Συνέντευξη στον Μάνο Χατζηγιάννη-Μέρος Β΄
"Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ως πρώτος, δεν ημπορεί να έχει απλώς τον τιμητικό ρόλο ενός απλού προέδρου" δηλώνει μιλώντας αποκλειστικά στο "ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟ ΒΗΜΑ" ο Μητροπολίτης Ταλλίνης και πάσης Εσθονίας κ. Στέφανος.
Στο δεύτερο μέρος της πολύ ενδιαφέρουσας συνέντευξής του ο Μητροπολίτης Στέφανος προβληματίζει όταν λέει πως στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών (ΠΣΕ) η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν εμφανίζεται πλέον ως «μία», αλλά ως «μια συνομοσπονδία Αδελφών Εκκλησιών». Επίσης σχολιάζει την επίσκεψη του Πάπα Φραγκίσκου στο Φανάρι, τις ρωσικές θέσεις για το πρωτείο. Διαβάστε ακόμη τι εννοεί όταν λέει πως "ο Θεός δύναται να προκαλέσει ένα πελώριο τσουνάμι για την Ορθοδοξία". Για την Ουκρανία επισημαίνει πως "πολιτικά γεγονότα, επιθυμητά ή υφιστάμενα από εξωγενείς παράγοντες, την στρέφουν προς τη Δύση". Μιλάει για την Ουνία, τις σχέσεις με την ελληνική πολιτεία και βεβαίως τις εμπειρίες του από το Άγιο Όρος.
Ακολουθεί το δεύτερο μέρος της συνέντευξης:
"Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ως πρώτος, δεν ημπορεί να έχει απλώς τον τιμητικό ρόλο ενός απλού προέδρου" δηλώνει μιλώντας αποκλειστικά στο "ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟ ΒΗΜΑ" ο Μητροπολίτης Ταλλίνης και πάσης Εσθονίας κ. Στέφανος.
Στο δεύτερο μέρος της πολύ ενδιαφέρουσας συνέντευξής του ο Μητροπολίτης Στέφανος προβληματίζει όταν λέει πως στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών (ΠΣΕ) η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν εμφανίζεται πλέον ως «μία», αλλά ως «μια συνομοσπονδία Αδελφών Εκκλησιών». Επίσης σχολιάζει την επίσκεψη του Πάπα Φραγκίσκου στο Φανάρι, τις ρωσικές θέσεις για το πρωτείο. Διαβάστε ακόμη τι εννοεί όταν λέει πως "ο Θεός δύναται να προκαλέσει ένα πελώριο τσουνάμι για την Ορθοδοξία". Για την Ουκρανία επισημαίνει πως "πολιτικά γεγονότα, επιθυμητά ή υφιστάμενα από εξωγενείς παράγοντες, την στρέφουν προς τη Δύση". Μιλάει για την Ουνία, τις σχέσεις με την ελληνική πολιτεία και βεβαίως τις εμπειρίες του από το Άγιο Όρος.
Ακολουθεί το δεύτερο μέρος της συνέντευξης:
-Σοβαρό θέμα δημιουργήθηκε τη χρονιά που φτάνει στο τέλος της μετά την τοποθέτηση της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας σχετικά με το λεγόμενο “πρωτείο” στην Ορθόδοξη Εκκλησία και υπήρξε, αν όχι ένταση, τουλάχιστον διαφωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τελικά υπάρχει πρωτείο και αν ναι είναι ουσιαστικό ή πρωτείο τιμής;
Η μεγαλύτερη πρόκληση που, στις μέρες μας, συνταράσσει κυριολεκτικά την Ορθοδοξία, είναι αυτή της ενότητάς της. Μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, μόνον ο επίσκοπος κάθε εκκλησιακής περιφερειακής δικαιοδοσίας δύναται να διασφαλίσει την ενότητα, ακριβώς επειδή είναι ο πρώτος. Αυτό είναι το νόημα του 34ου Αποστολικού Κανόνα, που πραγματεύεται την σχέση του πρώτου με τους άλλους επισκόπους και αντίστροφα. Σε καμμία περίπτωση ο πρώτος δεν μπορεί να είναι απρόσωπος, ούτε ένα σύνολο διαπροσωπικό, ή μία σκέψη αφηρημένη.
Αυτό που ισχύει για κάθε ορθόδοξη κατά τόπον Εκκλησία, θα πρέπει να ισχύει και σε όλο το διορθόδοξο επίπεδο. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ως πρώτος, δεν ημπορεί να έχει απλώς τον τιμητικό ρόλο ενός απλού προέδρου. Ξεχνούμε ότι το πρωτείο αποτελεί μέρος της δομής της Εκκλησίας. Είναι απαραίτητο εκείνος που είναι στην θέση του πρώτου Επισκόπου να ημπορεί να απευθύνεται στους Προκαθημένους των κατά τόπους Εκκλησιών, εξ ονόματος της «Ολης Εκκλησίας» «όχι για να κυριαρχεί, όπως έλεγε ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, αλλά για να υπηρετεί την πληρότητα της κάθε κατά τόπον Εκκλησίας, υπενθυμίζοντας προς αυτήν τις ευθύνες της έναντι του συνόλου της Ορθόδοξης Εκκλησίας… Η αποστολή του είναι να επαγρυπνεί στον παγκόσμιο χαρακτήρα της Ορθοδοξίας, είναι αυτό ακριβώς που σημαίνει η έκφραση Οικουμενικός» (βλ. Olivier Clément, Dialogues avec le Patriarche Athénagoras, Παρίσι, εκδ. Fayard, 1969, σελ. 526-527).
