν ως «χρηματοφόρα υποκείμενα» ικανά να αναλάβουν εγχειρήματα συλλογικά με όρους ατομικού έργου.
Υπό αυτήν την έννοια, η ιδεολογία του ευεργετισμού αντιπροσωπεύει μια κορυφαία εκδήλωση της κοινωνικής, εθνικής και διαπολιτισμικής συνείδησης, η οποία, παρακάμπτοντας τις ιστορικά προσδιορισμένες στενότητες της κρατικής μέριμνας, ανέδειξε τη στρατηγική υπεροχή της υποκειμενικής, ανθρωποκεντρικής διάστασης του κοινωνικού βίου.
Νικόλαος Στουρνάρης (Μέτσοβο 1806 - Αθήνα 1852)
ΓENNHMENOΣ στο Μέτσοβο, ανιψιός του Μιχαήλ Τοσίτσα (1787-1856) και πεθερός του Γεωργίου Αβέρωφ (1818-1879). Νέος μετανάστευσε στο Λιβόρνο, όπου εργάστηκε στον εμπορικό οίκο των θείων του, αδελφών Τοσίτσα. Eκανε εμπορικές σπουδές στο Παρίσι και κατόπιν εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, για να αναλάβει γρήγορα τη διεύθυνση της επιχείρησης του θείου του, ενός από τους μεγαλύτερους εμπορικούς οίκους της Αιγύπτου.
Η εμπειρία του αυτή, τα ταξίδια του σε Ευρώπη και Ανατολή, καθώς και οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού της Αιγύπτου εκείνη την εποχή, τον έπεισαν ότι, αντιστοίχως, η οικονομία του νέου ελληνικού κράτους έπρεπε να στηριχτεί στην ταχεία γεωργική, εμπορική και βιομηχανική ανάπτυξη, ακολουθώντας το παράδειγμα της Δυτικής Ευρώπης. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν, βέβαια, η οργάνωση των τεχνικών σπουδών.
Η σύλληψη της ιδέας για την ίδρυση του Πολυτεχνείου εντάσσεται ακριβώς σ' αυτούς τους προσανατολισμούς για τον εκσυγχρονισμό της Ελλάδας, την οποία επισκέφθηκε το 1829, το 1837 και το 1846. Το 1849 αποσύρθηκε από τη διεύθυνση του οίκου Τοσίτσα και τρία χρόνια αργότερα επέστρεψε μόνιμα στην Ελλάδα.
Στόχος του ήταν η προώθηση των επιχειρηματικών του συμφερόντων, σε συνδυασμό με τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και της δομής της τεχνικής εκπαίδευσης. Ο πρόωρος θάνατός του όμως (Οκτώβρης του 1852) ανέκοψε τα σχέδιά του.
Η Αμπέτειος Σχολή, στην οδό Φουάτ του Kαΐρου. Iδρύθηκε με δωρεά των αδελφών Γεωργίου, Ανανία και Ραφαήλ Αμπέτ
Στη διαθήκη του άφηνε τα δύο τρίτα της περιουσίας του στη σύζυγό του και σε διάφορα αγαθοεργά ιδρύματα. «Με τα υπόλοιπα χρήματα της καταστάσεώς μου», συνέχιζε η διαθήκη, «να κτισθεί εις Αθήνας εν λαμπρόν Πολυτεχνείον, όπου να διδάσκωνται όλαι αι βάναυσοι και ωραίαι τέχναι. Oπου να ευρίσκωνται όλα τα εργαλεία της γεωργικής, καθώς και όσα κατά καιρούς εφευρίσκονται, διά να διδάσκηται η εφαρμογή των εις την Ελλάδα, όπως προοδεύση ολίγον κατ' ολίγον.