ΟΝΟΜΑΣΤΗΡΙΑ ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΚΥΚΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΛΛΥΡΙΑΣ κ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΚΥΚΚΩΤΗ
Του Ζιμπάμπουε Σεραφείμ
Στις 2 Ιουνίου εορτή του αγίου Νικηφόρου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, εορτάζει τα σεπτά ονομαστήρια του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας κ. Νικηφόρος. Του ευχώμαστε όλοι μας διά των πρεσβειών του αγίου Νικηφόρου και της Παναγίας του Κύκκου, ο Θεός να τον προστατεύει και να τον ενδυναμώνει να μας καθοδηγεί όλους μας, τόσο στην Κύπρο όσο και Πανελλήνια. Όλοι του είμαστε ευγνώμονες, ιδιαίτερα τα πνευματικά του τέκνα που διακονούν εις τα πέρατα της Οικουμένης από τη Μόσχα μέχρι το Κέϊπ Τάουν. Ο άγιος Κύκκου είναι ο μόνος που ενεθρονίσθει εις την Ιστορία της Μονής Κύκκου εις τον ίδιο Θρόνο ενώπιο της ιστορικής Εικόνας της Παναγίας του Κύκκου τρείς φορές, πριν 33 έτη ως Ηγούμενος, πριν 15 έτη ως Αρχιερέας και πριν 10 έτη ως Μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Κύκκου και Τηλλυρίας.
Έστω κι αν δύο άνθρωποι, και μάλιστα αδελφοί, δεν του επέτρεψαν ότι Κλήρος και Λαός του έδωσαν, να γίνει κι ο Προκαθήμενος της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου (είχε τη πλειοψηφία και στα δύο σώματα των εκλεκτόρων), αυτό δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει τη διακονία του εις τον ύψιστο βαθμό για το καλό όλων μας. Φαίνεται η Παναγία του Κύκκου τον αγάπησε τόσο πολύ όσο την αγάπησε κι ο ίδιος και τον θέλει κοντά της, χωρίς να σημαίνει ότι θα σταματήσουμε να ευχώμαστε, στο μέλλον για το καλό της Πατρίδας και της Εκκλησίας ο Θεός να τον καλέσει εις τον ύψιστο θεσμό της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου για να μας οδηγήσει ως νέος Μωϋσής από τη σκλαβειά των κατεχόμενων περιοχών μας εις την απελευθέρωσιν.
Εις Πολλά έτη Δέσποτα.
Μετα σεβασμού και αγάπης
+Ο Ζιμπάμπουε Σερφείμ
Έστω κι αν δύο άνθρωποι, και μάλιστα αδελφοί, δεν του επέτρεψαν ότι Κλήρος και Λαός του έδωσαν, να γίνει κι ο Προκαθήμενος της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου (είχε τη πλειοψηφία και στα δύο σώματα των εκλεκτόρων), αυτό δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει τη διακονία του εις τον ύψιστο βαθμό για το καλό όλων μας. Φαίνεται η Παναγία του Κύκκου τον αγάπησε τόσο πολύ όσο την αγάπησε κι ο ίδιος και τον θέλει κοντά της, χωρίς να σημαίνει ότι θα σταματήσουμε να ευχώμαστε, στο μέλλον για το καλό της Πατρίδας και της Εκκλησίας ο Θεός να τον καλέσει εις τον ύψιστο θεσμό της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου για να μας οδηγήσει ως νέος Μωϋσής από τη σκλαβειά των κατεχόμενων περιοχών μας εις την απελευθέρωσιν.
Εις Πολλά έτη Δέσποτα.
Μετα σεβασμού και αγάπης
+Ο Ζιμπάμπουε Σερφείμ
Βιογραφία της Α.Π. του Μητροπολίτου Κύκκου κ. Νικηφόρου
Α.Π. Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας κ. Νικηφόρος
Α.Π. Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας κ. Νικηφόρος
Α.Π. Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας κ. Νικηφόρος
Ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας κ. Νικηφόρος εγεννήθη τη 2α Μαΐου 1947 εις το χωρίον Κρήτου Μαρόττου της επαρχίας Πάφου. Μετά την αποφοίτησιν αυτού εκ του δημοτικού σχολείου της γενετείρας αυτού, προσελήφθη ως δόκιμος μοναχός εις την Ιεράν Μονήν Κύκκου, ένθα υπηρέτησεν επί εξ έτη, φοιτών συγχρόνως εις την τριτάξιον Ελληνικήν Σχολήν, ήτις ελειτούργει εις αυτήν. Εν συνεχεία απεστάλη ως υπότροφος της Μονής εις την Λευκωσίαν, ένθα εσυνέχισε τας σπουδάς αυτού εις το Λύκειον Κύκκου, εκ του οποίου απεφοίτησε τω 1969.
Τη 6η Απριλίου 1969 εχειροτονήθη υπό του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ εις τον πρώτον της ιερωσύνης βαθμόν, και ενετάγη εις την μοναστικήν Αδελφότητα της Ιεράς Μονής Κύκκου.Τω 1970 ενεγράφη εις την Νομικήν Σχολήν του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, εξ ης απεφοίτησε τω 1974. Εν συνεχεία, δι υποτροφίας της Ιεράς Μονής Κύκκου, εσυνέχισε τας σπουδάς αυτού εις την Θεολογικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών, εξ ης απεφοίτησε τω 1978.
Τη 8η Σεπτεμβρίου 1979 εχειροτονήθη υπό του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου Α’ εις τον δεύτερον της ιερωσύνης βαθμόν, και προεχειρίσθη εις Αρχιμανδρίτην.
(Διαβάστε εδώ τον λόγο του ιεροδιάκονου κ. Νικηφόρου κατά τη χειροτονία αυτού εις Πρεσβύτερο)
(Διαβάστε εδώ τον λόγο του ιεροδιάκονου κ. Νικηφόρου κατά τη χειροτονία αυτού εις Πρεσβύτερο)
Έκτοτε υπηρέτησεν επί εξ περίπου έτη ως Καθηγητής εις την Ιερατικήν Σχολήν «Απόστολος Βαρνάβας», επί πέντε έτη ως Πρόεδρος του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου Λευκωσίας, και επί τρία έτη ως Γραμματεύς της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου, ενώ παραλλήλως από του 1979 μέχρι και του τέλους του 1983, υπηρέτησε την Ιεράν Μονήν Κύκκου ως Μέλος του Ηγουμενοσυμβουλίου αυτής.