Δυστυχώς, η Εκκλησία της Ρωσσίας προβάλλει το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο, εφ’ όσον έχει τον μεγαλύτερο αριθμό πιστών μεταξύ των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, γι’ αυτόν τον λόγο περιέρχεται σε αυτήν η ηγεσία της Εκκλησιακής Ορθοδοξίας. Επιπλέον, επαναφέρει στην επικαιρότητα – πότε εμφανώς και πότε όχι – τον μύθο της Τρίτης Ρώμης, ο οποίος έχει καταδικαστεί ρητώς από τις Συνόδους της Mόσχας του 1666-1667, σύμφωνα με τον οποίο η πρωτοκαθεδρία του Οικουμενικού Θρόνου να περιορίζεται σήμερα σε ένα τιμητικό τίτλο «άνευ» περιεχομένου. Οι Ορθόδοξοι κυριολεκτικά ξέχασαν, ότι το σημείο της θείας εκλογής δεν γίνεται ούτε με τους αριθμούς, ούτε με την βία, ούτε με την δύναμη, ούτε με τον πλούτο του κόσμου τούτου. Αλλά γίνεται με την ιστορική αδυναμία. Η δύναμη δεν προέρχεται από κάποιο εσωτερικό κίνητρο ή από εξωτερικούς παράγοντες. Προέρχεται από τον Θεό, του οποίου η ισχύς τελειώνεται στην αδυναμία (πρβλ. το «εν ασθενείαις τελειούμαι»· Β΄ Κορ. 4, 7). Από αυτή την αδυναμία, λόγω των δύσκολων συνθηκών στις οποίες βρίσκεται, αντλεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο τη δύναμη και το κύρος του, δυσαρεστώντας μερικούς.
Το αποτέλεσμα είναι, ότι τώρα οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες μας θεωρούνται εντελώς ανεξάρτητες μεταξύ τους. Ολισθαίνουν αμείλικτα προς ένα όραμα οργάνωσης της Εκκλησίας, κατά το παράδειγμα των Προτεσταντικών Εκκλησιών. Στην πραγματικότητα, ασχολούμεθα πολύ με την συγχρονική ενότητα των Εκκλησιών μας και σχεδόν καθόλου με την διαχρονική μας ενότητα. Αλλά αυτό κανείς, ακόμη και μεταξύ των πιο συντηρητικών από τους επισκόπους μας, των μοναχών και των θεολόγων μας, δεν έχει το θάρρος να το καταγγείλει, ενώ το γεγονός του να μην αναγνωρίζεται «πρώτος» στην κλίμακα της Οικουμενικής Ορθοδοξίας απειλεί πλέον ολόκληρη την Εκκλησία μας σε ό,τι είναι πιο πολύτιμο και πιο αυθεντικό, δηλαδή την εκκλησιολογική της ενότητα και αυθεντικότητα στην ανακήρυξη και μαρτυρία της ομολογίας της Πίστης της.
Σήμερα στο Βατικανό, στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών (ΠΣΕ), στην ΚΕΚ (Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Εκκλησιών) και σε εξειδικευμένα ΜΜΕ, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν εμφανίζεται πλέον ως «μία», αλλά ως «μια συνομοσπονδία Αδελφών Εκκλησιών». Σε αυτά τα ΜΜΕ δεν χρησιμοποιείται πλέον ο όρος «Ορθόδοξη Εκκλησία», αλλά «οι Ορθόδοξες Εκκλησίες». Η διαπίστωση είναι πιο οδυνηρή για μας: στους Οικουμενικούς διαλόγους, δεν μπορούμε να πείσουμε τους εταίρους-συνομιλητές μας για την οντολογική μας ενότητα.
Ενόσω αυτή η νοοτροπία της καταλήψεως της εξουσίας, σύμφωνα με τις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές του κόσμου τούτου, θα πλανάται υπεράνω της κεφαλής των κατά τόπους Εκκλησιών μας, θα είναι πρακτικά αδύνατον να βρεθεί σωφροσύνη και ταπεινοφροσύνη, για να επανέλθουμε στο ουσιώδες ερώτημα που είναι: πώς θα εκφράσουμε με σαφήνεια την ενότητα και την οικουμενικότητά μας.
