Ισαάκ Μιζάν, με αριθμό βραχίονα 182-642 (η φωτογραφία είναι από το blog enantiastonantisimitismo.wordpress.com)
Αθήνα
Στις 27 Ιανουαρίου, Διεθνής Ημέρα Μνήμης των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, συμπληρώθηκαν 70 χρόνια από την απελευθέρωση του Άουσβιτς. Συνολικά 1.500.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε αυτό το στρατόπεδο θανάτου.
Ο Ισαάκ Μιζάν γεννήθηκε στην Άρτα. Τον Μάρτιο του 1944 συνελήφθη από τους ναζί. Ήταν 16 χρονών όταν μεταφέρθηκε μαζί με την οικογένειά του στο Άουσβιτς, ένα μήνα μετά.
«Οι Γερμανοί συνέλαβαν τους γονείς μου και τις τέσσερις αδελφές μου, αλλά και τον αδελφό μου που κρυβόταν στην Αθήνα. Από αυτούς επιζήσαμε εγώ και η μία μου αδελφή».
Σχετικά με το πώς έφθασαν στο Άουσβιτς αναφέρει ότι «μας μετέφεραν με αυτοκίνητα στο Αγρίνιο, από εκεί στην Πάτρα και από την Πάτρα στην Αθήνα. Μείναμε στο Ρουφ κάμποσες μέρες και τον Απρίλιο του 1944 φύγαμε με τρένο για το Άουσβιτς, χωρίς να ξέρουμε που πάμε. Σε κάθε βαγόνι είχαν στοιβάξει 60-70 άτομα. Μας μετέφεραν σαν τα ζώα.
»Όταν φτάσαμε στο Άουσβιτς και κατεβήκαμε από τα τρένα, ξεκίνησε η διαλογή των ικανών και μη ικανών προς εργασία, κάτι που βέβαια είχε άμεση σχέση με την ηλικία του καθενός» θυμάται και προσθέτει: «Υπήρχε ένας γερμανός γιατρός για να κάνει αυτήν την διαλογή. Εμείς μπήκαμε στις σειρές. Στην αρχή οι σειρές ήταν δύο, άντρες και γυναίκες. Στην συνέχεια, οι σειρές γίνανε τέσσερις. Τους μη ικανούς προς εργασία τους βάλανε στα φορτηγά και τους οδήγησαν στα κρεματόρια».
Ο κ. Μιζάν συνεχίζει την αφήγησή του: «Μετά μας πήγαν στο Μπίργκενάου. Μείναμε γυμνοί και όρθιοι ένα ολόκληρο βράδυ και το πρωί μας κούρεψαν και μας ξύρισαν, μας κάνανε το τατουάζ και μας έδωσαν ένα σώβρακο, μια φανέλα και μια στολή ριγωτή. Μετά μας μετέφεραν στους θαλάμους. Τα κρεβάτια ήταν τρίπατα και κοιμόμασταν 6-7 άτομα μαζί».
«Υπήρχε μία φήμη ότι οι Έλληνες κουβαλούσαν μία αρρώστια και για αυτό κάνανε ένα μήνα να μας βγάλουν έξω για δουλειά, κάτι που δεν ίσχυσε για τις γυναίκες. Μας δίνανε ένα τέταρτο ψωμί κάθε μέρα και μία από τις αδερφές μου περνώντας μπροστά από τα συρματοπλέγματα που μας χώριζαν, μου πέταξε τη μερίδα της. Όταν το σκέφτομαι αυτό, κλαίω κάθε φορά με την αυτοθυσία της» διηγείται.
Όσον αφορά το πώς ήταν η ζωή μέσα στο στρατόπεδο του Άουσβιτς αφηγείται ότι «δουλεύαμε σκληρά, ώρες ατέλειωτες στα αεροπλάνα, στα χωράφια, παντού. Πολλά ξαδέρφια μου ήταν κρατούμενοι-νεκροκομιστές του Ζόντερ Κομάντο. Δηλαδή ήταν αυτοί που έπαιρναν τα πτώματα και τα ανέβαζαν στους φούρνους επάνω. Φρίκη!».
