9 Ιουνίου 2016

ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ

Του Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη******
Η ακραία τοποθέτηση του Πατριαρχείου Βουλγαρίας, που για αχρείαστους λόγους απειλεί την ορατή ενότητα των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών,οφείλεται κυρίως σε τρείς λόγους.
Πρώτον, όταν ο Θεός επέτρεψε με πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και τη συνεργασία των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών να πραγματοποιηθεί μετά από πολλούς αιώνες η Πρώτη Πανορθόδοξος Διάσκεψη για την ετοιμασία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου το 1961 στη Ρόδο, που οδήγησε στην κοινή απόφαση όλων των Προκαθημένων για τη σύγκληση της  Πανορθοδόξου, η Εκκλησία της Βουλγαρίας δεν συμμετείχε γιατί την εποχή εκείνη ήταν Σχισματική (την αναγνώριζαν τα Πατριαρχεία της Ρωσίας και της Αντιόχειας). Η άρση του σχίσματος και η αναγνώρισή της ως Πατριαρχείο έγινε το 1963. Στη συνέχεια, παρόλο που συμμετείχε στην Γ’ Πανορθόδοξο Διάσκεψη το 1964, κι όλες οι Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες αποφάσισαν από κοινού, συμπεριλαμβανομένου και του Πατριαρχείου της Βουλγαρίας για συμμετοχή σε Διορθόδοξες Επιτροπές για την έναρξη Θεολογικού Διαλόγου με τους μη Ορθοδόξους, «αγρόν ηγόρασεν» και κατά αυθαίρετον τρόπον δεν μετέχει εις ουδέναν εκ των Θεολογικών Διαλόγων. Η Εκκλησία της Βουλγαρίας συμπεριφέρεται και για το θέμα της Πανορθοδόξου όπως συνήθισε να συμπεριφέρεται στον ιστορικό της βίο με το επιχείρημα της ανοχής και της αγάπης των Αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών και το αποτέλεσμα σήμερα είναι να δίνει την εντύπωση στον Χριστιανικό κόσμο και  στην Διεθνή Κοινότητα ότι δεν υπάρχει ορατή ενότητα ανάμεσα στους Ορθοδόξους.
Δεύτερον,το Πατριαρχείο της Βουλγαρίας δυστυχώς στην Ιστορική του πορεία έχει μια συνεχή καταγραφή εσωτερικών σχισμάτων κι ασυνείδητα μεταφέρει αυτή την τραυματική του κατάσταση και στον χώρο της Πανορθοδόξου.
Στη Βατιπαίδεια διαβάζουμε ότι «η  Πατριαρχία του μακαριστού Πατριάρχου Μαξίμου 1971 – 2012) είχε σημαδευτεί από ένα υποβόσκον σχίσμα στην Εκκλησία της Βουλγαρίας, το οποίο ξεκίνησε από το γεγονός ότι εξελέγη Πατριάρχης το 1971, ενώ ο κύριος αντίπαλός του, ο Ποιμένας, βρισκόταν σε αποστολή στη Μόσχα. Από τότε ξέσπασε ένας ανηλεής πόλεμος και οι αντίπαλοι του μακαριστού Μαξίμου τον κατηγόρησαν ανοιχτά ότι συνεργάζεται με το κομμουνιστικό καθεστώς της χώρας. Ο Ποιμένας εξελέγη και αυτός ως σχισματικός Πατριάρχης. Το 1998, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος συνεκάλεσε Μείζονα και Υπερτελή Σύνοδο για την αντιμετώπιση του σχίσματος, στην οποία συνέστησε την παραίτηση και των δύο Πατριαρχών, σχισματικού και νομίμου.
Έκτοτε, ο Πατριάρχης Μάξιμος διατήρησε αποστάσεις από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το σχίσμα της εκκλησίας βρίσκεται σε ύφεση μετά το θάνατο του Ποιμένος.
Τέλος, κατά τη διάρκεια της Πατριαρχίας του, η Εκκλησία της Βουλγαρίας θεωρείται ότι έγινε μια από τις πιο συντηρητικές Εκκλησίες, καθώς συμμετέχει μόνο στους διαλόγους που διεξάγονται μεταξύ των ορθοδόξων και έπαυσε να διαλέγεται με μη Ορθόδοξους. (Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια).
