6 Φεβρουαρίου 2016

ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΣΥΚΟΦΑΝΤΕΣ !!!

Το Κήρυγμα της Κυριακής: Ζ΄ Ματθαίου.

Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη,
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης
«Οἱ Φαρισαῖοι ἒλεγον· ἐν τῷ ἂρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τά δαιμόνια».
Καταπληκτικά φαινόμενα ακολουθούσαν τον Κύριο στο πέρασμά Του. από την πρώτη στιγμή της δημόσιας δράσης Του. άλλοτε με το λόγο Του, άλλοτε με το άγγιγμά Του, άλλοτε ακόμη με τη σκιά Του χάριζε τη θεραπεία σε ασθενείς. Χωλοί περπατούν, παράλυτοι σηκώνονται, λεπροί καθαρίζονται, νεκροί αναστήνονται. Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος στην περικοπή που θα ακούσομε στους Ναούς, μάς αναφέρει τη θεραπεία δύο τυφλών και ενός κωφού δαιμονιζομένου. Πώς να μην εκπλήσσονται και πώς να μη θαυμάζουν τα πλήθη του λαού που έβλεπε τα θαύματα; Η διαπίστωση ήταν γενική. Όλοι συμφωνούσαν πως ήταν πρωτοφανές αυτό που έβλεπαν και άκουγαν. «Οὐδέποτε ἐφάνη οὓτως ἐν τῷ Ἰσραήλ». Και ποιος θα μπορούσε να έχει αντίρρηση; Πλήθος ήταν τα σημεία, οι θεραπείες. Και με τρόπο μάλιστα εκπληκτικό και αναμφισβήτητο.
Δεν έλειψε όμως η παραφωνία. Η κακία των ανθρώπων και τα πιο οφθαλμοφανή γεγονότα θέλει να τα διαστρέφει. Η ζήλεια, η μοχθηρία εκδηλώνονται εκεί που δεν το περιμένει κανείς. Επιστρατεύονται το ψέμα, η απάτη, η συκοφαντία ακόμη. Πρέπει με κάθε τρόπο να διαβληθεί Εκείνος που επιβάλλεται με την προσωπικότητα και την αγιότητά Του. Να εξουθενωθεί Αυτός που κερδίζει την αγάπη του λαού. Να τεθεί εκτός μάχης. Λίγη λάσπη από το βούρκο της καρδιάς τους νομίζουν πως αρκεί. Δεν ανέχονται να διαταράσσεται η μακαριότητα της υποκρισίας τους.
Απύθμενη, λοιπόν, η εμπάθεια των Φαρισαίων. Απερίγραπτος ο φθόνος και η εμπάθειά τους. Η κακία είχε σκοτίσει την διάνοια τους. Η κακία έσβησε την ορθοφροσύνη τους και τους εξωθούσε  στους πλέον εξωφρενικούς παραλογισμούς, στις πλέον βδελυρές συκοφαντίες εναντίον του Κυρίου. Κι εκείνοι, οι Φαρισαίοι, φανερά πικραμένοι, έλιωναν από την κακία τους. Η κακία τους αυτή τους ερέθιζε και εξαπέλυαν την ελεεινή και μωρά συκοφαντία εναντίον του Κυρίου, ο οποίος ήλθε στον κόσμο να καταλύσει, όπως και κατέλυσε, τα έργα του διαβόλου, λέγοντας· ότι «ἐν τῷ ἂρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τά δαιμόνια».
Οι συκοφάντες δεν έλειψαν από καμία εποχή. Υπάρχουν, δυστυχώς, και στις ημέρες, όπως θα υπάρχουν πάντα. Οι συκοφάντες είναι δηλητηριώδη φίδια, τα οποία καιροφυλακτούν να χύσουν το δηλητήριο της εμπαθούς καρδιάς τους εναντίων αθώων, οι οποίοι δεν τους έχουν βλάψει σε τίποτε.