Τη 28η Δεκεμβρίου 1983 η Αδελφότης της Ιεράς Μονής Κύκκου εξέλεξεν αυτόν διά μυστικής ψηφοφορίας εις την θέσιν του Ηγουμένου της Μονής και τη 14η Ιανουαρίου 1984 εγένετο εν τη κεντρική Ιερά Μονή Κύκκου η τελετή της ενθρονίσεως αυτού, προεξάρχοντος του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου Α’.
(Διαβάστε εδώ τον λόγο του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου κ. Νικηφόρου κατά την ενθρόνισή αυτού σε Ηγούμενο Κύκκου)
Τη 25η Ιουνίου 2001 ο Δήμος Αθηναίων απένειμεν εις αυτόν την Ανωτάτην Τιμητικήν Διάκρισιν αυτού διά το πολυσχιδές έργον αυτού.
Τη 18η Φεβρουαρίου 2002 εξελέγη υπό της Ιεράς Συνόδου Επίσκοπος Κύκκου, χειροτονηθείς και ενθρονισθείς τη 24η Φεβρουαρίου 2002.
(Διαβάστε εδώ τον ενθρονιστήριο λόγο του Σεβασμιωτάτου Επισκόπου Κύκκου κ. Νικηφόρου)
(Διαβάστε εδώ τον ενθρονιστήριο λόγο του Σεβασμιωτάτου Επισκόπου Κύκκου κ. Νικηφόρου)
Τη 9η Μαΐου 2007 εξελέγη παμψηφεί υπό της προς τούτο συνελθούσης κληρικολαϊκής Εκλογικής Συνελεύσεως Μητροπολίτης της νεοσυστάτου Μητροπόλεως Κύκκου και Τηλλυρίας, εγκαθιδρυθείς εις την έδραν αυτού τη 13η Μαΐου 2007.
(Για τον ενθρονιστήριο λόγο του Σεβασμιωτάτου και για περισσότερες πληροφορίες για την ενθρόνιση αυτού μπορείτε να βρείτε εδώ)
Διετέλεσεν επί τριετίαν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Πανεπιστημίου Κύπρου και νυν τυγχάνει μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου.
Το Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τη 3η Ιουνίου 2008 και το Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών τη 23η Οκτωβρίου 2008 ανηγόρευσαν αυτόν, αντιστοίχως, εις Επίτιμον Διδάκτορα αυτών.
Το Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τη 3η Ιουνίου 2008 και το Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών τη 23η Οκτωβρίου 2008 ανηγόρευσαν αυτόν, αντιστοίχως, εις Επίτιμον Διδάκτορα αυτών.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ
ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΚΥΚΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΛΛΥΡΙΑΣ
ΚΑΙ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ
ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΥΚΚΟΥ
κ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ
ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΚΥΚΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΛΛΥΡΙΑΣ
ΚΑΙ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ
ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΥΚΚΟΥ
κ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ
«Σπουδή γάρ εὐφυΐᾳ συνέδραμεν, ἐξ ὧν ἐπιστῆμαι καί τέχναι καί κράτος ἔχουσι».
Ἄν ὁ εὔστοχος αὐτός λόγος τοῦ Γρηγορίου Θεολόγου ἔχει διαχρονική δύναμη, καί ἔχει, τότε αὐτός ὁ λόγος ἰδιαίτερα ἰσχύει καί στήν περίπτωση τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτη Κύκκου καί Τηλλυρίας καί Ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Βασιλικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Κύκκου. Στό πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ κ. Νικηφόρου «ἔχουσι κράτος αἱ τέχναι καί αἱ ἐπιστῆμαι», ἀφοῦ στήν προσωπικότητα καί τό ἔργο του παρατηρεῖται καί λειτουργεῖ ἁρμονική συνδρομή τῆς σπουδῆς καί τῆς εὐφυΐας.
Ο Πανιερώτατος ἀποτελεῖ δυναμική, πολυδιάστατη καί διορατική, αὐτόφωτο προσωπικότητα, ἡ ὁποία ὑπερακοντίζει τά στενά ὅρια τῆς ἐποχῆς της καί καθίσταται ἀγέραστη διαχρονικά. Ἡ διακρίβωση τούτη δέν ἀποτελεῖ ἔξαρση ὑπερβολῆς, οὔτε καί συνιστᾶ σχῆμα ρητορείας. Τοῦ λόγου τό σαφές καταμαρτυρεῖ τό πολυμερές τοῦ προσώπου του καί τό συνακόλουθο τοῦ ἔργου του, τό ὁποῖο δέν περιορίζεται στά ἐκκλησιαστικά πλαίσια καί δρώμενα, ἀλλά θεραπεύει παραγωγικά πολλούς τομεῖς τῆς ἐκκλησιαστικῆς πράξης καί ζωῆς, τῆς Θεολογικῆς ἐπιστήμης, τῶν γραμμάτων καί τῶν τεχνῶν καί γενικά τῆς ἀνθρώπινης καί πανανθρώπινης ζωῆς.
Ὁ Κύκκου Νικηφόρος φέρει, μεταφέρει καί προσφέρει τόν οἰκουμενικό ἄνθρωπο, ὅπως ὁ ἀρχαῖος στωικός νοῦς τόν συνέλαβε καί ὅπως ὁ Χριστός στή νέα οἰκονομία τόν προτύπωσε καί τόν πραγματοποίησε. Παρά τό περιορισμένο σέ γεωγραφική ἔκταση τῆς νήσου Κύπρου, τοῦ νότου τούτου τῆς ἐσχατιᾶς τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τῆς Εὐρώπης, αὐτή ἡ σμίκρυνση δέν στάθηκε ἐμπόδιο στό εὖρος τοῦ ἔργου, τό ὁποῖο ὡς Ἐπίσκοπος καί Ἡγούμενος παρήγαγε καί ἐξακολουθεῖ νά παράγει, ὥστε νά καταστεῖ αὐτός γνωστός στούς «ἐγγύς καί στούς μακράν».