Ο τρίτος λόγος, είναι οι  ιστορικές κανονικές εκκλησιαστικές προστριβές του Πατριαρχείου της Βουλγαρίας και  του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που εκφράζεται σήμερα όχι μόνο ως «ακήρυκτος πόλεμος» κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου αλλά κι  ως προσωπικής υπόθαλψης του Οικουμενικού Πατριάρχου μας κ.Βαρθολομαίου, για τη πρόταση του το 1998 για τη λύση του Βουλγαρικού Σχίσματος και δεύτερο κατά τη τελευταία Ποιμαντική επίσκεψη του το προηγούμενο έτος στο Πατριαρχείο της Βουλγαρίας, όταν ακόμη και ο Πρωθυπουργός της Χώρας αρνήθηκε να τον συναντήσει και με τα συνεχή ασύστολα και συκοφαντικά άρθρα στα ΜΜΕς σε βάρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και προσωπικά του Οικουμενικού μας Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου έτσι ώστε η απόφαση του Πατριαρχείου Βουλγαρίας για αχρείαστους λόγους να απειλεί σήμερα την Ορθόδοξη Ενότητα να παρουσιάζεται στην δημόσια κοινή γνώμη της Βουλγαρίας ως ηρωϊκή. Στη συνέχεια παραθέτω ένα τέτοιο ενδεικτικό κείμενο που δημοσιεύθηκε στα ΜΜΕς της Βουλγαρίας. Δεν καταλαβαίνουν όμως ότι δεν κάνουν κανένα κακό στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ή στον Οικουμενικό μας, απλώς λαβώνουν αλύπητα και ανελέητα  την ορατή ενότητα της Ορθοδοξίας και τον εαυτό τους ενώπιο του Θεού και της Ανθρωπότητας.
Στο παρελθόν δεν μπορούσα να καταλάβω πλήρως μια συνέντευξη του μακαριστού Αλεξανδρινού Προκαθημένου κυρού Παρθενίου, κορυφαίου Θεολόγου παγκόσμιας εμβέλειας, κατά τον εικοστό αιώνα, που τόνιζε ότι «το μέλλον της Ορθοδοξίας θα είναι λαμπρό με τη στενή συνεργασία και κοινή πορεία των Ελληνόφωνων και Σλαβόφωνων Εκκλησιών. Οι Σλαβόφωνες Εκκλησίες κι ιδιαίτερα οι   Γεωργιανοί, οι Ρώσοι,  οι Σλάβοι, οι Ρουμάνοι μας αγαπούν, αγαπούν την Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό και πρέπει να τους έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη. Θα έλεγα ακόμη», συνεχίζει ο μακαριστός Παρθένιος, «ότι πρέπει να κάνουμε και διαθρησκειακό διάλογο με το σοβαρό Ισλάμ για να απομονώσουμε τους φανατικούς και τους εξτρεμιστές. Πρώτα όμως πρέπει να κάνουμε διάλογο και για την ενότητα του Χριστιανικού κόσμου. Η μελλοντική απειλή νομίζω για την ορατή ενότητα της Ορθοδοξίας θα προέλθει από το βορρά από εκείνους που νομίζουμε σήμερα ότι είναι φίλοι μας, που στο παρελθόν μας πολέμησαν με μίσος. Για να προστατέψουμε την ορατή ενότητα της Ορθοδοξίας μας να έχουμε πάντα εμπιστοσύνη και αγάπη στο Οικουμενικό μας Πατριαρχείο που είναι ιστορικά η Μητέρα Εκκλησία μας». (συνέντευξη το 1996 στο Αρχονταρίκι στην ΕΡΤ στον νύν Σεβ. Μητροπολίτη Δημητριάδος κ. Ιγνάτιο).