Θάλαμοι αερίων
«Όσοι ήταν να μπουν στους θαλάμους αερίων, τους έδιναν σαπούνι και τους έλεγαν «πάρτε το για να πλυθείτε, για να κάνετε μπάνιο». Όταν μπαίνανε μέσα, δύο Γερμανοί από τον φωταγωγό που υπήρχε επάνω έριχναν το αέριο: Κυκλώνιο Β’. Όταν άνοιγαν οι πόρτες τα πτώματα ήταν ποδοπατημένα. Οι μεν μανάδες πέταγαν τα παιδιά τους, τα μωρά, προς τα πάνω, μήπως μπορέσουν να αναπνεύσουν και επιζήσουν και οι δε νεότεροι πατούσαν τους γηραιότερους μήπως και επιβιώσουν» τονίζει.
Όπως λέει, «το τραγικό είναι ότι πάρα πολλά παλικάρια και κοπέλες κατέληξαν στους θαλάμους αερίων, πηγαίνοντας μαζί με τους γηραιότερους, αφού νόμιζαν ότι θα είχαν καλύτερη μεταχείριση. Άλλοι έκαναν τους κουτσούς και τα κορίτσια έπαιρναν τα ανίψια τους αγκαλιά, παριστάνοντας τις μανάδες».
«Ύστερα από δύο μήνες ξανά ξεκίνησαν οι διαλογές, μας έβγαζαν έξω τα μεσάνυχτα και ένας-δυο γιατροί κοίταζαν τα οπίσθιά μας για να δουν αν υπάρχει κρέας. Αυτοί που ήταν αδύνατοι, αδύναμοι και εξαντλημένοι τους έστελναν κατ’ ευθείαν στα κρεματόρια» παραθέτει.
Το καλοκαίρι του 1944, έφτασε ένα τρένο γεμάτο Εβραίους, αλλά δεν υπήρχαν διαθέσιμα κρεματόρια. «Ανοιξαν λάκκους, τους ντουφέκιζαν και στην συνέχεια τους πέταγαν μέσα. Πολλοί εξ αυτών ήταν ακόμα ζωντανοί, τραυματίες. Στην συνέχεια έβαλαν φωτιά, με τις φλόγες να φτάνουν ως τον ουρανό. Το διανοείστε;»
Βρέθηκαν άραγε γερμανοί στρατιώτες που λύγισαν και επέδειξαν μία πιο ανθρώπινη στάση απέναντί τους; «Από τα SS δεν υπήρχαν στρατιώτες που να έδειχναν έστω και ένα σημάδι οίκτου. Προς το τέλος του πολέμου, όμως, υπήρχε έλλειψη στρατιωτών και αναγκάστηκαν να βάλουν μεγαλύτερους σε ηλικία στρατιώτες, με τους περισσότερους να είναι Αυστριακοί, οι οποίοι δεν ήταν τόσο αυστηροί. Αν έκανες κάποια παρατυπία, κάνανε πως δεν βλέπανε, αλλά αυτό ήταν τις τελευταίες ημέρες».
Η απελευθέρωση
«Το Νοέμβριο του 1944 με μετέφεραν στην Γερμανία, στο διακομιστικό κέντρο Σάξενχάουζε. Από εκεί με στείλανε στο Αμβούργο, όπου μέναμε σε μια πολυκατοικία. Έκρυβα το χέρι μου μην το καταλάβουν ότι είμαι Εβραίος, φορώντας ένα πουκάμισο που μας είχαν δώσει. Ξυπνάγαμε τα ξημερώματα και καθαρίζαμε τους δρόμους της πόλης από τους βομβαρδισμούς που είχαν προηγηθεί κατά την διάρκεια της νύχτας» διηγείται.