Είναι οι άνθρωποι εκείνοι από τους οποίους λείπει η αγάπη και ο φόβος του Θεού, η ηθική ευαισθησία και η συναίσθηση της ευθύνης. Είναι οι άνθρωποι χωρίς δισταγμούς, οι οποίοι θέλουν να πλήξουν κάποιο, που τον βλέπουν ανώτερό τους, καλύτερό τους, με υπόληψη και τιμή μέσα στην κοινωνία. Είναι οι άνθρωποι χωρίς αξία, που καθημερινά είναι πικραμένοι για την ανικανότητά τους, φλεγόμενοι από την εμπάθειά τους, που προδίδουν το αξίωμά τους, αν έχουν κάποιο αξίωμα στην κοινωνία και αυτοεξευτελίζονται. Είναι οι υποκριτές, οι οποίοι φορούν το ένδυμα του καλού δήθεν και ενάρετου για να εξαπατήσουν τους άλλους με σκοπό να αποκτήσουν τιμή και δόξα, χωρίς όμως και να το κατορθώνουν.
Βασανίζονται από συμπλέγματα κατωτερότητας, κυριαρχούνται από τον φθόνο και πυρπολούνται από τον πόθο να υποβαθμίσουν ή και να συντρίψουν τον άλλο, για να φαίνονται αυτοί. Οι συκοφάντες όργανα του διαβόλου, ο οποίος υπήρξε και είναι ο πατέρας του ψεύδους και της συκοφαντίας, επινοούν και με πανούργο τρόπο διαδίδουν ψευδείς κατηγορίες εναντίον του άλλου. Διαστρέφουν τα λόγια του, παραμορφώνουν τις καλές του πράξεις, παρερμηνεύουν γεγονότα, του αποδίδουν πονηρά ελατήρια, διαβάλουν συναντήσεις του με διάφορα πρόσωπα, παρακολουθούν τον τρόπο ζωής του, πως ντύνεται, τι τρώει, τι δουλειά κάνει, πόσα κερδίζει, με ποιους συναναστρέφεται, με σκοπό να βρουν σημεία παρεξηγήσιμα και να στηρίξουν τις συκοφαντίες τους.
Και όταν δεν βρίσκουν τίποτα το επιλήψιμο και τα παρεξηγήσιμο στη ζωή και συμπεριφορά του, εντείνουν τη νοσηρά φαντασία τους, στύβουν τον παθιασμένο νου τους, για να επινοήσουν ανύπαρκτα ολισθήματα, φαύλες πράξεις, που δεν έγιναν ποτέ, πονηρά φανταστικά γεγονότα, να τα επεξεργασθούν μέσα στο εργαστήριο της εμπαθούς καρδιάς τους και με διαβολική πανουργία να τα θέσουν σε κυκλοφορία. Και εξαπολύουν τις συκοφαντίες τους μεταξύ συζύγων και αδελφών, μεταξύ γονέων και παιδιών, μεταξύ συγγενών και φίλων, μεταξύ γνωστών και αγνώστων. Θέλουν να σπιλώσουν την υπόληψη του άλλου, να κλονίσουν την εμπιστοσύνη που του έχουν, την εκτίμηση με την οποία τον περιβάλει η κοινωνία, την αγάπη και την ομόνοια που επικρατεί στην οικογένειά του.
