Τον πρώτο κύκλο επαφών του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και του υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη σε αναζήτηση συμμαχιών αποτιμά σήμερα το Μαξίμου εν όψει των επόμενων σταθμών της διαπραγμάτευσης, αρχής γενομένης από τη Σύνοδο Κορυφής στις 12 Φεβρουαρίου.
κεί αναμένεται να σημειωθεί και το πρώτο τετ-α-τετ του πρωθυπουργού με την Άνγκελα Μέρκελ, προς την κατεύθυνση της οποίας έδειξαν όλοι οι συνομιλητές του τις τελευταίες μέρες, καθώς όλοι δείχνουν ότι δεν είναι διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν τις σχέσεις τους με τη Γερμανία υιοθετώντας τις θέσεις της Ελλάδας ή κάποιες από αυτές.
Η Γερμανία
Αν κάτι προκύπτει εξόφθαλμα από αυτόν τον γύρο επαφών του πρωθυπουργού και του υπουργού Οικονομικών, είναι ότι η ουσιαστική διαπραγμάτευση θα γίνει με τη Γερμανία και θα είναι σκληρή.
Την εκτίμηση αυτήν επιβεβαιώνει η χθεσινή διαρροή γερμανικού εγγράφου στο Reuters, με το οποίο η Γερμανία εμφανίζεται αμετακίνητη από τις θέσεις της και λέει «όχι σε όλα», την παραμονή της συνάντησης του Γερμανού ΥΠΟΙΚ Βόλφγκανγκ Σόιμπλε με τον Έλληνα ομόλογό του Γιάνη Βαρουφάκη.
Πρόκειται για έγγραφο με κατευθύνσεις εν όψει του προσεχούς EuroWorkingGroup που θα προετοιμάσει τη σύνοδο του Eurogroup, στο οποίο σημειώνεται μεταξύ άλλων ότι η Αθήνα δεν πρέπει να πάρει πίσω καμία από τις μεταρρυθμίσεις και τις περικοπές που έχουν γίνει, ώστε να βελτιωθούν τα δημόσια οικονομικά και να επανέλθει η εμπιστοσύνη των αγορών και πως θα πρέπει να δώσει μια εμπροσθοβαρή δέσμευση ότι διασφαλίζεται η πλήρης εφαρμογή των κρίσιμων μεταρρυθμίσεων.
«Ο στόχος είναι η συνέχιση της συμφωνηθείσας μεταρρυθμιστικής ατζέντας (όχι απόσυρση μέτρων), που θα καλύπτει μεγάλους τομείς όπως η διοίκηση εσόδων, η φορολογία, η διοίκηση των δημόσιων οικονομικών, οι ιδιωτικοποιήσεις, η δημόσια διοίκηση, η υγεία, οι συντάξεις, η κοινωνική ασφάλιση, η εκπαίδευση και η μάχη κατά της διαφθοράς» αναφέρεται στο έγγραφο.
Η απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης, μέσω κύκλων του Μεγάρου Μαξίμου, ήταν εξίσου σκληρή, καθώς διαμηνύεται ότι οι προτάσεις να ανακαλέσει η νέα κυβέρνηση όλες τις προεκλογικές της δεσμεύσεις και να επαναφέρει το μνημόνιο και τα μέτρα που συμφώνησε η κυβέρνηση Σαμαρά «δεν θα γίνουν αποδεκτές» αφού «προσκρούουν στην πρόσφατη εντολή του ελληνικού λαού και δεν βοηθούν στην αναπτυξιακή προοπτική της Ευρώπης».
«Θα συνεχίσουμε» επισημαίνουν «τις διαπραγματεύσεις με όλους τους Ευρωπαίους εταίρους μας σε πνεύμα συνεργασίας και αμοιβαίας κατανόησης». Καταγράφουν ωστόσο πως το έγγραφο αποτελεί απόδειξη ότι η Γερμανία «μπαίνει και τυπικά στη διαπραγμάτευση» επιλέγοντας στην έναρξη αυτής της διαδικασίας τη «σκληρή τοποθέτηση».
Τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι οι Γερμανοί δεν είναι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν τόσο εύκολα την αξίωση να υπάρξει αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος. Σε κάθε περίπτωση, η Καγκελαρία είναι δύσκολο να προβεί σε κινήσεις αβροφροσύνης προς την Ελλάδα αν αυτές δεν διασφαλίζουν τον έλεγχο της Γερμανίας καθώς και το ότι δεν θίγεται το γόητρο της γερμανικής ηγεσίας ούτε ανατρέπεται η εσωτερική ρητορική περί τεμπέληδων Νοτίων που πρέπει να «ματώσουν» για να λάβουν τη βοήθεια της Γερμανίας.
