«Οι Έλληνες σίγουρα θα έχουν μία δυσκολία να εξηγήσουν τη συμφωνία στους ψηφοφόρους τους».
Με αυτήν τη χαιρέκακη – και γερμανικής κατανάλωσης – ατάκα ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε προσπάθησε να πει στο εσωτερικό της χώρας του, από τη Βουλή της οποίας θα πρέπει να ψηφιστεί η νέα τετράμηνη συμφωνία - γέφυρα για την Ελλάδα, ότι είναι ο μεγάλος νικητής στην αναμέτρηση με τη χώρα των «τεμπέληδων» και «μπαταχτσήδων» του Νότου και την εξτρεμιστική και αυθάδη κυβέρνησή της.
Από τις γερμανικές ειρωνείες που εκστομίστηκαν αυτές τις μέρες κρατάμε ακόμη δύο:
◆ «Το να είσαι στην κυβέρνηση είναι ένα ραντεβού με την πραγματικότητα, και η πραγματικότητα πολλές φορές δεν είναι τόσο όμορφη όσο τα όνειρα» (Σόιμπλε).
◆ «Γελάσαμε ακούγοντάς το, αλλά δεν θελήσαμε να του δώσουμε συνέχεια» (άνθρωπος από το περιβάλλον του Σόιμπλε στον ανταποκριτή του «Βήματος» στο Βερολίνο Νίκο Χειλά ειρωνευόμενος «την προσπάθεια του Γιάνη Βαρουφάκη και του Αλέξη Τσίπρα να παρουσιάσουν το αποτέλεσμα του Eurogroup σαν δική τους νίκη»).
Ο Σόιμπλε φαινόταν βέβαιος για το τι η κυβέρνηση θα δυσκολευόταν να εξηγήσει στην Ελλάδα. Οι αντιδράσεις προσωπικοτήτων της Αριστεράς (Μίκης Θεοδωράκης, Μανώλης Γλέζος) και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ είναι ήδη γνωστές, καθώς αρκετοί θεωρούν ότι η κυβέρνηση υποχώρησε άτσαλα και γρήγορα από βασικές διεκδικήσεις της.
Είναι όμως αμφίβολο το αν οι ενστάσεις αυτές θα παίξουν ρόλο στην εξέλιξη της διαπραγμάτευσης, η οποία μόλις άρχισε και θα διαρκέσει όλο το επόμενο τετράμηνο.
Κάνοντας μια πρώτη αποτίμηση μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε ότι η ελληνική κυβέρνηση επέδειξε ταχεία προσαρμογή στο πλαίσιο που έχουν διαμορφώσει τα προηγούμενα χρόνια τόσο οι δανειακές συμβάσεις με τους Ευρωπαίους και το ΔΝΤ όσο και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι συμφωνίες κορυφής που έχουν δομηθεί εν μέσω της κρίσης (δημοσιονομικό σύμφωνο).
Προφανώς ο Βαρουφάκης ήταν ειλικρινής όταν έλεγε, στην αρχή της διαπραγμάτευσης, ότι αναζητούνται νέοι... ευφημισμοί για να προκύψει ο «έντιμος» και «αμοιβαία επωφελής» συμβιβασμός. Είναι επίσης προφανές ότι η κυβέρνηση έκανε πολλές υποχωρήσεις αποκομίζοντας κέρδη τα οποία είναι σαφώς μικρότερα και υπό όρους. Είναι όμως σαφώς μεγαλύτερα από αυτά που είχαν κατά καιρούς αποσπάσει οι προκάτοχοί της.
Άλλωστε, όπως ο καθένας μπορεί να καταλάβει, η κυβέρνηση Τσίπρα, αμέσως μόλις εξέθεσε τους «μαξιμαλιστικούς» στόχους της στους δανειστές, είδε κατά πρόσωπο το... «θηρίο», που δεν ήταν άλλο από την άμεση και ευθεία απειλή για πιστωτική ασφυξία, η οποία θα την έφερνε πολύ σύντομα αντιμέτωπη με πολύ δυσάρεστα ενδεχόμενα:
◆ Να τρέξει σύντομα παρακαλώντας για μια νέα συμφωνία, εξαιρετικά ετεροβαρή και με πλήρη αποδοχή πολύ σκληρών όρων.
◆ Να αντιμετωπίσει κλειστές τράπεζες και την οργή του κόσμου, που έως τότε τη στήριζε ενθέρμως, με συνέπεια η κυβερνητική επιβίωση να μετατραπεί σε όνειρο θερινής νυκτός.