Είναι γεγονός ότι στο παρελθόν, στα φωτισμένα χρόνια της Βυζαντικής Αυτοκρατορίας υπήρξαν και σκοτεινά κι απάνθρωπα φαινόμενα, όπως συνέβη πριν πολλούς αιώνες που οι Βυζαντινοί απαγόρευαν στους Βουλγάρους να χρησιμοποιούν ακόμη και τη γλώσσα τους στα λειτουργικά τους κείμενα και τους καταπίεζαν με πολλές μορφές τα Ανθρώπινα τους Δικαιώματα, γι’ αυτό και κατάρρευσε κι ολόκληρη τη Αυτοκρατορία. Εκεί θα μείνουμε όμως, σήμερα η ενότητα της Ορθοδοξίας είναι προϋπόθεση για κοινή δράση για να προστατεύονται τα Ανθρώπινα Δικαιώματα σε όλα τα Πλάτη και τα μήκη του Πλανήτη μας γιατί ο κάθε άνθρωπος έχει δημιουργηθεί κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού. Σοβαροί Ιεράρχες του Πατριαρχείου Βουλγαρίας όπως ο Σεβ. Φιλιππουπόλεως κ. Νικόλαος πρέπει να πρωτοστατήσουν με κάθε τρόπο να διαφυλαχθεί η ορατή ενότητα των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Άλλωστε μόνο με τη συμμετοχή τους δεν θα περάσουν θέσεις που καλοπροαίρετα πιστεύουν ότι θίγουν την μοναδικότητα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας ή απαράδεκτους όρους περί «διαιρημένης Εκκλησίας».

 

Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος έχασε την Βουλγαρία

δημοσίευση: 11/14/15
Η διπλωματία είναι πολύ λεπτή τέχνη. Ακόμα περισσότερο όταν πρόκειται για την εκκλησιαστική. Αυτό φάνηκε καθαρά στις ομιλίες του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και του Πατριάρχη Βουλγαρίας Νεόφυτου μετά την λειτουργία του Αρχάγγελου στον καθεδρικό ναό «Αγ. Αλεξάντερ Νιέφσκι».
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης υπεράσπισε την θέση του, του αρχιεπίσκοπου της Κωνσταντινουπόλεως - Νέας Ρώμης. Ο βασικός άξονας της ομιλίας του ήταν: «Εγώ είμαι απόγονος των προγόνων της ορθοδοξίας!». Και δεν σταμάτησε να αναφέρεται στις «τραγικές συνθήκες», όπως αποκαλεί την επίμονη άρνηση των προκατόχων του, το 19ου αιώνα, να αναγνωρίσουν την ανεξάρτητη βουλγαρική εκκλησία. Και, post factum, ενέκρινε την ανακήρυξη της Βουλγαρικής εξαρχίας, το 1972, ως σχηματικής, ορίζοντας την απόφαση αυτή ως θετική πράξη η οποία αντιτάχθηκε στον «θανατηφόρο» εθνοφυλετισμό.
Την ίδια ώρα ήρθε σε αντίθεση με τον εαυτό του, αναγνωρίζοντας τον πλήρη σεβασμό της εθνικής ιδιαιτερότητας κάθε λαού, συμπεριλαμβανόμενου του δικαιώματός του να έχει δική του αλφάβητο. Παρ’ όλα αυτά, σε ολόκληρη την ομιλία του, αποκαλούσε τον βούλγαρο Πατριάρχη Μακαριότατο αντί για Αγιότατο, υπονοώντας ότι για την Κωνσταντινούπολη η βουλγαρική εκκλησία είναι ακόμα εξαρχία και όχι πατριαρχείο. Και αξιολόγησε την αναγνώρισή της, το 1945, σαν ένα λυπηρό γεγονός, το οποίο επεβλήθη από την πολιτική κατάσταση η οποία έθετε σε κίνδυνο την ύπαρξη της ορθοδοξίας στα Βαλκάνια.
Ο Πατριάρχης Βουλγαρίας Νεόφυτος του απάντησε αποκαλώντας τον «Αγιότατο» αντί «Παναγιότατο». Επίσης απαρίθμησε όλες τις σημαντικές για την Βουλγαρική ορθόδοξη εκκλησία επετείους- τα 1150 χρόνια από τον εκχριστιανισμό, τα 1145 χρόνια από την ίδρυση της πρώτης βουλγαρικής Αρχιεπισκοπής και, κυρίως, την αποκατάσταση, το 1235, του «υψηλού πατριαρχικού στάτους με την γνώση και συγκατάθεση όλων των ορθόδοξων πατριαρχών». Αντί να αναφερθεί σε παλιές έχθρες, αναφέρθηκε στην «αιώνια, στο όνομα του Θεού, ενότητα των δυο εκκλησιών». Που σημαίνει, ότι οι δυο εκκλησίες είναι ίσες και η Κωνσταντινούπολη δεν μπορεί να έχει απαιτήσεις μεγαλύτερης κυριαρχίας.
