3 Ιουλίου 2009

ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ

Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Καλλίνικος (κατά κόσμον Κωνσταντίνος Κυπαρίσσης), γεννήθηκε στην Σκοτίνα Πιερίας το 1800, γόνος Μεγάλης εκκλησιαστικής οικογένειας με αδιάλειπτη παρουσία στην Εκκλησία από το 16ο αιώνα έως σήμερα.
Νεαρός ακόμη, το 1818, εντάχθηκε ως μοναχός στο μοναστήρι της Ολυμπιωτίσσης στην Περιοχή της
Ελασσώνας, όπου και τελείωσε την εγκύκλιό του μόρφωση και στη συνέχεια σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Τσαριτσάνης στην οποία και δίδασκε ο μέγας Οικονόμος ο εξ Οικονόμων.
Το 1824 μετέβη στην Μητρόπολη Σερρών για την μετακομιδή των λειψάνων ενός μοναχού. Ο οικείος Μητροπολίτης εντυπωσιάστηκε από την μόρφωσή του, αλλά και από την εν γένει παράστασή του και τον κράτησε κοντά του χειροτονώντας τον Πρεσβύτερο στη Μονή Σπαρμού Ελασσώνας και αργότερα Πρωτοσύγκελο. Το 1827, με την μετάθεση του Μητροπολίτη Πορφύριου στην Μητρόπολη Μυτιλήνης, τον ακολουθεί και ο Καλλίνικος ως Πρωτοσύγκελος. Το 1830 στάλθηκε από τους Πατέρες στη Δράμα ως τοποτηρητή του κτήματος που κατείχε εκεί η Μονή Σπαρμού. Και από εκεί κλήθηκε ως Πρωτοσύγκελος του Πατριαρχείου Κωνστανινουπόλεως.

Μετά τον θάνατο του Πορφυρίου χειροτονήθηκε
επίσκοπος (1851) και αναλαμβάνει Μητροπολίτης Μυτιλήνης έως το 1853 ή 1855 που μετατέθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ως Μητροπολίτης Μυτιλήνης αναμόρφωσε το Οικογενειακό δίκαιο, έκτισε με δαπάνες του τον Ιερό Ναό του Αγίου Θεράποντα και ξανάκτισε την Εκκλησία της Παναγίας της Αγιάσου, ενίσχυσε ποικιλοτρόπως τα Φιλανθρωπικά καταστήματα της Μητροπόλεως του (Σχολεία, Βοστάνειο Νοσοκομείο κλπ.).
Το 1853 μετατίθεται στην Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και το 1858 εκλέγεται στο δεύτερο τη τάξη Πατριαρχείο ως Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Ως Πατριάρχης Αλεξανδρείας έκτισε με δικές του δαπάνες τον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην γενέτειρά του, το σχολείο που διατηρείται ακόμη και σήμερα, ενώ αγόρασε με δικές του δαπάνες όλο το χωριό από τους Τούρκους και άφησε ισόβιο κληροδότημα στην Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου Λιτοχώρου από 300 οθωμανικές λίρες για τη μισθοδοσία των δασκάλων. Επίσης με δική του δαπάνη σπούδασαν οι
Δημήτριος Βερναρδάκης από τη Μυτιλήνη και ο Ιωάννης Ολύμπιος από τη Σκοτίνα. Είχε την τιμή να φέρει τα άμφια του μαρτυρικού Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄. Προσπάθησε ανεπιτυχώς να επιφέρει την ένωση με την Κοπτική Εκκλησία, ενώ συνέβαλε καθοριστικά στη Λύση του «Λειμωνιακού ζητήματος».
Στις
24 Μαΐου 1861 παραιτήθηκε του θρόνου για λόγους υγείας. Σε εκλογή για την ανάδειξη Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως πλειοψήφησε παρά την θέλησή του και δεν δέχτηκε τον θρόνο. Πέθανε πλήρης ημερών στη Μυτιλήνη το 1889 και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη κατόπιν εντολής του Σουλτάνου. Τιμάται ιδιαιτέρως στη Σκοτίνα ως Μέγας Ευεργέτης. Η προτομή του δεσπόζει στην κεντρική Πλατεία της Άνω Σκοτίνας, αλλά και στην Μυτιλήνη, με εκτενείς αναφορές στον τοπικό περιοδικό τύπο