Ὅταν ὁ μακαριστός πατέρας του Ἀθανάσιος, τόν συνόδευσε, γιά νά τον παραδώσει στή σκέπη τῆς Παναγίας τῆς Ἐλεούσας τοῦ Κύκκου (1960), μετά τήν ἀποφοίτησή του ἐκ τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου τῆς κοινότητας Κρήτου Μαρόττου τῆς ἐπαρχίας Πάφου, καί ἀφοῦ μετά ἀπό λίγο διαμεσολάβησε καί τό θλιβερό γεγονός τοῦ θανάτου τῆς προσφιλοῦς μητέρας του Μαρίας, ἡ ὁποία καί ἐγκατέλιπε ἑπτά ὀρφανά παιδιά, τά ὁποία ἐπάξια ἀνέθρεψε ὁ ἥρωας πατέρας του, ὁ τότε Ἡγούμενος Κύκκου Χρυσόστομος, ἐγκρίνοντας τήν ὡς δόκιμο ἔνταξή του στή Μονή, μεταξύ ἄλλων, ἄκων προφήτευε: «Ποῦ ξέρετε, ἄν αὐτός ὁ μικρός δέν γίνει αὔριο ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς», καί ὄχι μόνο, συμπληρώνομε ἐμεῖς.
Καί ὁ πανσθενουργός Κύριος καί ἡ χάρη τῆς Παναγίας τῆς Κυκκώτισσας ἀξίωσαν τόν τότε Νεοκλή, αὐτό ἦταν τό κατά κόσμο ὄνομά τοῦ, νά ὑπηρετήσει εὐδόκιμα, στήν ἀρχή, γιά 6 χρόνια στή Μονή τῆς μετανοίας του, νά φοιτήσει, στή συνέχεια, στό Λύκειο Κύκκου στή Λευκωσία, νά χειροτονηθεῖ διάκονος στίς 6 Ἀπριλίου 1969, ὑπό τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, νά φοιτήσει τό 1970 στή Νομική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καί τό 1974 στή Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν, καί ἀκολούθως νά ἀποφοιτήσει, ἀριστεύοντας, καί ἀπό τίς δύο πιό πάνω Σχολές.
Ἡ σπουδή καί ἡ εὐφυΐα τοῦ τότε διακόνου Νικηφόρου συντέλεσαν στή χειροτονία του σέ πρεσβύτερο στίς 8 Σεπτεμβρίου 1979 καί στήν ἀνάδειξή του σέ Ἀρχιμανδρίτη ὑπό τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Α’ καί στήν ἀνάθεση σ’ αὐτόν, σταδιακά, καθηκόντων, ὡς Καθηγητῆ τῆς Ἱερατικῆς Σχολῆς «Ἀπόστολος Βαρνάβας», γιά ἕξι χρόνια, ὡς Προέδρου τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, γιά πέντε χρόνια, καί ὡς Γραμματέα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου, γιά τρία χρόνια.
Ἡ ἐκτίμηση καί ἡ ἐμπιστοσύνη τῶν Πατέρων τῆς τροφοῦ Μονῆς του, στήν ἤδη ἀναδεικνυόμενη καί προβαλλόμενη προσωπικότητά του, τόν ἀναγόρευσε ὡς μέλος τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου τό 1979, γιά νά κορυφωθεῖ τό κῦρος καί ἡ ἀκτινοβολία τοῦ Ἀρχιμανδρίτη Νικηφόρου στίς 28 Δεκεμβρίου 1983, μέ τήν ἐκλογή του ἀπό τήν Ἀδελφότητα τῆς Μονῆς του ὡς Ἡγουμένου τῆς ἐπί ἐννεακοσίων καί πλέον ἐτῶν ἀδιάλειπτης ζωῆς καί προσφορᾶς τῆς μεγίστης Ἱερᾶς Βασιλικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς τῆς Ἐλεούσας τοῦ Κύκκου.
Μέ τόν τρόπο αὐτό εἰσέρχεται ὁ Ἡγούμενος Νικηφόρος σ’ ἕνα στάδιο ζωῆς μακρᾶς, περιπετειώδους ἀλλά καί ἔνδοξης, ὑπό τήν ἐκκλησιαστική ἔννοια τοῦ ὅρου. Αἰσθάνεται βαρύ τό φορτίο τῆς διακονίας του καί τό δρόμο δύσβατο, τραχύ καί τεθλιμμένο. Ἔτσι, ἀναλαμβάνει τήν Ἡγουμενία καί καταθέτει στόν ἐνθρονιστήριο λόγο του, στίς 14 Ἰανουαρίου 1984:
«Γνωρίζω ὅτι ὁ ὁδός τῆς ζωῆς μου ἀπό σήμερον δέν εἶναι ἀνθόσπαρτος. Εἶναι ὁδός μαρτυρίου –viadolorosa- καί σταυροῦ. Ἀλλά ἐλπίζω καί χαίρω, διότι εἶναι καί ὁδός θριαμβική, ἀφοῦ ἐμπράκτως τήν ὅδευσε πρῶτος ὁ «υἱός τοῦ ἀνθρώπου», ὁ σταυρωθείς καί ἀναστάς Κύριος»
Ὡς Ἡγούμενος ὁ Νικηφόρος ἀναλαμβάνει καί ἐπιλαμβάνεται τῶν ἔργων τῆς Μονῆς, ὥστε νά συνεχίσει καί νά αὐξήσει καί νά πολυπλασιάσει τήν ἐκκλησιαστική, ἐθνική, παιδευτική, πολιτιστική, φιλανθρωπική ἱστορία καί παράδοσή της. Γνωρίζει πώς ὀφείλει νά ἀνταποκριθεῖ στίς προκλήσεις τῶν καιρῶν, ὄχι μόνο τοῦ σήμερα ἀλλά καί τοῦ αὔριον.
Μέ τή διορατικότητα, ἡ ὁποία τόν διακρίνει, τό εὔτολμο καί ριψοκίνδυνο τοῦ χαρακτήρα του, ἀλλά καί μέ τήν παρρησία καί «τήν θεοφρούρητον σύνεσίν» του, κατά τό Μ. Φώτιο, ἀναμετρᾶ τό προσδοκώμενο ἔργο, τό ἐπιμετρᾶ καί προβαίνει μεθοδικά καί θεαματικά στήν ἐκτέλεσή του, ἀξιοποιώντας, ὡς σοφός οἰκονόμος, τούς πόρους τῆς Μονῆς, ἄνευ τῶν ὁποίων, κατά τήν παροιμιώδη φράση τοῦ ἀρχαίου ρήτορα Δημοσθένη,
«οὐδέν ἐστι γενέσθαι τῶν δεόντων».