Το σκάνδαλο δεν περιορίστηκε στα όσα προαναφέραμε. Στην τελετή παρασημοφόρησής του από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Ρόσεν Πλέβνελιεφ, με το μετάλλιο «Στάρα πλανινά», ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος κατέθεσε επίσημα το ζήτημα της επιστροφής εκκλησιαστικής περιουσίας και ντοκουμέντων τα οποία μεταφέρθηκαν στην Σόφια, στην περίοδο του Α’ ΠΠ, από μοναστήρια των Σερρών και της Δράμας- ζήτημα το οποίο έχει διευθετηθεί από βούλγαρο-ελληνικές και διεθνείς συμβάσεις.
Ποιος κέρδισε και ποιος έχασε από το σκάνδαλο αυτό; Ο μεγάλος χαμένος ήταν ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ο οποίος είχε πολύ καλό όνομα μεταξύ των πιστών αλλά και της βουλγαρικής κοινωνίας, για την δραστηριότητά του στον τομέα της οικολογίας, της καταπολέμησης της φτώχειας και στην υπεράσπιση των χριστιανών της Μέσης Ανατολής. Οι τωρινές απαιτήσεις του και η απαξίωση των ΜΜΕ, την οποία επέδειξε αγνοώντας την προσυμφωνημένη συνέντευξη τύπου, δύσκολα θα ξεχαστούν. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ρόσεν Πλέβνελιεφ, επίσης λάθεψε απονέμοντάς του το μετάλλιο, αλλά, σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις, αναγνώρισε την γκάφα του.
Χωρίς αμφιβολία ο μόνος κερδισμένος ήταν ο πρωθυπουργός της Βουλγαρίας Μπόικο Μπορίσοφ., ο οποίος δεν δέχτηκε να συναντηθεί με τον Βαρθολομαίο.
Κείμενο: Κωνσταντίν Σάμπτσεφ 
Μετάφραση: Σταύρος Βανιώτης.

Τα 60 χρόνια αναγνώρισης του Πατριαρχείου Βουλγαρίας
·         Δευτέρα, 03 Ιουνίου 2013
Τα 60 χρόνια από την αποκατάσταση της εορτάζει φέτος η Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας. Καθ' όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, αλλά και νωρίτερα, η Βουλγάρικη Εκκλησία πέρασε από διάφορες φάσεις. Από το 1870, με φιρμάνι του σουλτάνου, είχε ιδρυθεί Βουλγαρική Εξαρχία, με έδρα την Κωνσταντινούπολη, η οποία ήταν αναγνωρισμένη από τους Οθωμανούς ως η εκκλησιαστική ηγεσία των βουλγαρικών πληθυσμών της Αυτοκρατορίας. Αυτή την ηγεσία αναγνώριζαν ως πνευματική αρχή και οι πληθυσμοί της Βουλγαρικής Ηγεμονίας, που ιδρύθηκε το 1878. Λίγα χρόνια νωρίτερα,το 1872,το Οικουμενικό Πατριαρχείο καταδικάζει τον εθνοφυλετισμό και τη Βουλγαρική Εξαρχία.