Η γερμανική πλευρά αναμένεται να απαιτήσει ισχυρές αποδείξεις βάσει στοιχείων ότι η Ελλάδα διαθέτει πράγματι εναλλακτικό σχέδιο, πλήρως κοστολογημένο, που θα τεκμηριώνει πηγές εσόδων προκειμένου να καλυφθούν τρύπες και κενά από τα φορολογικά έσοδα και λόγω του δημοσιονομικού ελλείμματος που άφησε πίσω της η προηγούμενη κυβέρνηση.
Το κατά πόσον η ελληνική πλευρά μπορεί να πείσει τη Γερμανία θα φανεί στη σημερινή κρίσιμη συνάντηση του Γιάνη Βαρουφάκη με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, όπου ο πρώτος θα παρουσιάσει με στοιχεία και αριθμούς το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Από το αποτέλεσμα της συνάντησης θα κριθεί και το πόσο σύντομα θα υπάρξει μια διμερής συνάντηση Μέρκελ - Τσίπρα.
Σημειώνεται ότι το ραντεβού Βαρουφάκη - Σόιμπλε κλείστηκε μετά τη συνέντευξη του πρώτου στους «Financial Times», όπου παρουσιάστηκε διαφοροποιημένη η πρόταση της Ελλάδας για το χρέος, όταν διαφάνηκε ότι η κυβέρνηση δεν βρίσκει στήριξη στο αίτημα για τη διαγραφή του.
Πλέον από την πλευρά της κυβέρνησης ο στόχος για την επίτευξη της βιωσιμότητας του χρέους περνάει μέσα από την «απομείωση» του χρέους με κάθε πρόσφορο τεχνικό μέσο, όπως τα «διηνεκή ομόλογα», τα οποία επικαλέστηκε ο Βαρουφάκης στην παραπάνω συνέντευξη και όχι με το κούρεμα ομολόγων, το οποίο, όπως ειπώθηκε, δεν είναι πολιτικά «εύπεπτο» στο εσωτερικό των άλλων ευρωπαϊκών χωρών και κυρίως της Γερμανίας.
Χρονική - οικονομική ανάσα
Από την πλευρά της η ελληνική κυβέρνηση στον πρώτο αυτό διαπραγματευτικό γύρο επιδίωξε να διερευνήσει τη δυνατότητα συμμαχιών στο ευρωπαϊκό επίπεδο, τέτοιων που να μπορούν να μεσολαβήσουν και να «μαλακώσουν» τη γερμανική ηγεσία απέναντι στην Ελλάδα και το αίτημα, καταρχήν, για μια νέα ενδιάμεση συμφωνία, μέχρις ότου ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις για το χρέος (διαδικασία που για το Μαξίμου φαίνεται να έχει καταληκτικό ορίζοντα τις μεγάλες λήξεις ομολόγων τον ερχόμενο Ιούλιο).
Με άλλα λόγια, η ελληνική κυβέρνηση στα πρώτα της βήματα επιχείρησε να αποτινάξει από πάνω της το τρέχον πρόγραμμα και τα μέτρα που το συνοδεύουν και να εξασφαλίσει χρηματοδοτική στήριξη έως το καλοκαίρι, μέσα από μια ενδιάμεση νέα συμφωνία, εφόσον εξ αρχής δήλωσε ότι δεν θα λάβει τη δόση των 7,2 δισ. που αντιστοιχεί στα συμφωνηθέντα μεταξύ των εταίρων και της προηγούμενης κυβέρνησης Σαμαρά.
Στις επιδιώξεις της ελληνικής κυβέρνησης είναι επίσης η κατάργηση της τρόικας, καθώς στην αντίληψή της συνιστά ένα αντιδημοκρατικό εποπτικό όργανο, το οποίο επίσης δεν έχει καμιά εξουσιοδότηση για πολιτική διαπραγμάτευση. Ο στόχος αυτός φαίνεται να συμπίπτει με τις διαθέσεις Γιούνκερ, ο οποίος όμως δείχνει να βάζει «φρένο» στα σχέδια για κατάργηση ή αντικατάσταση της τρόικας ώστε να μην πιστωθεί μια καίρια και άμεση νίκη η Αθήνα.
Η συνέχιση της χρηματοδότησης μέσα από μια συμφωνία - «γέφυρα» είναι βασικό ζητούμενο για το Μαξίμου. Ουσιαστικά θεωρείται προϋπόθεση για να υπάρξει πολιτική και οικονομική ανάσα που θα επιτρέψει στην ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει στον πυρήνα των διαπραγματεύσεων, έχοντας πρώτα σταθεροποιηθεί στο εσωτερικό, το οποίο αναμένει τις πρώτες εξαγγελίες (κατώτατος μισθός, συντάξεις κ.λπ.) να λάβουν σάρκα και οστά.