Καί ἄς μή θεωρηθεῖ, ἐπί τοῦ προκειμένου, ὅτι ἡ μέριμνα τούτη συνέπνιξε τά ὁράματά του ἤ ἀποξήρανε τήν ἰκμάδα τῆς διακονίας καί τοῦ ζήλου του.
Στήν ἀρχή ἀνασκευάζει καί ἀναπαλαιώνει τό σύνολο κτιριακό συγκρότημα καί τό καθολικό τῆς Μονῆς του, ἕνα ἔργο ζωῆς τεράστιο, τό ὁποῖο ἔχρηζε ἄμεσης ἐπισκευῆς καί συντήρησης. Ἐπιλέγει ἄριστους τεχνίτες, οἱ ὁποῖοι, κατ’ ἐντολή καί σχεδιασμό δικό του, σέβονται τόν περιβάλλοντα χῶρο καί ἐμπλουτίζουν μέ εἰκονικές ἀποτυπώσεις, ἀπό χρώματα καί ψηφίδες, τόσο τό καθολικό, ὅσο καί τούς ἐκτός τοῦ ναοῦ χώρους, μέ θεματολόγιο ἀπό τόν ἔκπληκτο βιβλικό, ἐκκλησιαστικό πλοῦτο καί τήν ἱστορία τῆς Μονῆς. Οἱ προσκυνητές καί οἱ ἐπισκέπτες σήμερα παραμένουν ἐκστατικοί ἀπό τίς θαυμάσιες ἀπεικονίσεις, οἱ ὁποῖες φιλότεχνα κοσμοῦν τή Μονή, καί ἀποβαίνουν ἡ σιωπώσα διδασκαλία καί φωνή τοῦ ὀρθόδοξου πλούτου.
Στήν ἀρχή ἀνασκευάζει καί ἀναπαλαιώνει τό σύνολο κτιριακό συγκρότημα καί τό καθολικό τῆς Μονῆς του, ἕνα ἔργο ζωῆς τεράστιο, τό ὁποῖο ἔχρηζε ἄμεσης ἐπισκευῆς καί συντήρησης. Ἐπιλέγει ἄριστους τεχνίτες, οἱ ὁποῖοι, κατ’ ἐντολή καί σχεδιασμό δικό του, σέβονται τόν περιβάλλοντα χῶρο καί ἐμπλουτίζουν μέ εἰκονικές ἀποτυπώσεις, ἀπό χρώματα καί ψηφίδες, τόσο τό καθολικό, ὅσο καί τούς ἐκτός τοῦ ναοῦ χώρους, μέ θεματολόγιο ἀπό τόν ἔκπληκτο βιβλικό, ἐκκλησιαστικό πλοῦτο καί τήν ἱστορία τῆς Μονῆς. Οἱ προσκυνητές καί οἱ ἐπισκέπτες σήμερα παραμένουν ἐκστατικοί ἀπό τίς θαυμάσιες ἀπεικονίσεις, οἱ ὁποῖες φιλότεχνα κοσμοῦν τή Μονή, καί ἀποβαίνουν ἡ σιωπώσα διδασκαλία καί φωνή τοῦ ὀρθόδοξου πλούτου.
Τό ὅραμα τοῦ Κύκκου Νικηφόρου, ὅμως, εἶναι ἡ ἵδρυση ἑνός Πολιτιστικοῦ Ἱδρύματος στόν Ἀρχάγγελο Λευκωσίας, τό ὁποῖο θά ἀποτελέσει σταθμό στά γράμματα, στήν παιδεία, στήν ἐπιστήμη, καί γενικότερα, στόν πολιτισμό. Γι’ αὐτό, καί ἐξαιτίας τοῦ πολυεπίπεδου τούτου Κέντρου ἀλλά καί τῆς σύνολης ἐκκλησιασικῆς καί πολιτιστικῆς του προσφορᾶς, ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου ὑπό τήν προεδρία τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Α’, στίς 18 Φεβρουαρίου 2002, τόν ἐκλέγει Ἐπίσκοπο Κύκκου, γιά νά ἀκολουθήσει, στίς 9 Μαΐου 2007, ἡ παμψηφεί ἄξια ἐκλογή του ὑπό τῆς κληρικολαϊκῆς σύναξης ὡς Μητροπολίτη Κύκκου καί Τηλλυρίας.
Τό πολυδύναμο αὐτό Ἵδρυμα, ἔπειτα ἀπό σύντονους καί καλά μελετημένους σχεδιασμούς, γίνεται πραγματικότητα. Προσλαμβάνεται ἐξειδικευμένο προσωπικό, τό ὁποῖο, σέ ἀρκετές περιπτώσεις ὁ ἴδιος ὁ Ἡγούμενος προετοιμάζει, χορηγώντας ὑποτροφίες σέ ἄπορους ἀλλά ἐπιμελεῖς νέους.
Σήμερα, κάτω ἀπό τήν ὀμπρέλλα τοῦ Πολιτιστικοῦ Ἱδρύματος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, στεγάζονται καί λειτουργοῦν:
1. Τό Κέντρο Μελετῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, τό ὁποῖο ἱδρύθηκε τό 1986 καί ἔχει πραγματοποιήσει μέχρι τώρα πάνω ἀπό ἑκατό αὐτοτελεῖς ἐπιστημονικές ἐκδόσεις, σχετικές μέ τήν κυπριακή μοναστηριολογία, τήν ἐκκλησιαστική γραμματεία, τή βυζαντινή τέχνη, τή μουσικολογία κ. ἄ. Ἐκφραστικό ὄργανό του εἶναι ἡ Ἐπετηρίδα του, πού περιλαμβάνει μελέτες, ἀναφερόμενες στήν ἱστορία τῆς Μονῆς Κύκκου, καθώς καί σέ πολλές ἄλλες πτυχές τῆς ζωῆς τοῦ νησιοῦ, ὅπως τήν ἁγιολογία, τήν ἱστορία τῆς κυπριακῆς ἐκπαίδευσης, τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, τήν κωδικολογία – παλαιογραφία καί διάφορα ἄλλα θέματα. Στό Κέντρο Μελετῶν λειτουργεῖ μεγάλη βιβλιοθήκη, ἐνῶ μία δεύτερη λειτουργεῖ στή Μονή Κύκκου, ἡ ὁποία καί διαθέτει δεκαεπτά χιλιάδες τόμους βιβλίων, ἀπό τά ὁποῖα δύο χιλιάδες εἶναι παλαίτυπα. Περιλαμβάνει ἐπίσης Ἀρχεῖο Ἑλληνικῶν Ἐγγράφων καί Ἀρχεῖο Ὀθωμανικῶν Ἐγγράφων, ὅπως καί σπάνιες σειρές περιοδικῶν τῆς Κύπρου καί τοῦ μείζονος Ἑλληνισμοῦ. Ἡ βιβλιοθηκονομία τούτη ἀποτελεῖ ἔργο τῆς μέριμνας τοῦ Κύκκου Νικηφόρου.
