Του Στυλιανού Δ. Χαραλαμπίδη
Θεολόγου (M.Th.) – Νομικού
Θεολόγου (M.Th.) – Νομικού
Στο Σύμβολο της Πίστεως, την πλέον ίσως ευσύνοπτη αποτύπωση του περιεχομένου της βιωμένης εκκλησιαστικής αλήθειας, ομολογούμε την αγιότητα ως μία από τις υπαρξιακές συνιστώσες της Εκκλησίας. Και συνήθως κατανοούμε τούτη την ιδιότητά της σε αναφορά προς την Κεφαλή της, τον Ιησού Χριστό· αφού η Κεφαλή είναι αγία, άγιο είναι και το Σώμα. Αυτό είναι σωστό. Η Εκκλησία, όμως, είναι αγία και για έναν ακόμη λόγο: διότι ζει με τους αγίους της και “τρέφει” τον κόσμο από τους αγίους της, δηλαδή λειτουργεί εδώ και 2.000 χρόνια ως ένα αδιάκοπο “εργαστήρι αγιότητας”.
Οι άγιοι της Εκκλησίας δεν αποτελούν κάποιες εξωπραγματικές ή απόκοσμες φιγούρες, ξένες προς τον άνθρωπο και προς την ιστορία, αλλά αντίθετα συνιστούν “εμπράγματα ευαγγέλια”, ένσαρκες μαρτυρίες της παρουσίας του Θεού στον κόσμο, αλλά και μία συνεχή και δυναμική υπόμνηση της αληθινής κλήσης όλων των μελών της Εκκλησίας. Η μεγάλη, όμως, παρηγοριά είναι ότι όλα αυτά δεν αφορούν ένα μακρινό παρελθόν ή ιστορίες ανθρώπων που χάνονται στα βάθη των αιώνων, αλλά ενδιαφέρουν το εδώ και το τώρα της ζωής, τον άνθρωπο του σήμερα και κάθε εποχής.
Το σημείωμα αυτό αποτελεί ευλαβικό θυμίαμα σε μία τέτοια αγιασμένη μορφή των ημερών μας, τον άγιο Νεκτάριο, επίσκοπο Πενταπόλεως, το θαυματουργό, του οποίου η μνήμη τιμάται στις 9 Νοεμβρίου.
Το σημείωμα αυτό αποτελεί ευλαβικό θυμίαμα σε μία τέτοια αγιασμένη μορφή των ημερών μας, τον άγιο Νεκτάριο, επίσκοπο Πενταπόλεως, το θαυματουργό, του οποίου η μνήμη τιμάται στις 9 Νοεμβρίου.
Ο κατά κόσμον Αναστάσιος Κεφαλάς γεννήθηκε το 1846 στη Σηλυβρία της ανατολικής Θράκης από ευσεβείς γονείς. Το 1860 μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάζεται σκληρά, ενώ στη συνέχεια προσλαμβάνεται ως παιδονόμος στο αγιοταφικό μετόχι της Πόλης κοντά στην περιοχή του Φαναρίου, όπου είχε περισσότερο χρόνο να παρακολουθεί τις ιερές ακολουθίες, που τόσο αιχμαλώτιζαν την ψυχή του. Το 1866 μεταβαίνει στη Χίο, όπου ασκεί καθήκοντα δασκάλου και επιδίδεται για πρώτη φορά στο κηρυκτικό έργο, ενώ παράλληλα διευρύνει τις μελέτες του στους Πατέρες της Εκκλησίας και τους κλασικούς συγγραφείς. Το 1873, σε ώριμη πλέον ηλικία, αποφασίζει να εισέλθει στη μοναχική πολιτεία και μετά από τρία χρόνια δοκιμασίας, κείρεται μοναχός (1876) λαμβάνοντας το όνομα Λάζαρος, ενώ το 1877 χειροτονείται διάκονος από τον τότε μητροπολίτη Χίου Γρηγόριο μετονομαζόμενος σε Νεκτάριο.
