23 Ιανουαρίου 2016

«ΟΙ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ»

Επιμέλεια παρουσίασης του Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη

Επί τη ευκαιρία της συνάξεως των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών στη Γενεύη, αξίζει να διαβάσουμε την ιστορική ομιλία  με το παραπάνω θέμα του μακαριστού Μητροπολίτου Μύρων κυρού Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδη (του μετέπειτα Γέροντος Εφέσου, 1921 – 2006) που παρουσίασε το 1972 σε Συνέδριο της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης για να μπορέσουν και οι νεώτεροι, αλλά και γενικώτερα οι Ορθόδοξοι πιστοί  να ενημερωθούν για τη σημασία των εργασιών της  Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.***
«Εδώ και αρκετά χρόνια γίνεται πολύς λόγος για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Ένα ευρύτατο σχέδιο προετοιμασίας της συνόδου αυτής έχει πάρει ήδη την οδό της εκτελέσεως.
   Δεν επιθυμώ να προβώ εδώ σε λεπτομερή περιγραφή των φάσεων που ήδη διανύσαμε όσον αφορά στα έξι θέματα που επελέγησαν από τον ευρύ κατάλογο θεμάτων της Α΄. Πανορθοδόξου Διασκέψεως της Ρόδου του 1961. Τα έξι αυτά θέματα ευρίσκονται ήδη στο στάδιο του προσυνοδικού των καθορισμού, τούτο δε μετά από λεπτομερή εργασία, που έφερε εις πέρας η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή, της οποίας είχα την τιμήν να προεδρεύσω. Εν τω μεταξύ αναμένονται αι αντιδράσεις των εκκλησιών μας, της Ορθοδόξου Ιεραρχίας, των Ορθοδόξων Θεολόγων, του κλήρου και των Ορθοδόξων πιστών, με μια λέξη, κάθε προσώπου που θα μπορούσε να έχει κάποια εύλογη αιτία ή δυνατότητα να πη τη γνώμη του επί της εργασίας που έγινε ήδη. Και όλα αυτά για να μπορέσουμε (αφού προβούμε στις αναγκαίες διορθώσεις επί των κειμένων που ετοιμάσθησαν) να φθάσουμε σε ακριβέστερους ορισμούς, πράγμα το οποίο θα επιτρέψει στις Εκκλησίες μας να προχωρήσουν στις άλλες διαδοχικές φάσεις της προετοιμαζομένης συνόδου.
    Όπως βλέπει κανείς καθαρά, πρόκειται για ένα τεράστιο έργο. Προβλέπεται ένα πολύπλευρο έργο προετοιμασίας. Οι φάσεις και τα διαδοχικά στάδια μιας προσυνοδικής και συνοδικής – κυρίως ειπείν – δραστηριότητος είναι κάτι που θα πρέπει να εξετασθή προσεκτικά, πράγμα που θα πάρει πολύ χρόνο. Εν πάση περιπτώσει, οι Εκκλησίες μας έχουν ήδη δεσμευθή. Όλη η Ορθοδοξία ευρίσκεται σε κατάσταση ετοιμασίας. Και οι πιστοί από της πλευράς τους τελούν σε πλήρη αναμονή. Οι Επίσκοποι τέθηκαν ήδη επί το ουσιαστικώτερο έργο των αποστολικών τους ευθυνών, το έργο δηλαδή το οποίο αποτελεί τις συλλογικές τους συνυπευθυνότητες. Ο Παράκλητος πνέει. Και ολόκληρος ο Χριστιανικός κόσμος προσανατόλισε την προσοχή του προς όσα συμβαίνουν στην Ορθοδοξία. Αυτήν ακριβώς την Ορθοδοξία, που θα πρέπει να λάβει πλήρη συνείδηση της μεγαλύτερης δυνατής εκκλησιαστικής πραγματικότητος, μιας Οικουμενικής Συνόδου σε πλήρη 20ον αιώνα.
   Παρ’ όλα αυτά διερωτάται εύλογα κανείς; Τι περιμένει η Ορθοδοξία πρωτίστως, γενικώτερα όμως και ολόκληρος ο χριστιανικός κόσμος, από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας; Και για να είμαι πιο σαφής, τι είναι αυτό που περιμένουν οι Ορθόδοξες Εκκλησίες και οι πιστοί τους από την τεράστια αυτή κίνηση, που θα καταλήξει σε μια παρόμοια σύνοδο, είτε την ονομάσουμε «Οικουμενική Σύνοδο» είτε απλώς «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο»;
    Πρώτα απ’ όλα όμως θα πρέπει, νομίζω, να θέσουμε εδώ το ακόλουθο ερώτημα: Μιλώντας για τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, τελούν εν αναμονή για «κάτι το σημαντικό» στο θέμα της συνόδου, μπορούμε άραγε να πούμε, ότι είχαν και οι ίδιες τη δυνατότητα να ορίσουν επισήμως και με κάθε ακρίβεια τη θέση τους και τα «desiderata» τους ως προς το θέμα αυτό; Πρόκειται εδώ για ερώτημα που δύσκολα μπορεί να εύρει συγκεκριμένη απάντηση, θετική ή αρνητική. Κι όμως ωρισμένα δεδομένα υπάρχουν. Ας τα παρουσιάσουμε εδώ εν συντομία.