Πλην όμως σε κάθε περίπτωση μπορεί να δηλώνει – και είναι – κερδισμένη από τη διαπραγμάτευση, διότι έχει πάρει μια ευκαιρία να εφαρμόσει σημαντικό μέρος από την πολιτική που προεκλογικά εξήγγειλε. Υπό τον απαράβατο όρο της... αποτελεσματικότητας βεβαίως.
◆ Το ένα μέρος της συμφωνίας αποτελεί τη σύμπτωση απόψεων του ΣΥΡΙΖΑ (κόμματος - κορμού της κυβέρνησης) και των δανειστών στην καταπολέμηση της διαφθοράς, η οποία φαίνεται να θεωρείται η μόνη εναλλακτική δυνατότητα άντλησης περαιτέρω φορολογικών εσόδων παγκοσμίως. Αλλά και της αναδιοργάνωσης του κράτους, η οποία αποτέλεσε προεκλογική δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ και ταυτοχρόνως απαίτηση των δανειστών, που δεν υλοποιήθηκε από τις προηγούμενες κυβερνήσεις.
◆ Το άλλο μέρος της ίδιας συμφωνίας αποτελεί η μεταφορά των περισσότερων βασικών προβλέψεων του δεύτερου μνημονίου (με κορωνίδα τη «μεταρρύθμιση» του ασφαλιστικού) στη νέα μεταβατική περίοδο, ώστε σε δύο στάδια – τέλος Απριλίου το πρώτο και τέλος Ιουνίου το δεύτερο – να γίνει η αξιολόγηση πρώτα των κοστολογημένων προτάσεων της ελληνικής κυβέρνησης και ύστερα των πεπραγμένων. Μαζί βεβαίως με τη διαπραγμάτευση για το επόμενο πρόγραμμα.
Οι «ευφημισμοί»
Ξεκινώντας τον απολογισμό πρέπει να σημειώσουμε τα εξής στοιχεία:
1. Δεν καταργείται, αλλά μετονομάζεται η τρόικα (Κομισιόν, ΕΚΤ, ΔΝΤ), η οποία στο εξής θα αποκαλείται «θεσμοί». Ερώτημα αποτελούν οι λεπτομέρειες της τυπικής λειτουργίας των «θεσμών», δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο θα λειτουργούν αυτό το μεταβατικό διάστημα οι εκπρόσωποι των επιτηρητών σε σχέση με τους υπουργούς κ.λπ. Όμως η ουσία του ρόλου τους δεν αλλάζει: με αυτούς επιτηρητές θα κλείσει η αξιολόγηση του προηγούμενου μνημονίου, την οποία αρχικά η κυβέρνηση είχε αρνηθεί.
2. Δεν καταργείται, αλλά αλλάζει όνομα το μνημόνιο, το οποίο θα αποκαλείται εφεξής «πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων». Βεβαίως δεν μεταφέρεται αυτούσιο το μνημόνιο στη μεταβατική περίοδο, αφού λείπουν βασικές παράμετροί του. Αυτό άλλωστε σημειώνει και η κατάληξη της επιστολής Ντράγκι προς τον πρόεδρο του Eurogroup για την κυβερνητική πρόταση επί των μεταρρυθμίσεων: «Οι δεσμεύσεις της νέας ελληνικής κυβέρνησης διαφέρουν από αυτές του τρέχοντος προγράμματος σε αρκετά σημεία».
Στην πραγματικότητα λοιπόν υπάρχουν σοβαρές παραχωρήσεις εκ μέρους των δανειστών, οι οποίες προσφέρουν όχι μόνο ανάσα, αλλά και την ευκαιρία στην κυβέρνηση να αποδείξει ότι ένα διαφορετικό πρόγραμμα, εναντίον της λιτότητας και της ύφεσης, μπορεί να είναι εφαρμόσιμο και λειτουργικό. Κάτι που θα της επιτρέψει να μπει με άλλον «αέρα» στην επόμενη και πιο σοβαρή διαπραγμάτευση.
3. Η κυβερνητική πρόταση για το πακέτο μεταρρυθμίσεων έγινε δεκτή από τους δανειστές και τα τρία μέρη της τρόικας, αλλά μόνο ως επαρκής βάση για να αρχίσει η αξιολόγηση. Μάλιστα το ΔΝΤ διά της Κριστίν Λαγκάρντ σημείωσε ότι «δεν είναι ξεκάθαρες οι ελληνικές δεσμεύσεις για τις μεταρρυθμίσεις που αφορούν τις συντάξεις και τον ΦΠΑ, την απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων, τις ιδιωτικοποιήσεις και τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, τις οποίες το ΔΝΤ θεωρεί ζωτικής σημασίας για την επίτευξη των βασικών στόχων του προγράμματος χρηματοδότησης».