Η κυβέρνηση επιζητεί να γίνει σύντομα μια πρωταρχική διευθέτηση της συμφωνίας για την άμεση χρηματοδότηση και τα ανταλλάγματα που αναμένεται ότι θα ζητηθούν, προκειμένου να σταθεροποιηθεί και στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό, ώστε οι διαπραγματεύσεις να προχωρήσουν σε σχετικά ήρεμο και όχι συγκρουσιακό κλίμα, το οποίο αυτόματα αποτυπώνεται στις αγορές και τα χρηματιστήρια.
Βεβαίως, η κυβέρνηση γνωρίζει ότι η διαπραγμάτευση που μόλις ξεκίνησε θα είναι μια μακρά και επίπονη διαδικασία, όπου δεν θα λείψει και το συγκρουσιακό κλίμα - ο Αλέξης Τσίπρας στις χθεσινές δηλώσεις του με τον Σουλτς αναγνώρισε την προοπτική αυτήν, αλλά ταυτόχρονα εμφανίστηκε αισιόδοξος λέγοντας: «Γνωρίζω ότι η ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μια ιστορία διαφωνιών, αλλά στο τέλος συμφωνιών και λύσεων».
Η εκκίνηση της κυβέρνησης - όπως αποτυπώθηκε στις συναντήσεις Τσίπρα με Σουλτς και Βαρουφά- κη με Ντάισελμπλουμ - υπήρξε κατά κοινή ομολογία δυναμική, αιφνιδιάζοντας τους περισσότερους, ακόμη και όσους τον ψήφισαν, και έδωσε αμέσως την αίσθηση μιας διαφορετικής στάσης σε σύγκριση με ό,τι μας είχαν συνηθίσει οι κυβερνήσεις Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ (και τα υβρίδιά τους) τις προηγούμενες δεκαετίες και κυρίως από το 2010 κι έπειτα.
Η κυβέρνηση εξέπεμψε την εικόνα σθεναρής διεκδίκησης κι έδωσε την εντύπωση ότι διαθέτει σχέδιο διαπραγμάτευσης, κερδίζοντας αμέσως πόντους στο εσωτερικό, με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν υψηλή αποδοχή, στήριξη και υψηλά ποσοστά πολιτών που αποτιμούν ως θετική τη συνεργασία με τους ΑΝΕΛΛ και ελπίζουν η κυβέρνηση συνολικά να πετύχει.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, το Μαξίμου γνωρίζει ότι, προκειμένου η κυβέρνηση να σταθεροποιηθεί και στο εξωτερικό, πρέπει να αξιοποιηθούν ρωγμές, να αναζητηθούν ερείσματα στην Ευρώπη αλλά και να δοθούν οι απαραίτητες διαβεβαιώσεις ότι δεν επιδιώκεται η ρήξη, αλλά ο διάλογος και οι συνεργασία, κι επομένως υπάρχει διάθεση υποχωρήσεων.
Φιλικό χτύπημα στον ώμο...
Αυτό που ως επί το πλείστον έλαβε η ελληνική κυβέρνηση από τον κύκλο επαφών που πραγματοποίησε με αποκορύφωμα τις συναντήσεις με Γιούνκερ και Ολάντ είναι καλές προθέσεις για τη διαμεσολάβηση μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας ώστε να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση.
Ο πρωθυπουργός στις κοινές δηλώσεις με τον Μάρτιν Σουλτς, τον οποίο συνάντησε εκτός προγράμματος μετά τον Γιούνκερ (ο τελευταίος μάλλον θέλησε να αποφύγει τις κοινές δηλώσεις σε αυτήν τη φάση) υπογράμμισε τη θέληση της κυβέρνησης να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση, ενώ τόνισε ότι αυτή σέβεται αφενός την κυριαρχία του ελληνικού λαού και την εντολή που έδωσε στις εκλογές, αφετέρου τους ευρωπαϊκούς κανόνες, για τους οποίους είπε: «Θέλουμε να διορθώσουμε αυτό το πλαίσιο, όχι να το διαλύσουμε».
Από τη συνάντηση του Τσίπρα η κυβέρνηση εμφανίζεται ικανοποιημένη για το γεγονός ότι διεξήχθη σε καλό κλίμα, με τον πρόεδρο της Κομισιόν να δείχνει διατεθειμένος να αναλάβει ρόλο διαμεσολαβητή υπό τον όρο ότι η Αθήνα διαθέτει συγκεκριμένο σχέδιο.
Σύμφωνα με κυβερνητικούς κύκλους, ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ επισήμανε κατά τη διάρκεια της συνάντησης ότι θέλει να βοηθήσει για την εξεύρεση μιας κοινής συμφωνίας, αλλά υπάρχουν ακόμη διαφορές που πρέπει να γεφυρωθούν καθώς και πως ο ίδιος αντιλαμβάνεται την πολιτική διάσταση του ζητήματος και είναι υποχρεωμένος να συζητήσει με όλες τις πλευρές.