    Ας θυμηθούμε κατ’ αρχήν πως και με πόση ειλικρίνεια, θα τολμούσα δε να πω και με πόσο θάρρος, η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, στην οποία εναποτέθηκαν όλη η προπαρασκευαστική εργασία και όλες οι σχετικές ευθύνες, έθεσε το ερώτημα των «προσδοκιών» της Ορθοδοξίας στο θέμα της συνόδου. Καθ’ όλη την πρώτη συνεδρία της Επιτροπής, τον Ιούλιο του 1971, όλοι εμείς που συμμετείχαμε σ’αυτήν, αν και είχαμε πλήρη συνείδηση του συγκεκριμένου γεγονό-τος, ότι η εργασία μας έπρεπε να αναληφθή με πολλή προσοχή ως προς τις λεπτομέ-ρειες, με πνεύμα θαρραλέο, αλλά και βαθύτατα ισορροπημένο ως προς τη μελέτη των θεμάτων, είχαμε το συναίσθημα ότι η εργασία αυτή δεν θα ανταποκρινόταν στις προσδοκίες των πιστών των Εκκλησιών μας αν δεν ορίζαμε προηγουμένως με ακρίβεια τους σκοπούς αυτής της προσυνοδικής προσπαθείας. Γι’ αυτό το λόγο, και με πλήρη συναίσθηση ευθύνης που αναλαμβάναμε, είχα πη τότε επί λέξει στην ομιλία μου ως προέδρου της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής κατά την έναρξιν των εργασιών της:
«… Η Ορθόδοξος Εκκλησία εν τω συνόλω αυτής θέτει εαυτήν έναντι συγκεκριμένων προβλημάτων καθαρώς θεολογικών, αλλά και άλλων πρακτικωτέρων, ουχί όμως ήττο-νος σημασίας, δεδομένου ότι άπτονται ταύτα της ζωής, του ήθους και της πράξεως της εκκλησίας εν ταις καιριωτέραις και ζωτικωτέραις των δραστηριοτήτων και λειτουργιών αυτής. Και την οικοδομήν των πιστών, τούτο δε και εις την καλλιτέραν διακονίαν της εκκλησίας εν τω κόσμω υπέρ αυτών, υπέρ του ανθρώπου καθόλου. Προσέτι δε και διά πρώτην ωσαύτως φοράν καλείται να εκφέρη συνολικήν και συλλογικήν γνώμην επί συγκεκριμένων πλέον κειμένων, ανθρωπίνης ασφαλώς κατασκευής, πλήν απορρεόντων εκ της ορθοδόξου παραδόσεως και της εκκλησιαστικής διδασκαλίας και απηχούντων την βιουμένην πίστιν και την αλήθειαν, την παραδεδομένην εν τη εκκλησία και διδα-σκομένην εν αυτή, προωρισμένων δε άμα – και τούτο είναι το σημαντικό και θαυμά-σιον – να ενδυθώσιν ιερά θεσπίσματα του θεανθρωπίνου και ακαταλύτου θεσμού της εκκλησίας, ήτις διά πάντων τούτων, των ορωμένων και των αοράτων, διά των πίστει νοουμένων και τη γραφή παραδιδομένων, διαφυλαττομένων και ερμηνευομένων, υφαίνει και διασφαλίζει την προς τα έσχατα πορείαν αυτής…».
    Αυτά ήσαν τα σημεία, που ετονίζοντο στην ομιλία ενάρξεως των εργασιών της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής όσον αφορά στην αποστολή, που μια τέτοια σύνοδος εκαλείτο να αναλάβη στα πλαίσια της Ορθοδοξίας. Η πρόθεση ήταν να γίνει η σύνοδος αυτή αληθινό όργανο μαρτυρίας του Αγίου Πνεύματος στην Ορθοδοξία και διά της Ορθοδοξίας.
    Αυτά από την πλευρά της Προπαρασκευαστικής Επιτροπής της συνόδου.
Από την άλλη όμως πλευρά ερωτάται: Κατά ποιο τρόπο οι άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες εξέφρασαν τις ιδέες και θέσεις τους επί του καφτού θέματος των ορθοδόξων «προσδοκιών» εν σχέσει προς την σύνοδο; Ιδού μερικά παραδείγματα.
