Αθήνα
Παραγγελία για την άσκηση κακουργηματικής δίωξης σε βάρος του γενικού γραμματέα Τελωνειακών και Φορολογικών Υποθέσεων, Γιάννη Καπελέρη, καθώς και ενός ακόμη στελέχους του υπουργείου Οικονομικών έδωσε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών ο οικονομικός εισαγγελέας, Γρηγόρης Πεπόνης.
Η δίωξη ασκήθηκε άμεσα μετά την παραγγελία και αφορά τις καταγγελίες, που είχαν δει το φως της δημοσιότητας με αφορμή την παραίτηση του γενικού γραμματέα του υπουργείου Οικονομικών, Διομήδη Σπινέλη, για μη είσπραξη προστίμων που αφορούσαν λαθρεμπόριο καυσίμων.
Ο κ. Πεπόνης, με βάση την πορισματική αναφορά του αναπληρωτή οικονομικού εισαγγελέα που διενήργησε την έρευνα, Σπύρου Μουζακίτη, ζήτησε να ασκηθεί δίωξη σε βάρος του Γιάννη Καπελέρη και σε βάρος της επικεφαλής της Διεύθυνσης Ελέγχου Τελωνείων για το αδίκημα της απιστίας περί την υπηρεσία.
Διευκρινίζεται ότι το αδίκημα διαπράχθηκε σε βάρος της δημόσιας περιουσίας με την επιβαρυντική περίσταση της ιδιαίτερα μεγάλης αξίας της πράξης βάσει του νόμου 1608/50 περί καταχραστών του δημοσίου.
Όπως αναφέρει στο πόρισμά του ο κ. Μουζακίτης, το ύψος της ζημίας ανέρχεται κατ' ελάχιστον στο ποσό των 15 εκατομμυρίων ευρώ.
Ο κ. Μουζακίτης τονίζει ότι «η ζημία αυτή, αν λάβουμε υπόψη τις κρίσιμες συνθήκες για την κοινωνία και την πολιτεία, μεγιστοποιείται εκ των πραγμάτων».
Ζητείται να ερευνηθεί κατά την ανάκριση το ενδεχόμενο ύπαρξης ηθικών αυτουργών και εφόσον διαπιστωθεί, να ασκηθεί ανάλογη ποινική δίωξη.
Η προκαταρκτική, που διενήργησε ο κ. Μουζακίτης, ξεκίνησε στις 20 Οκτωβρίου ύστερα από δημοσιεύματα, με αφορμή την παραίτηση του Δ. Σπινέλη, περί ύπαρξης «παραμηχανισμού» εντός του υπουργείου Οικονομικών που αδρανοποιούσε-μπλόκαρε την είσπραξη προστίμων, τα οποία είχαν επιβληθεί μέσω του συστήματος «Ήφαιστος» για λαθρεμπόριο καυσίμων.
Ο κ. Καπελέρης κλήθηκε σε κατάθεση με την ιδιότητα του υπόπτου ενώπιον του κ. Μουζακίτη και, σύμφωνα με πληροφορίες, αρνήθηκε οποιαδήποτε ποινική του ευθύνη επικαλούμενος προβληματική διαδικασία του συστήματος.
Φέρεται να υποστήριξε ότι τα επίμαχα πρόστιμα ήταν εκπρόθεσμες εγγραφές, που αφορούσαν χιλιάδες επιχειρήσεις, οι οποίες θα έκλειναν αν προχωρούσε η διαδικασία. Φέρεται, επίσης, να υποστηρίζει ότι το πρόβλημα ήταν γνωστό στην ηγεσία του υπουργείου και ότι αναμενόταν νομοθετική ρύθμιση για την επίλυση του ζητήματος.
Η δίωξη ασκήθηκε άμεσα μετά την παραγγελία και αφορά τις καταγγελίες, που είχαν δει το φως της δημοσιότητας με αφορμή την παραίτηση του γενικού γραμματέα του υπουργείου Οικονομικών, Διομήδη Σπινέλη, για μη είσπραξη προστίμων που αφορούσαν λαθρεμπόριο καυσίμων.
Ο κ. Πεπόνης, με βάση την πορισματική αναφορά του αναπληρωτή οικονομικού εισαγγελέα που διενήργησε την έρευνα, Σπύρου Μουζακίτη, ζήτησε να ασκηθεί δίωξη σε βάρος του Γιάννη Καπελέρη και σε βάρος της επικεφαλής της Διεύθυνσης Ελέγχου Τελωνείων για το αδίκημα της απιστίας περί την υπηρεσία.
Διευκρινίζεται ότι το αδίκημα διαπράχθηκε σε βάρος της δημόσιας περιουσίας με την επιβαρυντική περίσταση της ιδιαίτερα μεγάλης αξίας της πράξης βάσει του νόμου 1608/50 περί καταχραστών του δημοσίου.
Όπως αναφέρει στο πόρισμά του ο κ. Μουζακίτης, το ύψος της ζημίας ανέρχεται κατ' ελάχιστον στο ποσό των 15 εκατομμυρίων ευρώ.
Ο κ. Μουζακίτης τονίζει ότι «η ζημία αυτή, αν λάβουμε υπόψη τις κρίσιμες συνθήκες για την κοινωνία και την πολιτεία, μεγιστοποιείται εκ των πραγμάτων».
Ζητείται να ερευνηθεί κατά την ανάκριση το ενδεχόμενο ύπαρξης ηθικών αυτουργών και εφόσον διαπιστωθεί, να ασκηθεί ανάλογη ποινική δίωξη.
Η προκαταρκτική, που διενήργησε ο κ. Μουζακίτης, ξεκίνησε στις 20 Οκτωβρίου ύστερα από δημοσιεύματα, με αφορμή την παραίτηση του Δ. Σπινέλη, περί ύπαρξης «παραμηχανισμού» εντός του υπουργείου Οικονομικών που αδρανοποιούσε-μπλόκαρε την είσπραξη προστίμων, τα οποία είχαν επιβληθεί μέσω του συστήματος «Ήφαιστος» για λαθρεμπόριο καυσίμων.
Ο κ. Καπελέρης κλήθηκε σε κατάθεση με την ιδιότητα του υπόπτου ενώπιον του κ. Μουζακίτη και, σύμφωνα με πληροφορίες, αρνήθηκε οποιαδήποτε ποινική του ευθύνη επικαλούμενος προβληματική διαδικασία του συστήματος.
Φέρεται να υποστήριξε ότι τα επίμαχα πρόστιμα ήταν εκπρόθεσμες εγγραφές, που αφορούσαν χιλιάδες επιχειρήσεις, οι οποίες θα έκλειναν αν προχωρούσε η διαδικασία. Φέρεται, επίσης, να υποστηρίζει ότι το πρόβλημα ήταν γνωστό στην ηγεσία του υπουργείου και ότι αναμενόταν νομοθετική ρύθμιση για την επίλυση του ζητήματος.