17 Ιουνίου 2017

Oι πρώτοι Μαθητές του Χριστού και οι φυλετικές διακρίσεις - Αναφορά στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο

Του Σεβ. Μητροπολίτη  Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη

Στη σημερινή Ευαγγελική Περικοπή βλέπουμε πως τέσσερις από τους σημαντικότερους Μαθητές του Χριστού (Πέτρο και Ανδρέα και τα παιδιά του Ζεβεδαίου Ιάκωβο και Ιωάννη), στην κλήση τους να τον ακολουθήσουν, εγκαταλείπουν τα πάντα χωρίς δισταγμό κι αμφιβολία. Θυσιάζουν τα πάντα για να γίνουν Μαθητές του Χριστού.
Η Εκκλησία μας για να συνεχίσει σήμερα το έργον της με επιτυχία χρειάζεται ανθρώπους με τις ίδιες αρετές και με την ίδια αυτοθυσία. Αυτό όμως είναι μόνο η μία διάσταση της επιτυχίας της Εκκλησίας μας στο σωτηριολογικό της έργον. Η δεύτερη πραγματικότητα που πρέπει να χαρακτηρίζει τη ζωή της Εκκλησίας μας είναι η διάσταση της οικουμενικότητας και παγκοσμιότητας του χαρακτήρα του Ευαγγελικού της  έργου, όπως ακριβώς με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος εργάστηκε η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας για να προστατεύει τα μέλη της κι ολόκληρη την Ανθρωπότητα προς την οδόν της εν Χριστώ σωτηρίας. ΄Οπως τονίζει ο Απόστολος Παύλος «ουκ ένι Ιουδαίος, ουδέ ΄Ελλην, ουκ ένι δούλος, ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρρεν και θήλυ, πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού» (Γαλάτας 3,28).
Η δεύτερη λοιπόν διάσταση του σωτηριολογικού έργου της Εκκλησίας μας είναι η συνεχής προσπάθεια της να μεταφέρει το Ευαγγελικό μήνυμα της σωτηρίας προς όλους τους ανθρώπους, προς όλες τις Εθνότητες, σε μαύρους και λευκούς, σε μικρούς και μεγάλους, σε πλούσιους και φτωχούς,  σε όλες τις φυλές της γης.
Εκεί που δεν συμβαίνει αυτό είναι ως να προσπαθούμε να μετατρέψουμε την Εκκλησία σε ένα κοινωνικό σύλλογο, σε ένα κοσμικό κλάμπ, σε μία λειτουργική κοινωνική ασθένεια που μας κρατά μακριά από την πορεία μας προς την αιωνιότητα, προς την εν Χριστώ σωτηρία, προς τον Παράδεισο.
Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς και τίμιοι με τον εαυτό μας. Μεγαλωμένοι με τις ανθρώπινες αδυναμίες και τις κοινωνικές αδικίες του κοινωνικού apartheid του διαχωρισμού των ανθρώπων, ανάλογα με το χρώμα τους, και σε πλούσιους και φτωχούς, το αποτέλεσμα ήταν να κτισθεί ένα τεράστιο τείχος αντιπάθειας που στην καθημερινή  ζωή μας επηρεάζει όλους μας, με συνέπειες τραγικές.
Επειδή ακριβώς αυτό το τείχος της αντιπάθειας είναι απάνθρωπο που μας κρατά μακριά από το Θεό δεν είναι φυσικό. Είναι ένα τείχος που μας κάνει όλους να πονάμε με την αβεβαιότητα του μέλλοντος να προβάλλει μπροστά μας. Εκεί που οι φυλετικές διακρίσεις έχουν φτάσει στο αποκορύφωμα τους, κτίζονται τείχη μεταξύ των ανθρώπων ή προτείνονται να κτισθούν όπως συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη, στο Ισραήλ και στη Παλαιστίνη ή όπως θέλουν να κάνουν στα σύνορα με το Μεξικό οι Αμερικάνοι.
Τελικά όμως, και οι λευκοί και οι μαύροι, και οι φτωχοί και οι πλούσιοι, και οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, που δεν ζουν το μεγαλείο της μαρτυρίας του Αποστόλου Παύλου για την ισότητα των ανθρώπων, όπως την τονίζει στη σημερινή Αποστολική Περικοπή, ζουν μακριά από το Θεό. Ζουν μέσα στην αμαρτία των φυλετικών διακρίσεων, ζουν μέσα στον εγωϊσμό τους και τον ατομισμό τους μακριά από το ΄Αγιο  Σώμα της Εκκλησίας. Ζουν στη κατάσταση της υποκρισίας και της αρνήσεως της κλήσεως του Αποστόλου Παύλου να δώσουμε προτεραιότητα στη κοινή πίστη του Αληθινού Θεού, όπου ενωμένοι με αγάπη και αλληλοστήριξη θα μπορέσουμε μαζί να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες της ζωής και να πορευθούμε προς την αιωνιότητα της Βασιλείας των Ουρανών.