    Η Εκκλησία Αντιοχείας διά του Πατριάρχου της Ηλία του Δ΄., η Εκκλησία της Ελλάδος διά του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, η Εκκλησία της Ρωσίας διά στόματος του Πατριάρχου Ποιμένος, ο Αρχιεπίσκοπος Φιλλανδίας Παύλος και άλλοι, ευρήκαν τον τρόπο να διατυπώσουν και εκδηλώσουν τις προσδοκίες των Εκκλησιών τους στο θέμα της συνόδου. Πρόσφατα ακόμη ο Οικ. Πατριάρχης, προτείνοντας στις αδελφές εκκλη-σίες την αναβολή της Α΄. Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως, προβλεπομένης για το έτος 1973, εκφραζόταν με σαφήνεια για τη σημασία του έργου που είχε αναληφθή και για το τι δικαιούνταν κανείς να αναμένει σε ολόκληρη την Ορθοδοξία από μια παρόμοια σύνοδο, η οποία, ως εκ της εκκλησιολογικής και οικουμενικής σημασίας της, έπρεπε να είναι καλά προετοιμασμένη και προσανατολισμένη προς τις σωτήριες αποφάσεις που θα έπρεπε να ληφθούν τόσο για την εκκλησία όσο και για τους πιστούς. Το Οικ. Πατριαρχείο εγνώριζε καλά τα αισθήματα των πιστών εμπρός σε μια τέτοια σύνοδο και υπογράμμιζε σε κάθε ευκαιρία την ευθύνη των Ορθοδόξων Εκκλησιών, που θα έπρεπε αναπόφευκτα να φανούν ανώτερες κάθε προσδοκίας, αν ήθελαν πραγματικά να είναι, ακόμη μια φορά και μάλιστα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, απλά και αληθινά όργανα στην υπηρεσία του ανθρώπου και στην διάθεση του Παρακλήτου.
    Γνωρίζουμε όμως καλά, ότι υπήρξαν και ωρισμένοι εκπρόσωποι της ορθοδόξου θεολογίας που εκφράσθηκαν καθαρά και ειλικρινά επάνω στο ίδιο θέμα των ορθοδόξων προσδοκιών. Οι απόψεις που διατυπώθηκαν δεν είναι ούτε τελείως θετικές ούτε απολύτως αρνητικές. Βοηθούν όμως, στο σύνολό τους, ώστε να δημιουργηθή υγιέστερη ατμόσφαιρα και βαθύτερη συνείδηση στις εκκλησίες και στον πιστό λαό τους επί του θέματος της συνόδου, έτσι ώστε η τελευταία αυτή να μπορέσει να βγή από τον ούτως ειπείν «γραφειοκρατικό» χαρακτήρά της και να καταστή το αληθινά πνευματικό και ευρύτατα πνευματοκρατικό εκείνο γεγονός, του οποίου η Ορθόδοξος Εκκλησία έχει ανάγκη σήμερα περισσότερο παρά ποτέ.
   Σταματώ στα ονόματα των θεολόγων που αναφέρονται συχνότερα στην πρόσφατη βιβλιογραφία επί του θέματος της συνόδου.
   Ο π. Ιουστίνος Πόποβιτς, εξέχουσα προσωπικότης της ορθόδοξης Σερβικής Θεολο-γίας, ήταν ο πρώτος που έδειξε την επιφυλακτική και συντηρητική στάση του έναντι της συνόδου, στην περίπτωση που η σύνοδος αυτή θα καθίστατο συνέλευση επιφορτισμένη με καθήκοντα και προσπάθειες καθαρά ανθρωποκεντρικές και αναμφισβήτητα κοσμικές. Διότι, αν πράγματι συνέβαινε κάτι τέτοιο, τίποτε δεν θα εγγυάτο, σε πλήρη 20ον αιώνα, τον πνευματικό χαρακτήρα της συνόδου, θα ωδηγούμεθα δε, αντιθέτως, σε αληθινό «στίβο συγκρούσεων» για όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες.
    Ανάλογες απόψεις εξέφρασε και ο Χρήστος Γιανναράς, έλλην θεολόγος, θαρραλέος αλλά και οξύς, ο οποίος επανειλημμένα ασχολήθηκε με το θέμα της συνόδου, επισύρο-ντας την προσοχή που υφίστανται πάντοτε σε μια παρόμοια σύναξη. Οι κίνδυνοι αυτοί, υποστήριξε, απορρέουν από την δυνατότητα να βγη η σύνοδος από τα πνευματοκρατικά της όρια, καθισταμένη συνέλευση απλώς «εκκλησιαστικών ανδρών», συνέλευση στην οποία η τακτική που θα ακολουθείτο, ή η προβληματική που θα επελέγετο, ή ακόμη και οι διάφοροι συμβιβασμοί, θα εξέθεταν ανεπανόρθοτα την Ορθοδοξία στα μάτια των μη Ορθοδόξων και θα προκαλούσαν ζωμία σ’ ολόκληρη την Ορθοδοξία.