Όμως αυτές που σημειώνει η Λαγκάρντ δεν είναι οι μόνες ασάφειες στην επιστολή Βαρουφάκη. Το ότι, ωστόσο, έγιναν αποδεκτές είναι μια νίκη της κυβέρνησης, ιδιαίτερα αν συγκρίνουμε την εν λόγω επιστολή με το περίφημο mail του Χαρδούβελη, το οποίο δεχόταν ρητά και κατηγορηματικά μια σειρά επώδυνα μέτρα. Αν μη τι άλλο, παραμένει ανοιχτό το πεδίο της διαπραγμάτευσης.
Οι υποχωρήσεις
Επί της ουσίας το e-mail του Βαρουφάκη – ακόμη και αν αποδειχθεί τελικά ότι πρόκειται για τυπική και όχι ουσιαστική υποχρέωση – αποδέχεται αρκετά σημεία από την προηγούμενη συμφωνία, παρότι η νέα είναι αρκετά τροποποιημένη. Τα τέσσερα πιο καυτά είναι:
◆ Δεν σταματούν οι τρέχουσες ιδιωτικοποιήσεις ούτε ακυρώνονται οι ήδη διενεργηθείσες, παρότι υπάρχει ένα απειροελάχιστο περιθώριο κινήσεων με την αναφορά ότι «στην περίπτωση που ο διαγωνισμός έχει προκηρυχθεί, η κυβέρνηση θα σεβαστεί τη διαδικασία σύμφωνα με τον νόμο».
◆ Παραπέμπεται στο μέλλον η ρύθμιση για τον κατώτατο μισθό. Συγκεκριμένα: «Η έκταση και ο χρόνος των αλλαγών στον κατώτατο μισθό θα γίνουν με διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους και τους ευρωπαϊκούς και διεθνούς θεσμούς, συμπεριλαμβανομένου και του ILO, ενώ θα ληφθούν υπόψη οι συμβουλές ενός νέου ανεξάρτητου σώματος (independent body) για το αν οι αλλαγές στους μισθούς είναι σε συνάρτηση με τις εξελίξεις στην παραγωγή και την ανταγωνιστικότητα».
◆ Επιπλέον η κυβέρνηση βάζει νερό στο κρασί της για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, καθώς δεσμεύεται για μια «σταδιακή νέα προσέγγιση στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας με ισορροπία μεταξύ ευελιξίας και δικαιοσύνης. Αυτό περιλαμβάνει τη φιλοδοξία (σ.σ.: και όχι τη δέσμευση) για εξορθολογισμό και, σε βάθος χρόνου, την αύξηση του κατώτατου μισθού με έναν τρόπο που θα διαφυλάσσει την ανταγωνιστικότητα και τις προοπτικές της απασχόλησης».
◆ Συνεχίζεται η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος με περαιτέρω σύνδεση των εισφορών και των συντάξεων, στην κατεύθυνση του ανταποδοτικού συστήματος (κόντρα στην προηγούμενη λογική του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία στήριζε την αναδιανεμητική λογική), και προχωράει η ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων, που σημαίνει ότι και τα αυτοχρηματοδοτούμενα ταμεία, τα μη εξαρτώμενα από τον προϋπολογισμό, θα πέσουν στη δίνη της ασφαλιστικής κρίσης. Άλλωστε καταργούνται όλες οι χρεώσεις υπέρ τρίτων, οι οποίες στήριζαν τη λειτουργία των ταμείων αυτών, χωρίς να είναι ακόμη γνωστό από τι – και αν – αντικαθίστανται.
◆ Καταρρίπτεται η – ουτοπική άλλωστε – προγραμματική δέσμευση για χρήση των κεφαλαίων του ΤΧΣ για την ελάφρυνση των «κόκκινων» δανείων, τα οποία θα αντιμετωπιστούν τελικά σε συνεννόηση με τις τράπεζες και τους δανειστές και υπό μια σειρά όρους.
Τα θετικά βήματα
Στον – θετικό – αντίποδα έρχεται η αποδοχή, εκ μέρους των δανειστών και της τρόικας, των προτεινόμενων από την κυβέρνηση παρεμβάσεων σε αρκετά θέματα, έστω και αν αυτά θα περάσουν από την κρησάρα των δανειστών και των επιτηρητών ή η εφαρμογή τους θα κριθεί από τις δημοσιονομικές δυνατότητες. Πρόκειται κυρίως για τα κεφάλαια:
◆ Φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή και αναδιάρθρωση του συστήματος βεβαίωσης και είσπραξης φόρων με στόχο την καταπολέμηση της παραοικονομίας και την αύξηση των εσόδων.