-Μετά τη νέα συνάντηση του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου με τον Πάπα Φραγκίσκο τον Νοέμβριο στο Φανάρι ποιες πιστεύτε πως πρέπει να είναι οι προσδοκίες;
Σε ολόκληρο τον Χριστιανικό κόσμο, μία τέτοια συνάντηση είναι ήδη ασύγκριτη και ανεκτίμητη. Αυτές είναι οι δύο ανώτατες αρχές του Χριστιανισμού που συναντήθηκαν ειρηνικά στην Κωνσταντινούπολη για την εορτή του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα. Δεν πρόκειται για δύο διπλωμάτες, οι οποίοι μίλησαν ενώπιος ενωπίω για την περίσταση, αλλά δύο εκκλησιαστικοί άνδρες, οι οποίοι χρησιμοποίησαν ειλικρινή και άμεση γλώσσα, σφραγισμένη με μία αληθινή ευαγγελική αδελφοσύνη και αμοιβαίο σεβασμό. Αυτό είναι ήδη πολύ ... και μοναδικό, για τους χρόνους που διατρέχουν τις αντίστοιχες εκκλησιαστικές μας αλέες…Για τα υπόλοιπα, το Άγιο Πνεύμα θα αποτιμήσει όλους τους πνευματικούς καρπούς μιας τέτοιας συνάντησης, πριν μας χαριτώσει να τους πολλαπλασιάσουμε επί εκατό την ημέρα που το πλήρωμα του χρόνου θα επιτρέψει την καλή υποδοχή τους στις καρδιές μας και στο μυαλό μας.
-Την περασμένη άνοιξη ελήφθη στο Φανάρι μια πολύ σημαντική απόφαση για την Ορθοδοξία. Η Πανορθόδοξη Σύνοδος, η σύγκληση της οποίας πέρασε από χίλια μύρια κύματα, τελικά εκτός απροόπτου θα πραγματοποιηθεί σε δύο χρόνια. Τι σημαίνει αυτό για την Ορθοδοξία και πόσο επηρεάζουν το ενωτικό κλίμα γεγονότα όπως η αποχώρηση της αντιπροσωπείας του Πατριαρχείου Αντιοχείας ή το ζήτημα της Εκκλησίας της Τσεχίας;
Η σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου έχει προγραμματισθεί για την Πεντηκοστή του 2016, πλην απροόπτου και μεγίστου εμποδίου. Δεν γνωρίζω τις τάσεις και τις εκβάσεις των κρίσεων, που προέκυψαν στην Αντιόχεια και την Πράγα, για να πάρω θέση και να διεκδικήσω να προβλέψω τις συνέπειες, τις οποίες θα επιφέρει αυτό στη σύγκληση της μέλλουσας Συνόδου. Γνωρίζω παρ’ όλα αυτά, ότι αυτό που μπορεί σε εμάς να φαίνεται ανυπέρβλητο, ο Θεός δύναται να το υπερβεί και να προκαλέσει ένα πελώριο τσουνάμι, για να ξαναβρεί η Ορθοδοξία, επιτέλους, στο επίπεδο της περιώνυμης, σύμφωνα με την ρωσσική ορολογία, «sobornost» (δηλαδή το «καθ’ όλον»), στην οποία αναφέρεται με υπερηφάνεια προς τον κάθε ένα, να ξαναβρεί η Ορθοδοξία τα αληθινά πνευματικά και εκκλησιολογικά χαρακτηριστικά της, τα οποία θα της επιβάλλουν να στραφεί στο σύνολό της και αποκλειστικά προς την ουσία της εκκλησιακής αποστολής, που τελικά είναι η σωτηρία του κόσμου.
Ποια μαρτυρία Χριστού, εμείς οι Ορθόδοξοι, θα προβάλλουμε στο μέλλον; Ποιες κατανοητές-αποδεκτές απαντήσεις θα δώσουμε όχι μόνον στους δικούς μας πιστούς, αλλά και στο μεγάλο πλήθος εκείνων που είναι σε αναζήτηση; Πώς θα κάνουμε προσιτό το Ευαγγέλιο του Χριστού;
Πως θα συνοδεύσουμε όλους αυτούς που αναζητούν κάποιο Φως στους τόπους εργασίας ή αυτούς πoυ πλήττονται από την ανεργία, αυτούς μέσα στην οικογένεια ή στην εκπαίδευση των παιδιών, και τους νέους γενικά, με μύρια προβλήματα και δοκιμασίες, που σημαδεύουν την ζωή του καθενός; Αυτά είναι τα καίρια ερωτήματα που θα ήθελα να συζητηθούν από τους Προκαθημένους μας και όχι αυτά που μας κάνουν κάθε μέρα να πηγαίνουμε όλο και περισσότερο από διαίρεση σε διαίρεση.
-Στη γειτονιά σας διεξάγεται δυστυχώς εδώ και μήνες μια αιματηρή αναμέτρηση. Πως κρίνετε την κατάσταση στην Ουκρανία και πως σχολιάζετε τη δράση των Ουνιτών, η οποία πολλάκις έχει γίνει αντικείμενο συζήτησης;
Για να συνοψίσω την περίπλοκη και επώδυνη ιστορία της Ουκρανίας – μια ιστορία, που συνδέεται με τη γεωγραφική της θέση – λέγεται ότι «η πόλη του Κιέβου, που γεννήθηκε από την ακτινοβολία της Κωνσταντινουπόλεως τον 9ο αιώνα, αναπτύχθηκε αρχικά στην αγκαλιά της». Το 1325, κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης των Ρωσσικών εδαφών, ο Μητροπολίτης Πέτρος μετακόμισε στη Μόσχα, αλλά η μητρόπολη του Κιέβου υπαγόταν πάντοτε στην Κωνσταντινούπολη. Ακόμη και μετά το 1589, όταν η Εκκλησία της Μόσχας γίνεται Αυτοκέφαλη, με την ανακήρυξη της εκ μέρους της Κωνσταντινουπόλεως. Το 1686, σε συνθήκες περισσότερο πολιτικές παρά εκκλησιαστικές, η Μόσχα παίρνει το Κίεβο υπό τη δικαιοδοσία της.
