5 Δεκεμβρίου 2010

Διχάζει τους Ρώσους ο «Πατερούλης»

Η Μόσχα αναγνώρισε προ ημερών τη «σφαγή στο Κατίν» ως ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα και ο ανταγωνισμός για τον τίτλο του πιο αιμοσταγούς ηγέτη μεταξύ Στάλιν, Χίτλερ, Μάο και Πολ Ποτ συνεχίζεται σκληρός


Η έγγραφη διαταγή (αριστερά) για τη σφαγή των 21.897 πολωνών αιχμαλώτων πολέμου (φωτογραφία επάνω) με τη βαριά υπογραφή του Στάλιν. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ενωσης χαρακτήρισε πλαστό το έγγραφο, αλλά πολλοί ιστορικοί το θεωρούν γνήσιο

Είναι ή όχι ο Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι, κατά κόσμον Ιωσήφ Στάλιν, ο μεγαλύτερος εγκληματίας ηγέτης του 20ού αιώνα; Ο... ανταγωνισμός είναι σκληρότατος, καθώς ο Χίτλερ, ο Μάο, ο Πολ Ποτ και αρκετοί άλλοι διεκδικούν τον ίδιο θλιβερό τίτλο- και το ερώτημα αποδεικνύεται ασφαλώς ρητορικό. Αυτό 
όμως που ίσως δεν θα περίμενε κανείς είναι ότι ο «Πατερούλης» διχάζει και σήμερα. Μόλις προ ημερών η ρωσική Βουλή, η Δούμα, εδέησε να αναγνωρίσει επισήμως τη «σφαγή στο Κατίν» ως ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα του σταλινισμού, ζητώντας συγγνώμη από τους συγγενείς των θυμάτων. 
Στις 7 Απριλίου 1940 στο δάσος του Κατίν, κοντά στο Σμολένσκ της σημερινής Ρωσίας, γράφτηκε μία από τις πιο αποτρόπαιες σελίδες της Ιστορίας του 20ού αιώνα. Λίγο μετά τον διαμελισμό της Πολωνίας από τη Γερμανία και την ΕΣΣΔ 21.897 πολωνοί αιχμάλωτοι εκτελέστηκαν και πετάχτηκαν σε ομαδικούς τάφους. Οι περίπου 8.000 ήταν αξιωματικοί του πολωνικού στρατού. Οι υπόλοιποι 14.000 ήταν «ευυπόληπτοι πολίτες» - γιατροί, δικηγόροι, εκπαιδευτικοί, επιχειρηματίες και ιερωμένοι -, οι οποίοι θεωρήθηκαν συλλήβδην «πολιτικοί κρατούμενοι και εχθροί της Σοβιετικής Ενωσης».

Επί δεκαετίες ο Στάλιν και οι διάδοχοί του κατηγορούσαν δημοσίως τη ναζιστική Γερμανία για τη θηριωδία.

Μόλις τον Απρίλιο του 1990 ο τότε σοβιετικός ηγέτης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ υπαινίχθηκε σοβιετική συμμετοχή σε αυτό το ανατριχιαστικά «κλασικό» έγκλημα πολέμου.

Τώρα ήρθε η αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας. «Το ρωσικό κοινοβούλιο εκφράζει τη βαθιά του συμπάθεια προς όλα τα θύματα της αδικαιολόγητης αυτής πράξης, στις οικογένειες και στους συγγενείς τους» αναφέρει το ψήφισμα που υιοθέτησαν οι βουλευτές της Δούμας, οι οποίοι δέχονται ότι ο ίδιος ο Στάλιν είχε υπογράψει τη διαταγή να εκτελεστούν οι Πολωνοί.

Υπάρχει και ο αντίλογος. «Η σφαγή στο Κατίν είναι ένα από τα μεγαλύτερα μυθεύματα του 20ού αιώνα.Είναι ντροπή επί δεκαετίες ο ρωσικός λαός να ζητεί γονατιστός συγγνώμη για ένα έγκλημα που ουδέποτε διέπραξε» τονίζει το μέλος του ΚΚ Ρωσίας Βίκτορ Ιλιούκιν.

Οι ρώσοι κομμουνιστές, όπως και ορισμένοι συμπατριώτες τους ιστορικοί, θεωρούν ότι τα αποτελέσματα των ιατροδικαστικών εκθέσεων στα πτώματα των 22.000

Πολωνών δείχνουν πως σκοτώθηκαν με γερμανικές σφαίρες, ενώ είχαν δεθεί με σκοινί γερμανικής κατασκευής. Επιπλέον, λένε, έγγραφα που βρέθηκαν στις τσέπες τους είχαν ημερομηνίες μεταγενέστερες της γερμανικής εισβολής, το 1941, ενώ ο βαθμός αποσύνθεσης των σορών δεν δικαιολογούσε ότι δολοφονήθηκαν το 1940, αλλά αργότερα.