◆ Λειτουργία των ΜΜΕ – καταβολή αντιτίμου στο κράτος σε τιμές αγοράς για τις συχνότητες που χρησιμοποιούν και απαγόρευση λειτουργίας ΜΜΕ με συνεχόμενες ζημιογόνες χρήσεις χωρίς διαφανή ανακεφαλαίωσή τους.
◆ Διαφάνεια στους δημόσιους διαγωνισμούς – με μέτρα που θα εξειδικευθούν.
◆ Παράκαμψη των δεκάδων χιλιάδων απολύσεων στο Δημόσιο, οι οποίες δεν υπάρχουν στο e-mail Βαρουφάκη που έγινε δεκτό από τους δανειστές – αντ’ αυτών η δέσμευση αφορά μισθολογικές ανακατανομές που δεν θα επηρεάσουν τη δημοσιονομική ισορροπία.
◆ Αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Εδώ η εξέλιξη είναι σίγουρα θετική, αφού πρώτη φορά γίνεται αναφορά σε δεσμευτικό κείμενο, αλλά θα πρέπει να δούμε πόσες και ποιες ρυθμίσεις θα επιτραπούν, αφού τα περιθώρια θα εξεταστούν υπό το πρίσμα της δημοσιονομικής ισορροπίας.
Δημιουργική ασάφεια
Στη διάρκεια της τετράμηνης περιόδου που ανοίγει, τον πιο κρίσιμο ρόλο θα παίξει η χρήση – από τις δύο πλευρές – του όρου «ευελιξία», την οποία επικαλέστηκε και ο Ντάισελμπλουμ το βράδυ της Παρασκευής 20 Φεβρουαρίου μετά την κρίσιμη συνεδρίαση και την κατ’ αρχήν συμφωνία μεταξύ των υπουργών Οικονομικών για το θέμα της Ελλάδας. Όπως περιέγραψε στο «Βήμα της Κυριακής» (ρεπορτάζ Ν. Χειλάς) κυβερνητική πηγή της Γερμανίας, το Βερολίνο είναι έτοιμο να κάνει θετική χρήση:
«Όταν λέμε ότι αποδεχόμαστε μια μέγιστη δυνατή ευελιξία εκ μέρους της Αθήνας εντός του τρέχοντος προγράμματος, το εννοούμε στα σοβαρά. Όπως εννοούμε στα σοβαρά ότι συμφωνούμε και με την πρόταση του Έλληνα υπουργού για διατήρηση του 70% του σημερινού προγράμματος και την αντικατάσταση του 30% με μέτρα που θα επιλέξει ο ίδιος».
Ενδιαφέρον είναι το παράδειγμα «ευελιξίας» που χρησιμοποιεί η κυβερνητική αυτή πηγή, το οποίο αφορά τις αποκρατικοποιήσεις.
«Αν η Αθήνα λέει ότι η ιδιωτικοποίηση εταιρειών του Δημοσίου είναι ασύμφορη επειδή δεν βρίσκει αγοραστές, ή επειδή η τιμή πώλησης είναι εξευτελιστική, εντάξει, το αποδεχόμαστε. Τότε όμως πρέπει να αντικαταστήσει το κενό σε έσοδα που προκύπτει από τη μη πώληση με εισπράξεις από την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου τσιγάρων και την πάταξη της φοροδιαφυγής».
Με λίγα λόγια, η... δημιουργική ασάφεια που διακρίνει τη συμφωνία επί του e-mail Βαρουφάκη αφήνει πολλά περιθώρια άσκησης μέρους της πολιτικής της στην ελληνική κυβέρνηση, αλλά και πολλά περιθώρια βέτο στην πλευρά δανειστών και επιτηρητών, οι οποίοι – ας μην το ξεχνάμε –, μπορεί να ενδύθηκαν την προβιά, αλλά παραμένουν λύκοι. Οι οποίοι μάλιστα διαθέτουν το πανίσχυρο όπλο του ελέγχου της ρευστότητας για μια χώρα που βρίσκεται εκτός αγορών.
Από την άλλη πλευρά δεν είναι λίγο να βλέπει κανείς πρώτη φορά, στη λήξη μιας σκληρής διαπραγμάτευσης, ελληνικό χρώμα σε μια συμφωνία με τους λύκους της ευρωζώνης. Ο ένας μήνας κόντρας δεν πήγε χαμένος, όσο και αν η κατάσταση επιβάλλει περισσότερη προσοχή και λιγότερους πανηγυρισμούς...