Η αναγκαστική απόφαση της Κωνσταντινουπόλεως θα ερμηνευτεί με διαφορετικό τρόπο στη συνέχεια. Και, όπως πολύ ορθά παρατήρησε στις μέρες μας ο ιστορικός Βλαντιμίρ Bourega, Αντιπρύτανης της Θεολογικής Ακαδημίας του Κιέβου, «οι παραβάσεις των πολιτικών και των ιεραρχών του δέκατου έβδομου αιώνα, επέστρεψαν πίσω σε αυτούς σαν μπούμερανγκ» (βλ. Noël Rufieux, στην Εφημερίδα « Chrétiens en marche », αρ. 124, Λυών, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2014)... Έτσι η ιστορία τώρα γίνεται πραγματικότητα. Μία ιστορία πολυκύμαντη. Έτσι, λοιπόν, η Ουκρανία και η Ρωσσία, αναγκάζονται να απελευθερωθούν από τα δεσμά της ιστορίας τους και να την αμφισβητήσουν, προκειμένου να φωτίσουν καλύτερα, το παρόν και να ανοικοδομήσουν ένα νέο μέλλον με ειρήνη και αμοιβαία εμπιστοσύνη.
Σήμερα, πολιτικά γεγονότα, επιθυμητά ή υφιστάμενα από εξωγενείς παράγοντες, στρέφουν την Ουκρανία προς τη Δύση, όταν η ρωσσική έλξη εξασθενεί πάνω στην εμπλοκή της κατ’ αρχήν με το τσαρικό μετέπειτα με το σοβιετικό και τώρα με το μετα-σοβιετικό καθεστώς.
Στα ανατολικά, η ρωσσόφωνη Donbass είναι προσανατολισμένη προς τη Ρωσσία. Στα δυτικά, η Γαλικία, γύρω από τη Lvov, ουκρανόφωνη και προσανατολισμένη προς τη Δύση. Ωστόσο, οι ρωσσόφωνοι και ουκρανόφωνοι, που μιλούν μία σλαβική γλώσσα και μοιράζονται μία κοινή πολιτισμική πολυμορφία, είναι σε θέση να ξεκινήσουν έναν ενδο-ουκρανικό διάλογο ανοιχτό στη συνεργασία, συζήτηση, σε μια επιθυμητή συμφωνία, στη θέληση να ζήσουν μαζί, παρά σε αντιπαράθεση. Θα πρέπει να επισημανθεί, ότι οι εξωτερικές δυνάμεις δεν έρχονται να αφυπνίσουν τους παλιούς δαίμονες!...
Σχετικά με το ζήτημα των Ουνιτών, που για μένα εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό και βασικό ζήτημα στις σχέσεις μας με την Εκκλησία της Ρώμης, επισημαίνω ότι στην Ουκρανία η χριστιανική πίστη φαίνεται να είναι η σιρμαγιά ενότητας ολόκληρου του έθνους. Αλλά για να επιτευχθεί η πλήρης κοινωνία, η ευχαριστιακή ανάμεσα σε όλους τους πιστούς (Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς, ρωμαίους και ουνίτες) θα πρέπει να αποδεχθούν να εισέλθουν «σε μια διαδικασία όπου οι ιεράρχες αφήνουν κατ’ αρχήν τα προνόμια στα αποδυτήρια, και τα εκ των προτέρων, τις απογοητεύσεις και τις πολιτικο- θρησκευτικές τους διασυνδέσεις»( βλ. Noël Rufieux, όπ.π.). Με άλλα λόγια, η ανησυχία όλων των παρόντων Εκκλησιών πρέπει να διαχωρίζεται από τα πολιτικά συμφέροντα και τις εθνικιστικές και δικαιοδοσιακές φιλοδοξίες, με σκοπό την αποκάθαρση της συλλογικής μνήμης μέσα από μία αμοιβαία διαδικασία συγχώρεσης και τελικής συμφιλίωσης γύρω από τον Κύριο. Μόνον έτσι θα βγούμε από το εκκλησιαστικό αδιέξοδο που κυριαρχεί στη χώρα. Ορισμένοι αυτό το αποκαλούν μεταστροφή των Εκκλησιών.
-Ποια είναι η σχέση σας -ως Μητρόπολη- με την ελληνική πολιτεία; Είναι παρούσα στην προσπάθειά σας;
Όλως εξαιρετική.
Οι σχέσεις μας με τους εκπροσώπους της Ελληνικής Πρεσβείας στην Ταλλίνη είναι φιλικές και υποδειγματικές και επιδρούν θετικά στην Αθήνα. Μπορούμε να υπολογίζουμε στην αμέριστη υποστήριξη, ειδικά σε ό,τι αφορά στη θεολογική εκπαίδευση στην Ταλλίνη με την άφιξη Καθηγητών και τη χορήγηση υποτροφιών από τα Ελληνικά Πανεπιστήμια.