Οι ίδιοι κύκλοι καταγράφουν στα θετικά το ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δέχονται να συνομιλήσουν με την Ελλάδα και «συνειδητοποιούν ότι χρειάζεται χρόνος για διαβούλευση χωρίς να βάζουν τελεσίγραφα». Παράλληλα επισημαίνουν την απουσία αναφορών στην «τρόικα» ή στη συνέχιση του προηγούμενου προγράμματος και της προηγούμενης πολιτικής.
Όσον αφορά το περιεχόμενο της συνάντησης, ο πρωθυπουργός παρουσίασε την πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης για μια συμφωνία - «γέφυρα» που θα δίνει πίστωση χρόνου ώστε να διαμορφωθεί από κοινού ένα τετραετές σχέδιο για την περίοδο 2015-2018. Η συμφωνία αυτή θα περιλαμβάνει:
- Ένα ριζοσπαστικό Εθνικό Σχέδιο Μεταρρυθμίσεων σε τομείς που είναι κρίσιμοι, όπως η πάταξη της διαφθοράς και της διαπλοκής, η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης.
- Δημοσιονομική εξισορρόπηση, χωρίς ελλείμματα αλλά και χωρίς τα τερατώδη πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 4,5% ΑΕΠ που καθιστούν την ελληνική οικονομία όμηρο και συνι- στούν μια παγίδα ύφεσης και δημόσιου χρέους, συνθλίβοντας την ελληνική κοινωνία. Στο σημείο αυτό η ελληνική πλευρά υπογράμμισε ότι θα σεβαστεί τους κανόνες της Ε.Ε., όμως δεν υπάρχει κανένας κανόνας που να επιβάλλει τέτοιας έκτασης λιτότητα.
Σύντομος ο Ολάντ, αιχμές από Τσίπρα
Στη συνάντηση του Παρισιού, η οποία, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, εκτυλίχθηκε σε «εξαιρετικό κλίμα», ο Ολάντ ήταν σύντομος στις δηλώσεις του δίνοντας τη μεγαλύτερη έμφαση στον σεβασμό στους κανόνες της Ευρωπαϊκής'Ενωσης και τις δεσμεύεις που έχουν αναληφθεί, μεταφέροντας με αυτόν τον τρόπο το γερμανικό μήνυμα της πειθαρχίας.
Σημείωσε πάντως και την ανάγκη σεβασμού στην ψήφο του ελληνικού λαού, την οποία ερμήνευσε ως ένδειξη ότι «η λιτότητα ως μόνη πραγματικότητα και ως μόνη προοπτική δεν είναι πλέον ανεκτή».
Τόνισε επίσης ότι πρέπει να υπάρξει διάλογος με την Ελλάδα «διαφανής» και «σε συνθήκες νηφαλιότητας, που να εδραιώνουν τη θέληση να πάμε μπροστά», και να ενισχυθεί, ώστε να υπάρξει μια κοινή συμφωνία, ενώ δήλωσε ότι η Γαλλία είναι αλληλέγγυα και θα το δείξει αυτό τις επόμενες μέρες.
Από την άλλη πλευρά, οι δηλώσεις του πρωθυπουργού επέμειναν στη θέση ότι η Ελλάδα δεν αποτελεί απειλή και διεκδικεί χρόνο αλλά και κοινή συμφωνία προς το συμφέρον όλων.
Περιείχαν ωστόσο αιχμές απέναντι στην επιταγή του σεβασμού των κανόνων, κάτι το οποίο αποδέχτηκε μεν συμπληρώνοντας όμως την ανάγκη ισοτιμίας μεταξύ των εταίρων λέγοντας χαρακτηριστικά: «Στην Ε.Ε. και την ευρωζώνη δεν υπάρχουν ιδιοκτήτες και ενοικιαστές. Είμαστε όλοι συγκάτοικοι και οφείλουμε να δουλέψουμε σκληρά για το κοινό ευρωπαϊκό μέλλον».
Επιπλέον σημείωσε ότι η Ελλάδα χρειάζεται τη Γαλλία «μπροστά ως εγγυητή της ενωμένης Ευρώπης, πρωταγωνιστή στην κοινή προσπάθεια για αλλαγή πολιτικής». Επανέλαβε ότι «η Ελλάδα έχει καταθέσει ρεαλιστικές προτάσεις που μπορούν να γίνουν αποδεκτές και να οδηγήσουν σε συμφωνία που θα εξασφαλίσει τον απαιτούμενο χρόνο για να προχωρήσει στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις».
Κυβερνητικές πηγές τονίζουν ότι υπήρξε κοινός τόπος τόσο στο θέμα των μεταρρυθμίσεων και ειδικά στη φορολογία όσο και στο ότι δεν υπάρχουν κανόνες της Ε.Ε. ή της ευρωζώνης που να επιβάλλουν «τερατώδη» πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 4,5% του ΑΕΠ στο διηνεκές, ειδικά όταν μία χώρα έχει απολέσει πάνω από το 25% του παραγόμενου πλούτου της.
