Κατατέθηκε στη Βουλή το σχέδιο νόμου για τη ρύθμιση των χρεών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει το υπουργείο Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας στη σχετική του ανακοίνωση, το σχέδιο νόμου δίνει τη δυνατότητα στους υπερχρεωμένους πολίτες που έχουν περιέλθει σε αποδεδειγμένη μόνιμη αδυναμία να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, να ρυθμίσουν την εξόφληση ενός μέρους των χρεών τους για τέσσερα χρόνια, και εφόσον ανταποκριθούν στη ρύθμιση να απαλλαγούν από το υπόλοιπο των χρεών τους.
Στις ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου υπάγονται όλα τα φυσικά πρόσωπα, καταναλωτές και επαγγελματίες, με εξαίρεση τους εμπόρους, οι οποίοι όμως έχουν από την υφιστάμενη νομοθεσία τη δυνατότητα να προσφύγουν στη διαδικασία του πτωχευτικού κώδικα.
Με το σχέδιο νόμου ρυθμίζονται όλα τα χρέη προς τράπεζες (καταναλωτικά, στεγαστικά, επαγγελματικά) καθώς και όλα τα χρέη προς τρίτους, με εξαίρεση οφειλές από αδικοπραξία που διαπράχθηκε με δόλο, διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, οφειλές από φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και εισφορές προς τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης.
Ο οφειλέτης, του οποίου οι οφειλές ρυθμίζονται, αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών ένα μέρος του εισοδήματός του στους πιστωτές. Το ποσόν που θα καταβάλει καθορίζεται από το δικαστήριο με βάση τα εισόδημά του και αφού ληφθούν υπόψη οι βιοτικές ανάγκες του ιδίου και των προστατευομένων μελών της οικογενείας του. Το μέρος του χρέους που θα εξοφλήσει ο οφειλέτης εξαρτάται δηλαδή από το εισόδημα που διαθέτει και τις πραγματικές του δυνατότητες. Δεν ορίζεται στο σχέδιο νόμου κάποιο ελάχιστο ποσοστό χρέους που θα πρέπει να εξοφλήσει. Το δικαστήριο μπορεί ακόμη και να απαλλάξει τον οφειλέτη από την υποχρέωση να καταβάλει μηνιαία ένα ορισμένο ποσόν όταν αυτός βρίσκεται σε εξαιρετικά δυσχερή θέση (π.χ. λόγω ανεργίας, προβλημάτων υγείας), επανεξετάζοντας όμως κάθε φορά την κατάσταση μετά από έξι περίπου μήνες.
Η περιουσία του οφειλέτη ρευστοποιείται για την ικανοποίηση των πιστωτών. Ο οφειλέτης έχει όμως τη δυνατότητα να εξαιρέσει από τη ρευστοποιήσιμη περιουσία την κύρια κατοικία του, αναλαμβάνοντας, με ευνοϊκό επιτόκιο και με δυνατότητα περιόδου χάριτος, για χρονικό διάστημα που μπορεί να φθάνει μέχρι 20 έτη, την εξυπηρέτηση χρεών που αντιστοιχούν στο 85% της εμπορικής αξίας της κατοικίας.
Αρμόδιο Δικαστήριο ορίζεται το Ειρηνοδικείο του τόπου που κατοικεί ή διαμένει ο οφειλέτης. Εφαρμόζεται η εκούσια δικαιοδοσία που επιτρέπει στο δικαστήριο την αυτεπάγγελτη έρευνα των γεγονότων. Δεν είναι συνεπώς απαραίτητη η παράστασή του με δικηγόρο. Η διαδικασία έχει σχεδιασθεί κατά τρόπο που οι δαπάνες στις οποίες θα υποβληθεί ο οφειλέτης να είναι οι ελάχιστες δυνατές. Θα εκδοθούν σχετικά έντυπα από τα αρμόδια υπουργεία ώστε να διευκολύνεται ο οφειλέτης στη συμπλήρωση και υποβολής της αίτησης ρύθμισης.
Το Ειρηνοδικείο δικάζει την υπόθεση μέσα σε έξι μήνες από την κατάθεση της αίτησης. Η έφεση δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης. Για να ανταποκριθεί η Δικαιοσύνη στον όγκο των υποθέσεων που θα προστεθούν σε εφαρμογή του νόμου δημιουργούνται ογδόντα νέες θέσεις ειρηνοδικών.
Σε περίπτωση που μετά την κατάθεση στο δικαστήριο της αίτησης του οφειλέτη για ρύθμιση των χρεών ξεκινήσει ή συνεχιστεί οποιαδήποτε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας του, το δικαστήριο, μετά από αίτημα του οφειλέτη που δικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, διατάζει να σταματήσει η αναγκαστική εκτέλεση, εφόσον εκτιμά ότι ο οφειλέτης θα υπαχθεί σε ρύθμιση. Για την περίπτωση των στεγαστικών δανείων θα πρέπει ο οφειλέτης να καταβάλει από την υποβολή της αίτησης και μέχρι την έκδοση της απόφασης από το δικαστήριο τη δόση ενήμερης οφειλής. Δεν υποχρεούται όμως να εξοφλήσει τις τυχόν μέχρι τότε ληξιπρόθεσμες δόσεις.
Το σχέδιο νόμου υποχρεώνει τα μέρη (οφειλέτη και πιστωτές) να επιδιώξουν μία συμβιβαστική λύση, τόσο πριν την υποβολή της αίτησης στο δικαστήριο όσο και μετά από αυτή.