Με αυτήν τη χαιρέκακη – και γερμανικής κατανάλωσης – ατάκα ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε προσπάθησε να πει στο εσωτερικό της χώρας του, από τη Βουλή της οποίας θα πρέπει να ψηφιστεί η νέα τετράμηνη συμφωνία - γέφυρα για την Ελλάδα, ότι είναι ο μεγάλος νικητής στην αναμέτρηση με τη χώρα των «τεμπέληδων» και «μπαταχτσήδων» του Νότου και την εξτρεμιστική και αυθάδη κυβέρνησή της.
Από τις γερμανικές ειρωνείες που εκστομίστηκαν αυτές τις μέρες κρατάμε ακόμη δύο:
◆ «Το να είσαι στην κυβέρνηση είναι ένα ραντεβού με την πραγματικότητα, και η πραγματικότητα πολλές φορές δεν είναι τόσο όμορφη όσο τα όνειρα» (Σόιμπλε).
◆ «Γελάσαμε ακούγοντάς το, αλλά δεν θελήσαμε να του δώσουμε συνέχεια» (άνθρωπος από το περιβάλλον του Σόιμπλε στον ανταποκριτή του «Βήματος» στο Βερολίνο Νίκο Χειλά ειρωνευόμενος «την προσπάθεια του Γιάνη Βαρουφάκη και του Αλέξη Τσίπρα να παρουσιάσουν το αποτέλεσμα του Eurogroup σαν δική τους νίκη»).
Ο Σόιμπλε φαινόταν βέβαιος για το τι η κυβέρνηση θα δυσκολευόταν να εξηγήσει στην Ελλάδα. Οι αντιδράσεις προσωπικοτήτων της Αριστεράς (Μίκης Θεοδωράκης, Μανώλης Γλέζος) και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ είναι ήδη γνωστές, καθώς αρκετοί θεωρούν ότι η κυβέρνηση υποχώρησε άτσαλα και γρήγορα από βασικές διεκδικήσεις της.
Είναι όμως αμφίβολο το αν οι ενστάσεις αυτές θα παίξουν ρόλο στην εξέλιξη της διαπραγμάτευσης, η οποία μόλις άρχισε και θα διαρκέσει όλο το επόμενο τετράμηνο.
Κάνοντας μια πρώτη αποτίμηση μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε ότι η ελληνική κυβέρνηση επέδειξε ταχεία προσαρμογή στο πλαίσιο που έχουν διαμορφώσει τα προηγούμενα χρόνια τόσο οι δανειακές συμβάσεις με τους Ευρωπαίους και το ΔΝΤ όσο και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι συμφωνίες κορυφής που έχουν δομηθεί εν μέσω της κρίσης (δημοσιονομικό σύμφωνο).
Προφανώς ο Βαρουφάκης ήταν ειλικρινής όταν έλεγε, στην αρχή της διαπραγμάτευσης, ότι αναζητούνται νέοι... ευφημισμοί για να προκύψει ο «έντιμος» και «αμοιβαία επωφελής» συμβιβασμός. Είναι επίσης προφανές ότι η κυβέρνηση έκανε πολλές υποχωρήσεις αποκομίζοντας κέρδη τα οποία είναι σαφώς μικρότερα και υπό όρους. Είναι όμως σαφώς μεγαλύτερα από αυτά που είχαν κατά καιρούς αποσπάσει οι προκάτοχοί της.
Άλλωστε, όπως ο καθένας μπορεί να καταλάβει, η κυβέρνηση Τσίπρα, αμέσως μόλις εξέθεσε τους «μαξιμαλιστικούς» στόχους της στους δανειστές, είδε κατά πρόσωπο το... «θηρίο», που δεν ήταν άλλο από την άμεση και ευθεία απειλή για πιστωτική ασφυξία, η οποία θα την έφερνε πολύ σύντομα αντιμέτωπη με πολύ δυσάρεστα ενδεχόμενα:
◆ Να τρέξει σύντομα παρακαλώντας για μια νέα συμφωνία, εξαιρετικά ετεροβαρή και με πλήρη αποδοχή πολύ σκληρών όρων.
◆ Να αντιμετωπίσει κλειστές τράπεζες και την οργή του κόσμου, που έως τότε τη στήριζε ενθέρμως, με συνέπεια η κυβερνητική επιβίωση να μετατραπεί σε όνειρο θερινής νυκτός.