   Ο καθηγητής Ολιβιέ Κλεμάν των Παρισίων βρήκε και αυτός επανειλημμένα την ευ-καιρία να διατυπώσει τις επικοδομητικές του απόψεις στο ίδιο θέμα, υποδεικνύοντας τους τομείς στους οποίους η σύνοδος θα πρέπει να λάβει θέση, αν θέλει να δώσει απα-ντήσεις στις σύγχρονες ανάγκες της Ορθοδοξίας, ανάγκες που ο ίδιος δεν παρέλειψε να υπογραμμίζει και να απαριθμεί στα δημοσιεύματά του.
   Με το ίδιο πνεύμα εκφράσθηκαν επίσης ο καθηγητής π. Ιωάννης Μάϊντορφ της Νέας Υόρκης,ο Μητροπολίτης Όρους Λιβάνου Γεώργιος Χοδρ και ο γράφων τις σελίδες αυτές, σε πολλές ευκαιρίες, αλλά και άλλοι ακόμη. Όλοι αυτοί εξέφρασαν την ανησυ-χία, που είναι ενδεχόμενο να δημιουργηθή από τη μια στιγμή στην άλλη στην Ορθο-δοξία, εάν η σύνοδος δεν λάβει σοβαρώς υπ’ όψη τις «προσδοκίες» αυτές του πιστού λαού, για τις οποίες μιλήσαμε, αποφασίζοντας τυχόν τελικά να περιορισθή αποκλει-στικά στο θεωρητικό και, θα έλεγα, διανοητικό μόνο τομέα, αδιαφορώντας τελείως για τον πρακτικό και τον ποιμαντικό, πράγμα που θα σήμαινε ότι το έργο της συνόδου δεν θα έθιγε από κοντά καμμιά από τις σύγχρονες και επείγουσες ανάγκες της Ορθοδοξίας.
Θα πρέπει ακόμη να αναφέρω το διάβημα της γενικής γραμματείας της Παγκόσμιας Ορθόδοξης Νεολαίας «Σύνδεσμος», η οποία τελευταία απηύθυνε λεπτομερές ερωτημα-τολόγιο σε πολλές προσωπικότητες της εκκλησίας και της ορθόδοξης θεολογίας ζητώντας τους να ορίσουν τα «desiderata», καθώς επίσης και τις σημερινές τάσεις που υφίστανται στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο θέμα της συνόδου.
    Θα πρέπει, τέλος, να θυμηθούμε, ότι και η Ορθόδοξη Νεολαία της Γαλλίας, κατά την ετήσια σύναξή της στο Annecy το 1971, απηύθυνε προς όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο, με το οποίο ήθελε να δώσει σε όλους να καταλάβουν πόσο οι ψυχές των νέων ορθοδόξων ενδιαφέρονταν για το πρόβλημα της συνόδου και να υπενθυμίσει ότι, όσο περισσότερο το ενδιαφέρον αυτό λαμβάνεται υπ’ όψη, τόσο περισσότερο η εργασία της συνόδου θα είναι ρεαλιστική και θετική και θα ανταποκρίνεται στις καφτές ανάγκες της Ορθοδοξίας.
    Σε όλα αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε επίσης και όσα λέχθηκαν ή γράφηκαν από την πλευρά των μη ορθοδόξων, και ειδικώτερα από την πλευρά των φίλων μας Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών. Όλα τα περιοδικά Θεολογίας και εκκλησιαστικής επικαιρότητος αφιέρωσαν πολυάριθμες στήλες και σελίδες, όχι μόνο στο να δώσουν τις αναγκαίες πληροφορίες για την προετοιμασία της συνόδου μας, αλλά και στο να ανα-φέρουν τα κύρια σημεία των εργασιών, με τις οποίες καταπιάστηκε αυτή, τις εκκλησιαστικές και θεσμικές δυσκολίες που υπάρχουν, τα δικαιοδοσιακά αδιέξοδα που εμφανίζονται εξ αιτίας της παρούσης διαρθρώσεως της Ορθοδοξίας, καθώς και τους τομείς επάνω στους οποίους η σύνοδος θα πρέπει να σκύψει, έτσι ώστε ο ορθόδοξος κόσμος να μπορέσει να ξαναβρή τον παλαιό του δυναμισμό, ανταποκρινόμενος στις ευθύνες του ως μιας εκκλησίας η οποία είναι καθ’ οδόν προς συνάντηση του τόσο βασανισμένου ανθρώπου του αιώνος μας….