Οἱ ἐκδόσεις τοῦ Κέντρου Μελετῶν ἀποδεικνύουν, τόσο τά εὐρύτερα ἐπιστημονικά ἐνδιαφέροντά του, ὅσο καί τή συμβολή του στήν ἀνάπτυξη τῆς κυπρολογικῆς ἐπιστήμης, καί διαχωρίζονται σέ ἕντεκα σειρές:
1. Γενικά Ἔργα περί τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου
2. Ἀρχεῖο Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου
3. Πηγές τῆς ἱστορίας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου
4. Μετόχια Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου
5. Θεολογικά Δοκίμια
6. Περί Κύπρου
7. Διδακτορικές Διατριβές
8. Γενικά Ἔργα
9. Κλασική Ὀρθόδοξος Μελουργία
10. Πρακτικά Συνεδρίων καί 11. Ἀφιερωματικοί Τόμοι.
2. Τό Κέντρο Θησαυροῦ τῆς Κυπριακῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας, τό ὁποῖο ἱδρύθηκε τό 1993 καί ἔχει ὡς ἔργο του τήν καταγραφή σέ τράπεζα δεδομένων τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας τῆς Κύπρου ἀπό τούς ἀρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα, κατά τό πρότυπο τοῦ ThesaurusLinguaeGraecae, ἀποτελεῖ ἕνα ἄλλο τεκταινόμενο ἐπίτευγμα τοῦ Κύκκου Νικηφόρου. Γιά τό σκοπό αὐτό ἔχει προσληφθεῖ καί ἐργάζεται ἄοκνα ἕνα ἐπιτελεῖο ἀπό ἔγκριτους γλωσσολόγους ἀκαδημαϊκούς καί μή.
3. Τό Μουσεῖο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, ἕνα κόσμημα καλλιτεχνίας καί ἔκφρασης, εἶναι ὁ καρπός μιᾶς ἐπίπονης προσπάθειας τοῦ τότε Ἡγουμένου καί νῦν Μητροπολίτη Νικηφόρου. Στεγάζεται στήν κεντρική Ἱερά Μονή Κύκκου καί λειτουργεῖ μέ βάση τίς σύγχρονες διεθνεῖς προδιαγραφές μουσειολογίας. Στίς συλλογές του περιλαμβάνονται οἱ ἐναπομείναντες ἀπό τίς διαρκεῖς συλήσεις τῶν κατά καιρούς κατακτητῶν τῆς Κύπρου ἀνεκτίμητης ἀξίας ἐκκλησιαστικοί καί ἀρχαιοελληνικοί θησαυροί, καί ὄχι μόνο.
Νά σημειωθεῖ πρέπει ἐδῶ ὅτι ὁ Μητροπολίτης Νικηφόρος ἔντονα ἐνδιαφέρεται καί γιά τούς θησαυρούς τῆς κατεχόμενης Κύπρου, τούς ὁποίους ἐμπορεύονται Τοῦρκοι καί ἄλλοι ἀρχαιοκάπηλοι, καί γιά τήν ἐπαναπόκτησή τους καταβάλλει σημαντικό κόπο καί χρῆμα.
Ἀπόδειξη τοῦ ἐνδιαφέροντος καί τοῦ πολιτιστικοῦ ἔργου τοῦ Κύκκου Νικηφόρου, καί ἰδιαίτερα γιά τούς κατεχόμενους θησαυρούς τῆς Κύπρου καί τόν ἄμεσο κίνδυνο καταστροφῆς τους ἀπό τούς Ἀττίλες, ἀποτελοῦν καί οἱ σχετικές ἐκδόσεις καί Ἐκθέσεις τοῦ Κέντρου Μελετῶν, μέ θεματολόγιο: «Τά θρησκευτικά μνημεῖα στήν Τουρκοκρατούμενη Κύπρο: Ὄψεις καί πράξεις μιᾶς συνεχιζόμενης καταστροφῆς». Μιά ἔκπληκτη μάλιστα ἔκθεση μέ τοῦτο τό περιεχόμενο καί μέ πραγματικά ντοκουμέντα ξεκίνησε ἀπό τίς Βρυξέλλες (30 Ἰουνίου 2008), πέρασε ἀπό τό Μουσεῖο Βυζαντινοῦ Πολιτισμοῦ Θεσσαλονίκης, ἀκολούθησε ἄλλες εὐρωπαϊκές πρωτεύουσες καί ἔφθασε μέχρι τίς ΗΠΑ. Ἐξαιτίας τῶν Ἐκθεμάτων καί τῆς παρουσίασης τοῦ θέματος-προβλήματος αὐτοῦ σέ ἐπίσημα διεθνῆ βήματα καί ἀπό τόν ἴδιο τό Μητροπολίτη Κύκκου, πολλοί, ἰδίως, ἐπίσημοι φορεῖς τοῦ εὐρωπαϊκοῦ γίγνεσθαι ἀλλά καί ἑκατοντάδες χιλιάδες θεατές καί ἀκροατές ἐξέφρασαν τήν ἀνησυχία τους γιά τό συντελούμενο καθημερινά ἀφανισμό τοῦ εὐρωπαϊκοῦ καί πανανθρώπινου τούτου πολιτισμοῦ.