κεί αναμένεται να σημειωθεί και το πρώτο τετ-α-τετ του πρωθυπουργού με την Άνγκελα Μέρκελ, προς την κατεύθυνση της οποίας έδειξαν όλοι οι συνομιλητές του τις τελευταίες μέρες, καθώς όλοι δείχνουν ότι δεν είναι διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν τις σχέσεις τους με τη Γερμανία υιοθετώντας τις θέσεις της Ελλάδας ή κάποιες από αυτές.
Η Γερμανία
Αν κάτι προκύπτει εξόφθαλμα από αυτόν τον γύρο επαφών του πρωθυπουργού και του υπουργού Οικονομικών, είναι ότι η ουσιαστική διαπραγμάτευση θα γίνει με τη Γερμανία και θα είναι σκληρή.
Την εκτίμηση αυτήν επιβεβαιώνει η χθεσινή διαρροή γερμανικού εγγράφου στο Reuters, με το οποίο η Γερμανία εμφανίζεται αμετακίνητη από τις θέσεις της και λέει «όχι σε όλα», την παραμονή της συνάντησης του Γερμανού ΥΠΟΙΚ Βόλφγκανγκ Σόιμπλε με τον Έλληνα ομόλογό του Γιάνη Βαρουφάκη.
Πρόκειται για έγγραφο με κατευθύνσεις εν όψει του προσεχούς EuroWorkingGroup που θα προετοιμάσει τη σύνοδο του Eurogroup, στο οποίο σημειώνεται μεταξύ άλλων ότι η Αθήνα δεν πρέπει να πάρει πίσω καμία από τις μεταρρυθμίσεις και τις περικοπές που έχουν γίνει, ώστε να βελτιωθούν τα δημόσια οικονομικά και να επανέλθει η εμπιστοσύνη των αγορών και πως θα πρέπει να δώσει μια εμπροσθοβαρή δέσμευση ότι διασφαλίζεται η πλήρης εφαρμογή των κρίσιμων μεταρρυθμίσεων.
«Ο στόχος είναι η συνέχιση της συμφωνηθείσας μεταρρυθμιστικής ατζέντας (όχι απόσυρση μέτρων), που θα καλύπτει μεγάλους τομείς όπως η διοίκηση εσόδων, η φορολογία, η διοίκηση των δημόσιων οικονομικών, οι ιδιωτικοποιήσεις, η δημόσια διοίκηση, η υγεία, οι συντάξεις, η κοινωνική ασφάλιση, η εκπαίδευση και η μάχη κατά της διαφθοράς» αναφέρεται στο έγγραφο.
Η απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης, μέσω κύκλων του Μεγάρου Μαξίμου, ήταν εξίσου σκληρή, καθώς διαμηνύεται ότι οι προτάσεις να ανακαλέσει η νέα κυβέρνηση όλες τις προεκλογικές της δεσμεύσεις και να επαναφέρει το μνημόνιο και τα μέτρα που συμφώνησε η κυβέρνηση Σαμαρά «δεν θα γίνουν αποδεκτές» αφού «προσκρούουν στην πρόσφατη εντολή του ελληνικού λαού και δεν βοηθούν στην αναπτυξιακή προοπτική της Ευρώπης».
«Θα συνεχίσουμε» επισημαίνουν «τις διαπραγματεύσεις με όλους τους Ευρωπαίους εταίρους μας σε πνεύμα συνεργασίας και αμοιβαίας κατανόησης». Καταγράφουν ωστόσο πως το έγγραφο αποτελεί απόδειξη ότι η Γερμανία «μπαίνει και τυπικά στη διαπραγμάτευση» επιλέγοντας στην έναρξη αυτής της διαδικασίας τη «σκληρή τοποθέτηση».
Τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι οι Γερμανοί δεν είναι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν τόσο εύκολα την αξίωση να υπάρξει αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος. Σε κάθε περίπτωση, η Καγκελαρία είναι δύσκολο να προβεί σε κινήσεις αβροφροσύνης προς την Ελλάδα αν αυτές δεν διασφαλίζουν τον έλεγχο της Γερμανίας καθώς και το ότι δεν θίγεται το γόητρο της γερμανικής ηγεσίας ούτε ανατρέπεται η εσωτερική ρητορική περί τεμπέληδων Νοτίων που πρέπει να «ματώσουν» για να λάβουν τη βοήθεια της Γερμανίας.
Η γερμανική πλευρά αναμένεται να απαιτήσει ισχυρές αποδείξεις βάσει στοιχείων ότι η Ελλάδα διαθέτει πράγματι εναλλακτικό σχέδιο, πλήρως κοστολογημένο, που θα τεκμηριώνει πηγές εσόδων προκειμένου να καλυφθούν τρύπες και κενά από τα φορολογικά έσοδα και λόγω του δημοσιονομικού ελλείμματος που άφησε πίσω της η προηγούμενη κυβέρνηση.