Συνεχίζει λέγοντας πως «μετά με πήγαν στο στρατόπεδο του Όρντουφ, ενώ μετά με μετέφεραν στο Μπέρκεν-Μπέρσεν, άλλο φριχτό στρατόπεδο θανάτου. Να φανταστείτε πως εκεί βάζαμε τα πτώματα για μαξιλάρια. Εκεί ήταν το τελειωτικό χτύπημα για εμένα».
Η Οδύσσεια του κ. Μιζάν τελείωσε το Μάιο του 1945, όταν και απελευθερώθηκε από το στρατόπεδο του Μπέργκεν-Μπέρσεν. «Κάθισα ένα μήνα στο νοσοκομείο. Το 80% όσων δεν μεταφέρθηκαν στα νοσοκομεία και βγήκαν κατ’ ευθείαν έξω πέθανε, καθώς έπεσαν λαίμαργα στο φαγητό και ο οργανισμός τους δεν άντεξε αυτήν την αλλαγή». Τον Ιούλιο του ίδιου έτους γύρισε στην Αθήνα.
Σχετικά με το πώς ένιωσε όταν απελευθερώθηκε διηγείται πως «δεν υπήρχε κανένα συναίσθημα την ημέρα της απελευθέρωσης, γιατί ήμουνα μισοπεθαμένος. Όλοι οι κρατούμενοι στα στρατόπεδα δεν περιμέναμε ότι θα επιβιώσουμε και εγώ προσωπικά το είχα πάρει απόφαση ότι δεν θα ξαναγυρίσω».
Από τότε ο κ. Μιζάν δεν έχει επσκεφθεί το Άουσβιτς. «Φοβάμαι, να σας πω την αλήθεια, επειδή έχω σοβαρό πρόβλημα με την καρδιά μου. Έχουν αλλάξει, όμως, πάρα πολλά εκεί. Ίσως έπρεπε να το είχα κάνει 30 χρόνια πριν».
Ακόμη και τώρα είναι πολλά τα βράδια που δεν μπορεί να κοιμηθεί, «ειδικά στις επετείους, όπου οι μνήμες ξυπνάνε όσο ποτέ. Εκτός από τους συγγενείς που χάσαμε».
Εβδομήντα χρόνια μετά μία ερώτηση τον με ταλανίζει: «Γιατί»;
Άγγελος Προβολισιάνος
Ο Ισαάκ Μιζάν γεννήθηκε στην Άρτα. Τον Μάρτιο του 1944 συνελήφθη από τους ναζί. Ήταν 16 χρονών όταν μεταφέρθηκε μαζί με την οικογένειά του στο Άουσβιτς, ένα μήνα μετά.
«Οι Γερμανοί συνέλαβαν τους γονείς μου και τις τέσσερις αδελφές μου, αλλά και τον αδελφό μου που κρυβόταν στην Αθήνα. Από αυτούς επιζήσαμε εγώ και η μία μου αδελφή».
Σχετικά με το πώς έφθασαν στο Άουσβιτς αναφέρει ότι «μας μετέφεραν με αυτοκίνητα στο Αγρίνιο, από εκεί στην Πάτρα και από την Πάτρα στην Αθήνα. Μείναμε στο Ρουφ κάμποσες μέρες και τον Απρίλιο του 1944 φύγαμε με τρένο για το Άουσβιτς, χωρίς να ξέρουμε που πάμε. Σε κάθε βαγόνι είχαν στοιβάξει 60-70 άτομα. Μας μετέφεραν σαν τα ζώα.
»Όταν φτάσαμε στο Άουσβιτς και κατεβήκαμε από τα τρένα, ξεκίνησε η διαλογή των ικανών και μη ικανών προς εργασία, κάτι που βέβαια είχε άμεση σχέση με την ηλικία του καθενός» θυμάται και προσθέτει: «Υπήρχε ένας γερμανός γιατρός για να κάνει αυτήν την διαλογή. Εμείς μπήκαμε στις σειρές. Στην αρχή οι σειρές ήταν δύο, άντρες και γυναίκες. Στην συνέχεια, οι σειρές γίνανε τέσσερις. Τους μη ικανούς προς εργασία τους βάλανε στα φορτηγά και τους οδήγησαν στα κρεματόρια».