Στα μέσα περίπου του 1881, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή του νέου κληρικού. Ο ιεροδιάκονος Νεκτάριος μεταβαίνει στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, προκειμένου να συναντήσει τον τότε πατριάρχη Σωφρόνιο Δ'. Ο προκαθήμενος της αλεξανδρινής Εκκλησίας τον υποδέχεται με αγάπη και επιθυμώντας δίπλα του ικανά και μορφωμένα στελέχη αποφασίζει να τον στείλει στην Αθήνα με έξοδα του Πατριαρχείου, για να σπουδάσει στη Θεολογική Σχολή. Στο Πανεπιστήμιο, ο Νεκτάριος διακρίνεται για την αφοσίωσή του στις σπουδές, τη φιλομάθεια και την ευρυμάθειά του. Το 1885 λαμβάνει το πτυχίο του έχοντας στο μεταξύ μελετήσει και τη γαλλική γλώσσα. Περί τα τέλη του 1885 επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια και το επόμενο έτος χειροτονείται πρεσβύτερος και τοποθετείται στην πατριαρχική αντιπροσωπεία Καΐρου. Κι εδώ επιδεικνύει μεγάλο ζήλο στη διακονία της Εκκλησίας και των συνανθρώπων του: τελεί τακτικά τα ιερά μυστήρια, ξεκουράζει πολλές ψυχές στο πετραχήλι του, κηρύττει παντού το θείο λόγο, αναπτύσσει έντονη φιλανθρωπική δράση, συγγράφει και εκδίδει βιβλία. Η ακαταπόνητη δραστηριότητά του και η αγάπη των ανθρώπων που τον συναναστράφηκαν, οδηγούν τον πατριάρχη Σωφρόνιο στην απόφαση να τον προαγάγει σε επίσκοπο Πενταπόλεως (1889). Και από την επισκοπική έπαλξη συνεχίζει ανύστακτα τη διακονία του πολλαπλασιάζοντας το τάλαντο που του δόθηκε. Το πολυσχιδές, όμως, έργο του και κυρίως το γεγονός ότι ο νέος επίσκοπος είχε αρχίσει να διαφαίνεται ότι θα αποτελούσε το διάδοχο του γέροντα πατριάρχη Αλεξανδρείας, συγκέντρωσαν το φθόνο εκκλησιαστικών και άλλων κύκλων, οι οποίοι άρχισαν μεθοδικά να τον διαβάλλουν και να τον συκοφαντούν στον πατριάρχη. Ο στόχος επιτυγχάνεται και ο γηραιός προκαθήμενος υπογράφει αναιτιολόγητα στα μέσα του 1890 το απολυτήριο του επισκόπου Πενταπόλεως από το κλίμα της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας. Η εμπιστοσύνη του, όμως, προς το Θεό, η ανεξικακία του και το εκκλησιαστικό του φρόνημα δεν επιτρέπουν στο Θρακιώτη Επίσκοπο να υψώσει τη φωνή του, να διαμαρτυρηθεί για την προκλητικά εξόφθαλμη αδικία και για τις ανυπόστατες σε βάρος του κατηγορίες, να διεκδικήσει την αποκατάστασή του και να δημιουργήσει μείζονα προβλήματα και έριδες μέσα στην Εκκλησία¹. Έτσι, ταπεινωμένος από τους ανθρώπους, αλλά δικαιωμένος ενώπιον του Θεού, εγκαταλείπει την Αίγυπτο και φθάνει στη μητροπολιτική Ελλάδα, όπου αρχίζει ένα νέο κεφάλαιο της ζωής και της διακονίας του.
Το 1891, ο Πενταπόλεως Νεκτάριος διορίζεται ιεροκήρυκας ολόκληρου του νομού Εύβοιας και το 1893 μετατίθεται στο νομό Φθιωτιδοφωκίδος και πάλι ως ιεροκήρυκας. Και στους δύο νομούς, ο άγιος Νεκτάριος κέρδισε τις καρδιές των πιστών ως ταπεινός και ανεπιτήδευτος ιεράρχης, ως στοργικός και φιλάνθρωπος πνευματικός πατέρας. Το 1894 αποτελεί χρονιά – σταθμό στο βίο του αγίου Νεκταρίου. Τότε αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής γράφοντας πραγματικά χρυσές σελίδες στην ιστορία του σημαντικότερου μετά τη Θεολογική Σχολή εκκλησιαστικού εκπαιδευτηρίου της εποχής εκείνης στον ελλαδικό χώρο. Οι συνεργάτες του, το προσωπικό της Σχολής και οι μαθητές του θυμούνται τον ασκητή επίσκοπο, τον ανύστακτο διευθυντή, τον εμπνευσμένο δάσκαλο, τον τρυφερό πνευματικό πατέρα, το λόγιο συγγραφέα.