   Αφού είπαμε όλα αυτά, ας αναλύσουμε τώρα, πιο συγκεκριμένα, μερικά από τα ορθόδοξα αυτά «desiderata» στο θέμα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
1.Στον τομέα της θεολογίας η κύρια προσδοκία είναι εκείνη που αποβλέπει στη διαμόρφωση μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία μιας αληθινής και βαθειάς «συνοδικής συνειδήσεως», κυρίως μετά από τη μακρά περίοδο «αλλοτριώσεως» των εκκλησιών μας από τη σημαντικότατη, αλλά πολύ μακρινή πια εμπειρία των Οικουμενικών Συνόδων των πρώτων αιώνων. Η συνοδική αυτή εμπειρία στην Ορθοδοξία συνε-πάγεται, φυσικά, το πολύ ευρύτερο θέμα της ορθόδοξης εκκλησιολογίας, και ως τοιαύτη έχει ως υπονοούμενη βάση της την πνευματολογία, η οποία, θα πρέπει να το ομολογήσουμε καθαρά, έχει πολύ λίγο εξελιχθή στην ορθόδοξη θεολογία του καιρού μας. Και δεν θα πρέπει να λησμονήσουμε, ό,τι, αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή, κατά την οποία η Ορθοδοξία έχει κληθή να ζήσει την πραγματικότητα της συνόδου της, της Οικ. Συνόδου της, εάν συνδυάσουμε καλά την εξέλιξη αυτής της συνοδικής συνειδήσεως με την πνευματολογική διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αυτό που θα προκύψει θα είναι αναμφισβήτητα μια εκκλησιολογία λιγώτερο θεσμική και περισσότερο πνευματοκεντρική, της οποίας η Ορθοδοξία έχει απόλυτη ανάγκη.
2.Το πρώτο αυτό σημείο μας οδηγεί σ’ ένα δεύτερο, που έχει χαρακτήρα περισσότερο ποιμαντικό, πρακτικό και ηθικό, και που είναι συνδεδεμένο με την συγκεκριμένη ευθύνη της εκκλησίας να προετοιμάσει καλά τις ψυχές και να μορφώσει τα πνεύματα του ορθοδόξου πληρώματος, ώστε αυτό να αποκτήσει τη συνοδική εκείνη συνείδηση, για την οποία μιλήσαμε. Πιστεύω ότι η εμπειρία που είχε η Εκκλησία κατά την εποχή των Συνόδων των πρώτων αιώνων, τόσο των Οικουμενικών όσο και των Τοπικών, έχει ασφαλώς ακόμη κάτι το σημαντικό να προτείνει και επιβάλει σε όλους εμάς κατά την παρούσα στιγμή. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Από την άλλη όμως πλευρά θα πρέπει να αναζητήσουμε και υιοθετήσουμε νέες μορφές για την προετοιμασία αυτή των πνευμάτων, μορφές που να είναι πραγματικά προσαρμοσμένες στη σύγχρονη εποχή και που να μπορούν να βοηθήσουν το σημερινό πιστό να αποκτήσει τη συνοδική εκείνη συνείδηση την τόσο απαραίτητη για την υπόθεση της Συνόδου. Άλλως, οι Εκκλησίες μας στη σημερινή θεσμική τους μορφή, με τις «κανονικές ελλεί-ψεις» τους, τις δικαιοδοσιακές, των οποίων είμεθα όλοι θλιβεροί μάρτυρες, θα ευρε-θούν πολύ μακρυά από το αίσθημα των πιστών τους και οι πιστοί από την πλευρά τους θα ευρεθούν και αυτοί σε τέλεια αδυναμία να ακολουθήσουν τις Εκκλησίες τους. Η Ορθόδοξη Παράδοση έχει, χωρίς άλλο, να μας πη και να μας διδάξει ως προς το σημείο αυτό ωρισμένες ιστορικές αλήθειες, καθώς επίσης και να μας παρου-σιάσει πολλές συγκεκριμένες και εύγλωττες περιπτώσεις, ούτως ώστε να αποφύγουμε τα άστοχα βήματα. Η Ορθόδοξη Παράδοση απαιτεί σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, πλήρη συντονισμό των σκιρτιμάτων της συνοδικής συνειδήσεως των πιστών με την οποιαδήποτε εξέλιξη στο χώρο των εκκλησιαστικών μας θεσμών. Εδώ όμως θα ερωτήσει κανείς: δίνουν άραγε οι τοπικές Εκκλησίες μας την οφειλομένη προσο-χή σ’ αυτό το τόσο σημαντικό σημείο; Τα γεγονότα και ο χρόνος θα δείξουν.