Με την Εκκλησία της Ελλάδος δημιουργήθηκαν και εξακολουθούν να δημιουργούνται πολυάριθμοι δεσμοί, ιδιαιτέρως αδελφικοί, τόσο σε προσωπικό όσο και εκκλησιαστικό επίπεδο σε πολλούς τομείς (κληρικοί, επισκοπές, ενορίες, μοναστήρια...) Ευχαριστώ και δοξάζω τον Θεό γι’ αυτό.
-Ποιες είναι οι εμπειρίες σας και οι εντυπώσεις σας από το Άγιον Όρος;
Πολλά από τα μέλη μας έχουν ήδη επισκεφθεί το Άγιον Όρος. Κάθε φορά επέστρεφαν πνευματικά οικοδομημένοι, προκαλώντας τη μεγαλύτερη έκπληξη. Για εμάς, το Άγιον Όρος είναι η αριστεία θέση «της πλέον πλούσιας και αυθεντικής Ορθόδοξης βιωτής». Έχουμε μεγάλη ανάγκη, ειδικά καθώς οι Αγιορείτες Πατέρες μας υποδέχονται πάντοτε με πολλή ζεστασιά και μεγάλη προσοχή. Τους ευχαριστώ όλους για αυτή τη χάρη που μας δείχνουν.
Υπάρχουν πολλοί πνευματικοί κήποι που αναπτύσσονται στις Ορθόδοξες χώρες και όχι μόνον. Είναι όλοι καλύτεροι ο ένας από τον άλλο. Αλλά πουθενά στον κόσμο δεν ανθίζουν τόσο όμορφα και αρωματισμένα με πνευματική γλυκύτητα λουλούδια όσο εκείνα που αναπτύσσονται στο Άγιον Όρος.
Σας ευχαριστώ πολύ για τη μεγάλη τιμή που μου κάνατε να μου αφιερώσετε αυτή τη συνέντευξη.
Η μεγαλύτερη πρόκληση που, στις μέρες μας, συνταράσσει κυριολεκτικά την Ορθοδοξία, είναι αυτή της ενότητάς της. Μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, μόνον ο επίσκοπος κάθε εκκλησιακής περιφερειακής δικαιοδοσίας δύναται να διασφαλίσει την ενότητα, ακριβώς επειδή είναι ο πρώτος. Αυτό είναι το νόημα του 34ου Αποστολικού Κανόνα, που πραγματεύεται την σχέση του πρώτου με τους άλλους επισκόπους και αντίστροφα. Σε καμμία περίπτωση ο πρώτος δεν μπορεί να είναι απρόσωπος, ούτε ένα σύνολο διαπροσωπικό, ή μία σκέψη αφηρημένη.
Αυτό που ισχύει για κάθε ορθόδοξη κατά τόπον Εκκλησία, θα πρέπει να ισχύει και σε όλο το διορθόδοξο επίπεδο. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ως πρώτος, δεν ημπορεί να έχει απλώς τον τιμητικό ρόλο ενός απλού προέδρου. Ξεχνούμε ότι το πρωτείο αποτελεί μέρος της δομής της Εκκλησίας. Είναι απαραίτητο εκείνος που είναι στην θέση του πρώτου Επισκόπου να ημπορεί να απευθύνεται στους Προκαθημένους των κατά τόπους Εκκλησιών, εξ ονόματος της «Ολης Εκκλησίας» «όχι για να κυριαρχεί, όπως έλεγε ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, αλλά για να υπηρετεί την πληρότητα της κάθε κατά τόπον Εκκλησίας, υπενθυμίζοντας προς αυτήν τις ευθύνες της έναντι του συνόλου της Ορθόδοξης Εκκλησίας… Η αποστολή του είναι να επαγρυπνεί στον παγκόσμιο χαρακτήρα της Ορθοδοξίας, είναι αυτό ακριβώς που σημαίνει η έκφραση Οικουμενικός» (βλ. Olivier Clément, Dialogues avec le Patriarche Athénagoras, Παρίσι, εκδ. Fayard, 1969, σελ. 526-527).
Δυστυχώς, η Εκκλησία της Ρωσσίας προβάλλει το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο, εφ’ όσον έχει τον μεγαλύτερο αριθμό πιστών μεταξύ των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, γι’ αυτόν τον λόγο περιέρχεται σε αυτήν η ηγεσία της Εκκλησιακής Ορθοδοξίας. Επιπλέον, επαναφέρει στην επικαιρότητα – πότε εμφανώς και πότε όχι – τον μύθο της Τρίτης Ρώμης, ο οποίος έχει καταδικαστεί ρητώς από τις Συνόδους της Mόσχας του 1666-1667, σύμφωνα με τον οποίο η πρωτοκαθεδρία του Οικουμενικού Θρόνου να περιορίζεται σήμερα σε ένα τιμητικό τίτλο «άνευ» περιεχομένου. Οι Ορθόδοξοι κυριολεκτικά ξέχασαν, ότι το σημείο της θείας εκλογής δεν γίνεται ούτε με τους αριθμούς, ούτε με την βία, ούτε με την δύναμη, ούτε με τον πλούτο του κόσμου τούτου. Αλλά γίνεται με την ιστορική αδυναμία. Η δύναμη δεν προέρχεται από κάποιο εσωτερικό κίνητρο ή από εξωτερικούς παράγοντες. Προέρχεται από τον Θεό, του οποίου η ισχύς τελειώνεται στην αδυναμία (πρβλ. το «εν ασθενείαις τελειούμαι»· Β΄ Κορ. 4, 7). Από αυτή την αδυναμία, λόγω των δύσκολων συνθηκών στις οποίες βρίσκεται, αντλεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο τη δύναμη και το κύρος του, δυσαρεστώντας μερικούς.