4. Τά Ἐργαστήρια Συντήρησης ἱερῶν κειμηλίων καί ἐκκλησιαστικῶν ἀντικειμένων, μιά ἄλλη σημαντική πτυχή τοῦ ἔργου του, φιλοξενοῦνται στό νεόδμητο καί γιά τό σκοπό αὐτό κατάλληλα διασκευασμένο κτίριο καί λειτουργοῦν στόν Ἀρχάγγελο Λευκωσίας μέ ἄρτια καταρτισμένο καί ἐξειδικευμένο ἐπιστημονικό προσωπικό. Σ’ αὐτά συντηροῦνται παλαίτυπα, χειρόγραφα καί ἔντυπα, εἰκόνες, ψηφιδωτά, ξυλόγλυπτα, ὑφάσματα, πίνακες, ἄμφια, εἴδη λαϊκῆς τέχνης, ἀρχιτεκτονικῆς κ.ἄ. Τά Ἐργαστήρια ἀναλαμβάνουν ἐπίσης τήν προστασία τοιχογραφιῶν, τή συντήρηση καί ἐπιχρύσωση τέμπλων καί ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν εἰδῶν καί συμμετέχουν σέ διεθνεῖς, κυρίως, ἐκδηλώσεις μέ διάφορα ἐκθέματα. Ἔργο τῶν ἐν λόγῳ ἐργαστηρίων εἶναι καί ἡ ἀποκατάσταση ἤ ἀναπαλαίωση παλαιῶν ναῶν ἤ Μετοχίων, ὅπως τό τῆς Παναγίας τοῦ Σίντη, στήν Πάφο, τό ὁποῖο, στό παρελθόν, ἄκριτα καί ἀδόκιμα πωλήθηκε σέ ἰδιώτη, γιά νά ἀγορασθεῖ ἀπό τό Μητροπολίτη, καί νά βραβευθεῖ ἡ ἀναστύλωσή του ἀπό τήν «Ἐουρώπα Νόστρα».
5. Τό Διεθνές Βῆμα συνάντησης Θρησκειῶν καί Πολιτισμοῦ καί ἡ μετεξέλιξή του σέ Παγκόσμιο Βῆμα Θρησκειῶν καί Πολιτισμῶν ἀποτελεῖ ἕνα τόλμημα καί ἐπίτευγμα μέ παγκόσμιες διαστάσεις τοῦ Πανιερωτάτου καί διερμηνεύει καί ἐφαρμόζει τό οἰκουμενικό κήρυγμα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὥστε νά προσεγγίζει διαλογικά καί σωστικά «πάντα ἄνθρωπον» «εἰς πάντα τά ἔθνη». Τό κυριακό λόγιο «ὁμοία ἐστίν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν σαγήνῃ βληθείσῃ εἰς τήν θάλασσαν καί ἐκ παντός γένους συναγαγούσῃ» (Ματθ. ιγ’ 47), ἀσφαλῶς καί ὑπῆρξε ἡ κύρια αἰτία καί ἔννοια τοῦ ἐγχειρήματός του τούτου.
5. Τό Διεθνές Βῆμα συνάντησης Θρησκειῶν καί Πολιτισμοῦ καί ἡ μετεξέλιξή του σέ Παγκόσμιο Βῆμα Θρησκειῶν καί Πολιτισμῶν ἀποτελεῖ ἕνα τόλμημα καί ἐπίτευγμα μέ παγκόσμιες διαστάσεις τοῦ Πανιερωτάτου καί διερμηνεύει καί ἐφαρμόζει τό οἰκουμενικό κήρυγμα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὥστε νά προσεγγίζει διαλογικά καί σωστικά «πάντα ἄνθρωπον» «εἰς πάντα τά ἔθνη». Τό κυριακό λόγιο «ὁμοία ἐστίν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν σαγήνῃ βληθείσῃ εἰς τήν θάλασσαν καί ἐκ παντός γένους συναγαγούσῃ» (Ματθ. ιγ’ 47), ἀσφαλῶς καί ὑπῆρξε ἡ κύρια αἰτία καί ἔννοια τοῦ ἐγχειρήματός του τούτου.
Ἔτσι διαμέσου τοῦ Παγκοσμίου τούτου Βήματος σκοπεῖται καί λειτουργεῖ μία συνάντηση, μέ τή μορφή Συνεδρίων καί Συνδιασκέψεων ἐπί παγκοσμίου ἐπιπέδου, καί μέ ἐκπροσώπους τῶν διαφόρων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, Ὁμολογιῶν, Θρησκειῶν καί πολιτισμῶν, προκειμένου νά ὑπάρξει προσέγ-γιση καί γόνιμος διάλογος καί ἐπικοινωνία μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί ἀλληλοκατανόηση καί ἀπάμβλυνση ἤ ἀπό κοινοῦ ἀντιμετώπιση διαφόρων προβλημάτων καί ζητημάτων, τά ὁποῖα ἀπασχολοῦν ἤ καί ταλανίζουν τόν ἄνθρωπο σέ παγκόσμιο ἤ καί τοπικό ἐπίπεδο.
Τό 2007 καθιερώθηκε ἀπό τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση ὡς ἔτος κατά τῶν διακρίσεων. Ἀλλά τό diversityagainstdiscrimination πρόλαβε καί τό καθιέρωσε ὁ Κύκκου Νικηφόρος. Καί γιά μᾶς, τούς Ἕλληνες τῆς Κύπρου, τοῦτο προέχει, γιατί λειτουργεῖ ὡς καταλύτης, ὥστε νά ὑπερβοῦμε ἑλληνοκύπριοι καί τουρκοκύπριοι τό φράγμα τῆς προκατάληψης καί νά ἀνοίξουμε, ἐπί τέλους, τήν πόρτα τῆς ἐπαναπροσέγγισης καί ἁρμονικῆς συμβίωσης, κάτι γιά τό ὁποῖο ἔντονα νοιάζεται ὁ Πανιερώτατος. Τοῦτος ὁ ὁραματισμός δέν σημαίνει, ὅτι μπορεῖ νά γίνεται ἐπί ζημίᾳ ἤ ἐπί ἐκπτώσει τῶν δικαίων τοῦ Κυπριακοῦ Ἑλληνισμοῦ. Τοῦ λόγου τό ἀσφαλές ἀποδεικνύει τό γεγονός ὅτι ὁ Κύκκου Νικηφόρος χρηματοδότησε γιά τήν ἐπικράτηση τοῦ ΟΧΙ στό σχέδιο Ἀνάν.
6. Μέσα στά πλαίσια τῶν δραστηριοτήτων καί ἐπιτευγμάτων τοῦ Μητροπολίτη Κύκκου καί Τηλλυρίας κ. Νικηφόρου ἐντάσσεται καί τό ἔμπρακτο ἐνδιαφέρον του, γιά τήν καλλιέργεια καί ἄσκηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ψαλτικῆς τέχνης. Ἡ Σχολή Βυζαντινῆς Μουσικῆς τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία λειτουργεῖ καί παραδίδει δωρεάν μαθήματα, στή Λευκωσία, μέ παραρτήματά της σέ ἄλλες περιοχές καί μάλιστα τῆς ὀρεινῆς Κύπρου, καί ὁ Βυζαντινός Χορός της ὁ ὁποῖος, λόγῳ καί τῶν παραστάσεών του στό ἐξωτερικό, ἀποτελοῦν σταθμό στά ἐκκλησιαστικά μουσικά πράγματα τῆς Κύπρου, καί ὄχι μόνο, πιστώνουν τόν ἅγιο Κύκκου.