Το κατά πόσον η ελληνική πλευρά μπορεί να πείσει τη Γερμανία θα φανεί στη σημερινή κρίσιμη συνάντηση του Γιάνη Βαρουφάκη με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, όπου ο πρώτος θα παρουσιάσει με στοιχεία και αριθμούς το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Από το αποτέλεσμα της συνάντησης θα κριθεί και το πόσο σύντομα θα υπάρξει μια διμερής συνάντηση Μέρκελ - Τσίπρα.
Σημειώνεται ότι το ραντεβού Βαρουφάκη - Σόιμπλε κλείστηκε μετά τη συνέντευξη του πρώτου στους «Financial Times», όπου παρουσιάστηκε διαφοροποιημένη η πρόταση της Ελλάδας για το χρέος, όταν διαφάνηκε ότι η κυβέρνηση δεν βρίσκει στήριξη στο αίτημα για τη διαγραφή του.
Πλέον από την πλευρά της κυβέρνησης ο στόχος για την επίτευξη της βιωσιμότητας του χρέους περνάει μέσα από την «απομείωση» του χρέους με κάθε πρόσφορο τεχνικό μέσο, όπως τα «διηνεκή ομόλογα», τα οποία επικαλέστηκε ο Βαρουφάκης στην παραπάνω συνέντευξη και όχι με το κούρεμα ομολόγων, το οποίο, όπως ειπώθηκε, δεν είναι πολιτικά «εύπεπτο» στο εσωτερικό των άλλων ευρωπαϊκών χωρών και κυρίως της Γερμανίας.
Χρονική - οικονομική ανάσα
Από την πλευρά της η ελληνική κυβέρνηση στον πρώτο αυτό διαπραγματευτικό γύρο επιδίωξε να διερευνήσει τη δυνατότητα συμμαχιών στο ευρωπαϊκό επίπεδο, τέτοιων που να μπορούν να μεσολαβήσουν και να «μαλακώσουν» τη γερμανική ηγεσία απέναντι στην Ελλάδα και το αίτημα, καταρχήν, για μια νέα ενδιάμεση συμφωνία, μέχρις ότου ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις για το χρέος (διαδικασία που για το Μαξίμου φαίνεται να έχει καταληκτικό ορίζοντα τις μεγάλες λήξεις ομολόγων τον ερχόμενο Ιούλιο).
Με άλλα λόγια, η ελληνική κυβέρνηση στα πρώτα της βήματα επιχείρησε να αποτινάξει από πάνω της το τρέχον πρόγραμμα και τα μέτρα που το συνοδεύουν και να εξασφαλίσει χρηματοδοτική στήριξη έως το καλοκαίρι, μέσα από μια ενδιάμεση νέα συμφωνία, εφόσον εξ αρχής δήλωσε ότι δεν θα λάβει τη δόση των 7,2 δισ. που αντιστοιχεί στα συμφωνηθέντα μεταξύ των εταίρων και της προηγούμενης κυβέρνησης Σαμαρά.
Στις επιδιώξεις της ελληνικής κυβέρνησης είναι επίσης η κατάργηση της τρόικας, καθώς στην αντίληψή της συνιστά ένα αντιδημοκρατικό εποπτικό όργανο, το οποίο επίσης δεν έχει καμιά εξουσιοδότηση για πολιτική διαπραγμάτευση. Ο στόχος αυτός φαίνεται να συμπίπτει με τις διαθέσεις Γιούνκερ, ο οποίος όμως δείχνει να βάζει «φρένο» στα σχέδια για κατάργηση ή αντικατάσταση της τρόικας ώστε να μην πιστωθεί μια καίρια και άμεση νίκη η Αθήνα.
Η συνέχιση της χρηματοδότησης μέσα από μια συμφωνία - «γέφυρα» είναι βασικό ζητούμενο για το Μαξίμου. Ουσιαστικά θεωρείται προϋπόθεση για να υπάρξει πολιτική και οικονομική ανάσα που θα επιτρέψει στην ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει στον πυρήνα των διαπραγματεύσεων, έχοντας πρώτα σταθεροποιηθεί στο εσωτερικό, το οποίο αναμένει τις πρώτες εξαγγελίες (κατώτατος μισθός, συντάξεις κ.λπ.) να λάβουν σάρκα και οστά.
Η κυβέρνηση επιζητεί να γίνει σύντομα μια πρωταρχική διευθέτηση της συμφωνίας για την άμεση χρηματοδότηση και τα ανταλλάγματα που αναμένεται ότι θα ζητηθούν, προκειμένου να σταθεροποιηθεί και στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό, ώστε οι διαπραγματεύσεις να προχωρήσουν σε σχετικά ήρεμο και όχι συγκρουσιακό κλίμα, το οποίο αυτόματα αποτυπώνεται στις αγορές και τα χρηματιστήρια.