Πλην όμως σε κάθε περίπτωση μπορεί να δηλώνει – και είναι – κερδισμένη από τη διαπραγμάτευση, διότι έχει πάρει μια ευκαιρία να εφαρμόσει σημαντικό μέρος από την πολιτική που προεκλογικά εξήγγειλε. Υπό τον απαράβατο όρο της... αποτελεσματικότητας βεβαίως.
◆ Το ένα μέρος της συμφωνίας αποτελεί τη σύμπτωση απόψεων του ΣΥΡΙΖΑ (κόμματος - κορμού της κυβέρνησης) και των δανειστών στην καταπολέμηση της διαφθοράς, η οποία φαίνεται να θεωρείται η μόνη εναλλακτική δυνατότητα άντλησης περαιτέρω φορολογικών εσόδων παγκοσμίως. Αλλά και της αναδιοργάνωσης του κράτους, η οποία αποτέλεσε προεκλογική δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ και ταυτοχρόνως απαίτηση των δανειστών, που δεν υλοποιήθηκε από τις προηγούμενες κυβερνήσεις.
◆ Το άλλο μέρος της ίδιας συμφωνίας αποτελεί η μεταφορά των περισσότερων βασικών προβλέψεων του δεύτερου μνημονίου (με κορωνίδα τη «μεταρρύθμιση» του ασφαλιστικού) στη νέα μεταβατική περίοδο, ώστε σε δύο στάδια – τέλος Απριλίου το πρώτο και τέλος Ιουνίου το δεύτερο – να γίνει η αξιολόγηση πρώτα των κοστολογημένων προτάσεων της ελληνικής κυβέρνησης και ύστερα των πεπραγμένων. Μαζί βεβαίως με τη διαπραγμάτευση για το επόμενο πρόγραμμα.
Οι «ευφημισμοί»
Ξεκινώντας τον απολογισμό πρέπει να σημειώσουμε τα εξής στοιχεία:
1. Δεν καταργείται, αλλά μετονομάζεται η τρόικα (Κομισιόν, ΕΚΤ, ΔΝΤ), η οποία στο εξής θα αποκαλείται «θεσμοί». Ερώτημα αποτελούν οι λεπτομέρειες της τυπικής λειτουργίας των «θεσμών», δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο θα λειτουργούν αυτό το μεταβατικό διάστημα οι εκπρόσωποι των επιτηρητών σε σχέση με τους υπουργούς κ.λπ. Όμως η ουσία του ρόλου τους δεν αλλάζει: με αυτούς επιτηρητές θα κλείσει η αξιολόγηση του προηγούμενου μνημονίου, την οποία αρχικά η κυβέρνηση είχε αρνηθεί.
2. Δεν καταργείται, αλλά αλλάζει όνομα το μνημόνιο, το οποίο θα αποκαλείται εφεξής «πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων». Βεβαίως δεν μεταφέρεται αυτούσιο το μνημόνιο στη μεταβατική περίοδο, αφού λείπουν βασικές παράμετροί του. Αυτό άλλωστε σημειώνει και η κατάληξη της επιστολής Ντράγκι προς τον πρόεδρο του Eurogroup για την κυβερνητική πρόταση επί των μεταρρυθμίσεων: «Οι δεσμεύσεις της νέας ελληνικής κυβέρνησης διαφέρουν από αυτές του τρέχοντος προγράμματος σε αρκετά σημεία».
Στην πραγματικότητα λοιπόν υπάρχουν σοβαρές παραχωρήσεις εκ μέρους των δανειστών, οι οποίες προσφέρουν όχι μόνο ανάσα, αλλά και την ευκαιρία στην κυβέρνηση να αποδείξει ότι ένα διαφορετικό πρόγραμμα, εναντίον της λιτότητας και της ύφεσης, μπορεί να είναι εφαρμόσιμο και λειτουργικό. Κάτι που θα της επιτρέψει να μπει με άλλον «αέρα» στην επόμενη και πιο σοβαρή διαπραγμάτευση.
3. Η κυβερνητική πρόταση για το πακέτο μεταρρυθμίσεων έγινε δεκτή από τους δανειστές και τα τρία μέρη της τρόικας, αλλά μόνο ως επαρκής βάση για να αρχίσει η αξιολόγηση. Μάλιστα το ΔΝΤ διά της Κριστίν Λαγκάρντ σημείωσε ότι «δεν είναι ξεκάθαρες οι ελληνικές δεσμεύσεις για τις μεταρρυθμίσεις που αφορούν τις συντάξεις και τον ΦΠΑ, την απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων, τις ιδιωτικοποιήσεις και τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, τις οποίες το ΔΝΤ θεωρεί ζωτικής σημασίας για την επίτευξη των βασικών στόχων του προγράμματος χρηματοδότησης».