Το σχίσμα μεταξύ των δύο πλευρών κράτησε ως τον 20ό αιώνα. «Το βουλγαρικό σχίσμα δυστυχώς ακολούθησε μια παράδοση στα Βαλκάνια, αρχικά με το ελληνικό σχίσμα (σ.σ.: επί Όθωνα, τον 19ο αιώνα) και αργότερα με αυτό της Ρουμανικής Εκκλησίας. Τόσο στην περίπτωση της Βουλγαρίας όσο και στις άλλες περιπτώσεις, η Εκκλησία μεταβάλλεται από θεανθρώπινο καθίδρυμα σε φορέα των εθνικών πόθων των λαών, χάνοντας το πνευματικό της βάθος και την ουσία της ύπαρξης της, που είναι η σωτηρία των ανθρώπων»λέει στη «δημοκρατία» ο Ηλίας Ευαγγέλου, επίκουρος καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Οι προσπάθειες
Η πρώτη προσπάθεια για την άρση του σχίσματος εντοπίζεται χρονικά το 1930. Αν και υπήρξε πρόοδος, το θέμα δεν λύθηκε οριστικά, καθώς μεσολάβησε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Το 1944 έγινε η δεύτερη προσπάθεια για να λειανθούν οι διαφορές που χώριζαν τις δύο πλευρές. Η Βουλγαρική Εξαρχία δέχτηκε τους όρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου και στις 22 Φεβρουαρίου του 1945 πραγματοποιήθηκε η άρση του σχίσματος, με Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη και την έκδοση σχετικού Τόμου. «Η άρση του σχίσματος δείχνει τη μεγαλοσύνη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, την πνευματική και πολιτική του οξυδέρκεια, που επέτρεψε να υπερβεί ένα σχίσμα 70 ετών και μπόρεσε να ανοίξει νέους δρόμους, θέτοντας τα θεμέλια για συνύπαρξη, αγαστή συνεργασία και αλληλοβοήθεια σε δύσκολες εποχές που ο κόσμος ήταν μοιρασμένος, και τα Βαλκάνια ειδικότερα» σημειώνει ο κ. Ευαγγέλου.
Ο κομμουνισμός
Η επικράτηση του κομμουνισμού στη Βουλγαρία έφερε σε δύσκολη θέση την Ορθόδοξη Εκκλησία, καθώς, λόγω της έκρυθμης κατάστασης, πολλοί ιεράρχες αναγκάστηκαν να παραιτηθούν. Στις 8 Μαΐου του 1953 η κληρικολαϊκή συνέλευση που συνεκλήθη προχώρησε στην εκλογή νέου προκαθημένου, του από Φιλιππουπόλεως Κυρίλλου, που θα έφερε στο εξής τον τίτλο του Πατριάρχη. Η αυθαίρετη ανακήρυξη του προκαθημένου της Βουλγαρικής Εκκλησίας σε Πατριάρχη προκάλεσε τη δυσαρέσκεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αφού αποτελούσε εκτροπή από τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο που είχε δοθεί στη Βουλγαρική Εκκλησία το 1945.
Οι σχέσεις Φαναριού και Βουλγαρικής Εκκλησίας μπαίνουν σε μία νέα φάση ψύχρανσης έως τις 27 Ιουλίου του 1961, όταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας και η Ιερά Σύνοδος ανυψώνουν την Εκκλησία της Βουλγαρίας σε Πατριαρχείο.
Βασίλης Σπυρόπουλος
Από την εφημερίδα «Δημοκρατία», Σάββατο 1 Ιουνίου 2013
***
60 χρόνια από την αποκατάσταση του Βουλγαρικού Πατριαρχείου
Κείμενο: Υφηγήτρια διδάκτορας Βαλεντίνα Ντίνεβα
Στις 10 Μαΐου η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τα 60 χρόνια από την αποκατάσταση του Βουλγαρικού Πατριαρχείου, η λειτουργία του οποίου διακόπηκε στα τέλη του 14ου αιώνα, όταν η Βουλγαρία έπεσε κάτω από οθωμανική κυριαρχία. Η αποκατάσταση του πατριαρχικού θεσμού αποτελεί γεγονός με ιστορική σημασία στην αιώνια εκκλησιαστική και πολιτική ιστορία του βουλγαρικού κράτους.
Ήδη πριν από την Αναγέννηση οι Βούλγαροι εκκλησιαστικοί παράγοντες άρχισαν τον αγώνα τους για την ιδέα αυτή. Το πρώτο βήμα ήταν η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας με έδρα την Κωνσταντινούπολη το 1870.