Βεβαίως, η κυβέρνηση γνωρίζει ότι η διαπραγμάτευση που μόλις ξεκίνησε θα είναι μια μακρά και επίπονη διαδικασία, όπου δεν θα λείψει και το συγκρουσιακό κλίμα - ο Αλέξης Τσίπρας στις χθεσινές δηλώσεις του με τον Σουλτς αναγνώρισε την προοπτική αυτήν, αλλά ταυτόχρονα εμφανίστηκε αισιόδοξος λέγοντας: «Γνωρίζω ότι η ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μια ιστορία διαφωνιών, αλλά στο τέλος συμφωνιών και λύσεων».
Η εκκίνηση της κυβέρνησης - όπως αποτυπώθηκε στις συναντήσεις Τσίπρα με Σουλτς και Βαρουφά- κη με Ντάισελμπλουμ - υπήρξε κατά κοινή ομολογία δυναμική, αιφνιδιάζοντας τους περισσότερους, ακόμη και όσους τον ψήφισαν, και έδωσε αμέσως την αίσθηση μιας διαφορετικής στάσης σε σύγκριση με ό,τι μας είχαν συνηθίσει οι κυβερνήσεις Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ (και τα υβρίδιά τους) τις προηγούμενες δεκαετίες και κυρίως από το 2010 κι έπειτα.
Η κυβέρνηση εξέπεμψε την εικόνα σθεναρής διεκδίκησης κι έδωσε την εντύπωση ότι διαθέτει σχέδιο διαπραγμάτευσης, κερδίζοντας αμέσως πόντους στο εσωτερικό, με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν υψηλή αποδοχή, στήριξη και υψηλά ποσοστά πολιτών που αποτιμούν ως θετική τη συνεργασία με τους ΑΝΕΛΛ και ελπίζουν η κυβέρνηση συνολικά να πετύχει.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, το Μαξίμου γνωρίζει ότι, προκειμένου η κυβέρνηση να σταθεροποιηθεί και στο εξωτερικό, πρέπει να αξιοποιηθούν ρωγμές, να αναζητηθούν ερείσματα στην Ευρώπη αλλά και να δοθούν οι απαραίτητες διαβεβαιώσεις ότι δεν επιδιώκεται η ρήξη, αλλά ο διάλογος και οι συνεργασία, κι επομένως υπάρχει διάθεση υποχωρήσεων.
Φιλικό χτύπημα στον ώμο...
Αυτό που ως επί το πλείστον έλαβε η ελληνική κυβέρνηση από τον κύκλο επαφών που πραγματοποίησε με αποκορύφωμα τις συναντήσεις με Γιούνκερ και Ολάντ είναι καλές προθέσεις για τη διαμεσολάβηση μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας ώστε να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση.
Ο πρωθυπουργός στις κοινές δηλώσεις με τον Μάρτιν Σουλτς, τον οποίο συνάντησε εκτός προγράμματος μετά τον Γιούνκερ (ο τελευταίος μάλλον θέλησε να αποφύγει τις κοινές δηλώσεις σε αυτήν τη φάση) υπογράμμισε τη θέληση της κυβέρνησης να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση, ενώ τόνισε ότι αυτή σέβεται αφενός την κυριαρχία του ελληνικού λαού και την εντολή που έδωσε στις εκλογές, αφετέρου τους ευρωπαϊκούς κανόνες, για τους οποίους είπε: «Θέλουμε να διορθώσουμε αυτό το πλαίσιο, όχι να το διαλύσουμε».
Από τη συνάντηση του Τσίπρα η κυβέρνηση εμφανίζεται ικανοποιημένη για το γεγονός ότι διεξήχθη σε καλό κλίμα, με τον πρόεδρο της Κομισιόν να δείχνει διατεθειμένος να αναλάβει ρόλο διαμεσολαβητή υπό τον όρο ότι η Αθήνα διαθέτει συγκεκριμένο σχέδιο.
Σύμφωνα με κυβερνητικούς κύκλους, ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ επισήμανε κατά τη διάρκεια της συνάντησης ότι θέλει να βοηθήσει για την εξεύρεση μιας κοινής συμφωνίας, αλλά υπάρχουν ακόμη διαφορές που πρέπει να γεφυρωθούν καθώς και πως ο ίδιος αντιλαμβάνεται την πολιτική διάσταση του ζητήματος και είναι υποχρεωμένος να συζητήσει με όλες τις πλευρές.