Όμως αυτές που σημειώνει η Λαγκάρντ δεν είναι οι μόνες ασάφειες στην επιστολή Βαρουφάκη. Το ότι, ωστόσο, έγιναν αποδεκτές είναι μια νίκη της κυβέρνησης, ιδιαίτερα αν συγκρίνουμε την εν λόγω επιστολή με το περίφημο mail του Χαρδούβελη, το οποίο δεχόταν ρητά και κατηγορηματικά μια σειρά επώδυνα μέτρα. Αν μη τι άλλο, παραμένει ανοιχτό το πεδίο της διαπραγμάτευσης.
Οι υποχωρήσεις
Επί της ουσίας το e-mail του Βαρουφάκη – ακόμη και αν αποδειχθεί τελικά ότι πρόκειται για τυπική και όχι ουσιαστική υποχρέωση – αποδέχεται αρκετά σημεία από την προηγούμενη συμφωνία, παρότι η νέα είναι αρκετά τροποποιημένη. Τα τέσσερα πιο καυτά είναι:
◆ Δεν σταματούν οι τρέχουσες ιδιωτικοποιήσεις ούτε ακυρώνονται οι ήδη διενεργηθείσες, παρότι υπάρχει ένα απειροελάχιστο περιθώριο κινήσεων με την αναφορά ότι «στην περίπτωση που ο διαγωνισμός έχει προκηρυχθεί, η κυβέρνηση θα σεβαστεί τη διαδικασία σύμφωνα με τον νόμο».
◆ Παραπέμπεται στο μέλλον η ρύθμιση για τον κατώτατο μισθό. Συγκεκριμένα: «Η έκταση και ο χρόνος των αλλαγών στον κατώτατο μισθό θα γίνουν με διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους και τους ευρωπαϊκούς και διεθνούς θεσμούς, συμπεριλαμβανομένου και του ILO, ενώ θα ληφθούν υπόψη οι συμβουλές ενός νέου ανεξάρτητου σώματος (independent body) για το αν οι αλλαγές στους μισθούς είναι σε συνάρτηση με τις εξελίξεις στην παραγωγή και την ανταγωνιστικότητα».
◆ Επιπλέον η κυβέρνηση βάζει νερό στο κρασί της για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, καθώς δεσμεύεται για μια «σταδιακή νέα προσέγγιση στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας με ισορροπία μεταξύ ευελιξίας και δικαιοσύνης. Αυτό περιλαμβάνει τη φιλοδοξία (σ.σ.: και όχι τη δέσμευση) για εξορθολογισμό και, σε βάθος χρόνου, την αύξηση του κατώτατου μισθού με έναν τρόπο που θα διαφυλάσσει την ανταγωνιστικότητα και τις προοπτικές της απασχόλησης».
◆ Συνεχίζεται η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος με περαιτέρω σύνδεση των εισφορών και των συντάξεων, στην κατεύθυνση του ανταποδοτικού συστήματος (κόντρα στην προηγούμενη λογική του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία στήριζε την αναδιανεμητική λογική), και προχωράει η ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων, που σημαίνει ότι και τα αυτοχρηματοδοτούμενα ταμεία, τα μη εξαρτώμενα από τον προϋπολογισμό, θα πέσουν στη δίνη της ασφαλιστικής κρίσης. Άλλωστε καταργούνται όλες οι χρεώσεις υπέρ τρίτων, οι οποίες στήριζαν τη λειτουργία των ταμείων αυτών, χωρίς να είναι ακόμη γνωστό από τι – και αν – αντικαθίστανται.
◆ Καταρρίπτεται η – ουτοπική άλλωστε – προγραμματική δέσμευση για χρήση των κεφαλαίων του ΤΧΣ για την ελάφρυνση των «κόκκινων» δανείων, τα οποία θα αντιμετωπιστούν τελικά σε συνεννόηση με τις τράπεζες και τους δανειστές και υπό μια σειρά όρους.
Τα θετικά βήματα
Στον – θετικό – αντίποδα έρχεται η αποδοχή, εκ μέρους των δανειστών και της τρόικας, των προτεινόμενων από την κυβέρνηση παρεμβάσεων σε αρκετά θέματα, έστω και αν αυτά θα περάσουν από την κρησάρα των δανειστών και των επιτηρητών ή η εφαρμογή τους θα κριθεί από τις δημοσιονομικές δυνατότητες. Πρόκειται κυρίως για τα κεφάλαια:
◆ Φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή και αναδιάρθρωση του συστήματος βεβαίωσης και είσπραξης φόρων με στόχο την καταπολέμηση της παραοικονομίας και την αύξηση των εσόδων.