3.Περιμένουμε από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας να φανή θαρραλέα, όχι μόνο ως προς τούτο ή το άλλο θέμα της εκκλησιαστικής επικαιρό-τητος, αλλά κυρίως θαρραλέα ως προς αυτό: αν δηλαδή από τα διάφορα θέματα που θα προβληθούν για συζήτηση, θα επιχειρήσουμε τη μελέτη και τη λύση εκείνων ειδι-κώτερα, που εμφανίζονται ως τα περισσότερο καφτά για την σημερινή Ορθοδοξία. Λέγοντας «καφτά», δίνουμε στη λέξη αυτή το πραγματικό της νόημα. Η λύση των προβλημάτων αυτών θα βοηθήσει χωρίς άλλο την Ορθοδοξία να βγη από το αδιέξοδο της, οδηγώντας την έτσι στην αποκατάσταση ομαλών συνθηκών ζωής στον κόσμο και μεταξύ των ομοιογενών θεσμών της χριστιανοσύνης. Θα ανακουφισθούν όμως συγχρόνως και οι ψυχές των πιστών, οι οποίοι περνούν κρίσεις συνειδήσεως και σκανδαλίζονται όταν συναντούν στην Ορθόδοξη Εκκλησία τους, στην οποία όχι μόνο είναι θεσμικά συνδεδεμένοι, αλλά κυρίως πιστεύουν, καταστάσεις ανώμαλες και μη φυσιολογικές. Θέματα όπως π.χ. της διασποράς, ή της αυτοκεφαλίας, ή και το του εκκλήτου, ως κανονικού και ιστορικού προνομίου του Οικ. Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ή ακόμη το της ερμηνείας του κη΄ κανόνος της Δ΄ Οικ. Συνόδου κ.τ.λ., είναι θέματα πραγματικά ακανθώδη, συγχρόνως όμως και σημαντικά, εφ’ όσον οι επιπτώσεις των είναι κάτι περισσότερο από αρνητικές για ολόκληρη την Ορθοδοξία εξ αιτίας του περιπλόκου χαρακτήρος που παρουσιάζουν. Θα πρέπει επομένως, πάση θυσία, η  Αγία και Μεγάλη Σύνοδος να έχει θάρρος να τα αντιμετωπίσει, να τα μελετήσει εις βάθος και να τα επιλύσει, τούτο δε προς μεγάλη ωφέλεια του Ορθοδόξου πληρώματος και της ίδιας της Ορθοδοξίας.
4.Τούτο όμως σημαίνει ότι ακόμη υφίσταται η ανάγκη για τις Ορθόδοξες Εκκλησίες να διευκρινίσουν και το επόμενο σημείο: Ποια μεταξύ των θεμάτων, που απαριθμού-νται στο μακρύ κατάλογο των θεμάτων της Α΄. Πανορθοδόξου Διασκέψεως της Ρόδου του 1961, είναι εκείνα που ενδιαφέρουν άμεσώτερα την Εκκλησία; Ποια άλλα θέματα θα πρέπει να προστεθούν στον κατάλογο αυτό; Ποια είναι τα λιγώτερο ενδιαφέροντα, και πού, ως τοιαύτα, μπορούν ή και πρέπει να εγκαταλειφθούν; Ποια διατύπωση θα πρέπει να λάβουν, για να μπορέσουν να διευκολύνουν τη ζωή και την αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας  μέσα στο κόσμο; Θα πρέπει να ασχοληθούμε με τη μελέτη και τη διατύπωση των θεμάτων πίστεως και δόγματος ή αντιθέτως ενδιαφέρουν αμεσώτερα τους πιστούς και τις εκκλησίες μας πρακτικά, κυρίως κανονικά και λειτουργικά, θέματα; Όλα αυτά είναι ερωτήματα που συζητούνται σήμερα ευρύτατα στην Ορθοδοξία. Τι σκέπτεται η σύνοδος και τι θα αποφασίσει; Η Ορθόδοξη Παράδοση προσδιώρισε επ’ αυτού μια κατάσταση πραγμάτων, θα πρέπει δε να σεβασθούμε ό,τι μας μεταβιβάσθηκε σχετικώς. Μέχρι ποίου όμως σημείου οφείλουμε να θεωρήσουμε την παράδοση ως ανασταλτικό παράγοντα και εμπόδιο για την αναζήτηση και τη μελέτη των θεολογικών ή πρακτικών μας προβλημάτων; Ή αντιθέτως, μέχρι ποίου σημείου μπορεί η παράδοση να γίνει αποδεκτή ανεπιφύλακτα ως κινητήρια δύναμη της Ορθοδόξου Εκκλησίας; Μεταξύ αυτών των δύο αντιλήψεων ποια είναι ορθή; Και ποια αρμόζει περισσότερο στην εκκλησία;