Διαδίδεται επίσης ότι ο ίδιος ο υπουργός Προπαγάνδας της ναζιστικής Γερμανίας, ο διαβόητος Γιόζεφ Γκέμπελς, στο προσωπικό του ημερολόγιο με ημερομηνία 8 Μαΐου 1943 παραδέχεται πως «βρέθηκαν γερμανικές σφαίρες στα σώματα των νεκρών, γεγονός που πρέπει να κρυφτεί με κάθε τρόπο, ώστε να μπορέσει να στηριχτεί η προπαγάνδα κατά της ΕΣΣΔ». Οσο για τα έγγραφα με την υπογραφή του Στάλιν, «είναι όλα πλαστές φωτοτυπίες, χωρίς ποτέ να έχουν εμφανιστεί τα πρωτότυπα».
Σχετικά με τα θύματα του σταλινισμού, ο πρώην γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης Νικίτα Χρουστσόφ έχει παραδεχθεί επίσημα ότι υπήρχαν δύο εκατομμύρια νεκροί. Αλλοι τους ανεβάζουν στον ιλιγγιώδη αριθμό των 20 εκατομμυρίων - συμπεριλαμβάνοντας όμως τους ηρωικούς σοβιετικούς στρατιώτες. Και αυτό με το επιχείρημα ότι ο Στάλιν άφησε εγκληματικά ακέφαλο τον Κόκκινο Στρατό στέλνοντας στο απόσπασμα τους πιο ικανούς στρατιωτικούς ηγέτες προπολεμικά, με τις εκκαθαρίσεις και τις Δίκες της Μόσχας.

Ακόμη και σήμερα αρκετοί ιστορικοί αδυνατούν να κατανοήσουν τα κίνητρα της σφαγής στο δάσος του Κατίν. Πολλοί θεωρούν ότι η απόφαση οφείλεται εν πολλοίς στην ανασφάλεια του σοβιετικού ηγέτη. Ο «Πατερούλης» θεωρούσε ότι έπρεπε πάση θυσία να «εξαφανίσει από προσώπου γης» μια ολόκληρη γενιά στρατιωτικών και αριστοκρατών της γειτονικής χώρας σε περίπτωση που μελλοντικά η Πολωνία απειλούσε να εξελιχθεί σε στρατιωτική δύναμη και να εισβάλει στην τότε ακόμη εύθραυστη σοβιετική αυτοκρατορία.

«Λέει μισές αλήθειες για τα εγκλήματα ο Πούτιν»
Ο καναδός ιστορικός Ρόμπερτ Τζόνσον εξηγεί μιλώντας στο «Βήμα» πώς η σημερινή Ρωσία λατρεύει και ξορκίζει ταυτόχρονα το φάντασμα του Στάλιν
«Το ζήτημα της σφαγής στο Κατίν αποδεικνύει πόσο αμφιλεγόμενη φιγούρα παραμένει ο Στάλιν, μια ιστορική μορφή η οποία ρίχνει βαριά τη σκιά της ως σήμερα στη Ρωσία» δηλώνει μιλώντας στο «Βήμα» ο Ρόμπερτ Τζόνσον, καθηγητής Ρωσικής και Σοβιετικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο στον Καναδά, με ειδίκευση στην εποχή του Στάλιν.

Και εξηγεί: «Ο πρωθυπουργός Βλαντίμιρ Πούτιν από τη μια μιλάει με περηφάνια για τα επιτεύγματα της περιόδου,ιδίως για την αντίσταση του σοβιετικού λαού στη ναζιστική επίθεση,και από την άλλη μιλάει διστακτικά για τη σφαγή,αναφερόμενος μόνο στον Λαβρέντι Μπέρια και αποσιωπώντας τον Στάλιν».
«Στην Ιστορία υπάρχουν πάντα δύο διαφορετικές όψεις» λέει ο κ. Τζόνσον, επισημαίνοντας: «Οπως με τους αρνητές του Ολοκαυτώματος,έτσι και εδώ η μια πλευρά προσπαθεί να δικαιολογήσει με κάθε μέσο τη συμπεριφορά των στρατευμάτων της σε έναν πόλεμο.Το ίδιο ακριβώς κάνει και η άλλη πλευρά».
Ο ίδιος έχει εξετάσει τα έγγραφα που φέρουν την υπογραφή του σοβιετικού δικτάτορα. «Τα είδα το 1992 σε μια παρουσίασή τους στην Ουάσιγκτον.Ηταν πέντε σελίδες με τις υπογραφές του ίδιου του Στάλιν,του Λαβρέντι Μπέρια,αρχηγού της ΝΚVD, καθώς και άλλων πέντε υψηλόβαθμωναξιωματούχων. Οι 22.000 Πολωνοί είχαν χαρακτηριστεί “εχθροί της ΕΣΣΔ” και η εκτέλεσή τους αποτελούσε εφαρμογή των όρων του Συμφώνου Ρίμπεντροφ-Μολότοφ» τονίζει ο διακεκριμένος καναδός ιστορικός.

Θεωρεί εξάλλου τα έγγραφα απολύτως αυθεντικά. «Δεν είμαι γραφολόγος, αλλά έχω δει πολλές φορές την υπογραφή του Στάλιν και μου φάνηκε αυθεντική. Οσο για τη φημολογούμενη αναφορά στο ημερολόγιο του Γκέμπελς, την ακούω από εσάς πρώτη φορά».