ΣΑΤΥΡΙΖΟΝΤΑΣ
Γράφει ο Χρήστος Μαλασπίνας
Ήτανε νύχτα κι είχε μιάν αστροφεγγιά, να βλέπεις τη σκιά σου πάνω στην άσπρη πέτρα.
Σαν κάποιος να ερχότανε απ’ την αντικρυνή πλευρά, στα χέρια του βαστώντας κάτι μέτρα.Γιούνκερ ή Γιουγκέρ τον έλεγαν θαρρώ, ξαστόχησα σαν θέλεις, φίλε, τ΄ονομά του
μα μού μεινε στη θύμιση, εκτός απ’ την θωριά, το πρόσωπο κι η καθαρή ματιά του.
Ήτανε τέτοια ή εγώ, την ζύγιζα ως τέτοια, απ΄τη λαχτάρα για να βρω κάπου να ακουμπήσω,δεν ήξερα και δεν μπορώ κρίση για να εκφέρω. Πάντως στου ονείρου μου τη σκέψη πίσω,
Σαν κάπου πρόβαλε μπροστά η Μέρκελ η μοβόρα, και πάνω που λεγα εγώ, παρηγοριά δεν έχω κι άλλοι ξωπίσω της πολλοί προβάλαν αρουραίοι, και γω ετρόμαξα μα θες και άλλο δεν κατέχω!Ήτανε τότες που μπροστά βρήκε ο Αχιλλέας και πίσω του άλλοι πολλοί ήρωες, παλικάρια και στήσανε χορό τρελλό, σ αλώνια και σέ κάμπους, ψηλά σηκώνοντας τα ολόγεμα φεγγάρια.
Και σκορπιστήκανε, λέει, με μιάς, -ή ήτανε τ΄ ονείρου μου η τόση επιθυμία;- οι εφιάλτες που χαν μείνει,κι’ όλες οι κρύες οι σκιές και οι βουβές φοβέρες κι απλώθηκε παντού με μιας μια σπάνια γαλήνη .Και τότες μαζευτήκανε μιλούνια οι φοροκλέφτες, σαν μύγες όπου στα βρωμερά συχνάζουνε τα μέρη.Κι από σιμά κι άλλοι πολλοί, όλοι κατεργαραίοι, καλοθρεμμένοι κι άπαντες δίχως να έχουν ταίρι.
Έτρωγαν και ροκάνιζαν τα σωθικά του έθνους οι βολεμένοι κι οι ξυπνοί, του κράτους τα κουμάσια και τραγουδούσαν Ωσανά και ζήτω του Μεσία και γλυκό έπιναν κρασί σε ασημένια τάσια.Κι ολόγυρα παντού φτωχοί, με ξεσκισμένα ρούχα, με αχαμνά γυμνά, γυρτά κορμιά ταξιδεμένα μ΄αόρατες δεμένοι αλυσίδες πάνω σε παλουκόξυλα και σύριζα τα χέρια τους κομμένα!
Κι άνοιξαν τότες οι ουρανοί, μέχρι τα τρισβαθά τους κι ακόμη πιότερο βαθιά ως εις το μη παρέκει.Κι ότι περίμενα να δώ κάποιον να ξεπροβάλει, από το χάος το βαθύ και δίπλα του να στέκει,
Εξύπνησα απότομα μούσκεμα στον ιδρώτα, κι ευθύς με καταγέμισε άγρια μία μεγάλη ζάλη
όπου δεν ήξερα να πω ποιός είμαι και τι θέλω, μονάχα πως περίμενα τύχη να έχω άλλη!