Ο κ. Μιζάν συνεχίζει την αφήγησή του: «Μετά μας πήγαν στο Μπίργκενάου. Μείναμε γυμνοί και όρθιοι ένα ολόκληρο βράδυ και το πρωί μας κούρεψαν και μας ξύρισαν, μας κάνανε το τατουάζ και μας έδωσαν ένα σώβρακο, μια φανέλα και μια στολή ριγωτή. Μετά μας μετέφεραν στους θαλάμους. Τα κρεβάτια ήταν τρίπατα και κοιμόμασταν 6-7 άτομα μαζί».
«Υπήρχε μία φήμη ότι οι Έλληνες κουβαλούσαν μία αρρώστια και για αυτό κάνανε ένα μήνα να μας βγάλουν έξω για δουλειά, κάτι που δεν ίσχυσε για τις γυναίκες. Μας δίνανε ένα τέταρτο ψωμί κάθε μέρα και μία από τις αδερφές μου περνώντας μπροστά από τα συρματοπλέγματα που μας χώριζαν, μου πέταξε τη μερίδα της. Όταν το σκέφτομαι αυτό, κλαίω κάθε φορά με την αυτοθυσία της» διηγείται.
Όσον αφορά το πώς ήταν η ζωή μέσα στο στρατόπεδο του Άουσβιτς αφηγείται ότι «δουλεύαμε σκληρά, ώρες ατέλειωτες στα αεροπλάνα, στα χωράφια, παντού. Πολλά ξαδέρφια μου ήταν κρατούμενοι-νεκροκομιστές του Ζόντερ Κομάντο. Δηλαδή ήταν αυτοί που έπαιρναν τα πτώματα και τα ανέβαζαν στους φούρνους επάνω. Φρίκη!».
Θάλαμοι αερίων
«Όσοι ήταν να μπουν στους θαλάμους αερίων, τους έδιναν σαπούνι και τους έλεγαν «πάρτε το για να πλυθείτε, για να κάνετε μπάνιο». Όταν μπαίνανε μέσα, δύο Γερμανοί από τον φωταγωγό που υπήρχε επάνω έριχναν το αέριο: Κυκλώνιο Β’. Όταν άνοιγαν οι πόρτες τα πτώματα ήταν ποδοπατημένα. Οι μεν μανάδες πέταγαν τα παιδιά τους, τα μωρά, προς τα πάνω, μήπως μπορέσουν να αναπνεύσουν και επιζήσουν και οι δε νεότεροι πατούσαν τους γηραιότερους μήπως και επιβιώσουν» τονίζει.
Όπως λέει, «το τραγικό είναι ότι πάρα πολλά παλικάρια και κοπέλες κατέληξαν στους θαλάμους αερίων, πηγαίνοντας μαζί με τους γηραιότερους, αφού νόμιζαν ότι θα είχαν καλύτερη μεταχείριση. Άλλοι έκαναν τους κουτσούς και τα κορίτσια έπαιρναν τα ανίψια τους αγκαλιά, παριστάνοντας τις μανάδες».
«Ύστερα από δύο μήνες ξανά ξεκίνησαν οι διαλογές, μας έβγαζαν έξω τα μεσάνυχτα και ένας-δυο γιατροί κοίταζαν τα οπίσθιά μας για να δουν αν υπάρχει κρέας. Αυτοί που ήταν αδύνατοι, αδύναμοι και εξαντλημένοι τους έστελναν κατ’ ευθείαν στα κρεματόρια» παραθέτει.