◆ Λειτουργία των ΜΜΕ – καταβολή αντιτίμου στο κράτος σε τιμές αγοράς για τις συχνότητες που χρησιμοποιούν και απαγόρευση λειτουργίας ΜΜΕ με συνεχόμενες ζημιογόνες χρήσεις χωρίς διαφανή ανακεφαλαίωσή τους.
◆ Διαφάνεια στους δημόσιους διαγωνισμούς – με μέτρα που θα εξειδικευθούν.
◆ Παράκαμψη των δεκάδων χιλιάδων απολύσεων στο Δημόσιο, οι οποίες δεν υπάρχουν στο e-mail Βαρουφάκη που έγινε δεκτό από τους δανειστές – αντ’ αυτών η δέσμευση αφορά μισθολογικές ανακατανομές που δεν θα επηρεάσουν τη δημοσιονομική ισορροπία.
◆ Αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Εδώ η εξέλιξη είναι σίγουρα θετική, αφού πρώτη φορά γίνεται αναφορά σε δεσμευτικό κείμενο, αλλά θα πρέπει να δούμε πόσες και ποιες ρυθμίσεις θα επιτραπούν, αφού τα περιθώρια θα εξεταστούν υπό το πρίσμα της δημοσιονομικής ισορροπίας.
Δημιουργική ασάφεια
Στη διάρκεια της τετράμηνης περιόδου που ανοίγει, τον πιο κρίσιμο ρόλο θα παίξει η χρήση – από τις δύο πλευρές – του όρου «ευελιξία», την οποία επικαλέστηκε και ο Ντάισελμπλουμ το βράδυ της Παρασκευής 20 Φεβρουαρίου μετά την κρίσιμη συνεδρίαση και την κατ’ αρχήν συμφωνία μεταξύ των υπουργών Οικονομικών για το θέμα της Ελλάδας. Όπως περιέγραψε στο «Βήμα της Κυριακής» (ρεπορτάζ Ν. Χειλάς) κυβερνητική πηγή της Γερμανίας, το Βερολίνο είναι έτοιμο να κάνει θετική χρήση:
«Όταν λέμε ότι αποδεχόμαστε μια μέγιστη δυνατή ευελιξία εκ μέρους της Αθήνας εντός του τρέχοντος προγράμματος, το εννοούμε στα σοβαρά. Όπως εννοούμε στα σοβαρά ότι συμφωνούμε και με την πρόταση του Έλληνα υπουργού για διατήρηση του 70% του σημερινού προγράμματος και την αντικατάσταση του 30% με μέτρα που θα επιλέξει ο ίδιος».
Ενδιαφέρον είναι το παράδειγμα «ευελιξίας» που χρησιμοποιεί η κυβερνητική αυτή πηγή, το οποίο αφορά τις αποκρατικοποιήσεις.
«Αν η Αθήνα λέει ότι η ιδιωτικοποίηση εταιρειών του Δημοσίου είναι ασύμφορη επειδή δεν βρίσκει αγοραστές, ή επειδή η τιμή πώλησης είναι εξευτελιστική, εντάξει, το αποδεχόμαστε. Τότε όμως πρέπει να αντικαταστήσει το κενό σε έσοδα που προκύπτει από τη μη πώληση με εισπράξεις από την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου τσιγάρων και την πάταξη της φοροδιαφυγής».
Με λίγα λόγια, η... δημιουργική ασάφεια που διακρίνει τη συμφωνία επί του e-mail Βαρουφάκη αφήνει πολλά περιθώρια άσκησης μέρους της πολιτικής της στην ελληνική κυβέρνηση, αλλά και πολλά περιθώρια βέτο στην πλευρά δανειστών και επιτηρητών, οι οποίοι – ας μην το ξεχνάμε –, μπορεί να ενδύθηκαν την προβιά, αλλά παραμένουν λύκοι. Οι οποίοι μάλιστα διαθέτουν το πανίσχυρο όπλο του ελέγχου της ρευστότητας για μια χώρα που βρίσκεται εκτός αγορών.
Από την άλλη πλευρά δεν είναι λίγο να βλέπει κανείς πρώτη φορά, στη λήξη μιας σκληρής διαπραγμάτευσης, ελληνικό χρώμα σε μια συμφωνία με τους λύκους της ευρωζώνης. Ο ένας μήνας κόντρας δεν πήγε χαμένος, όσο και αν η κατάσταση επιβάλλει περισσότερη προσοχή και λιγότερους πανηγυρισμούς...
Σταύρος Χριστακόπουλος - ποντικι gr