Η σημερινή κρίση έχει τις ρίζες της στο γεγονός ότι οι μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης άρχισαν να χαλαρώνουν στην πράξη τα κριτήρια δημοσιονομικής πειθαρχίας, λόγω των δικών τους ανισορροπιών, όπως δήλωσε ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Βουλής της Γερμανίας και ένας από τους πιθανούς υποψηφίους για την προεδρία της χώρας του, Νόρμπερτ Λάμερτ.
«Μόλις η Γερμανία, όπως και η Γαλλία, άρχισαν να έχουν δημοσιονομικές ανισορροπίες, κάναμε τη γενναιόδωρη κίνηση να απαλλαγούμε από τα κριτήρια», είπε σαρκαστικά μιλώντας σε δημοσιογράφους κατά τη σύντομη επίσκεψή του στην Αθήνα, προσθέτοντας ότι αφού οι μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης συμπεριφέρονταν κατʼ αυτόν τον τρόπο, ήταν επόμενο να ακολουθήσουν τα άλλα κράτη. Ερωτηθείς μάλιστα πώς σχολιάζει τη γνώμη που εκφράζουν κάποιοι ότι το Βερολίνο έχει μία υπερβολική «εμμονή» με τη δημοσιονομική πειθαρχία, ο κ. Λάμερτ απάντησε ότι οι ίδιοι οι Γερμανοί πιστεύουν ότι έχουν απομακρυνθεί από αυτήν τους την παράδοσή και ότι πρέπει να επιστρέψουν σε αυτή.
Σε ερώτηση σχετικά με τα σχέδια για στενότερο συντονισμό και επιτήρηση των εθνικών προϋπολογισμών από την ΕΕ, ο κ. Λάμερτ είπε ότι συζητούνται αλλαγές του πλαισίου, ώστε οι κυβερνήσεις να παρέχουν τα απαραίτητα στοιχεία στην Κομισιόν η οποία θα απαντάει με κάποιες μη δεσμευτικές συστάσεις, βάσει των οποίων θα συνεχίζεται η διαδικασία κατάρτισης και ψήφισης του προϋπολογισμού από τα κράτη-μέλη. Η εποπτεία έτσι θα πραγματοποιείται πριν τα κοινοβούλια λάβουν τις επίσημες αποφάσεις για τους προϋπολογισμούς, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει τώρα. Επίσης το νέο σύστημα θα πρέπει να περιλαμβάνει κυρώσεις που θα είναι αναπόφευκτες για όποια χώρα δεν εφαρμόζει τους κανόνες, αν και δεν διευκρίνισε ποιες θα μπορούσαν να είναι αυτές οι κυρώσεις.
Σε ερώτηση σχετικά με την καθυστέρηση της ΕΕ να καταλήξει σε συμφωνία για το πακέτο διάσωσης της Ελλάδας και του ευρώ με αποτέλεσμα να στοιχίσει πολύ ακριβότερα, ο κ. Λάμερτ απάντησε ότι «είναι βεβαίως αλήθεια ότι η ευρωπαϊκή συμφωνία θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί τρεις με τέσσερις εβδομάδες νωρίτερα, αλλά τότε είμαι απολύτως βέβαιος ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν θα είχε το κίνητρο, τη νομιμοποίηση και την προετοιμασία για να εφαρμόσει το πρόγραμμα, ούτε θα είχαμε τις απαιτούμενες πλειοψηφίες στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια ή στη Γερμανία».
Ερωτηθείς για το ρόλο των «κερδοσκόπων» στην κρίση, ο κ. Λάμερτ είπε ότι δεν πρέπει να μπλέκουμε το αίτιο με το αιτιατό. «Οι ανισορροπίες στους προϋπολογισμούς δεν υπάρχουν εξαιτίας της κερδοσκοπίας, αλλά το αντίθετο. Η κερδοσκοπία είναι αποτέλεσμα των ανισορροπιών και όποιος λέει το αντίθετο απλώς καθυστερεί την επίλυση των προβλημάτων». Ο κ. Λάμερτ ωστόσο πρόσθεσε ότι «η περιπλοκότητα και η έκταση των αγορών επιτάχυνε τις διαδικασίες» που οδήγησαν στην κρίση. Προτεραιότητα, όπως είπε, είναι το νοικοκύρεμα των οικονομικών σε εθνικό επίπεδο.
Πρόσθεσε ότι σχετικά με την ανάγκη δημιουργίας διεθνών ρυθμιστικών κανόνων για τις διεθνείς αγορές, προς το παρόν οι κυβερνήσεις έχουν περιοριστεί σε απλές διακηρύξεις γιατί τα συμφέροντα δεν είναι ίδια για όλους. Ωστόσο, αναφερόμενος στην πρακτική της απαγόρευσης του naked short-selling (ακάλυπτες ανοιχτές πωλήσεις) στην Γερμανία, τόνισε ότι «δεν πρέπει να επιτρέπεται (στους επενδυτές) να στοιχηματίζουν σε κάτι που δεν τους ανήκει». «Πρέπει να οργανώσουμε εκ νέου το διαχωρισμό ανάμεσα στην πραγματική και την εικονική οικονομία», είπε χαρακτηριστικά.
Ο κ. Λάμερτ είπε επίσης ότι δεν ασπάζεται την άποψη ότι είναι καταστροφική η πτώση του ευρώ, καθώς η υποτίμηση βοηθάει σε κάποιο βαθμό την ανάκαμψη της οικονομίας στις χώρες της ευρωζώνης.
Ο πρόεδρος του γερμανικού κοινοβουλίου αναφέρθηκε επίσης στην απόφασή του να παρέμβει, όταν πριν από λίγους μήνες τα γερμανικά ΜΜΕ τηρούσαν ιδιαίτερα επιθετική στάση απέναντι στην Ελλάδα. Ο κ. Λάμερτ είχε ζητήσει συγγνώμη, με επιστολή του στον Έλληνα ομόλογό του Φίλιππο Πετσάλνικο, για τα σχόλια του γερμανικού Τύπου.
«Θεώρησα ότι ήταν μία καμπάνια πέρα από την φυσιολογική κριτική και η οποία επιβάρυνε τις διμερείς σχέσεις», όπως είπε, τις εβδομάδες που βρίσκονταν σε εξέλιξη οι διαπραγματεύσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης. «Ήταν προφανές ότι υπήρχε μία απροθυμία από την πλευρά του ελληνικού κοινού να δεχθεί τα μέτρα που έπρεπε να εφαρμοστούν, καθώς και μία απροθυμία από την πλευρά των Γερμανών να πληρώσουν – όπως το αντιλαμβάνονταν – για προβλήματα που δημιουργήθηκαν εκτός της χώρας τους».
Ο κ. Λάμερτ απέφυγε τέλος να απαντήσει αν θα θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία της χώρας του, μετά την αιφνιδιαστική παραίτηση του Χορστ Κέλερ, λέγοντας ότι «ευτυχώς» δεν χρειάζεται να γίνουν σχετικές δημόσιες ανακοινώσεις, αλλά διαβουλεύσεις στο εσωτερικό των κομμάτων σχετικά με το ποιος θα μπορούσε να συγκεντρώσει τη μεγαλύτερη υποστήριξη.