Οι ίδιοι κύκλοι καταγράφουν στα θετικά το ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δέχονται να συνομιλήσουν με την Ελλάδα και «συνειδητοποιούν ότι χρειάζεται χρόνος για διαβούλευση χωρίς να βάζουν τελεσίγραφα». Παράλληλα επισημαίνουν την απουσία αναφορών στην «τρόικα» ή στη συνέχιση του προηγούμενου προγράμματος και της προηγούμενης πολιτικής.
Όσον αφορά το περιεχόμενο της συνάντησης, ο πρωθυπουργός παρουσίασε την πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης για μια συμφωνία - «γέφυρα» που θα δίνει πίστωση χρόνου ώστε να διαμορφωθεί από κοινού ένα τετραετές σχέδιο για την περίοδο 2015-2018. Η συμφωνία αυτή θα περιλαμβάνει:
- Ένα ριζοσπαστικό Εθνικό Σχέδιο Μεταρρυθμίσεων σε τομείς που είναι κρίσιμοι, όπως η πάταξη της διαφθοράς και της διαπλοκής, η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης.
- Δημοσιονομική εξισορρόπηση, χωρίς ελλείμματα αλλά και χωρίς τα τερατώδη πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 4,5% ΑΕΠ που καθιστούν την ελληνική οικονομία όμηρο και συνι- στούν μια παγίδα ύφεσης και δημόσιου χρέους, συνθλίβοντας την ελληνική κοινωνία. Στο σημείο αυτό η ελληνική πλευρά υπογράμμισε ότι θα σεβαστεί τους κανόνες της Ε.Ε., όμως δεν υπάρχει κανένας κανόνας που να επιβάλλει τέτοιας έκτασης λιτότητα.
Σύντομος ο Ολάντ, αιχμές από Τσίπρα
Στη συνάντηση του Παρισιού, η οποία, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, εκτυλίχθηκε σε «εξαιρετικό κλίμα», ο Ολάντ ήταν σύντομος στις δηλώσεις του δίνοντας τη μεγαλύτερη έμφαση στον σεβασμό στους κανόνες της Ευρωπαϊκής'Ενωσης και τις δεσμεύεις που έχουν αναληφθεί, μεταφέροντας με αυτόν τον τρόπο το γερμανικό μήνυμα της πειθαρχίας.
Σημείωσε πάντως και την ανάγκη σεβασμού στην ψήφο του ελληνικού λαού, την οποία ερμήνευσε ως ένδειξη ότι «η λιτότητα ως μόνη πραγματικότητα και ως μόνη προοπτική δεν είναι πλέον ανεκτή».
Τόνισε επίσης ότι πρέπει να υπάρξει διάλογος με την Ελλάδα «διαφανής» και «σε συνθήκες νηφαλιότητας, που να εδραιώνουν τη θέληση να πάμε μπροστά», και να ενισχυθεί, ώστε να υπάρξει μια κοινή συμφωνία, ενώ δήλωσε ότι η Γαλλία είναι αλληλέγγυα και θα το δείξει αυτό τις επόμενες μέρες.
Από την άλλη πλευρά, οι δηλώσεις του πρωθυπουργού επέμειναν στη θέση ότι η Ελλάδα δεν αποτελεί απειλή και διεκδικεί χρόνο αλλά και κοινή συμφωνία προς το συμφέρον όλων.
Περιείχαν ωστόσο αιχμές απέναντι στην επιταγή του σεβασμού των κανόνων, κάτι το οποίο αποδέχτηκε μεν συμπληρώνοντας όμως την ανάγκη ισοτιμίας μεταξύ των εταίρων λέγοντας χαρακτηριστικά: «Στην Ε.Ε. και την ευρωζώνη δεν υπάρχουν ιδιοκτήτες και ενοικιαστές. Είμαστε όλοι συγκάτοικοι και οφείλουμε να δουλέψουμε σκληρά για το κοινό ευρωπαϊκό μέλλον».
Επιπλέον σημείωσε ότι η Ελλάδα χρειάζεται τη Γαλλία «μπροστά ως εγγυητή της ενωμένης Ευρώπης, πρωταγωνιστή στην κοινή προσπάθεια για αλλαγή πολιτικής». Επανέλαβε ότι «η Ελλάδα έχει καταθέσει ρεαλιστικές προτάσεις που μπορούν να γίνουν αποδεκτές και να οδηγήσουν σε συμφωνία που θα εξασφαλίσει τον απαιτούμενο χρόνο για να προχωρήσει στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις».
Κυβερνητικές πηγές τονίζουν ότι υπήρξε κοινός τόπος τόσο στο θέμα των μεταρρυθμίσεων και ειδικά στη φορολογία όσο και στο ότι δεν υπάρχουν κανόνες της Ε.Ε. ή της ευρωζώνης που να επιβάλλουν «τερατώδη» πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 4,5% του ΑΕΠ στο διηνεκές, ειδικά όταν μία χώρα έχει απολέσει πάνω από το 25% του παραγόμενου πλούτου της.
pontiki