Το αποτέλεσμα είναι, ότι τώρα οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες μας θεωρούνται εντελώς ανεξάρτητες μεταξύ τους. Ολισθαίνουν αμείλικτα προς ένα όραμα οργάνωσης της Εκκλησίας, κατά το παράδειγμα των Προτεσταντικών Εκκλησιών. Στην πραγματικότητα, ασχολούμεθα πολύ με την συγχρονική ενότητα των Εκκλησιών μας και σχεδόν καθόλου με την διαχρονική μας ενότητα. Αλλά αυτό κανείς, ακόμη και μεταξύ των πιο συντηρητικών από τους επισκόπους μας, των μοναχών και των θεολόγων μας, δεν έχει το θάρρος να το καταγγείλει, ενώ το γεγονός του να μην αναγνωρίζεται «πρώτος» στην κλίμακα της Οικουμενικής Ορθοδοξίας απειλεί πλέον ολόκληρη την Εκκλησία μας σε ό,τι είναι πιο πολύτιμο και πιο αυθεντικό, δηλαδή την εκκλησιολογική της ενότητα και αυθεντικότητα στην ανακήρυξη και μαρτυρία της ομολογίας της Πίστης της.
Σήμερα στο Βατικανό, στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών (ΠΣΕ), στην ΚΕΚ (Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Εκκλησιών) και σε εξειδικευμένα ΜΜΕ, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν εμφανίζεται πλέον ως «μία», αλλά ως «μια συνομοσπονδία Αδελφών Εκκλησιών». Σε αυτά τα ΜΜΕ δεν χρησιμοποιείται πλέον ο όρος «Ορθόδοξη Εκκλησία», αλλά «οι Ορθόδοξες Εκκλησίες». Η διαπίστωση είναι πιο οδυνηρή για μας: στους Οικουμενικούς διαλόγους, δεν μπορούμε να πείσουμε τους εταίρους-συνομιλητές μας για την οντολογική μας ενότητα.
Ενόσω αυτή η νοοτροπία της καταλήψεως της εξουσίας, σύμφωνα με τις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές του κόσμου τούτου, θα πλανάται υπεράνω της κεφαλής των κατά τόπους Εκκλησιών μας, θα είναι πρακτικά αδύνατον να βρεθεί σωφροσύνη και ταπεινοφροσύνη, για να επανέλθουμε στο ουσιώδες ερώτημα που είναι: πώς θα εκφράσουμε με σαφήνεια την ενότητα και την οικουμενικότητά μας.
-Μετά τη νέα συνάντηση του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου με τον Πάπα Φραγκίσκο τον Νοέμβριο στο Φανάρι ποιες πιστεύτε πως πρέπει να είναι οι προσδοκίες;
Σε ολόκληρο τον Χριστιανικό κόσμο, μία τέτοια συνάντηση είναι ήδη ασύγκριτη και ανεκτίμητη. Αυτές είναι οι δύο ανώτατες αρχές του Χριστιανισμού που συναντήθηκαν ειρηνικά στην Κωνσταντινούπολη για την εορτή του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα. Δεν πρόκειται για δύο διπλωμάτες, οι οποίοι μίλησαν ενώπιος ενωπίω για την περίσταση, αλλά δύο εκκλησιαστικοί άνδρες, οι οποίοι χρησιμοποίησαν ειλικρινή και άμεση γλώσσα, σφραγισμένη με μία αληθινή ευαγγελική αδελφοσύνη και αμοιβαίο σεβασμό. Αυτό είναι ήδη πολύ ... και μοναδικό, για τους χρόνους που διατρέχουν τις αντίστοιχες εκκλησιαστικές μας αλέες…Για τα υπόλοιπα, το Άγιο Πνεύμα θα αποτιμήσει όλους τους πνευματικούς καρπούς μιας τέτοιας συνάντησης, πριν μας χαριτώσει να τους πολλαπλασιάσουμε επί εκατό την ημέρα που το πλήρωμα του χρόνου θα επιτρέψει την καλή υποδοχή τους στις καρδιές μας και στο μυαλό μας.