Το 1908, υπό το βάρος της ασθενικής του φύσης, ο άγιος Νεκτάριος υποβάλλει την παραίτησή του από τη διεύθυνση της Ριζαρείου Σχολής και αποδεσμευμένος πλέον από άλλες υποχρεώσεις, θα γράψει το τελευταίο και εξίσου σημαντικό κεφάλαιο της ζωής του, την ίδρυση του περιώνυμου μοναστηριού της Αίγινας. Παρά τις γραφειοκρατικές και άλλες αντιξοότητες, κατορθώνει να θεμελιώσει τη γυναικεία Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος, της οποίας υπήρξε μέχρι το τέλος της ζωής του πνευματικός προστάτης και καθοδηγητής και να θέσει με τον τρόπο αυτό τη σφραγίδα του στο γυναικείο μοναχισμό της νεότερης Ελλάδας.
Τα προβλήματα, όμως, υγείας που κατά καιρούς αντιμετώπιζε, επιδεινώθηκαν και το Σεπτέμβριο του 1920 πείθεται να εισαχθεί σε νοσοκομείο της Αθήνας. Υπέμεινε τη δοκιμασία του καρτερικά και προσευχητικά, όπως μαρτυρούν όλοι όσοι βρέθηκαν κοντά του στις δύσκολες εκείνες και οριακές στιγμές. Τελικά, παρέδωσε την αγνή και παιδική ψυχή του στο δημιουργό της στις 8 Νοεμβρίου 1920. Τότε, λοιπόν, σημειώθηκε και το πρώτο από τα αναρίθμητα θαύματα που ακολούθησαν την οσιακή κοίμησή του: “Όταν οι νοσοκόμες και η μοναχή Ευφημία ετοίμαζαν το τίμιο και μυροβόλο από εκείνη την ώρα λείψανο και απόθεσαν τη φανέλα του στο διπλανό κρεβάτι, ο εκεί νοσηλευόμενος ασθενής, που έπασχε από παράλυση των κάτω άκρων, έγινε αμέσως καλά”². Το χαριτόβρυτο λείψανο μεταφέρθηκε στην Αίγινα και αποθησαυρίσθηκε στην Ιερά Μονή της Αγίας Τριάδος εν μέσω εκδηλώσεων τιμής και συγκίνησης του πιστού λαού. Από τότε αρχίζει η καταγραφή μακράς σειράς θαυμάτων του αποκληθέντος “αγίου του αιώνα μας”, τα οποία εδραιώνουν στη συνείδηση του εκκλησιαστικού πληρώματος τη βεβαιότητα περί της αγιότητας του επισκόπου Πενταπόλεως. Αυτή τη βεβαιότητα έρχεται να επισφραγίσει πανηγυρικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1961, χρονιά κατά την οποία αποφασίζει την κατάταξη του Πενταπόλεως Νεκταρίου στη χορεία των αγίων της ορθόδοξης Εκκλησίας.
Σήμερα, ο άγιος Νεκτάριος θεωρείται ως ένας από τους πιο γνωστούς και λαοφιλείς αγίους της Εκκλησίας μας. Πλήθος προσκυνητών κατακλύζει την Αίγινα, για να προσκυνήσει τα ιερά λείψανά του, πολλοί ναοί τιμώνται επ' ονόματί του σε όλη την Ελλάδα, σημαντικός αριθμός βιογραφιών του έχει δει το φως της δημοσιότητας, ενώ το πλουσιότατο συγγραφικό του έργο γνωρίζει συνεχείς επανεκδόσεις και διαβάζεται με αμείωτη ένταση και σεβασμό.