Αφήνουμε τα τραύματα που ζήσαμε στο παρελθόν, ως θύματα αυτού του κοινωνικού διαχωρισμού, ανάλογα με το χρώμα μας, να μας κυβερνούν τη ζωή και να μας ανοίγουν μεγαλύτερες κοινωνικές πληγές, που τελικά να απειλούν τον αφανισμό μας.
Η ασφάλεια που ονειρευόμαστε να ζήσουμε οι ίδιοι και τα παιδιά μας μπορεί να προσέλθει μόνο μέσα από την ετοιμότητα μας να φανούμε τίμιοι με τον λόγο του Ευαγγελίου.
Η αδιάκριτη αγάπη μας προς κάθε κατεύθυνση, προς κάθε άνθρωπο θα μας βοηθήσει να σβήσουμε το τείχος του μίσους και στη θέση του να κτίσουμε γέφυρες επικοινωνίας και επαφής και ειλικρινούς συνεργασίας. Μόνον αν κτίσουμε γέφυρες αγάπης μπορούμε να περπατήσουμε με σιγουριά το μέλλον. Η φυγή και η απομόνωση δεν είναι η καλύτερη λύση. Ούτε τους εαυτούς μας βοηθάμε, ούτε τους άλλους που αντιπαθούμε.
Ο βίος μας είναι κοινός και μπορούμε να κάνουμε τη ζωή μας όμορφη αν αφήσουμε χώρο στην καρδιά μας να βασιλέψει η Μεγάλη μορφή του Χριστού. Μόνον αν αφήσουμε στη ζωή μας να μας καθοδηγεί ο Χριστός έχουμε ελπίδες για να ζήσουμε σε ένα καλύτερο κόσμο που θα μας οδηγήσει και στην αιωνιότητα του Παραδείσου.
Πρίν ένα ακριβώς χρόνο η Εκκλησία μας διά της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου επιβεβαίωσε τη θέση της Ορθοδοξίας για τις φυλετικές διακρίσεις τονίζοντας ότι :
  1. “Ὁ Κύριοςς Βασιλεύς τς δικαιοσύνης (βρζ’, 2-3), ποδοκιμάζει τήν βίαν καί τήν δικίαν (Ψαλμ.ι’, 5) καί καταδικάζει τήν πάνθρωπον στάσιν πρός τόν πλησίον (Μάρκκε’, 41-46. ακβ’, 15-16). Ες τήνΒασιλείαν Aτο ποία εκονίζεται καί εναι παροσα ν τ κκλησί Του δη δ ες τήν γνδένπάρχει τόπος οτε διά τό μσοςοτε δι’ χθραν καί μισαλλοδοξίαν (σια’, 6. Ρωμιβ’, 10).
  2.  θέσις τς ρθοδόξου κκλησίας εναι ν προκειμέν σαφής κκλησία πιστεύει τι  Θεός«ποίησεν ξ νς αματος πν θνος νθρώπων κατοικεν π πν τ πρόσωπον τς γς» (Πράξ. ιζ’, 26) καί τι ν Χριστ «οκ νι ουδαος οδ λληνοκ νι δολος οδ λεύθεροςοκ νι ρσεν κα θλυ·πάντες γρ ες στε ν Χριστ ησο» (Γαλ. γ’, 28). Ες τό ρώτημα «κα τς στί μου πλησίον;»  Χριστόςπήντησε διά τς παραβολς το καλο Σαμαρείτου (Λουκι’, 25-37). Καί οτως δίδαξε τήν κατάλυσινπαντός μεσοτοίχου χθρας καί προκαταλήψεως ρθόδοξος κκλησία μολογε τι καστοςνθρωποςνεξαρτήτως χρώματοςθρησκείαςφυλςφύλουθνικότητοςγλώσσηςχει δημιουργηθκατ’ εκόνα καί καθ’ μοίωσιν Θεο καί πολαμβάνει σα δικαιώματα ν τ κοινωνίΣυνεπής πρός τήνπίστιν ατήν ρθόδοξος κκλησία δέν δέχεται τάς διακρίσεις δι’ καστον κ τν προαναφερθέντωνλόγωνφ’ σον αται προϋποθέτουν ξιολογικήν διαφοράν μεταξύ τν νθρώπων.
  3.  κκλησίαν τ πνεύματι το σεβασμο τν νθρωπίνων δικαιωμάτων καί τς σης μεταχειρίσεωςτν νθρώπωνξιολογε τήν φαρμογήν τν ρχν ατν πό τό φς τς διδασκαλίας της περί τνμυστηρίωντς οκογενείαςτς θέσεως τν δύο φύλων ν τ κκλησί καί τν ν γένει ξιν τςκκλησιαστικς παραδόσεως κκλησία χει δικαίωμα να διακηρύττ τήν μαρτυρίαν τς διδασκαλίας της ες τόν δημόσιον χρον”. (Μέρος Ε από το κείμενο « Η Αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω»).