Μετά το 1944 και την εγκαθίδρυση φιλοσοβιετικού καθεστώτος στη χώρα, η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία υποτάχθηκε στο κράτος. Από τα μέχρι τότε δύο Ιερατικές Σχολές στη Σόφια και το Πλόβντιφ, ένα ιεροδιδασκαλείο και ένα Θεολογικό Ινστιτούτο, το 1951 επιβίωσε μόνο η Ιερατική Σχολή στη Σόφια, ενώ η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστήμιο της Σόφιας μετατράπηκε σε Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών. Ο Βούλαγρος Έξαρχος Στέφανος απομακρύνθηκε από το αξίωμά του και στις 24 Νοεμβρίου του 1948 στάλθηκε στο χωριό Μπάνια, στα περίχωρα του Κάρλοβο, και στερήθηκε του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και του δικαιώματος να τελεί λειτουργίες.
Στις 3 Ιανουαρίου του 1951 η Ιερά Σύνοδος της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εξαναγκάστηκε να εγκρίνει το τυπικό που της επέβαλε η κυβέρνηση και να εκλέξει νέο πρόεδρο της Ιεράς Συνόδου, τον Μητροπολίτη του Πλόβντιφ Κύριλλο. Με την επικύρωση του νέου τυπικού η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία ονομάστηκε πατριαρχείο.
Στις 8 Μαΐου του 1953 συγκλήθηκε Εκκλησιαστική Σύνοδος. Την επόμενη μέρα – 9η Μαΐου, η σύνοδος ενέκρινε το τυπικό της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στις 10 Μαΐου του 1953 η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία κηρύχθηκε επισήμως Πατριαρχείο. Πατριάρχης εξελέγη ο Μητροπολίτης του Πλόβντιφ Κύριλλος, ο οποίος παρουσιάζεται έμμεσος διάδοχος του τελευταίου Βουλγάρου Πατριάρχη, αγίου Ευθυμίου. Η ενθρόνιση του Πατριάρχη έγινε αμέσως μετά την εκλογή του στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι. Στην τελετή ήταν παρόντες μέλη της κυβέρνησης, εκπρόσωποι της πολιτιστικής ζωής στη Βουλγαρία, ξένες αντιπροσωπείες και πολλοί πιστοί.
Ο γνωστός Βούλγαρος πολιτικός Στόιτσο Μποσάνοφ σημειώνει στο ημερολόγιό του τα εξής: "Γίνεται σαφές ότι οι στόχοι της αποκατάστασης του Βουλγαρικού Πατριαρχείου το 1953 ήταν στόχοι της εξωτερικής πολιτικής". Στην πραγματικότητα, στην Γ’ Εκκλησιαστική Σύνοδο δεν ήταν παρόντες εκπρόσωποι του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και ο τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρας απέρριψε την πρόσκληση της βουλγάρικης Ιεράς Συνόδου.
Χάρη στη μεσολάβηση του Πατριαρχείου Αντιοχείας, της Ρωσικής και άλλων αδελφών εκκλησιών στις 27 Ιουλίου του 1961 το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως επίσης αναγνώρισε επισήμως το αποκατεστημένο Βουλγαρικό Πατριαρχείο.
Την άνοιξη του 1962 βουλγαρική εκκλησιαστική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Πατριάρχη Κύριλλο, πραγματοποίησε ιστορική επίσκεψη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και τα ανατολικά Πατριαρχεία: Ιεροσολύμων, Αντιοχείας, Αλεξανδρείας και στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία με επίσκεψη και στο Άγιον Όρος. Τότε το Βουλγαρικό Πατριαρχείο αναγνωρίστηκε επισήμως από τους ηγέτες του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Κυρίλλου το 1971, Προκαθήμενος της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας επί 41 χρόνια ήταν ο Πατριάρχης Μάξιμος, ο οποίος απεβίωσε στις 6 Νοεμβρίου του 2012. Μερικούς μήνες αργότερα, στις 24 Φεβρουαρίου του 2013 σε εκκλησιαστική σύνοδο ο Μητροπολίτης του Ρούσε Νεόφυτος εξελέγη Βούλγαρος Πατριάρχης.
Μετάφραση: Ντενίτσα Σοκόλοβα
******* το παραπάνω κείμενο είναι προσωπική τοποθέτηση του Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη και όχι επίσημη θέση του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας ή του Προκαθημένου της Αλεξανδρινής Εκκλησίας.