-Την περασμένη άνοιξη ελήφθη στο Φανάρι μια πολύ σημαντική απόφαση για την Ορθοδοξία. Η Πανορθόδοξη Σύνοδος, η σύγκληση της οποίας πέρασε από χίλια μύρια κύματα, τελικά εκτός απροόπτου θα πραγματοποιηθεί σε δύο χρόνια. Τι σημαίνει αυτό για την Ορθοδοξία και πόσο επηρεάζουν το ενωτικό κλίμα γεγονότα όπως η αποχώρηση της αντιπροσωπείας του Πατριαρχείου Αντιοχείας ή το ζήτημα της Εκκλησίας της Τσεχίας;
Η σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου έχει προγραμματισθεί για την Πεντηκοστή του 2016, πλην απροόπτου και μεγίστου εμποδίου. Δεν γνωρίζω τις τάσεις και τις εκβάσεις των κρίσεων, που προέκυψαν στην Αντιόχεια και την Πράγα, για να πάρω θέση και να διεκδικήσω να προβλέψω τις συνέπειες, τις οποίες θα επιφέρει αυτό στη σύγκληση της μέλλουσας Συνόδου. Γνωρίζω παρ’ όλα αυτά, ότι αυτό που μπορεί σε εμάς να φαίνεται ανυπέρβλητο, ο Θεός δύναται να το υπερβεί και να προκαλέσει ένα πελώριο τσουνάμι, για να ξαναβρεί η Ορθοδοξία, επιτέλους, στο επίπεδο της περιώνυμης, σύμφωνα με την ρωσσική ορολογία, «sobornost» (δηλαδή το «καθ’ όλον»), στην οποία αναφέρεται με υπερηφάνεια προς τον κάθε ένα, να ξαναβρεί η Ορθοδοξία τα αληθινά πνευματικά και εκκλησιολογικά χαρακτηριστικά της, τα οποία θα της επιβάλλουν να στραφεί στο σύνολό της και αποκλειστικά προς την ουσία της εκκλησιακής αποστολής, που τελικά είναι η σωτηρία του κόσμου.
Ποια μαρτυρία Χριστού, εμείς οι Ορθόδοξοι, θα προβάλλουμε στο μέλλον; Ποιες κατανοητές-αποδεκτές απαντήσεις θα δώσουμε όχι μόνον στους δικούς μας πιστούς, αλλά και στο μεγάλο πλήθος εκείνων που είναι σε αναζήτηση; Πώς θα κάνουμε προσιτό το Ευαγγέλιο του Χριστού;
Πως θα συνοδεύσουμε όλους αυτούς που αναζητούν κάποιο Φως στους τόπους εργασίας ή αυτούς πoυ πλήττονται από την ανεργία, αυτούς μέσα στην οικογένεια ή στην εκπαίδευση των παιδιών, και τους νέους γενικά, με μύρια προβλήματα και δοκιμασίες, που σημαδεύουν την ζωή του καθενός; Αυτά είναι τα καίρια ερωτήματα που θα ήθελα να συζητηθούν από τους Προκαθημένους μας και όχι αυτά που μας κάνουν κάθε μέρα να πηγαίνουμε όλο και περισσότερο από διαίρεση σε διαίρεση.
-Στη γειτονιά σας διεξάγεται δυστυχώς εδώ και μήνες μια αιματηρή αναμέτρηση. Πως κρίνετε την κατάσταση στην Ουκρανία και πως σχολιάζετε τη δράση των Ουνιτών, η οποία πολλάκις έχει γίνει αντικείμενο συζήτησης;
Για να συνοψίσω την περίπλοκη και επώδυνη ιστορία της Ουκρανίας – μια ιστορία, που συνδέεται με τη γεωγραφική της θέση – λέγεται ότι «η πόλη του Κιέβου, που γεννήθηκε από την ακτινοβολία της Κωνσταντινουπόλεως τον 9ο αιώνα, αναπτύχθηκε αρχικά στην αγκαλιά της». Το 1325, κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης των Ρωσσικών εδαφών, ο Μητροπολίτης Πέτρος μετακόμισε στη Μόσχα, αλλά η μητρόπολη του Κιέβου υπαγόταν πάντοτε στην Κωνσταντινούπολη. Ακόμη και μετά το 1589, όταν η Εκκλησία της Μόσχας γίνεται Αυτοκέφαλη, με την ανακήρυξη της εκ μέρους της Κωνσταντινουπόλεως. Το 1686, σε συνθήκες περισσότερο πολιτικές παρά εκκλησιαστικές, η Μόσχα παίρνει το Κίεβο υπό τη δικαιοδοσία της.
Η αναγκαστική απόφαση της Κωνσταντινουπόλεως θα ερμηνευτεί με διαφορετικό τρόπο στη συνέχεια. Και, όπως πολύ ορθά παρατήρησε στις μέρες μας ο ιστορικός Βλαντιμίρ Bourega, Αντιπρύτανης της Θεολογικής Ακαδημίας του Κιέβου, «οι παραβάσεις των πολιτικών και των ιεραρχών του δέκατου έβδομου αιώνα, επέστρεψαν πίσω σε αυτούς σαν μπούμερανγκ» (βλ. Noël Rufieux, στην Εφημερίδα « Chrétiens en marche », αρ. 124, Λυών, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2014)... Έτσι η ιστορία τώρα γίνεται πραγματικότητα. Μία ιστορία πολυκύμαντη. Έτσι, λοιπόν, η Ουκρανία και η Ρωσσία, αναγκάζονται να απελευθερωθούν από τα δεσμά της ιστορίας τους και να την αμφισβητήσουν, προκειμένου να φωτίσουν καλύτερα, το παρόν και να ανοικοδομήσουν ένα νέο μέλλον με ειρήνη και αμοιβαία εμπιστοσύνη.
Σήμερα, πολιτικά γεγονότα, επιθυμητά ή υφιστάμενα από εξωγενείς παράγοντες, στρέφουν την Ουκρανία προς τη Δύση, όταν η ρωσσική έλξη εξασθενεί πάνω στην εμπλοκή της κατ’ αρχήν με το τσαρικό μετέπειτα με το σοβιετικό και τώρα με το μετα-σοβιετικό καθεστώς.