7. Στήν Κύπρο, καί γιά τήν Κύπρο, ἰδιαίτερα, ἡ Ἱερά Μονή Κύκκου ἀποτελεῖ, γιά αἰῶνες τώρα, ἕνα καθοριστικό μέγεθος, τό ὁποῖο πορεύεται καί λειτουργεῖ μέ τό λαό της καί συνιστᾶ καί ὁρίζει τή φυσιογνωμία, τήν πνευματική ζωή, τήν παιδεία, τόν πολιτισμό, τούς ὁραματισμούς, ἀλλά καί ἀναπαύει τούς πόνους καί τούς στεναγμούς τοῦ λαοῦ της.
Ὁ Κύκκου Νικηφόρος φέρει καί βαστάζει τό ἱστορικό τοῦτο πολυποίκιλο καί πολυσήμαντο βάρος καί χρέος καί πρωτοπορεῖ, ἀνεβάζοντας τόν ἱστορικό πῆχυ σέ ἀνώτερες κλίμακες μέ σημαντικά καί καίρια ἀνοίγματα, στό τοπικό καί στό παγκόσμιο γίγνεσθαι, τά ὁποῖα καί τόν καθιστοῦν ἐκκλησιαστική καί παγκόσμια προσωπικότητα στά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας, τῆς παιδείας, τοῦ πολιτισμοῦ καί τοῦ ἀνθρωπισμοῦ.
Καί εἶναι μέσα σ’ αὐτά τά πλαίσια, πού τόν συναντοῦμε νά ἐνισχύει ποικιλότροπα τά παλαίφατα καί ἄλλα Πατριαρχεῖα καί τοπικές Ἐκκλησίες, τήν Ὀρθόδοξη ἐξωτερική ἱεραποστολή, τήν ὀργάνωση ἀνθρωπιστικῶν ἀποστολῶν μέ χρήματα, φάρμακα, τρόφιμα, ροῦχα καί ἄλλα εἴδη στή Σερβία, Λίβανο, Σρί Λάνκα, Μπουκέτ καί ἀλλοῦ. Καί εἶναι γι’ αὐτό τό λόγο πού χρηματοδοτεῖ τήν ἐξ ὁλοκλήρου ἀνοικοδόμηση τοῦ κτιρίου τῆς ἀρτισύστατης Μητροπόλεως Ταμασοῦ καί Ὀρεινῆς καί καλύπτει τό μισθολόγιο τοῦ προσωπικοῦ της, ἤ ἐνισχύει οἰκονομικά τήν ἀνέγερση καί λειτουργία ναῶν καί Ἱερῶν Μονῶν ἤ συνδράμει τήν ἀνέγερση καί τόν ἐξοπλισμό Σχολικῶν μονάδων στήν Κύπρο καί τό ἐξωτερικό, ἤ συνεργεῖ στήν ἵδρυση καί οἰκονομική ἐνίσχυση ἀκαδημαϊκῶν ἑδρῶν, σέ ξένα πανεπιστήμια, ὥστε νά διδάσκεται ἡ ἑλληνική γλώσσα. Καί εἶναι γι’ αὐτό τό λόγο πού οἱ πέριξ τῆς Μονῆς Κύκκου κοινότητες τῆς ὑπαίθρου καί ἡ ὀρεινή Μητροπολιτική του Περιφέρεια ἐπιβιώνουν, χάρις στά ἔργα ἀνάπτυξης, οἰκονομίας, βιομηχανίας καί παιδείας, πού ὁ ἴδιος δημιούργησε στή Μονή καί στήν περιοχή.
Καί εἶναι γι’ αὐτό τό λόγο, πού ἵδρυσε καί στέγασε σέ εἰδικό χῶρο τό Κέντρο Κοινωνικῆς καί Πνευματικῆς Στήριξης, καί στό ὁποῖο εἰδικά καταρτισμένο ἐπιστημονικό προσωπικό προβαίνει ἐπί συστηματικῆς βάσης στήν προετοιμασία τῶν νέων γιά τή δημιουργία ὑγιῶν οἰκογενειῶν, τή βοήθεια τῶν οἰκογενειῶν ἤ τήν ἠθική, κοινωνική, πνευματική καί οἰκονομική στήριξη κλονιζόμενων ἤ διαλυμένων οἰκογενειῶν, ὀρφανῶν ἤ μονογονεϊκῶν οἰκογενειῶν, ἤ ἐξ ὁλοκλήρου ἐνισχύει οἰκονομικά καί ἠθικά τό Κέντρο Ἡμερήσιας Φροντίδας «Ἐλεούσα τοῦ Κύκκου» , τό ὁποίο ὁ ἴδιος ἵδρυσε, ὅπου εὑρίσκουν ἀνάπαυση καί φροντίδα ἄτομα μέ εἰδικές δεξιότητες. Καί εἶναι γι’ αὐτό τό λόγο πού στηρίζει, ἀναλαμβάνοντας ὅλα τά λειτουργικά ἔξοδα τῆς Ἱερατικῆς Σχολῆς «Ἀπόστολος Βαρνάβας» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ἀπό ὅπου ἀποφοιτοῦν τά κληρικά στελέχη τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας.
Καί εἶναι, τέλος, γι’ αὐτό τό λόγο, πού δίκαια τοῦ ἀπονεμήθηκε τό 2001 ἀπό τόν τότε Δήμαρχο Ἀθηναίων Δημήτρη Ἀβραμόπουλο τό χρυσό μετάλλιο τῆς πόλης τῶν Ἀθηνῶν γιά τήν προσφορά του στόν Ἑλληνισμό καί τήν Ὀρθοδοξία, καί στίς 2 Ἰουνίου 2008 ἀπό τόν Πρόεδρο τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας Δημήτρη Χριστόφια τό «Βραβεῖο Πολιτιστικῆς Προσφορᾶς Τεύκρου Ἀνθία-Θεοδόση Πιερίδη».