Και, δυστυχώς, πολλές φορές επιτυγχάνουν τους καταχθόνιους σκοπούς τους. Και τότε ο αθώος βλέπει να μεταβάλλεται το κλίμα γύρω του, να δημιουργείται μια καταθλιπτική ατμόσφαιρα, να του φέρονται με επιφύλαξη και ψυχρότητα οι άλλοι και σχεδόν να τον αποφεύγουν και να τον απωθούν. Αντιλαμβάνεται, ότι έχει συμβεί κάτι δυσάρεστοι γι’ αυτόν. Και όταν κάποια στιγμή πληροφορηθεί, ότι καλοθελητές έχουν διαδώσει συκοφαντίες, διερωτάται με αγωνία, πως θα κατορθώσει να τις διαλύσει; Πως θα κατορθώσει να βρει όλους εκείνους, που έχουν ακούσει τις συκοφαντίες, να τους δώσει εξηγήσεις, να διαλύσει τα ψέματα και να αποκαταστήσει την υπόληψή του;
Ο συκοφάντης πλήττει σκληρότερα από φονιά. Ο φονιάς θανατώνει το σώμα, ο συκοφάντης την υπόληψη και την τιμή, δηλαδή ότι ιερώτερο έχει ο άνθρωπος. Και αυτός που συκοφαντείται θυμάται τότε την ζωηρή περιγραφή του Εκκλησιαστή, για να παραστήσει την οδύνη και την απόγνωση που του προκαλεί η συκοφαντία. «Γύρισα εγώ, λέει, την οικουμένη και την κοινωνία. Και είδα όλες τις συκοφαντίες, που έχουν γίνει υπό τον ουρανό. Και ιδού, ποταμός τα δάκρυα των συκοφαντημένων και δεν υπάρχει κανείς, να τους παρηγορήσει. Στα χέρια των συκοφαντών έχει περιέλθει η δύναμή τους και η υπόληψή τους, και δεν υπάρχει κανείς να τους συμπονέσει, να απαλύνει τον πόνο τους…»[1].
Τα βλέπει αυτά ο συκοφάντης και δοκιμάζει μια μοχθηρή χαρά, μια καταχθόνια ευχαρίστηση και ικανοποίηση. Μοιάζει με τον διάβολο, ο οποίος συνεχώς σκέπτεται το κακό, πάντοτε το πράττει και με αυτό προσπαθεί να χαρεί. Αυτή είναι η μοναδική χαρά του. Και όσο περισσότερο ο συκοφάντης βλέπει ότι οι συκοφαντίες του έχουν βρει έδαφος, ότι το θύμα του θλίβεται, πονάει και ψήνεται στο καμίνι που αυτός του έχει ανάψει τόσο μεγαλύτερη σατανική χαρά απολαμβάνει.
Αλλά ο δίκαιος Θεός θα επέμβει. Δεν είναι δυνατό να ανεχθεί για πολύ το διαβολικό ψέμα. Θα διαλύσει την συκοφαντία, θα αναδείξει λαμπρότερο αυτόν που έχει συκοφαντηθεί, θα απογυμνώσει τον συκοφάντη από την υποκρισία του, θα τον παρουσιάσει ελεεινό και αποκρουστικό στην κοινωνία, θα τον βυθίσει στον εξευτελισμό και την ανυποληψία. Ο συκοφάντης πάντοτε επισύρει την δίκαιη οργή του Θεού και την καταφρόνηση των ανθρώπων. «Ὁ συκοφαντῶν πένητα, λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, παροξύνει τόν ποιήσαντα αὐτόν»[2].
Ο καθένας μας ας παρακαλεί τον Θεό μαζί με τον ψαλμωδό λέγοντας· «λύτρωσαί με ἀπό συκοφαντίας ἀνθρώπων»[3]. Και αν οι δόλιοι άνθρωποι εξαπολύσουν διαβολές εναντίον του, ας μη ταραχθεί. Ας μην πτοηθεί. Οι συκοφαντικές επιθέσεις, όσο κι αν είναι έντεχνες, μπορεί να αποτελούν πειρασμό και δοκιμασία. Αλλά θα περάσουν. Η αλήθεια θα φανεί και πάλι. Ας έχει την αγαθή μαρτυρία της συνείδησής του, ότι είναι αθώος και ας στηρίζει την ελπίδα του στον Πανάγαθο και Δίκαιο Θεό. Ο στηριγμένος πάνω στο Χριστό θα μείνει ακλόνητος. Το Σώμα του Χριστού, η Εκκλησία μας, ο λόγος Του, η αλήθεια, θα μείνουν αδιάσειστα, απρόσβλητα, σωστικά. Αμήν.


[1] Εκκλ. δ΄ 1.