Το καλοκαίρι του 1944, έφτασε ένα τρένο γεμάτο Εβραίους, αλλά δεν υπήρχαν διαθέσιμα κρεματόρια. «Ανοιξαν λάκκους, τους ντουφέκιζαν και στην συνέχεια τους πέταγαν μέσα. Πολλοί εξ αυτών ήταν ακόμα ζωντανοί, τραυματίες. Στην συνέχεια έβαλαν φωτιά, με τις φλόγες να φτάνουν ως τον ουρανό. Το διανοείστε;»
Βρέθηκαν άραγε γερμανοί στρατιώτες που λύγισαν και επέδειξαν μία πιο ανθρώπινη στάση απέναντί τους; «Από τα SS δεν υπήρχαν στρατιώτες που να έδειχναν έστω και ένα σημάδι οίκτου. Προς το τέλος του πολέμου, όμως, υπήρχε έλλειψη στρατιωτών και αναγκάστηκαν να βάλουν μεγαλύτερους σε ηλικία στρατιώτες, με τους περισσότερους να είναι Αυστριακοί, οι οποίοι δεν ήταν τόσο αυστηροί. Αν έκανες κάποια παρατυπία, κάνανε πως δεν βλέπανε, αλλά αυτό ήταν τις τελευταίες ημέρες».
Η απελευθέρωση
«Το Νοέμβριο του 1944 με μετέφεραν στην Γερμανία, στο διακομιστικό κέντρο Σάξενχάουζε. Από εκεί με στείλανε στο Αμβούργο, όπου μέναμε σε μια πολυκατοικία. Έκρυβα το χέρι μου μην το καταλάβουν ότι είμαι Εβραίος, φορώντας ένα πουκάμισο που μας είχαν δώσει. Ξυπνάγαμε τα ξημερώματα και καθαρίζαμε τους δρόμους της πόλης από τους βομβαρδισμούς που είχαν προηγηθεί κατά την διάρκεια της νύχτας» διηγείται.
Συνεχίζει λέγοντας πως «μετά με πήγαν στο στρατόπεδο του Όρντουφ, ενώ μετά με μετέφεραν στο Μπέρκεν-Μπέρσεν, άλλο φριχτό στρατόπεδο θανάτου. Να φανταστείτε πως εκεί βάζαμε τα πτώματα για μαξιλάρια. Εκεί ήταν το τελειωτικό χτύπημα για εμένα».
Η Οδύσσεια του κ. Μιζάν τελείωσε το Μάιο του 1945, όταν και απελευθερώθηκε από το στρατόπεδο του Μπέργκεν-Μπέρσεν. «Κάθισα ένα μήνα στο νοσοκομείο. Το 80% όσων δεν μεταφέρθηκαν στα νοσοκομεία και βγήκαν κατ’ ευθείαν έξω πέθανε, καθώς έπεσαν λαίμαργα στο φαγητό και ο οργανισμός τους δεν άντεξε αυτήν την αλλαγή». Τον Ιούλιο του ίδιου έτους γύρισε στην Αθήνα.
Σχετικά με το πώς ένιωσε όταν απελευθερώθηκε διηγείται πως «δεν υπήρχε κανένα συναίσθημα την ημέρα της απελευθέρωσης, γιατί ήμουνα μισοπεθαμένος. Όλοι οι κρατούμενοι στα στρατόπεδα δεν περιμέναμε ότι θα επιβιώσουμε και εγώ προσωπικά το είχα πάρει απόφαση ότι δεν θα ξαναγυρίσω».
Από τότε ο κ. Μιζάν δεν έχει επσκεφθεί το Άουσβιτς. «Φοβάμαι, να σας πω την αλήθεια, επειδή έχω σοβαρό πρόβλημα με την καρδιά μου. Έχουν αλλάξει, όμως, πάρα πολλά εκεί. Ίσως έπρεπε να το είχα κάνει 30 χρόνια πριν».
Ακόμη και τώρα είναι πολλά τα βράδια που δεν μπορεί να κοιμηθεί, «ειδικά στις επετείους, όπου οι μνήμες ξυπνάνε όσο ποτέ. Εκτός από τους συγγενείς που χάσαμε».
Εβδομήντα χρόνια μετά μία ερώτηση τον με ταλανίζει: «Γιατί»;
Άγγελος Προβολισιάνος
Newsroom ΔΟΛ