Καί δέν ἀποτελεῖ ὑπερβολή νά διατυπωθεῖ ὅτι ὁ κ. Νικηφόρος συνιστᾶ σέ ὅλα τά θέματα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ὄχι μόνο γιά τήν Κύπρο ἀλλά καί γιά ἄλλους τόπους καί τομεῖς, κατά τή ρήση τοῦ Γρηγορίου Θεολόγου, «τόν γενναῖον τῆς ἀληθείας ἀγωνιστήν». [Ἡ ἔννοια τῆς ἀλήθειας μέ τήν πολλαπλή της σημασία].
Ἡ «καλή περί τήν παίδευσιν ἀπληστία του», μέ τή γενική καί πανανθρώπινη ἔννοιά της, ἀποτελεῖ τό σιτοβολώνα τῆς ἐνασχόλησής του. Ἡ παιδευτική του τούτη καλλιέργεια καί δίψα, μέ τή στενή ἀλλά καί τήν εὐρύτερη σημασία της, διαδηλώθηκε καί σέ ἐπικίνδυνες ἐκκλησιαστικές κρίσεις στήν Κύπρο, μέ κορύφωμα, τίς πρόσφατες ἀρχιεπισκοπικές ἐκλογές, ὅπου ὁ Κύκκου Νικηφόρος ἔθεσε ὑπεράνω πάντων καί τοῦ ἑαυτοῦ του τό συμφέρον τοῦ λαοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀσφαλῶς ἀποτελεῖ προνόμιο ἡ συνεργασία μαζί του καί τό κέρδος τό ὁποῖο κάποιος ἀποκομίζει, ἰδιαίτερα σέ στιγμές ἔντονης ἀγωνίας καί ἀποφάσεων. Μπροστά στίς ἀνησυχίες, προτάσσει τή νηφαλιότητα. Καί μπροστά στήν ἔκδηλη καί κατάφωρη ἀδικία, ἀκολουθεῖ ἑκούσια τό δρόμο τοῦ μαρτυρίου, «τόν σταυρόν μή ἀπαξιῶν». Καί τοῦ λόγου τήν ἀλήθεια πιστοποιεῖ τό γεγονός, ὅτι ἐπέλεξε πάνω στό δικό του Γολγοθᾶ νά ζήσει τήν ἀνάσταση ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου στίς Ἀρχιεπισκοπικές ἐκλογές.
Καί στό μῶμο, ἰδίως «τῶν κακῶν τῆς Ἐκκλησίας ἡγεμόνων», ὁ ὁποῖος «ἅπτεται οὐ τῶν πολλῶν μόνον, ἀλλά καί τῶν ἀρίστων», ὁ Κύκκου Νικηφόρος ἀντιπροβάλλει τό ἀνεξίκακο καί τό φιλάδελφο, λέγοντας τήν ἐπωδό ὅτι «ὁ Θεός θέλησε νά μᾶς ταπεινώσει ὅλους».
Τό φιλάνθρωπο τῆς ἀγαπώσας καρδίας του τό ἐπέβαλε καί ὡς τό κύριο γνώρισμα καί πολίτευμα τῆς Μονῆς του, νά μονάζουν καί νά ἐργάζονται κοινωνικά τά μέλη τῆς Ἀδελφότητάς του, «ἵνα μήτε τό φιλόσοφον ἀκοινώνητον ᾖ, μήτε τό πρακτικόν ἀφιλόσοφον, ὥσπερ δέ γῆ καί θάλασσα, τά παρ’ ἑαυτῶν ἀλλήλοις ἀντιδιδόντες, εἰς μίαν δόξαν Θεοῦ συντρέχωσι», κατά τό πρόσταγμα καί παράδειγμα τοῦ Μ. Βασιλείου.
Οἱ ἀποφάσεις καί οἱ πράξεις τοῦ Ποιμαντικοῦ Τμήματος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (8 Ἰουνίου 2008) καί τοῦ Τμήματος Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν (23 Οκτωβρίου 2008), νά τοῦ ἀπονέμουν τόν τίτλο τοῦ ἐπίτιμου διδάκτορα, συνιστοῦν ἐκ τῶν πραγμάτων ἔγκριτες καί ἐπιβεβλημένες ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες ἐπιδοκιμάζουν τό ἔργο τοῦ Κύκκου Νικηφόρου καί ἐπιβραβεύουν τό πρόσωπό του, διαδηλώνοντας ταυτόχρονα τό φωτισμένο καί παραγωγικό τῆς ἐκκλησιαστικῆς, καί ὄχι μόνο, διακονίας του. Ταυτόχρονα ὅμως ἀποτελοῦν οἱ ἐνέργειες αὐτές καί κίνηση προβολῆς πρός μίμηση καί παραδειγματισμό, ἰδιαίτερα, τῶν ἐπιγενεστέρων.
Ἀλλά καί γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Κύπρου καί μάλιστα γιά τή μαρτυρική Κύπρο, ἐπειδή πρόκειται περί Ἕλληνα Κυπρίου ἐκκλησιαστικοῦ ἀνδρός, στό πρόσωπο καί στό ἔργο του εὑρίσκει τό πλήρωμά του ὁ «ἐκκλησιαστικός μαικηνισμός». Ἔτσι ὁ Νικηφόρος ἀποτελεῖ καί περιποιεῖ ὕψιστη τιμή, καί γιά τήν Ἐκκλησία καί τήν Πατρίδα, ἀφοῦ γιά τήν Ἐκκλησία καί τήν Πατρίδα δέν ὑπάρχουν αὐτονομήσεις.
Τή διαχρονική προσωπικότητα καί τό ἔργο τοῦ Κύκκου Νικηφόρου ἀδυνατεῖ ὁ παρών πενιχρός λόγος νά ἱστορήσει. Εἰπώθηκαν ἁδρομερῶς ὀλίγα, παρακάμφθηκαν πολλά καί ἱκανά τοῦ ἀνδρός χαρίσματα, γνωρίσματα καί ἐπιτεύγματα. Ὅσα ὅμως κατατέθηκαν ἀποτελοῦν παράθυρα καί διόδους, πού ὁδηγοῦν στήν ἀναγνώριση ἀλλά καί τήν καταξίωση ἑνός σύγχρονου καί μεγάλου ἐκκλησιαστικοῦ, ἐθνικοῦ καί «κοσμοπολίτη», κατά τό στωϊκό προσδιορισμό, ἀνδρός.