5.Αυτό που περιμένει κανείς ιδιαίτερα από τη σύνοδο, είναι να αποφύγει κάθε θεαματική εκδήλωση κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της. Η σύνοδος, όπως γνωρίζουμε, είναι κατ’ εξοχήν πνευματική πραγματικότης. Είναι παρουσία του Παρακλήτου στην εκκλησία και ως τοιαύτη οφείλει να διατηρήσει απολύτως το λιτό, μετριόφρονα, ταπεινό και σοβαρό χαρακτήρα της. Θα πρέπει να υπηρετήσει το «άτομο», δηλαδή το χριστιανό άνθρωπο του εκκοσμικευμένου κόσμου μας, και όχι τα «άτομα», τους διάφορους πολυπράγμονας της εκκλησιαστικής ζωής, που δεν είναι δυστυχώς σήμερα λίγοι. Η σύνοδος ανήκει στην Εκκλησία και όχι στις «εκκλησίες» μας, κάθε μια από τις οποίες αναλογεί στις κοντόφθαλμες ανθρώπινες και επίγειες καταστάσεις μας. Ας μου επιτραπή να πω εδώ ότι ο  συνοδικός «θόρυβος», που έχει προκληθή από κάθε είδους εκκλησιαστικές συνελεύσεις τα τελευταία αυτά χρόνια, από διασκέψεις, συνάξεις, συνέδρια, σχέσεις μεταξύ θεσμών κ.λ.π., αρχίζοντας από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και τη Β΄. Βατικανή Σύνοδο, και προχωρώντας ως τη «Σύνοδο των Νέων», που γίνεται προσπάθεια να συγκληθή στο Ταϊζέ ή αλλού, όλη αυτή η ευρεία «συνοδική» κίνηση δημιούργησε  στις ψυχές των χριστιανών κόρο άνευ προηγουμένου. Η Ορθόδοξη Παράδοση θα πρέπει, για άλλη μια φορά, να μας διδάξει ότι εμείς και οι τοπικές εκκλησίες μας και οι επίσκοποί μας θα πρέπει να μείνουμε νηφάλιοι, μετριόφρονες, ταπεινοί, σοβαροί, φρόνιμοι και άγιοι εμπρός στο μεγάλο γεγονός της Συνόδου της Ορθοδοξίας, έτοιμοι να ακούσουμε ό,τι θα μας πη το Πνεύμα, όπως άλλοτε στις επτά εκκλησίες της Αποκαλύψεως.
6.Ένα άλλο σημείο, επί του οποίου θα πρέπει να έχουμε σαφή γνώμη, είναι η αποφυγή «συμβατικών», ούτως ειπείν, λύσεων, ή με άλλες λέξεις, εκκλησιαστικών συμβιβα-σμών, οι οποίοι υποβιβάζουν την υπερφυσική διάσταση της συνόδου σε κατώτερο επίπεδο, στο επίπεδο δηλαδή ενός απλού συνεδρίου. Πρόκειται ακριβώς για τους συμβιβασμούς αυτούς που προ ολίγου αναφέραμε και που «αποδιώκουν» - για να μιλήσουμε ευθέως – τον Παράκλητον από κάθε πραγματική σύνοδο. Το Άγιο Πνεύμα δεν «πνει» - ας είμεθα βέβαιοι περί αυτού- επί των «συνοδικών κατασκευών» μας, που δεν είναι άλλο παρά καρποί καθαρά ανθρώπινων προσπαθειών και εμπνεύσεων, που προέρχονται «εκ του κόσμου τούτου». Θα πρέπει, στο σημείο αυτό, να διασαφηνίσουμε καλώς τα πράγματα: Είτε θα έχουμε μια σύνοδο αληθινά Ορθόδοξη, είτε, αντίθετα, θα έχουμε μια «σύναξη εκκλησιαστικών ανδρών» της Ορθοδοξίας, κομ-μένη στα μέτρα μας. Μήπως πρόκειται περί αυτού; Μη λησμονούμε όμως, ότι η Ορθόδοξη Παράδοση θα μας κρίνει αύριο αυστηρότατα, αν προτιμήσουμε τη δεύτερη εκδοχή, δηλαδή την εκδοχή μιας συνάξεως, απλώς εκκλησιαστικών ανδρών.
7.Αναμένει ακόμη κανείς από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο οριστικές λύσεις και όχι μη-λύσεις, οι οποίες συνήθως αφήνουν τα προβλήματα εκκρεμή. Η  σύνοδος είτε θα πρέπει να υπηρετήσει την  αλήθεια και μόνο την αλήθεια, και, στην περίπτωση αυτή θα είναι ακριβής και αποτελεσματική σε ό,τι διατυπώσει και διακηρύξει, είτε θα περιορισθή σε λύσεις με χαρακτήρα αναποφάσιστο και αμφίβολο, πράγμα που ισοδυναμεί με «αυτό-καταδίκη» της Ορθοδοξίας. Κανείς όμως δεν έχει δικαίωμα να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο στο θέμα αυτό. Και δεν θα πρέπει να έχουμε επ’ αυτού αμφιβολίες. Κάθε έλλειψη αποφάσεως επί θεμάτων με τα οποία η σύνοδος ασχολήθηκε, κάθε έλλειψη ακριβείας, θα έχει αρνητικές συνέπειες, καθώς επίσης και επακόλουθα και αντικτύπους αναποφεύκτους για ολόκληρη την Ορθοδοξία.