Στα ανατολικά, η ρωσσόφωνη Donbass είναι προσανατολισμένη προς τη Ρωσσία. Στα δυτικά, η Γαλικία, γύρω από τη Lvov, ουκρανόφωνη και προσανατολισμένη προς τη Δύση. Ωστόσο, οι ρωσσόφωνοι και ουκρανόφωνοι, που μιλούν μία σλαβική γλώσσα και μοιράζονται μία κοινή πολιτισμική πολυμορφία, είναι σε θέση να ξεκινήσουν έναν ενδο-ουκρανικό διάλογο ανοιχτό στη συνεργασία, συζήτηση, σε μια επιθυμητή συμφωνία, στη θέληση να ζήσουν μαζί, παρά σε αντιπαράθεση. Θα πρέπει να επισημανθεί, ότι οι εξωτερικές δυνάμεις δεν έρχονται να αφυπνίσουν τους παλιούς δαίμονες!...
Σχετικά με το ζήτημα των Ουνιτών, που για μένα εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό και βασικό ζήτημα στις σχέσεις μας με την Εκκλησία της Ρώμης, επισημαίνω ότι στην Ουκρανία η χριστιανική πίστη φαίνεται να είναι η σιρμαγιά ενότητας ολόκληρου του έθνους. Αλλά για να επιτευχθεί η πλήρης κοινωνία, η ευχαριστιακή ανάμεσα σε όλους τους πιστούς (Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς, ρωμαίους και ουνίτες) θα πρέπει να αποδεχθούν να εισέλθουν «σε μια διαδικασία όπου οι ιεράρχες αφήνουν κατ’ αρχήν τα προνόμια στα αποδυτήρια, και τα εκ των προτέρων, τις απογοητεύσεις και τις πολιτικο- θρησκευτικές τους διασυνδέσεις»( βλ. Noël Rufieux, όπ.π.). Με άλλα λόγια, η ανησυχία όλων των παρόντων Εκκλησιών πρέπει να διαχωρίζεται από τα πολιτικά συμφέροντα και τις εθνικιστικές και δικαιοδοσιακές φιλοδοξίες, με σκοπό την αποκάθαρση της συλλογικής μνήμης μέσα από μία αμοιβαία διαδικασία συγχώρεσης και τελικής συμφιλίωσης γύρω από τον Κύριο. Μόνον έτσι θα βγούμε από το εκκλησιαστικό αδιέξοδο που κυριαρχεί στη χώρα. Ορισμένοι αυτό το αποκαλούν μεταστροφή των Εκκλησιών.
-Ποια είναι η σχέση σας -ως Μητρόπολη- με την ελληνική πολιτεία; Είναι παρούσα στην προσπάθειά σας;
Όλως εξαιρετική.
Οι σχέσεις μας με τους εκπροσώπους της Ελληνικής Πρεσβείας στην Ταλλίνη είναι φιλικές και υποδειγματικές και επιδρούν θετικά στην Αθήνα. Μπορούμε να υπολογίζουμε στην αμέριστη υποστήριξη, ειδικά σε ό,τι αφορά στη θεολογική εκπαίδευση στην Ταλλίνη με την άφιξη Καθηγητών και τη χορήγηση υποτροφιών από τα Ελληνικά Πανεπιστήμια.
Με την Εκκλησία της Ελλάδος δημιουργήθηκαν και εξακολουθούν να δημιουργούνται πολυάριθμοι δεσμοί, ιδιαιτέρως αδελφικοί, τόσο σε προσωπικό όσο και εκκλησιαστικό επίπεδο σε πολλούς τομείς (κληρικοί, επισκοπές, ενορίες, μοναστήρια...) Ευχαριστώ και δοξάζω τον Θεό γι’ αυτό.
-Ποιες είναι οι εμπειρίες σας και οι εντυπώσεις σας από το Άγιον Όρος;
Πολλά από τα μέλη μας έχουν ήδη επισκεφθεί το Άγιον Όρος. Κάθε φορά επέστρεφαν πνευματικά οικοδομημένοι, προκαλώντας τη μεγαλύτερη έκπληξη. Για εμάς, το Άγιον Όρος είναι η αριστεία θέση «της πλέον πλούσιας και αυθεντικής Ορθόδοξης βιωτής». Έχουμε μεγάλη ανάγκη, ειδικά καθώς οι Αγιορείτες Πατέρες μας υποδέχονται πάντοτε με πολλή ζεστασιά και μεγάλη προσοχή. Τους ευχαριστώ όλους για αυτή τη χάρη που μας δείχνουν.
Υπάρχουν πολλοί πνευματικοί κήποι που αναπτύσσονται στις Ορθόδοξες χώρες και όχι μόνον. Είναι όλοι καλύτεροι ο ένας από τον άλλο. Αλλά πουθενά στον κόσμο δεν ανθίζουν τόσο όμορφα και αρωματισμένα με πνευματική γλυκύτητα λουλούδια όσο εκείνα που αναπτύσσονται στο Άγιον Όρος.
Σας ευχαριστώ πολύ για τη μεγάλη τιμή που μου κάνατε να μου αφιερώσετε αυτή τη συνέντευξη.