8.Τέλος, αυτό που απαιτεί κανείς – αν μπορώ να εκφρασθώ έτσι – από τη σύνοδο είναι ο απόλυτος σεβασμός κάθε παραδοσιακού στοιχείου στην εκκλησία και στην ορθόδοξη θεολογία μας. Εννοείται όμως, ότι ο σεβασμός αυτός θα πρέπει να στηρίζεται σε πνεύμα αληθινό και εποικοδομητικό που να αποβλέπει στην επιθυμητή και, συγχρόνως, μετρημένη ανανέωση και αναγέννηση της εκκλησίας. Ετοιμαζόμεθα και, ακόμη περισσότερο, ζούμε σήμερα τη μεγάλη πραγματικότητα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου μας. Μη λησμονούμε όμως ότι, προς το παρόν, διανύουμε την προπαρασκευαστική περίοδο αυτής της συνόδου. Μόνο στη συνέχεια η αλήθεια, η ορθότης της χριστιανικής πίστεως και ζωής – η «ορθο-δοξία» και η «ορθο-πραξία», υπό την αληθή έννοια των δύο αυτών λέξεων – θα εύρουν την κορυφαίαν εκδήλωσή τους, και τούτο όταν φθάσει στην ολοκλήρωσή της η ακτινοβολία της συνόδου. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Άλλωστε, αν δεν είχαν έτσι τα πράγματα, η αναγκαιότης όλης αυτής της προετοιμασίας δεν θα εθεωρείτο ως απαραίτητη.
    Εμπρός, λοιπόν, σ’ αυτήν την πραγματικότητα της συνόδου οφείλουμε να θέσουμε με ειλικρίνεια το ερώτημα: Επιθυμία μας δεν είναι άραγε να δημιουργήσουμε μια Ορ-θοδοξία που να είναι συγχρόνως δραστηριότερη και πιο προχωρημένη στη σύλληψη των υποχρεώσεών της για μαρτυρία και διακονία στο σύγχρονο, παραμορφωμένο από την εκκοσμίκευση και από κάθε είδους διαίρεση και διάσπαση, κόσμο; Δεν αποτελεί θέλησή μας το να έχουμε μια Ορθοδοξία που να είναι σε θέση να απαντήσει στα πιεστικά προβλήματα κάθε ορθοδόξου ως ατόμου, αλλά και της Ορθοδοξίας στο σύνολό της; Και τέλος: Πεποίθηση όλων μας δεν είναι, ότι αυτό θα πρέπει να γίνει με ένα πνεύμα αληθινής και ειλικρινούς ζωής και πίστεως;
     Αλλά για να πραγματοποιηθούν όλα αυτά ή, απλούστερα ακόμη, για να μπορέσει να δημιουργηθή μια ατμόσφαιρα που να ανταποκρίνεται σε μια τέτοια επιθυμία και πορεία της εκκλησίας, θα πρέπει να συνδυάσουμε το ορθόδοξο θάρρος με την πατροπαράδοτη φρόνηση της Ορθοδοξίας, το θάρρος εκείνο που πάντοτε κατανοήθηκε και εφαρμό-σθηκε ορθά και τη φρόνηση εκείνη που εκτιμήθηκε καλλίτερα και χρησιμοποιήθηκε συνειδητότερα στο παρελθόν.
     Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, θα πρέπει να το πούμε με κάθε σοβαρότητα: Σ’ αυτό ακριβώς το μεγάλο και θεμελιώδες έργο, το τόσο δύσκολο και πολύπλοκο και οριστικά κάθετο για την εκκλησία – έργο που είναι, συγχρόνως, απόρροια μιας καθαρά ορθόδοξης παραδόσεως επειδή είναι ακριβώς έργο βαθύτατα πνευματικό και χαρι-σματικό-σ’ αυτό, επαναλαμβάνω, το μεγάλο έργο καλούνται ακριβώς σήμερα οι Ορθόδοξες Εκκλησίες εν όψει της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου των. Στώμεν καλώς».

***Βλέπε περισσότερα στο Βιβλίο του Σεραφείμ Κυκκώτη, Ενότητα και Μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο, σελ.152 – 186 και 431 – 441,Εκδόσεις Παναγόπουλος, Αθήνα,2005.